«Ο λαός έδωσε τρεις φορές τη στήριξή του στην κυβέρνηση με μια σαφή εντολή, να συγκρουστούμε με το κατεστημένο και να καθαρίσουμε τη χώρα από τις εστίες παραβατικότητας και ανομίας, των κρατικοδίαιτων και διαπλεκόμενων που πλούτισαν στην πλάτη των εργαζόμενων και των συνταξιούχων που δίνουν το αίμα τους για να βγούμε από την κρίση».
Αλ. Τσίπρας, ομιλία στη Βουλή, 11-02-2016
Όταν κανείς διαβάζει την “απολογία”-τοποθέτηση του Ν. Παππά στη συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ αναφορικά με τον Μιωνή και τις δοσοληψίες με τα συμφέροντα που αυτός εκπροσωπεί, μπορεί εύκολα να καταλάβει ότι ο κύκλος της ταραχώδους μεταμνημονιακής περιόδου έχει προ πολλού φτάσει στο τέλος του.i Καταρχήν, είναι ενδιαφέρον ότι αρκεί μια απλή δήλωση ανάληψης ατομικής ευθύνης από μέρους του Παππά για να θεωρηθεί το ζήτημα λήξαν και να συνεχίσει ανενόχλητος να επιτελεί το θεσμικό ρόλο που του έχει παραχωρηθεί μέσα στον κομματικό μηχανισμό. Καμία συζήτηση για αποπομπή του δεν έγινε στη συνεδρίαση του Π.Σ., παρά τις όποιες αντιδράσεις υπήρξαν εκ μέρους μεμονωμένων στελεχών για να τιμήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, έστω κι επιδερμικά, τα υποτιθέμενα “αντισυστημικά” διαπιστευτήρια που τον έφεραν στην εξουσία το 2015 και του επιτρέπουν σήμερα να κατέχει άνετα τον ρόλο του δεύτερου πόλου στον νέο, μεταμνημονιακό δικομματισμό. Φυσικά, η τεκμηρίωση των συναλλαγών της πολιτικής εξουσίας με την οικονομική καπιταλιστική ελίτ δεν είναι καμιά καινούρια εξέλιξη, ούτε είναι ζήτημα που μπορεί να αποδοθεί στη διαφθορά που έχει διαποτίσει συγκεκριμένους εκπροσώπους της πολιτικής ελίτ. Προσωπικά, αποφεύγω να καταπιαστώ με τη σκανδαλολογία διότι το μόνο που πετυχαίνει αυτή η μιντιακή “κάθαρση” του πολιτικού συστήματος στο επίπεδο του θεάματος είναι να παρουσιάζει ως εξαίρεση και ως μεμονωμένο γεγονός κάτι που στην πραγματικότητα συνιστά κανονικότητα και δομικό στοιχείο της λειτουργίας του ετερόνομου συστήματος διακυβέρνησης. Οι οργανικοί δεσμοί που αναπτύσσονται ανάμεσα στις εξουσίες υπερβαίνουν τον συνταγματκό διαχωρισμό τους μέσα στο θεσμικό πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής “δημοκρατίας”, και αποτελούν καταστατικό όρο της ομαλής αναπαραγωγής του καπιταλισμού ως συστήματος οργάνωσης της κοινωνίας.
Η περίπτωση Παππά ωστόσο διαφέρει διότι ως φορέας της διαβρωμένης συστημικής αντίληψης για την εξουσία σαν μέσο ατομικού πλουτισμού αυτή τη φορά φέρεται το ίδιο κόμμα που στη διάρκεια των αντιμνημονιακών αγώνων αυτοπροτάθηκε ως η πολιτική δύναμη που ήταν διατεθειμένη να συσπειρώσει τα προλεταριακά στρώματα και να συγκρουστεί με τις κατεστημένες νοοτροπίες και τις αδιαφανείς πρακτικές της ελίτ του παλαιοκομματικού συστήματος. Την περίοδο αμέσως μετά τη χρεοκοπία, όταν το λαϊκό αίσθημα έβραζε από αγανάκτηση και η συστημική πολιτική συμμορία βρισκόταν σύσσωμη σε θέση άμυνας εξαιτίας της οικονομικής καταστροφής την οποία αποδεδειγμένα είχε προκαλέσει, στο πολιτικό φαντασιακό των ετεροκαθοριζόμενων κοινωνικών στρωμάτων κυριαρχούσε η αποστροφή για την αντιπροσωπευτική “δημοκρατία”, στην οποία οι μη-προνομιούχοι διέβλεπαν σωστά το κατεξοχήν όργανο για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της καπιταλιστικής άρχουσας τάξης. Έστω και σε ένα πρωτόλειο επίπεδο, αυτή η περιφρόνηση για το αμοραλιστικό δικομματικό σύστημα στρεφόταν και πρός μια διάχυτη αναζήτηση είτε για αμιγώς δημοκρατικές δομές που, θεωρητικά, θα ήταν δυσκολότερο να βρεθούν κάτω από την επήρεια οργανωμένων οικονομικών συμφερόντων (π.χ. το πείραμα με την άμεση δημοκρατία), ή, μετά την συντριβή του κινήματος των πλατειών, για έναν καινούριο τύπο πολιτικού κόμματος που θα ενσάρκωνε μια διαφορετική αντίληψη για τη σχέση λαού κι εξουσίας, με ότι αυτό συνεπάγεται για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος των λαϊκών τάξεων από τις αρπακτικές διαθέσεις των κλεπτοκρατών της ελλαδικής μεγαλοαστικής τάξης.
