Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε από συντάκτες του macerie.org και άλλους συντρόφους [στο Τορίνο] και αποτελεί μια απόπειρα ν’ αντιληφθούμε πως να κινηθούμε μέσα σε αυτή τη καινούρια καταιγίδα.
Αυτές οι μέρες -όντας κλεισμένοι αναγκαστικά στο σπίτι- μας φαίνονται σαν η καλύτερη ευκαιρία για να αποπειραθούμε να σκεφτούμε και να εκθέσουμε μερικoύς συλλογισμούς γύρω από αυτό που συμβαίνει, τα πιθανά σενάρια που ανοίγονται μπροστά μας και προς τα που εμείς -ως σύντροφοι- αξίζει τον κόπο να στρέψουμε την προσοχή μας.
Οι σημειώσεις που διαβάζετε είναι σκέψεις εν θερμώ, στις οποίες θα προσπαθήσουμε να επιστρέψουμε για να συνεχίσουμε την επεξεργασία τους και μελλοντικά. Επομένως, δεν φιλοδοξούν να θεωρηθούν πλήρεις.
Κρίνουμε αναγκαία μια αρχική αποσαφήνιση γύρω από τις πολλές φωνές που τείνουν να υποβαθμίζουν αυτήν την επιδημία. Εμείς δεν είμαστε ούτε γιατροί ούτε νοσηλευτές, Από την δική μας οπτική γωνία, η εξωφρενικότητα μιας τέτοιας στάσης μπορεί να διαπιστωθεί μέσα στο πλαίσιο της επαναστατικής θεωρίας. Όποιος θέτει ως σκοπό της ζωής του την ανατροπή του παρόντος θα έπρεπε να είναι και ο πρώτος που να γνωρίζει ότι από τη σχέση του Κεφαλαίου με τη Φύση προκύπτουν αναπόφευκτες τραγωδίες και καταστροφές, οι οποίες -σε αντίθεση με την κυρίαρχη διήγηση- δεν έχουν τίποτα το “φυσικό”, δεν είναι μαύροι κύκνοι αλλά -ανάλογα τις περιόδους- έχουν μια συγκεκριμένη περιοδικότητα, όπως άλλωστε και οι οικονομικές κρίσεις. Σεισμοί σε πυκνοκατοικημένες περιοχές, ερημοποίηση, μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα, πλημμύρες και επιδημίες είναι όλα φαινόμενα που γεννήθηκαν από την ίδια λογική. Η επιδημία με την οποία βρισκόμαστε αντιμέτωποι -παρ’ όλες τις ιδιαιτερότητες της- δεν μας φαίνεται να είναι διαφορετικής φύσης συγκριτικά με αυτή τη σειρά καταστροφών που έχουν παραχθεί από το καπιταλιστικό καθεστώς. Ιδιαιτερότητες που -σε κάθε περίπτωση- δεν είναι διόλου αμελητέες και στις οποίες θα σταθούμε μέσα σε αυτές τις γραμμές.
Οι ρίζες
Η ασθένεια αναπτύχθηκε αρχικά στην αγορά της Wuhan, πρωτεύουσα του Hubei, μιας από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της Κίνας. Μια περιοχή που μετατράπηκε στο φουγάρο της χώρας: ακριβώς εκεί χτυπάει η –χτισμένη από υψικαμίνους και τσιμεντοβιομηχανίες– καρδιά που αιμοδότησε τη βιομηχανική ανάπτυξη του ασιατικού γίγαντα. Οι μεγάλες ποσότητες οικοδομικών υλικών και η επιμόρφωση ειδικευμένων μηχανικών, των οποίων η περιοχή αποτελεί τη γενέτειρα, ενίσχυσαν όλη την περίοδο μετά την κρίση του 2008. Πράγματι, μέσα σ’ αυτά τα χρόνια το κινέζικο Κράτος υλοποίησε τεράστια έργα οικοδομών και άλλων υποδομών.
Σε όλη την Κίνα, η υγειονομική κάλυψη είναι ουσιαστικά μηδαμινή. Ένα τεράστιο πλήθος εργατών, προερχόμενων από άλλες περιοχές, οι οποίοι είναι -εκ των πραγμάτων- παράνομοι σε αυτές όπου βρίσκονται να εργάζονται (εξαιτίας του διαβολικού συστήματος hukou) και επομένως ζουν σε μια συνθήκη ημιπαρανομίας, χωρίς καμία κάλυψη.
Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι αυτή είναι μια δομική συνθήκη η οποία δεν οφείλεται στην έντονη ή χλιαρότερη σκληρότητα των εκάστοτε κυβερνώντων. Όπως έχουμε υπογραμμίσει και σε άλλα κείμενα [1], το τέλος των κεϋνσιανών πολιτικών βρίσκει μια από τις εξηγήσεις του στην μείωση των παγκόσμιων κερδών, φαινόμενο που ενισχύθηκε από την ύφεση που ξεκίνησε το 2008. Μια μελέτη που δημοσιεύτηκε σε ένα ενδιαφέρον άρθρο του blog Chuang [2] -του οποίου συνιστούμε την ανάγνωση- αποσαφηνίζει το γεγονός πως σε περίπτωση που -στην περιοχή του Dongguan- οι επιχειρήσεις αναλάμβαναν την υγειονομική κάλυψη της εργατικής δύναμης τους, τότε θα έβλεπαν τα κέρδη τους να μειώνονται στο μισό και έτσι θα αναγκάζονταν να μεταφέρουν αλλού την παραγωγή τους.
Υπερπληθυσμός σε ανθυγιεινούς και πυκνοκατοικημένους χώρους και έλλειψη μιας στοιχειώδους υγειονομικής κάλυψης συνεισέφεραν στο περιβόητο πέρασμα στο ανθρώπινο είδος του Covid-19. Σύμφωνα με διάφορες έρευνες εκτιμάται ότι μελλοντικά το πέρασμα ιογενών μορφών από τα ζώα στον άνθρωπο θα είναι όλο και πιθανότερο και -θα προσθέταμε εμείς – όλο και πιο θανατηφόρο.
