Σήμερα συμπληρώνονται 152 χρόνια από την γέννηση του σπουδαίου συγγραφέα της ρώσικης λογοτεχνίας Μαξίμ Γκόρκι (28 Μαρτίου 1868 – 18 Ιουνίου 1936). Ενός από τους βασικούς εκφραστές του λογοτεχνικού ρεύματος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που δεν έπαψε να είναι ενεργός και στους αγώνες της εποχής του για ένα κόσμο ισότητας, ελευθερίας και δικαιοσύνης. Έχοντας νιώσει στο πετσί του, από την αρχή του βίου του, την εκμετάλλευση, την καταπίεση και τη φτώχια, αποφάσισε να οργανωθεί πολύ γρήγορα στους παράνομους επαναστατικούς κύκλους της εποχής. Το έτος 1906 τον βρίσκει εξόριστο από την Ρωσία, να γράφει το σπουδαίο και πλέον πολυδιαβασμένο έργο «Η μάνα». Ένα έργο το οποίο μαζί με τα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, που το δημοσίευσαν, υπέστησαν λογοκρισία και κατασχέθηκαν από τις αρχές του τσαρικού καθεστώτος. Η μάνα συμπυκνώνει την εκμετάλλευση και τις πολλαπλές καταπιέσεις που υφίσταται κάθε φτωχή γυναίκα, σε εκείνα τα χωροχρονικό πλαίσια, από ένα αυταρχικό τσαρικό καθεστώς που κυριαρχεί η πατριαρχία και ενα ιδιότυπο κεφαλαιοκρατικό σύστημα παραγωγής με έντονα φεουδαρχικά στοιχεία. Η μάνα αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια της και να δωθεί ολότελα στον αγώνα για μια άλλη κοινωνία, παίρνοντας την σκυτάλη από το νερκό επαναστατημένο της παιδί.
Παρακάτω είναι ένα μικρό απόσπασμα του εμβληματικού μυθιστορήματος
Μια καινούργια καρδιά γεννιέται στον κόσμο, μητερούλα. Οι καρδιές όλες είναι καταστρεμένες απ’ το συμφέρον, τρώγονται απ’ την απληστία, λιώνουνε απ’ το φθόνο, το έμπυο τρέχει απ’ τις βρωμερές πληγές τους, το ψέμα κ’ η κακομοιριά Όλοι οι άνθρωποι είναι άρρωστοι, τρέμουνε τη ζωή… σα να περιπλανιούνται μες στην αντάρα… κι ο καθένας δεν ξέρει παρά το δικό του πόνο.
Μα νάσου που ’ρχεται ένας άνθρωπος που φωτίζει τη ζωή με τη φλόγα της γνώσης και φωνάζει και καλεί: «Ε! παραστρατημένα, κακόμοιρα έντομα! Καιρός πια είναι να καταλάβετε πως έχετε όλοι τα ίδια συμφέροντα, πως ο καθένας έχει δικαίωμα να μεγαλώσει, να ζήσει! Είναι απομονωμένος αυτός ο άνθρωπος που μας καλεί, και γι’ αυτό φωνάζει δυνατά… του χρειάζονται φίλοι.
Μονάχος του είναι θλιμμένος, κρυώνει. Στο κάλεσμά του, όλες οι καρδιές ενώνονται σε μια καρδιά με ότι έχουνε καλύτερο, σε μια καρδιά πελώρια, ευαίσθητη και δυνατή, σαν ασημένια καμπάνα… Και να τι μας λέει αυτή η καμπάνα: Άνθρωποι όλου του κόσμου, ενωθείτε, φτιάξετε μια μόνο οικογένεια! Η μάνα της ζωής είναι η στοργή κι όχι το μίσος. Αδέρφια, την ακούω κιόλας αυτή την καμπάνα!
Κι όταν κοιμούμαι κι όταν περπατώ, όπου κι αν βρεθώ, ακούω την καμπάνα αυτή ν’ αντιλαλεί παντού… κ’ είμαι ευτυχισμένος. Το ξέρω: η γη απόκαμε να σηκώνει την αδικία και τον πόνο, μουγκρίζει σα ν’ απαντά στο κάλεσμα, κι ανατριχιάζει σιγανά, καλωσορίζοντας την καινούργια αυγή που πρωτοφέγγει μες στην καρδιά του ανθρώπου. Tους ανθρώπους τους καρτερούνε ακόμα μεγάλοι πόνοι, χέρια αχόρταγα, θα τους αρπάξουνε, ακόμα πολύ αίμα… κι όμως όλα αυτά, όλος μου ο πόνος κι όλο το αίμα μου, είναι μικρό αντάλλαγμα μπροστά σ’ εκείνο που έχω κιόλας μέσα μου, μες στο μυαλό μου, στο μεδούλι του κοκάλου μου. Είμαι γεμάτος πλούτη, όπως τ’ αστέρι είναι γεμάτο αχτίδες… Όλα θα τα υπομένω… όλα θα τα υποφέρω… γιατί έχω μια χαρά που κανένας και τίποτα, ποτέ, δε θα τη σκοτώσει, κι αυτή η χαρά, είναι η δύναμή μου.
