«Έχουν προβάλει επικίνδυνα συνθήματα. Έχουν φετιχοποιήσει τις δημοκρατικές αρχές. Τοποθέτησαν το δικαίωμα των εργατών να εκλέγουν αντιπροσώπους πάνω από το Κόμμα. Λες και το Κόμμα δεν έχει δικαίωμα να επιβεβαιώνει τη δικτατορία του ακόμα κι αν αυτή η δικτατορία έρχεται προς στιγμή σε σύγκρουση με τις πρόσκαιρες διαθέσεις της εργατικής δημοκρατίας». «Το Κόμμα είναι υποχρεωμένο να διατηρεί τη δικτατορία του… ανεξάρτητα από τις πρόσκαιρες αμφιταλαντεύσεις ακόμα και μέσα στην εργατική τάξη… Η δικτατορία δεν βασίζεται κάθε δεδομένη στιγμή πάνω στην τυπική αρχή της εργατικής δημοκρατίας».
[Ο Τρότσκι εναντίον της Εργατικής Αντιπολίτευσης, 10ο Συνέδριο του Κόμματος, Μάρτης 1921]
«Ποια είναι τα βασικά στηρίγματα της σχεδιασμένης οικονομίας; Πρώτο, ο στρατός, που δεν ζει ποτέ στη βάση μιας οικονομίας της αγοράς∙ ο στρατός είναι μια σχεδιασμένη οικονομία. Δεύτερο, οι μεταφορές∙ οι (σιδηροδρομικές) μεταφορές μας είναι κρατικοποιημένες. Τρίτο, η βαριά βιομηχανία που δουλεύει είτε για τον στρατό, είτε για τις μεταφορές, είτε για άλλους κλάδους της κρατικής οικονομίας».
[Τρότσκι, 12ο Συνέδριο του Κόμματος, Απρίλιος 1923]
Μπορούμε ακόμα και σήμερα να κρύβουμε τον Τρότσκι πίσω από τον τροτσκισμό; Πίσω από τη μεγάλη, την αναμφισβήτητα θετική, συνεισφορά του τροτσκισμού στα επαναστατικά κινήματα; Πράγματι για πολλούς επαναστάτες ή ριζοσπάστες θεωρητικούς, ήταν ο τροτσκισμός που άνοιξε τις ρωγμές εκείνες οι οποίες έκαναν προσπελάσιμη στην κριτική τη Σοβιετική Ένωση και τη λεγόμενη Οκτωβριανή επανάσταση∙ μια εποχή και σε μια ορισμένη συγκυρία ο τροτσκισμός ήταν το γόνιμο έδαφος για να καρπίσει ο σπόρος της αμφισβήτησης. Από τον τροτσκισμό βγήκε όχι μόνο ο Καστοριάδης αλλά και μεγάλοι επαναστάτες και σεβαστοί δάσκαλοι όπως ο Μιχάλης ο Ράπτης και ο Μίμης ο Λιβιεράτος, σπουδαίοι διανοούμενοι όπως ο Μανώλης ο Λαμπρίδης, ο Αντώνης ο Λαυραντώνης και πολλοί άλλοι. Όμως πλέον ένας μετα-τροτσκιστικός στοχασμός που αποδείχτηκε πολύ σημαντικός για την πρώτη πολιτική μας παιδεία φαίνεται ότι εξαντλείται.
Σήμερα καταγράφεται μια επιστροφή στον Τρότσκι ομόλογη από πολλές απόψεις της στροφής του ΚΚΕ στον Στάλιν. Αυτή η επιστροφή στον Τρότσκι έρχεται όχι μόνο να ανανεώσει την πίστη στη μυθολογία της Οκτωβριανής Επανάστασης –εκεί όπου ο παλιός τροτσκισμός άνοιγε, έστω άθελά του, τον δρόμο για την αμφισβήτησή της– και να επιβεβαιώσει την προσήλωση στον κεντρικό ρόλο του κράτους σαν του κύριου μοχλού των κοινωνικών αλλαγών∙ επίσης, σε πολλές από τις εκδοχές της, υπόσχεται τη συγκρότηση ενός μεταμοντέρνου νεομπολσεβικισμού στη γραμμή του δικαιωματισμού και του αστικού κοσμοπολιτισμού στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως το ζήτημα είναι να ελευθερωθούμε από την πέτρα του κρατισμού που οδήγησε την αριστερά στο βυθό τα χρόνια της κρίσης και όχι να τη δέσουμε πιο γερά στο λαιμό μας.