Το σοκ
Η Κίνα ακολουθούμενη από την Ιταλία και πλέον και από πολλές άλλες χώρες, απάντησαν σε αυτήν την επιδημία βάζοντας σε καραντίνα το σύνολο του πληθυσμού. Οι συνέπειες και το αποτύπωμα αυτών των μέτρων στις εθνικές αλλά και στην παγκόσμια οικονομία αποτελούν ακόμα αντικείμενο διερεύνησης. Στις εφημερίδες κυκλοφορήσαν εντυπωσιακές δορυφορικές εικόνες με τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, τραβηγμένες πριν και μετά το χειρόφρενο που μπήκε στις περισσότερες παραγωγικές δραστηριότητες στην Κίνα, από τις οποίες είναι δυνατό να εξαχθεί το δεδομένο ότι έστω και για “μόνο ένα” μήνα, ο ασιατικός γίγαντας σταμάτησε -σχεδόν τελείως- να παράγει [3]. Δεν είναι ξεκάθαρο τι θα σημάνει το φρένο σε αυτήν την οικονομία που -εκ των πραγμάτων- σέρνει τον κόσμο έξω από την κινούμενη άμμο της ύφεσης. Είναι σίγουρο ότι οι κεντρικές τράπεζες βρέθηκαν ενώπιον αυτού του σοκ -το οποίο πολλοί το παρομοιάζουν με εκείνο του σκασίματος της φούσκας των subrime δανείων– με κομμένη την ανάσα. Δέκα χρόνια ρευστότητας χορηγημένης στις εθνικές αγορές και επιτοκίων κρατημένων σταθερά χαμηλά, έτσι ώστε να κρατηθεί στη ζωή το ετοιμοθάνατο χρηματοπιστωτικό σύστημα, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για περαιτέρω ελιγμούς. Μια επιβεβαίωση αυτού του γεγονότος αποτελεί η αντίδραση των αγορών. Στις 12 Μαρτίου, μια ιστορική βουτιά για το χρηματιστήριο του Μιλάνου, μετά από τις δηλώσεις -που έπρεπε να είναι καθησυχαστικές και ενισχυτικές- της νέας προέδρου της ΕΚΤ Λαγκάρντ.
Αναμφίβολα πρέπει να είμαστε προσεχτικοί με τις ερμηνείες των σπασμών του χρηματοπιστωτικού κόσμου που συχνά πυκνά αποτελούν τους καρπούς αισχροκερδών ελιγμών. Παρ’ όλα αυτά, δεν νομίζουμε ότι είναι πολύ παρακινδυνευμένο να προβλεφθεί ότι πολλές εθνικές οικονομίες θα βγουν γονατισμένες από αυτούς τους μήνες καραντίνας: πολλές επιχειρήσεις μπορεί ν’ αναγκαστούν να κατεβάσουν ρολά και πολλές από εκείνες που θα επιβιώσουν θ’ αναγκαστούν ν’ αντιμετωπίσουν μια βαθιά και πολυεπίπεδη αναδιάρθρωση. Πράγματι, τα πάντα συνηγορούν πως αυτή η κρίση θα είναι η αιτία αλλά και η ευκαιρία -στους κατάλληλους χρόνους- για μια αναδιάρθρωση της οικονομίας, στην κατεύθυνση μιας περαιτέρω αυτοματοποίησης της, με ότι αυτό συνεπάγεται για την απασχόληση, τις συνθήκες εργασίας και τη συσσώρευση των κεφαλαίων [4].
Στην Ιταλία
Από τις 10 Μαρτίου βρίσκεται σε ισχύ και εδώ στην Ιταλία ένα είδος απαγόρευσης κυκλοφορίας. Όλα τα καταστήματα παραμένουν κλειστά. Λειτουργούν μόνο τα καταστήματα τροφίμων, τα καπνοπωλεία, τα καταστήματα ειδών κιγκαλερίας, τα εργοστάσια, οι βασικές υπηρεσίες (πχ αποκομιδή και διαλογή απορριμάτων, δημόσιες συγκοινωνίες) και λίγα ακόμα.
H κυβέρνηση Κόντε, υποστηριζόμενη από την Ευρώπη που παραχωρεί πολλά υπό τους όρους ενός ανεκτού ελλείμματος, νομοθετεί με ιλιγγιώδεις ρυθμούς προσπαθώντας να μπαλώσει κάποιες από τις τρύπες μέσα σε αυτή τη συνθήκη αναγκαστικού κλεισίματος: το σχέδιο είναι εκείνο της απόπειρας διοχέτευσης μιας -όσο το δυνατόν ισχυρότερης- ρευστότητας που θα ρίξει χρήμα στις επιχειρήσεις. Έκτακτες χρηματοδοτήσεις, ταμείο έκτακτων δανείων και χρεολυσίων μοιάζουν ν’ αποτελούν κομμάτι της λύσης. Λίγο ή πολύ, όλοι συνηγορούν πως αυτά τα κονδύλια δεν θα είναι αρκετά. Η ιταλική παραγωγική πραγματικότητα συναποτελείται από μικρομεσαίες επιχειρήσεις, των οποίων η χαμηλή κερδοφορία κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας και τα υψηλά χρέη τους προεικονίζουν -όπως λέγαμε- ότι ο αντίκτυπος της πανδημίας, σε σχέση με το κλείσιμο επιχειρήσεων και χαμένων θέσεων εργασίας, μπορεί να είναι βιαιότατος.
Όσον αφορά τους εργαζόμενους, αρχίζει να τίθεται σε ισχύ μια σειρά κοινωνικών αποσβεστήρων: ένα έκτακτο τριμηνιαίο ταμείο διαθεσιμότητας, η παύση πληρωμής δανείων και λογαριασμών για όποιον απολύεται και η αναστολή πληρωμής μερικών δημοτικών φόρων. Μέτρα που μοιάζουν λειψά κάτω από πολλαπλές οπτικές γωνίες.