Είσαι υποχρεωμένος να μισήσεις τον άνθρωπο, για να ’ρθει πιο σύντομα ο καιρός που θα μπορέσεις να τον θαυμάζεις απεριόριστα. Πρέπει να εξαφανίσεις αυτόν που εμποδίζει το δρόμο της ζωής, που ξεπουλά τους άλλους για να μπορεί ν’ αγοράσει τιμές ή την ησυχία του. Αν βρεθεί κανένας Ιούδας στο δρόμο όπου βαδίζουν οι δίκαιοι, και τους περιμένει για να τους προδώσει, θα ’μουν εγώ ο ίδιος προδότης, αν δεν τον ξέκανα… Είναι τάχατες έγκλημα; Και δεν έχεις το δικαίωμα;
Κ’ εκείνοι οι άλλοι, οι αφέντες μας, έχουνε τάχατες το δικαίωμα να χρησιμοποιούν δήμιους και στρατιώτες, δημόσια σπίτια και φυλακές, και κάτεργα, και κάθε λογής φριχτά κι απαίσια πράματα για την ασφάλειά τους, και την καλοπέραση; Κι αν είμαι υποχρεωμένος κάποτε ν’ αρπάζω το δικό τους το ραβδί στα χέρια μου… τι να γίνει ;… Το κάνω, δεν τ’ αρνούμαι. Οι αφέντες μάς δολοφονούν κατά εκατοντάδες, κατά χιλιάδες. Αυτό μου δίνει το δικαίωμα να σηκώσω το χέρι και να χτυπήσω κατακέφαλα εκείνον τον εχθρό, πού έχει προχωρήσει πιο πολύ καταπάνω μου, εκείνον που είναι ο πιο βλαβερός για τα έργα της ζωής μου. Ξέρω πως το αίμα των εχθρών μου δεν είναι δημιουργικό, το ξέρω πως δεν είναι γόνιμο… Εξαφανίζεται χωρίς να αφήσει σημάδια πίσω του, γιατί είναι σαπισμένο. Μα όταν το αίμα το δικό μας, σα μια πυκνή βροχή, χύνεται στη γη και την ποτίζει, τότε με δύναμη η αλήθεια ξεπηδά, και το ξέρω κι αυτό!
Άμα θέλεις να πας μπροστά, πρέπει να αγωνιστείς ενάντια στον ίδιο τον εαυτό σου. Πρέπει να ξέρεις να τα θυσιάσεις όλα, ολάκερη την καρδιά σου… Ν’ αφιερώσεις τη ζωή σου για την ιδέα, και να πεθάνεις γι’ αυτήν, δεν είναι πράμα συνηθισμένο. Μα χρειάζεται να δόσεις ακόμα παραπάνω, να δόσεις ό,τι έχεις πιο αγαπημένο στη ζωή… και τότε αυτό το πιο αγαπημένο, η αλήθεια, θα τρανέψει, θα υψωθεί!
Στάθηκε στη μέση της κάμαρας, με χλωμό πρόσωπο, μισόκλειστα μάτια, κ’ εξακολούθησε, σηκώνοντας το χέρι ψηλά, σα να ’δινε μια επίσημη υπόσχεση:
—Το ξέρω πως θα ’ρθει ένας καιρός, που οι άνθρωποι θα θαυμάζουν, ο ένας τον άλλον, όπου καθένας τους θα λάμπει σαν αστέρι στα μάτια του άλλου, όπου όλοι θ’ ακούνε το διπλανό τους σα να ’τανε μουσική η φωνή του. Θα υπάρχουν άνθρωποι ελεύθεροι στη γη, όλοι θα ’χουν ανοιχτή καρδιά, εξαγνισμένοι από κάθε απληστία και φθόνο. Και τότε η ζωή δε θα ’ναι πια η ζωή, μα ένας ύμνος στον άνθρωπο, η μορφή του θα πάει ψηλά, γιατί οι ελεύθεροι άνθρωποι μπορούν να φτάσουν όλα τα ύψη!
— Θα ζούνε τότε μες στην ελευθερία και στην ισότητα, θα ζούνε για την ομορφιά. Τότε οι καλύτεροι θα ’ναι εκείνοι που θα μπορούν ν’ αγκαλιάσουν περισσότερο τον κόσμο μέσα στην καρδιά τους, εκείνοι που θα τον αγαπήσουν πιο βαθιά, εκείνοι πού θα ’ναι οι πιο ελεύθεροι… γιατί μέσα σ’ εκείνους θα υπάρχει η περισσότερη ομορφιά! Τότε η ζωή θα ’ναι μεγάλη και μεγάλοι θα ’ναι εκείνοι που θα τη ζούνε!… Σώπασε στάθηκε ορθός, κ’ εξακολούθησε με μια φωνή όπου αντιλαλούσε όλη η δύναμή του:
Στο όνομα αυτής της ζωής, είμαι έτοιμος για όλα… θα ξεριζώσω την καρδιά μου, αν χρειάζεται, και θα την ποδοπατήσω χάμω εγώ ο ίδιος.
(Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Μαξίμ Γκόρκι “Η μάνα”, μετάφραση Μέλπως Αξιώτη, εκδόσεις Θεμέλιο, 1966)
Σχόλια: Φαίδων Χριστοδούλου