του Μήτσου Ζαρκάδα
Πίσω από το συρματόπλεγμα, οι θάμνοι έκρυβαν ειρηνοδίκες σκοπευτές.
Οι τελευταίοι τουρίστες είχαν μήνες πια αναχωρήσει για τις δυτικές πολιτείες, με τα μεσαιωνικά κάστρα, την υγρή τους μετεωρολογία και τον υψηλό βαθμό αυτοκτονικότητας στους δείκτες ψυχικής υγείας.
Είχαν ανανεώσει την ετήσια πλήξη τους, και τώρα, οι ιθαγενείς μπορούσαν ν’ ανανεώσουν με τη σειρά τους τη μηνιαία συνδρομή στο κανάλι προβολής αθλητικών αγώνων για να δουν επιτέλους την πορεία του ΜΑΟ football club στους ομίλους της Theroba league.
Στη χώρα επικρατούσε τώρα σχετική ευημερία. Το καλοκαίρι είχε δώσει τη θέση του σε ένα ζωγραφικό, λαδί φθινόπωρο σαν το χρώμα της ελιάς απ’ το κλαδί της οποίας, σύμφωνα με τον ποιητή, θα ξανάφτιαχναν κάποτε την αποσυναρμολογούμενη Γελάδα.
Τα τοπικά μέσα ενημέρωσης, κάθε δώδεκα ώρες απαρεγκλίτως, αναμετέδιδαν την τελετή έπαρσης και υποστολή της σημαίας μαζί με τον εθνοπαιδαγωγό λόγο του οικείου Μητροπολίτη.
Τίποτα δεν έμοιαζε ικανό να ξυπνήσει τους κατοίκους της αρχαίας αυτής χώρας από τον βαθύ λήθαργο πάρα μόνο η χυδαία αποκριά που διασάλευε για λίγο την οικογενειακή γαλήνη κι έκανε τους χτυπημένους από ανδρογενή αλωπεκία σαραντάρηδες να μοιάζουν ακόμα με τους αμούστακους νεαρούς που κάποτε είχαν πιστέψει σε ιδανικά.
Αλλά επειδή, τέτοια χώρα, Γελάδα, δεν υπάρχει πουθενά κι επειδή μπορεί να μην υπάρχω κι εγώ που σας γράφω, αφήνω εδώ το μόνο ακόμα σημάδι της Μνήμης μας, μία φωτογραφία που πρόλαβε να αποτυπώσει κάποιος δραστήριος και, κατά πώς φαίνεται, τολμηρός φωτορεπόρτερ, πριν παρέμβει ο λογοκριτικός μηχανισμός και την καταχωνιάσει για πάντα στη λήθη ενός ακόμα αξέχαστου ελληνικού καλοκαιριού.