Το ιταλικό εργασιακό τοπίο αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από τις λεγόμενες άτυπες συμβάσεις: για τους κατόχους τιμολογίων απόδοσης ΦΠΑ και τους πλαστούς ελεύθερους επαγγελματίες, η κυβέρνηση επεξεργάζεται μια αποζημίωση πεντακοσίων μόλις ευρώ για τρεις μήνες. Δεν στάθηκε εξίσου δυνατό να ενημερωθούμε για όσα προβλέπονται για εκείνους που δουλεύουν με τις συμβάσεις on call ή για εκείνους που δουλεύουν εντελώς μαύρα. Ακούγονται κάποιες γενικότητες περί ενισχύσεων για τα νοίκια αλλά και αυτές περιορισμένες μονάχα για εκείνους που μπορούν ν’ αποδείξουν ότι παρέμειναν σπίτι εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης. Χιλιάδες εργαζόμενοι βρίσκονται στον αέρα ήδη από το μήνα του Μαρτίου, χωρίς να έχουν δει φράγκο στην τσέπη τους, με τους λογαριασμούς προς πληρωμή να τρέχουν και σύντομα να γίνονται ασήκωτοι.
Μια ξεχωριστή αναφορά αξίζει να γίνει για όλους εκείνους που είναι αναγκασμένοι να εργάζονται εν μέσω υγειονομικής κρίσης.
Νοσηλευτές και υγειονομικό προσωπικό βρίσκονται υπό συνεχή πίεση: άλλοι αναγκασμένοι να υποστούν εξαντλητικές βάρδιες και άλλοι -απασχολούμενοι σε νοσοκομειακά τμήματα που έκλεισαν λόγω της κρίσης- σε αναγκαστικές διακοπές. Χωρίς να υπολογίσουμε και το γεγονός ότι -με μια αντίληψη ελέγχου των εξόδων- νοσοκομειακές επιχειρήσεις και συνεταιρισμοί έχουν μικρά αποθέματα γαντιών και μασκών και συχνά αποτρέπουν ή απαγορεύουν την χρήση τους.
Οι εργαζόμενοι στα εργοστάσια και τους στρατηγικούς τομείς στέλνονται στη σφαγή χωρίς τα ελάχιστα αναγκαία μέτρα προστασίας και τις αντίστοιχες συμβάσεις. Παρά το κλίμα που βάρυνε ιδιαίτερα μετά την απαγόρευση των συναθροίσεων και επομένως και των “ενεργητικών” απεργιών, ήταν πάρα πολλές εκείνες οι παραγωγικές μονάδες των οποίων η εργατική δύναμη αποφάσισε να σταυρώσει τα χέρια, σε τέτοιο βαθμό που οι συνδικαλιστικές ομοσπονδίες εξαναγκάστηκαν ν’ ασκήσουν πιέσεις στην κυβέρνηση για μια συνάντηση μεταξύ των εμπλεκόμενων πλευρών. Μετά από αυτή τη συνάντηση ανακοινώθηκε το κλείσιμο των εγκαταστάσεων για κάποιες μέρες, έτσι ώστε να υλοποιηθεί η αναδιοργάνωση των χώρων βάσει του διατάγματος και η απόκτηση των ατομικών μέσων προστασίας για τους εργαζόμενους.
Το πλαίσιο μέσα στο οποίο αχνοφαίνεται το μέλλον μοιάζει ιδιαίτερα σκοτεινό, μέσα σε έναν ορίζοντα που φτάνει πιο πέρα από τη συνθήκη του κορωνοϊού. Στα συνεχόμενα διαγγέλματα του πρωθυπουργού Κόντε υπάρχουν συχνές αναφορές στην εθνική ενότητα, στην Ιταλία όπου όλοι μαζί θα ξεπεράσουμε αυτή τη δύσκολη στιγμή. Τίποτα το πιο ψευδές. Είναι αλήθεια ότι ο ιός πλήττει σχεδόν τους πάντες, όμως οι συνέπειες του -τόσο οι υγειονομικές όσο και οι οικονομικές- θα βιωθούν διαφορετικά: εκείνος που συσσώρευσε αποθέματα -κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων- θα μπορέσει να τραβήξει μπροστά, εκείνος που έζησε μόνο από το μισθό του θα εξαναγκαστεί να καταβάλει τεράστιες θυσίες. Οι νεκροί από τον Covid-19 θα μπορούσαν να γίνουν κατανοητοί όχι μόνο με ληξιαρχικούς αλλά και με ταξικούς όρους: η άγρια ιδιωτικοποίηση του υγειονομικού τομέα που εξελίσσεται εδώ και πολλά χρόνια οδήγησε στην απώλεια πολλών κρεβατιών εντατικής θεραπείας. Φανταζόμαστε ότι εκείνοι που μπορούν, καταφεύγουν ήδη σε ιδιωτικές κλινικές ή σε -λίγο ή πολύ- χρυσές καραντίνες. Για να μην αναφερθούμε στο γεγονός πως οι ασθενείς άλλων παθήσεων δεν λαμβάνουν καμία θεραπεία, αφού όλη η προσοχή είναι στραμμένη στον κορωνοϊό, εκτός από όσους μπορούν να στραφούν σε ιδιωτικές κλινικές.
Στο ιδεολογικό πεδίο το Κράτος θα δώσει μια κρίσιμη μάχη. Η κυβέρνηση της οποίας ηγείται ο Κόντε, μετά τις αρχικές σφαλιάρες, φαίνεται να έχει βρει και πάλι την πυξίδα της κυβερνησιμότητας και αυτά τα μέτρα ακραίας καραντίνας αλά κινέζικα φαίνεται να βρίσκουν αποδοχή ανάμεσα στον πληθυσμό. Τα οικονομικά μέτρα -αν και ελλειπή- πιθανότατα θα γίνουν δεκτά με θέρμη από εκείνους που πιστεύουν ότι έστω και έτσι θα μπορέσουν να πάρουν μια ακόμα ανάσα. Όμως, αυτά τα βοηθήματα θα κοστίσουν ακριβά. Από αυτήν την οπτική γωνία είναι δύσκολο να σκιαγραφηθούν συγκεκριμένα σενάρια: η Ευρώπη θα θελήσει να τα ζητήσει όλα πίσω έντοκα απαιτώντας μια σειρά άγριων πολιτικών λιτότητας και μνημονίων δακρύων και αίματος -αλά ελληνικά για να γινόμαστε κατανοητοί- πέφτοντας πάνω στην Ιταλία; Τελικά αυτή η κρίση θα αποσυνθέσει οριστικά την Ευρώπη ή θα επανακαθορίσει ουσιαστικά τα όρια και τις ισορροπίες της;
Παραβάν και κυλιόμενοι διάδρομοι
Αν στρέψουμε το βλέμμα σε όλους εκείνους τους συντρόφους και όλες εκείνες τις συντρόφισσες που από καιρό έχουν αποφασίσει ν’ αγωνιστούν ενάντια στο Κράτος και το καπιταλιστικό σύστημα που ζούμε, δεν μπορούμε παρά να εκκινήσουμε από μια σκληρή αυτοκριτική: αυτή η κρίση μας βρίσκει απροετοίμαστους.