Αν και αυτός ο κρατισμός είναι βασικά δημιούργημα των δυο-τριών τελευταίων δεκαετιών, η σημερινή ριζική κριτική του οδηγεί αναγκαστικά στην αμφισβήτηση του μπολσεβικισμού. Με άλλα λόγια η αριστερά πρέπει επιτέλους και στη χώρα μας να εκπληρώσει ένα ιστορικό καθήκον, που έχει αφήσει σε εκκρεμότητα εδώ και δεκαετίες, καθώς εν πολλοίς η σιωπή διαδέχθηκε τις ζωηρές συζητήσεις της δεκαετίας του 1970 και των αρχών εκείνης του 1980. Σχετικά η κριτική εναντίον του Τρότσκι παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί ο τελευταίος θέτει με τον πιο ακραίο και άρα με τον πιο καθαρό τρόπο μερικές από τις πιο ολέθριες αντιλήψεις του μπολσεβικισμού. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο σταλινισμός είναι τροτσκισμός από δεύτερο χέρι, ένας τροτσκισμός που, για το καλό ή το κακό, ερχόταν πάντα με καθυστέρηση. Εξαντλείται ο μπολσεβικισμός στους Τρότσκι-Στάλιν; Θα ήταν άδικο να το πούμε. Ξεχωρίζουν «από τα αριστερά» η Εργατική Αντιπολίτευση και «από τα δεξιά» οι Μπουχάριν, Ρίκοφ, Τόμσκι (και ίσως μπορούμε να εικάσουμε –όπως αφήνει να εννοηθεί και ο Μπετελέμ – ότι εάν ζούσε ο Λένιν στα τέλη της δεκαετίας του 1920, θα είχε συνταχθεί με τον Μπουχάριν εναντίον των Τρότσκι- Στάλιν). Στη συνέχει θα συζητήσουμε για τις απόψεις του Τρότσκι έχοντας για βασική αναφορά το βιβλίο του «Η Προδομένη Επανάσταση».
*
Για τον Τρότσκι η σοσιαλιστική κοινωνία ταυτίζεται πλήρως και χωρίς υπόλοιπα με το κράτος. Ο σοσιαλισμός δεν είναι παρά η βιοπολιτική –η κλιμακούμενη ενσωμάτωση και υπαγωγή της φυσικής ζωής του ανθρώπου στους υπολογισμούς και στα σχέδια της εξουσίας– στον υπερθετικό βαθμό, όταν δεν έχει μείνει τίποτα απ’ έξω. Φυσικά αυτή η ταύτιση κράτους και κοινωνίας συνάδει με τη ραγδαία ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας που καθιστά δυνατή τη μηχανοποίηση της φύσης και της ανθρώπινης ζωής. Το μοντέλο είναι το μαζικό εργοστάσιο το οποίο αποτελεί ένα καθολικό πρότυπο, την ύψιστη φαντασιακή σημασία στο σύμπαν του Τρότσκι αλλά και των μπολσεβίκων και όχι μόνο. Το προλεταριάτο στην εξουσία «θα πρέπει να διαχειριστεί την οικονομία σαν μια κρατική επιχείρηση», υποστηρίζει ο νεαρός Τρότσκι.
Γράφει ο Τρότσκι συντασσόμενος με τη σοβιετική βιοπολιτική: «Το σοβιετικό καθεστώς έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει την καθημερινή ζωή των ανθρώπων όχι μόνο διαμέσου του στρατού, αλλά και διαμέσου ολόκληρου του κρατικού μηχανισμού, και σε συνδυασμό μ’ αυτόν, διαμέσου του μηχανισμού του Κόμματος, της Κομμουνιστικής Νεολαίας και των συνδικάτων. Μια οικειοποίηση των έτοιμων προτύπων της τεχνικής, της υγιεινής, της τέχνης, των σπορ, σε ένα άπειρα πιο σύντομο διάστημα από αυτό που είχε απαιτηθεί για την ανάπτυξή τους στην πατρίδα τους, είναι εγγυημένη από τις κρατικές μορφές ιδιοκτησίας, την πολιτική δικτατορία και τις σχεδιασμένες μέθοδες διοίκησης» (σ.145).