Η “δευτερολογία” του Παππά στο Π.Σ., μετά τις κυνικές διαβεβαιώσεις του προς τον Μιωνή ότι κατανοεί πλήρως πως το να είναι κανείς στην κυβέρνηση είναι ευκαιρία για να βγάλει κανείς “πολύ χρήμα”, δείχνει ότι έχουμε πλέον επανέλθει στη λογική του “λιγότερου διεφαθρμένου” ως διαπιστευτήριου για την κατοχή της πολιτικής εξουσίας, χάρη στην οποία επιβίωσε για τριάντα χρόνια η αποκρουστική διαρχία ΠΑΣΟΚ-ΝΔ. Με άλλα λόγια, είμαστε πια έτη φωτός μακριά από την “ηθική κάθαρση” που συνιστούσε πρωταρχική λαϊκή απαίτηση, αλλά και την αναγκαία συνθήκη για τη συγκέντρωση της εκλογικής προτίμησης των υποτελών τάξεων την περίοδο μετά το μνημόνιο. Μπορεί βέβαια να ισχύει ότι το αίτημα για μια “ηθική” πολιτική δεν είναι παρά ένα ψηφοθηρικό στρατήγημα, απαλλαγμένο καθώς είναι από το ταξικό υπόβαθρο της πολιτικής διαδικασίας. Και ως τέτοιο χρησιμοποιήθηκε στην μεταμνημονιακή Ελλάδα για να ανοίξει τον δρόμο προς τα ανώτατα κρατικά αξιώματα στους πιο απίθανους τύπους. Σε οπορτουνιστές τύπου Καμμένου, των ναζιστών της Χ.Α. και του ταχυδρόμου του Ιησού, ακροδεξιού Βελόπουλου.
Όμως, τούτο δεν σημαίνει οτι το αίτημα για μια “ηθική” στάση στα πολιτικά πράγματα θα πρέπει να εγκαταλειφθεί ως εγγενώς αντιδραστικό ή αναποτελεσματικό. Εφόσον προσδίδουμε στην έννοια της “ηθικότητας” ένα φιλολαϊκό περιεχόμενο και στον βαθμό που απορρίπτουμε ως ανήθικο οτιδήποτε συντελεί στην παγίωση του ταξικού διαχωρισμού ανάμεσα στους ρόλους του άρχοντα και του αρχόμενου, της δομικής διάκρισης σε ανώτερες και κατώτερες τάξεις, τότε εκείνο που σηματοδοτεί η καθαρή λιποταξία του ΣΥΡΙΖΑ είναι η μετατόπιση της αναζήτησης για μια ηθική πολιτική από την ειδωλολατρεία του Κράτους, στις συλλογικές μορφές αυτοδιεύθυνσης της κοινωνικής ολότητας. Γιατί μπορεί ο Προυντόν να είχε δίκιο όταν καταλόγιζε στους ουτοπικούς σοσιαλιστές πως προσπαθούσαν να στηρίξουν το σοσιαλιστικό πρόταγμα τους στα πήλινα πόδια ενός αφηρημένου ηθικού ιδανικού.ii Μολαταύτα, η καταπίεση και η εκμετάλλευση συνιστούν αθέμιτες μορφές κοινωνικής συνύαπρξης μόνο στον βαθμό εκείνο που καταπατούν μια έμφυτη αίσθηση του δικαίου, όταν βιώνονται δηλαδή σαν μια άδικη διευθέτηση της κοινωνικής ζωής από τα ταξικά υποκείμενα που υπάγονται σε αυτήν.iii Όταν υπολείπονται δηλαδή ενός ιδανικού που μπορεί να έχουν τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα για την πραγμάτωση της δικαιοσύνης με την μορφή μιας συγκεκριμένης διάρθρωσης των κοινωνικών σχέσεων. Όπως άλλωστε έγραψε παλιότερα ο Καστοριάδης, ακόμα και η βασική καπιταλιστική αντίθεση της εκμετάλλευσης της εργασίας απο το κεφάλαιο θα μπορούσε, “να μένει, να διαιωνίζεται, να σαπίζει επ’ άπειρον. Παίρνει το χαρακτήρια κρίσης στο μέτρο που υπάρχει η αντιμαχία, η πάλη, ο αγώνας των εργαζομένων ενάντια στην καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής. Δεν θα υπήρχε κρίση αν, π.χ. οι εργαζόμενοι μέσα στο εργοστάσιο είχαν τη στάση, ας πούμε, των στρατιωτών του Ναπολέοντα στο Αούστερλιτς, αν εγκολπωνόντουσαν τους σκοπούς της διεύθυνσης και ήταν έτοιμοι να σκοτωθούν γι’ αυτούς”.iv
iiT. Fotopoulos, Beyond Marx and Proudhon, https://www.democracynature.org/vol6/takis_proudhon_PRINTABLE.htm.
iiiΓ. Σωτηρόπουλος, Διψώντας για δικαιοσύνη (Futura).
ivΚ. Καστοριάδης, Το επαναστικό πρόβλημα σήμερα (Ύψιλον), σελ. 76.