Απροετοίμαστους υπό το πρίσμα ενός πλήθους οπτικών γωνιών, από τις οποίες και εκκινούμε έτσι ώστε ν’ αντιληφθούμε πως να αποπειραθούμε την αναπλήρωση, τουλάχιστον για να καλυφθεί το χαμένο έδαφος και να καταλάβουμε αν έχουμε την ικανότητα παρέμβασης, σε περίπτωση που η διάχυτη δυσαρέσκεια μετατραπεί σε οργή κι έπειτα σε δράση. Απροετοίμαστους όχι μόνο εξαιτίας των ορίων μας και των ανικανοτήτων μας, αλλά και εξαιτίας μιας ελλειμματικής κοινωνικής συγκρουσιακότητας από πλευράς των εκμεταλλευομένων στρωμάτων του πληθυσμού, η οποία αναμφίβολα επηρέασε τη δυνατότητα παρέμβασης των συντρόφων και των συντροφισσών. Δυσκολίες που προέκυψαν και ως απόρροια της ιδεολογικής δουλειάς του Κράτους μέσα στη δεκαετία που ακολούθησε την κρίση του 2008. Από την ικανότητα του να καταστήσει σε αποδεκτές, συνθήκες εκμετάλλευσης όλο και πιο σκληρές και κατασταλτικά μέτρα που έθεσε σταδιακά στο πεδίο. Δυσκολίες που δημιούργησαν λίγες ευκαιρίες συνάντησης και σύγκρουσης και περιόρισαν την όσμωση ανάμεσα στους επαναστάτες και εκείνα τα κομμάτια του προλεταριάτου που είναι διατεθειμένα ν’ αγωνιστούν.
Όμως όπως συχνά συμβαίνει, κάθε κρίση πυροδοτεί φαινόμενα επιτάχυνσης, τόσο στις υλικές συνθήκες ζωής όσο και στην αντίληψη των ανθρώπων γύρω μας. Σε τέτοιο βαθμό, που μας κάνει να σκεφτόμαστε ότι δεν έχουν χαθεί τα πάντα… Το αντίθετο. Πρέπει να σηκώσουμε τα μανίκια πριν να είναι πολύ αργά. Πρώτο βήμα και ελάχιστος θεμιτός σκοπός, η έξοδος από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης (σε περίπτωση που θα μπορεί να γίνει λόγος για έξοδο) με μια πλήρη αντίληψη για το φαινόμενο που μας κυριεύει και για τις προκλήσεις με τις οποίες μάς θέτει αντιμέτωπους.
Ούτε για εμάς, στη δική μας συγκεκριμένη πόλη, ήταν εύκολο να καταλάβουμε αμέσως τι συμβαίνει. Πόσο επικίνδυνος είναι ο ιός; Πως συνδέεται η επικινδυνότητα του με τα δομικά χαρακτηριστικά του υγειονομικού συστήματος και του κοινωνικού-οικονομικού συστήματος που το στηρίζει; Πως θα εξελιχθεί το φαινόμενο γύρω μας; Ποια θα είναι τα μέτρα που θα λάβει το Κράτος;
Δεν κρύβουμε πως κατά τη διάρκεια των δυο πρώτων εβδομάδων τρέχαμε πίσω από τα γεγονότα, αναγκασμένοι μέρα με την μέρα να επανεξετάζουμε τις ιδέες μας και τις προτάσεις μας, χωρίς να επιτύχουμε τίποτα το ιδιαίτερο. Έπειτα, η έκρηξη που υπήρξε στις φυλακές ανακάτεψε και πάλι την τράπουλα, επιδεικνύοντας -ακριβώς στο βαθύτερο σημείο της αδυναμίας μας μπροστά στην υπάρχουσα κατάσταση- την ικανότητα να δοθεί μια απάντηση στα γεγονότα και να υποστηριχτεί αυτό που συνέβαινε.
Αναμφίβολα, οι συνέπειες της επιδημίας συνδέονται στενά με την εξαναγκαστική ζωή σε πόλεις ολοένα και πιο πυκνοκατοικημένες και μ’ ένα υγειονομικό σύστημα που θέτει -όλο και περισσότερο- στόχους που δεν έχουν να κάνουν με την περίθαλψη των εκμεταλλευομένων στρωμάτων. Εξίσου αναμφίβολα, η επιδημία υπάρχει πραγματικά. Η προώθηση σχεδίων συνάντησης, συζήτησης και αγωνιστικών προτάσεων που δεν λαμβάνουν υπ’ όψη τον κίνδυνο μετάδοσης της νόσου, αποτελεί το λιγότερο αφέλεια, ή μάλλον καλύτερα ανευθυνότητα. Το να σκεφτούμε ότι μπορούμε να δώσουμε ένα φυλλάδιο σ’ έναν εβδομηντάχρονο γείτονα μας χωρίς τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης, διακινδυνεύοντας έτσι τη μετάδοση του ιού, είναι κάτι το απαράδεκτο. Στον ίδιο βαθμό, μια πρόταση για συνέλευση γειτονιάς ώστε να συζητηθεί η αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων -χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψη οι νομικές ιδιαιτερότητες της συγκυρίας- θα ήταν εξίσου αβασάνιστη.