Την επαύριον της κολεκτιβοποίησης, δηλαδή της βίαιης (7 εκατομμύρια θύματα) επιβολής των καπιταλιστικών σχέσεων στη σοβιετική ύπαιθρο, της αρπαγής των κοινών γαιών από το «εργατικό» κράτος, της καταστροφής ενός κοινοτιστικού πολιτισμού αιώνων, της συντριβής της αγροτικής επανάστασης του 1917, ο Τρότσκι επιδοκιμάζοντας το αποτέλεσμα γράφει: «Η εξάλειψη της αγροτικής εκείνης οικονομίας που παράγει για αυτοκατανάλωση, και ταυτόχρονα της κλειστής οικογενειακής ζωής, σημαίνει μια μεταφορά στη σφαίρα της κοινωνικής ανταλλαγής, και, έτσι, στη σφαίρα της νομισματικής κυκλοφορίας, όλης της εργασιακής ενέργειας που προηγούμενα δαπανιούνταν μέσα στα στενά όρια της αυλής του αγρότη ή μέσα στους τοίχους της ιδιωτικής κατοικίας του. Για πρώτη φορά στην ιστορία, όλα τα προϊόντα και οι υπηρεσίες αρχίζουν να ανταλλάσσονται μεταξύ τους»(σ.63).
Ο Τρότσκι υπερασπίζεται σθεναρά την «πλήρη απορρόφηση των λειτουργιών του νοικοκυριού της οικογένειας» (σ. 121) από το σοβιετικό κράτος, ένα κράτος που ωστόσο επανειλημμένα το αποκαλεί ολοκληρωτικό. Επικροτεί ότι αυτό το κράτος «έκανε ο,τι μπορούσε να χωρίσει τα παιδιά από την οικογένεια», ότι «τα σχολεία και η Κομμουνιστική Νεολαία χρησιμοποιούσαν τα παιδιά για να ξεσκεπάσουν , να ντροπιάσουν και γενικά για να “ξαναεκπαιδεύσουν” τους μέθυσους πατέρες ή τις θρησκόληπτες μητέρες», επιφέροντας «έναν κλονισμό του κύρους των γονιών από τα θεμέλιά του» (σ.128). Σύμφωνα με το επαναστατικό σχέδιο, γράφει, «η θέση της οικογένειας σαν μιας κλειστής μικροεπιχείρησης επρόκειτο να καταληφθεί… από ένα ολοκληρωμένο σύστημα κοινωνικής μέριμνας και εξυπηρέτησης: οίκους μητρότητας, βρεφικούς σταθμούς, νηπιαγωγεία, σχολεία, κοινωνικά εστιατόρια, κοινωνικά πλυντήρια, σταθμούς πρώτων βοηθειών, νοσοκομεία, θεραπευτήρια, αθλητικές οργανώσεις, κινηματογράφους, θέατρα κλπ» (σ. 121).
Η κολεκτιβιστική ουτοπία του Τρότσκι προϋποθέτει τη συστηματική καταστροφή των σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους, την πλήρη εξατομίκευσή τους, την χωρίς όρια εξάρτησή τους από τους κρατικούς θεσμούς. Η οικιακή οικονομία, η παραγωγή για αυτοκατανάλωση, είναι ένας από τους χειρότερους εχθρούς του. Μέμφεται τις αρχές γιατί κάνουν παράδειγμα προς μίμηση τους 96.000 οικογενειακούς λαχανόκηπους των εργατών του Χάρκοβο (σ, 108). Γράφει: «Δεν ήταν για το τίποτα που απαλλοτρίωσαν τα κοτόπουλα και τις αγελάδες των αγροτών», ήταν επίσης για να αλλάξουν τις οικογενειακές σχέσεις, να μάθουν στους αγρότες τους βρεφικούς σταθμούς και τα κοινωνικά εστιατόρια –λες και τα χωριά περίμεναν τη GPU για να ακούσουν για τα κοινά τραπέζια και τη συλλογική ανατροφή των παιδιών, θα σχολιάζαμε από τη μεριά μας (σ. 123). Η Ιδιοκτησία καταναλωτικών αγαθών «όχι μονάχα θα διατηρηθεί στον κομμουνισμό αλλά και θα έχει μια ανήκουστη ανάπτυξη»∙ θα εξαιρεθεί όμως η προσωπική ιδιοκτησία πολιτών σε αντικείμενα οικιακής οικονομίας (σ.210). Για τον Τρότσκι οι πεινασμένες γυναίκες που πουλάνε στους δρόμους της Μόσχας μπερέδες ή βαμβακερά υφάσματα που έφτιαξαν μόνες τους στο σπίτι «μαρτυράνε, όπως τα εξανθήματα τον πυρετό, τη διαρκή πίεση των μικροαστικών τάσεων» (σ. 104).