Είναι ξεκάθαρο πως καθήκον των συντρόφων και των συντροφισσών αποτελεί επίσης η άμυνα απέναντι στη διάχυτη παράνοια καθώς και η λεπτομερής και συγκεκριμένη ανάλυση των γεγονότων, η οποία και να μεταδίδεται σε όσους βρίσκονται γύρω μας. Μια ανάλυση η οποία αναμφίβολα έχει τις δικές της εγγενείς δυσκολίες εξαιτίας της πολυπλοκότητας του φαινομένου. Μια ανάλυση η οποία σίγουρα δεν συγκρίνεται πχ με τη μελέτη των πολιτικών λαϊκής κατοικίας μιας πόλης, του επιπέδου στρατιωτικοποίησης ενός έθνους ή των συνεπειών ενός βλαπτικού μεγάλου έργου σε μια περιοχή. Μια ανάλυση που γίνεται ακόμα δυσκολότερη εξ’ αιτίας του γεγονότος ότι ο κάτοχος των δεδομένων και των πληροφοριών, όπως επίσης και ο λήπτης των αποφάσεων που διαμορφώνουν τα κριτήρια (ας σκεφτούμε για παράδειγμα το κριτήριο του πόσα τεστ θα γίνουν και σε ποιους) είναι το Κράτος και οι δικοί του ερευνητικοί θεσμοί.
Ας μας επιτραπεί λοιπόν μια σύντομη παρένθεση έτσι ώστε να αποπειραθούμε να εστιάσουμε στο πρόβλημα. Νομίζουμε πως μπορούμε να ισχυριστούμε ότι στο εσωτερικό των συζητήσεων “του κινήματος”, οι αναγνώσεις και οι θέσεις έχουν περιοριστεί γύρω από δυο αντίθετους πόλους. Από τη μια πλευρά, μια απόπειρα υποβάθμισης αν όχι άρνησης της σοβαρότητας της κατάστασης. Από την άλλη, εκείνη που ασπάζεται τη λογική του κράτους και τη ρητορική της έκτακτης ανάγκης, υπό την οποία όλα τ’ άλλα πρέπει να επισκιαστούν. Μια πόλωση που έρχεται από μακριά και σίγουρα δεν αποτελεί προϊόν της εξελισσόμενης επιδημίας, αν και αυτή είναι που την καθιστά ακόμα πιο ξεκάθαρη. Μια πόλωση που αφορά μεγάλο μέρος της επαναστατικής θεωρητικής επεξεργασίας και δραστηριότητας, τουλάχιστον μέσα σε αυτήν την εποχή, που κινείται μεταξύ 1) τη δυνατότητα να γίνει ορατός και προσβάσιμος ένας αυτόνομος -σε σχέση με το καπιταλιστικό σύστημα- δρόμος 2) την αναγκαιότητα κάλυψης μιας σειράς αναγκών, οι οποίες -μέχρι την πραγμάτωση μιας επαναστατικής διαδικασίας- μέσα σ’ αυτό το σύστημα δεν μπορούν να αγνοηθούν. Επομένως, μια αντιπαράθεση ανάμεσα στην αναγκαιότητα του αγώνα ώστε να κατακτηθούν και να αποσπαστούν -ακόμα και μέσα στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων- όλα αυτά που χρειάζομαστε για να ζήσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και εκείνης της απόπειρας να γίνει αντιληπτό -εν τω μεταξύ- ποιες αυτόνομες διαδρομές είναι σταδιακά “οικοδομήσιμες” μέσα από την ανάπτυξη και τη διάχυση των αγώνων. Αυτόνομες διαδρομές μέσα στις οποίες οι υλικοί και οι θεωρητικοί-φαντασιακοί όροι πρέπει να διαπλέκονται και ν’ αλληλοτροφοδοτούνται.
Σε γενικές γραμμές, υπάρχει η τάση της συμπίεσης από τον πόλο της αναγκαιότητας, της μετατροπής σε βασιλικότερους του βασιλέως ή στην καλύτερη των υποθέσεων της επίκλησης μιας “επιστροφής στο παρελθόν” όπου το κοινωνικό κράτος “λειτουργούσε καλύτερα”. Από την άλλη, υπάρχει η ψυχαγωγική φλυαρία για την αυτονομία και το άγνωστο, που δεν λαμβάνει καθόλου υπ’ όψη τη σφαίρα της αναγκαιότητας, χάρη στην οποία -παρεμπιπτόντως- μας δίνεται η δυνατότητα να υπάρχουμε. Έτσι, αγνοείται το γεγονός ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσουμε να φτάσουμε κάποτε να ζήσουμε σε έναν κόσμο ελεύθερων και ίσων πρέπει πρώτα -και εντελώς κοινότυπα- να μπορούμε να ζήσουμε. Ένα ζήτημα που έρχεται φανερά στην επιφάνεια μέσα σε μια συνθήκη όπως η τωρινή, όπου τα προβλήματα τείνουν να αναδύονται ωμά και ξεκάθαρα, χωρίς το βερνίκι με το οποίο συνήθως καλλωπίζονται, τουλάχιστον σε αυτή τη γωνιά του κόσμου. Αντί να αρνηθούμε τη σοβαρότητα της τρέχουσας υγειονομικής κατάστασης ή να υποθέσουμε -μοιρολατρικά- ότι δεδομένων των συνθηκών δεν έχουμε να κάνουμε τίποτα άλλο από το ν’ αποδεχθούμε πως θα πεθάνουμε από καπιταλισμό -γιατί περί αυτού πρόκειται- υπάρχει η αναγκαιότητα της προσπάθειας επεξεργασίας και υποστήριξης ενός σκεπτικού, το οποίο θα σκοπεύει στην προφύλαξη της υγείας -της δικής μας και των άλλων- και θα λαμβάνει υπ’ όψη τις υγειονομικές ανάγκες, χωρίς να καταπλακώνεται από τη λογική του Κράτους. Αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή η διατύπωση μοιάζει λίγο πολύ μ’ ένα σλόγκαν, σίγουρα ευκολότερο να ειπωθεί παρά να πραγματωθεί ή ακόμα και να κριθεί με επαρκή τρόπο. Όμως τίποτα δεν είναι απλό σε προβλήματα τέτοιου μεγέθους. Οι δομικές δυσκολίες με τις οποίες βρισκόμαστε αντιμέτωποι πρέπει να φωτιστούν και να συνοδεύσουν κάθε βήμα των δικών μας δράσεων και σκέψεων. Το ζήτημα φυσικά δεν είναι να γίνει αποδεκτή -με οποιοδήποτε τρόπο- η λογική του Κράτους με τις αντιλήψεις της περί έκτακτης ανάγκης, η οποία χρησιμεύει για την πειθάρχηση του πληθυσμού, την παρεμπόδιση και την προληπτική προετοιμασία για το ξέσπασμα διαμαρτυριών και συγκρούσεων ενώ παράλληλα αποτελεί ένα σημαντικό πείραμα, από το οποίο αναμφίβολα οι αρχές θα αποπειραθούν μελλοντικά να εξάγουν ασφαλέστερα διδάγματα. Δεν χρειάζεται αναγκαστικά να σκιαγραφήσουμε μια δυστοπική συνθήκη απόλυτης καθιέρωσης των ισχυόντων περιοριστικών μέτρων, αρχής γενομένης από μεθαύριο, για να γίνει αντιληπτή η κρισιμότητα της κατάστασης. Από την άλλη πλευρά, ήδη από προχθές, ή ορθότερα εδώ και δεκαετίες, τα Κράτη επιχειρούν να μελετήσουν αντι-εξεγερσιακές τεχνικές και στρατιωτικές διαχειρίσεις των κρίσεων κάθε είδους. Για παράδειγμα, είναι πιθανό ο αντίπαλος να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία για να ανακινήσει το ζήτημα του [ψηφιακού] 5G (επικαλούμενος και νομιμοποιημένος -ακόμα και μόνο σε φαντασιακό επίπεδο- από μια διαχείριση της επιδημίας αλά κορεάτικα)[5] ή για να εφαρμόσει μια μερική απαγόρευση κυκλοφορίας υπό άλλες κρίσιμες συνθήκες.
Όμως, η συγκεκριμένη λογική της έκτακτης ανάγκης απαντάει και στην αναμφισβήτητη αναγκαιότητα περιορισμού της εξάπλωσης του ιού. Αυτή είναι και η βασική διαφορά ανάμεσα στην τωρινή συνθήκη και άλλες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ή καταστροφών που συνδέονται με τα λεγόμενα φυσικά φαινόμενα. Η αποσιώπηση ή η υποβάθμιση αυτού του δεδομένου ή ακόμα και η προσποιητή αδιαφορία ως προς αυτό, δεν θα ενισχύσει -σε καμία περίπτωση- την ικανότητα κριτικής και απόπειρας αντιπαράθεσης με τους μηχανισμούς και τη διαδικασία αυτονομιμοποίησης τους που προωθείται από τις αρχές. Για παράδειγμα, θα ήταν ενδιαφέρον να αντιληφθούμε ποια κριτική πρέπει ν’ ασκηθεί στη στρατηγική του Ηνωμένου Βασιλείου που στοχεύει στη δημιουργία της λεγόμενης ανοσίας της αγέλης…
Επομένως, η κριτική και η αντιπαράθεση με το λεγόμενο κράτος έκτακτης ανάγκης πρέπει να είναι τουλάχιστον συμπληρωματική με τις αντιλήψεις και τους αγώνες που καταφέρνουν να θέσουν στο επίκεντρο τους τις άθλιες υγειονομικές πολιτικές που καθοδηγούνται από τη σιδηρά λογική του κέρδους και οι οποίες -όλο και πιο έντονα μέσα στο πέρασμα των χρόνων και ιδιαίτερα τώρα- καθιστούν τη δυνατότητα θεραπείας (για όσους δεν διαθέτουν τους ανάλογους οικονομικούς πόρους) σε ένα ιδιαίτερα επιλεκτικό προνόμιο. Αυτό δεν ισοδυναμεί με τη διεκδίκηση του ρόλου και της λογικής της δημόσιας υγείας, ως τελικού σκοπού στον οποίο πρέπει να στοχεύουμε. Όμως, το επαναλαμβάνουμε: ο αγώνας για να ζήσουμε ελεύθεροι περνάει μέσα από τη δυνατότητα να ζούμε και οι αναδιαρθρώσεις στο πεδίο της υγείας αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν κυριολεκτικές πολεμικές πράξεις που στρέφονται εναντίον πάρα πολλών εκμεταλλευομένων. Μια μείωση της δυνατότητας θεραπείας η οποία μέσα σ’ έναν κόσμο όπως ο καπιταλιστικός -εξ’ ορισμού εχθρικό απέναντι σε κάθε μορφή αυτονομίας- ισοδυναμούν με κυριολεκτικές θανατικές καταδίκες, ακόμα και πέρα από τον Covid-19. H απόπειρα διεύρυνσης αυτών των δυνατοτήτων, παράλληλα με την οικοδόμηση εκείνης της γνώσης αλλά και εκείνων των λογικών που διαφοροποιούνται από αυτές της δημόσιας υγείας, αποτελεί ένα κομβικό σημείο για μια επαναστατική προοπτική που δεν επιθυμεί να αντιπαραβάλει ιδεολογικά την ελευθερία με την αναγκαιότητα της ζωής. Ο τρόπος άρθρωσης χειροπιαστών σχετικών προτάσεων είναι ένα πρόβλημα που σίγουρα κινείται πέρα από αυτό το σύντομο γραπτό και -τουλάχιστον προς το παρόν- από τις ικανότητες και τις εμπειρίες των συντακτών του. Θα μάθουμε πως να το ξεπεράσουμε, αν το ξεπεράσουμε, μέσα στους αγώνες -και την κριτική σκέψη τους- που θα είμαστε ικανοί να οικοδομήσουμε.
Η απόπειρα -μέσα στα μέτρα του δυνατού- για μια ορθή ανάλυση του φαινομένου έχει συνέπειες, τόσο ηθικές όσο και στρατηγικές, Από τη μια πλευρά, δεν μπορούμε να συνεισφέρουμε στον κίνδυνο έκθεσης στη μετάδοση του ιού άλλους ανθρώπους και πιθανούς συνεργούς μας. Δεν μπορούμε να αρρωστήσουμε εμείς οι ίδιοι, οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες που είμαστε ήδη λίγοι και με περιορισμένη ενεργητικότητα. Δεν μπορούν ν’ αρρωστήσουν και να πεθάνουν οι πιθανοί συνεργοί μας… Ας είναι τουλάχιστον οι πλούσιοι, οι κυβερνώντες και τα αφεντικά εκείνοι που θα αρρωστήσουν. Από την άλλη, πρέπει να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε πως θα εξελιχθεί -βήμα το βήμα- η κατάσταση καθώς και τα πιθανά σενάρια που μπορούν να προκύψουν.
Το σίγουρο είναι ότι δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας την αναμονή. Γιατί σε αντίθεση με τον πλέον προσεγγιστικό ντετερμινισμό ή και τη θέληση να φανταστούμε μια βέβαιη και σίγουρη καταστροφή που βρίσκεται μπροστά μας, το ζήτημα είναι πως θα αποπειραθούμε να μετατρέψουμε την καταστροφή σε επανάσταση.
Ν’ αγωνιστούμε… Πως.
Ξαναπιάνοντας το νήμα των ελλείψεων, δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε ένα κάποιο κενό που υπάρχει στη σχέση μας με τους εκμεταλλευόμενους και τις εκμεταλλευόμενες που ζουν γύρω μας. Μερικά πράγματα -τα οποία θα έπρεπε ν’ αποτελούν τη βάση μιας δικής μας παρέμβασης- είναι ήδη δύσκολα: η δημιουργία σχέσεων αλληλεγγύης με τα άτομα που βιώνουν σκληρότερα τις υλικές και κοινωνικές συνέπειες, προσπερνώντας μερικές ηλίθιες κυβερνητικές διαταγές και την εξάρτηση από τους μηχανισμούς ελέγχου. Η αντιπαράθεση με την κυρίαρχη διήγηση και η αποκάλυψη των μελλοντικών συνεπειών που θα υπάρξουν στην ποιότητα ζωής. Η απόπειρα διαμοιρασμού με τους μετανάστες προλετάριους και τις μετανάστριες προλετάριες εργαλείων αντίληψης του φαινομένου του ιού καθώς και των κρατικών κινήσεων. Η προσπάθεια κατανόησης της συγκεκριμένης μορφής καταστολής που έχει τεθεί σε κίνηση και ο τρόπος αντιμετώπισης της (ας σκεφτούμε την ευρεία χρήση του άρθρου 650 του ποινικού κώδικα σχετικά με την παραβίαση των περιοριστικών μέτρων).
Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι οι αποσβεστήρες που έχουν εγκριθεί θα κατευθυνθούν για την υποστήριξη εκείνου του κομματιού του πληθυσμού που έχει μεγαλύτερες πιθανότητες διάσωσης. Παράλληλα, η κυρίαρχη διήγηση που έχει τεθεί στο πεδίο δηλώνει μια συγκεκριμένη επιλεκτικότητα σε σχέση με την ίδια τη μετάδοση του ιού: ένα μεγάλο κομμάτι των μεταναστών και των μεταναστριών εκμεταλλευομένων, που δεν μιλάει καλά την ιταλική γλώσσα, καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια για ν’ αντιληφθεί τι συμβαίνει, ακόμα και μόνο για ν’ αντιληφθεί την τρόπο ορθής χρήσης της μάσκας και των γαντιών.
Και εδώ, χρειάζεται να εκμεταλλευτούμε τις ρωγμές που φέρνει κάθε κατάσταση κρίσης και να αποπειραθούμε να ξεκινήσουμε εκείνη τη διαδικασία επιτάχυνσης, να αποπειραθούμε να συναντηθούμε -σε σύντομο χρονικό διάστημα- με περισσότερα άτομα από όσα μπορέσαμε να συναντήσουμε μέσα στους συγκεκριμένους αγώνες μας, κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων. Μια έλλειψη που ίσως δεν θα σταθεί δυνατή η κάλυψη της. Ταυτόχρονα, να αντιληφθούμε αν και πως θα συναντηθούμε ξανά μ’ εκείνα τα άτομα με τα οποία μοιραστήκαμε κομμάτια αγώνων ή και μ’ εκείνα από αυτά τα κομμάτια που μοιραζόμαστε ακόμα κομμάτια αγώνων. Για παράδειγμα, αν οι αγώνες μέσα στα κέντρα κράτησης (CPR) δεν είχαν υποστεί μια κάμψη και αν δεν είχαν αφαιρεθεί τα κινητά τηλέφωνα μέσα από αυτά τα κελιά, πιθανότατα αυτό θα ήταν ένα άλλο πεδίο μάχης, ισάξιο με τις φυλακές αλλά με περισσότερες δυνατότητες αλληλεπίδρασης.
Αν θέλουμε να κοιτάξουμε τις προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας, ακόμα και εστιάζοντας σε χρονικό επίπεδο, πρέπει ν’ αρχίσουμε να φανταζόμαστε το τι να κάνουμε στη φάση εξόδου από αυτήν την υγειονομική έκτακτη ανάγκη (σε περίπτωση που θα μπορεί να γίνει λόγος για έξοδο) και τις κοινωνικές συνέπειες που θα επιφέρει… μαζί με τη δυνατότητα να επιστρέψουμε στους δρόμους. Δεν θα κουνηθεί φύλλο και όλοι θα είναι χαρούμενοι για την επιστροφή της κανονικότητας, ζητωκραυγάζοντας για την “Αναγέννηση της Ιταλίας” [“RinascItalia”]; Θα προκύψουν κατολισθήσεις τέτοιου μεγέθους που θα καταλήξουν σε μια συλλογική σαρωτική οργή; Θα ξεκινήσουν μια σειρά συγκρούσεων σε συγκεκριμένα κοινωνικά πεδία (εργαζόμενοι στην εστίαση, νοσοκομειακοί, άνεργοι, άτομα με ασθένειες που επιδεινώθηκαν λόγω της κατάστασης έκτακτης ανάγκης του κορωνοϊού, αγώνες για τους οικιακούς λογαριασμούς κλπ); Και σ’ αυτό το σημείο, θα πρέπει να επανεκκινήσουμε από τις ελλείψεις.
Άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, στις διάφορες περιοχές της Ιταλίας, ανέπτυξαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων μελέτες και έρευνες στα διάφορα πεδία που συγκροτούν την κοινωνία στοχεύοντας στην παραγωγή και την αναπαραγωή του καπιταλιστικού συστήματος. Συχνά, έχοντας ως ιδέα την εξαγωγή κάποιας ανάλυσης για τον προσανατολισμό και το ξεδιάλυμα των προτάσεων αγώνα και δράσης,
Κι όμως, τουλάχιστον όσον μας αφορά, αν η κατάσταση έκτακτης ανάγκης τελείωνε τώρα και πχ προέκυπτε ένας τεράστιος όγκος ιατρικών ραντεβού που πρέπει ν’ αναπληρωθούν, με τον κίνδυνο οι πιο επείγουσες καταστάσεις να πρέπει να στραφούν στον ακριβό ιδιωτικό τομέα, ξέρουμε τουλάχιστον κάτω από πιο γραφείο θα πάμε να κάνουμε φασαρία; Θα ξέρουμε να υποδείξουμε λεπτομερώς τους υπεύθυνους -της τελευταίας δεκαετίας και του τελευταίου αιώνα- γι’ αυτή την κατάσταση; Θα πρέπει να καλυφθεί το κενό με τη μελέτη και την παρατήρηση, αλλά και με το βλέμμα στραμμένο στους πιθανούς συνεργούς που θα γνωρίσουμε. Άλλωστε, εμείς οι ίδιοι είμαστε βουτηγμένοι μέσα στην κοινωνία και βιώνουμε την εκμετάλλευση που αυτή φέρει μέσα της. Στη δουλειά, με τους γείτονες, τους φίλους και τις φίλες φοιτήτριες, τους συγγενείς που είναι έγκλειστοι στις κόκκινες ζώνες και με τις θέσεις εντατικής θεραπείας κατάμεστες. Ίσως, να γνωρίζουμε ήδη πιθανούς συνεργούς.
Κάποια άμεσα προβλήματα θα έχουν να κάνουν καταρχήν με την υγεία των ανθρώπων τα οποία και θα έχουν εξ’ αρχής μια ταξική διάσταση: τι θα συμβεί με όλες αυτές τις χρόνιες ασθένειες και παθήσεις οι οποίες μέσα σε αυτή τη συνθήκη της κρίσης και της διακοπής θεραπειών θα έχουν επιδεινωθεί; Πόσο θα ωφεληθεί η ιδιωτική υγεία με την απορρόφηση από τις κλινικές της (με αντίτιμο) ενός κομματιού των αναβληθέντων ιατρικών ραντεβού; Πως θα βγει από την κρίση το υγειονομικό προσωπικό που εδώ και καιρό έχει αναγκαστεί να δουλεύει με υποτιμημένες συμβάσεις και εξαντλητικές βάρδιες, του οποίου η έξοδος από την υγειονομική κρίση θα είναι πολύ πιο μακρόσυρτη;
Συνηθισμένοι μέσα στα χρόνια των κατασταλτικών χτυπημάτων, των δυσκολιών της κοινωνικής σύγκρουσης, της μερικής διάστασης των αγώνων, κινδυνεύουμε να χάσουμε τη φαντασιακή και ουτοπική ορμή. Μια ορμή που αναγκαστικά πρέπει να είναι σε θέση να σκιαγραφήσει ιδανικούς κόσμους, απελευθερωμένους από τον καπιταλισμό, ξεπερνώντας με την καρδιά το εμπόδιο της παραίτησης. Και να σκεφτεί τη μεγάλη εικόνα.
Ένα βλέμμα -που για να σπάσει τον πάγο του ζητήματος- κινείται ανάμεσα στην ικανότητα επίθεσης, την αυτοδιαχείριση των πόρων για την αναπαραγωγή της ζωής μέσα σε μια εξεγερτική διαδικασία καθώς και στα οργανωτικά χαρακτηριστικά του. Γιατί αν υποστηρίζουμε ότι στη βάση της κρίσης του κορωνοϊού βρίσκεται ο ίδιος ο καπιταλιστικός κόσμος, αν υποστηρίζουμε ότι ανοίγεται η δυνατότητα για πολλά άτομα να αποκτήσουν συνείδηση μέσα από έναν σκληρό αγώνα, τότε το διακύβευμα είναι ριζοσπατικό.
Θ’ αρκεστούμε να “υποκινούμε”, πιο κοινότυπα να υποστηρίζουμε τις διαδηλώσεις και το συγκρουσιακό επίπεδο τους ή θα θέσουμε ταυτόχρονα το πρόβλημα του τρόπου προμηθειών, της συνέχειας των θεραπειών χωρίς την αναπαραγωγή των συστημάτων που στοχεύουν στο κέρδος, της χρήσης των αγροτικών εκτάσεων και χώρων για την παραγωγή τροφής; Πως θα μπορέσουμε να υπερασπιστούμε ένα έδαφος -ακόμα και περιορισμένο- που βρίσκεται σε αναβρασμό από τις επιθέσεις του αντίπαλου; Πως θ’ ανοιχτεί ένας διάλογος ακόμα και με μακρινά -από εμάς- εδάφη; Κι έπειτα, αν κόβουν το νερό και το ρεύμα στην εξεγερμένη πτέρυγα μιας φυλακής γιατί δεν θα κάνουν το ίδιο και σε μια ολόκληρη συνοικία;
Εδώ ο ίλιγγος ανεβάζει πολλές στροφές, καλύτερα να βάλουμε το μυαλό μας να δουλέψει. Ελπίζουμε αυτοί οι μερικοί συλλογισμοί να μπορέσουν να δώσουν μια κατεύθυνση στη ζύμωση που θ’ ακολουθήσει.
Τορίνο, 16 Μαρτίου 2020
Παραπομπές:
[1] https://macerie.org/wp-content/uploads/2018/03/def-tuttattorno.pdf
[2]http://chuangcn.org/2020/02/social-contagion/ στα ιταλικά: https://pungolorosso.wordpress.com/2020/03/12/contagio-sociale-guerra-di-classe-micro-biologica-in-cina/
Πηγή: macerie.org
Μετάφραση από τα ιταλικά: Προλεταριακή Πρωτοβουλία, Αθήνα 3/2020