*
Για τον Τρότσκι, ο σοσιαλισμός είναι η κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και ο κεντρικός σχεδιασμός∙ ο σοσιαλισμός περνάει μέσα από τη γενικευμένη μισθωτοποίηση του πληθυσμού, όσο πιο προηγμένη είναι η τεχνολογία των μέσων παραγωγής τόσο πιο προχωρημένος είναι ο σοσιαλισμός. Ο Τρότσκι δεν θέλει να απομείνει τίποτα που να θυμίζει, έστω πολύ αμυδρά, τον ελεύθερο αγρότη ή τεχνίτη ή ακόμα περισσότερο τον άνθρωπο της κοινότητας, που ζούσε στα όρια του κράτους ή της αγοράς χωρίς να τα έχει ιδιαίτερη ανάγκη. (Ο μπολσεβικισμός είναι πριν από όλα ένα εξτρεμιστικός μοντερνισμός). Όμως στη Σοβιετική Ένωση την εποχή της ΝΕΠ –και αυτό είναι μία από τις κατακτήσεις της επανάστασης– η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, ένας αγροτικός πληθυσμός 100 εκατομμυρίων, 3,5 εκατομμύρια ελεύθεροι τεχνίτες ζουν δουλεύοντας με δικά τους μέσα παραγωγής. Ο Τρότσκι είναι ο αδιάλλακτος εισηγητής μιας (ανηλεούς) πολιτικής χωρισμού των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής. Η αντίθετη άποψη είναι εκείνη του Μπουχάριν που υποστηρίζει την από τα κάτω ανάπτυξη συνεταιρισμών. Ο Στάλιν ταλαντεύεται.
Σύμφωνα με τον Μαρξ: «η λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ιστορικό προτσές χωρισμού του παραγωγού από τα μέσα παραγωγής», «και η ιστορία αυτής της απαλλοτρίωσης… είναι γραμμένη στα χρονικά της ανθρωπότητας με γράμματα από αίμα και φωτιά». Την άποψη για μια «σοσιαλιστική πρωταρχική συσσώρευση» πρωτοδιατύπωσε ο Τρότσκι το 1923 και στη συνέχεια ο Πρεομπραζένσκι το 1924 και το 1925. Ο Στάλιν στην 15η Συνδιάσκεψη (Φθινόπωρο 1926) κατάγγειλε πολύ σωστά την αντιπολίτευση ότι εισηγείται τη μεταχείριση της υπαίθρου σαν αποικίας την οποία εκμεταλλεύεται το προλεταριακό κράτος. Τρία χρόνια μετά θα αναλάβει –και δεν θα είναι η μόνη φορά– να διεκπεραιώσει την τροτσκιστική πολιτική. Και το έκανε όχι με τριαντάφυλλα αλλά με «αίμα και φωτιά», τον μόνο τρόπο που μπορούσε να γίνει.
Βολεύει πολύ τους τροτσκιστές (και τους επιγόνους του Ευροκομμουνισμού) μιλώντας για τα εγκλήματα του Στάλιν να εστιάζουν στις δίκες της Μόσχας και τις εκκαθαρίσεις της περιόδου 1937-1939. Εμείς προτιμούμε να δώσουμε το βάρος στις κοινωνικές διαδικασίες, την αντικατάσταση δυνάμει σοσιαλιστικών σχέσεων με καπιταλιστικές, στη βίαιη κολεκτιβοποίηση 1929-1932, τη μητέρα όλων των εγκλημάτων. Δεν είναι μόνο το ότι τα θύματα της κολεκτιβοποίησης ήταν τα περισσότερα και για μας η ζωή ενός ανθρώπου από τις μορφωμένες τάξεις ή ενός γραφειοκράτη δεν αξίζει περισσότερο από τη ζωή του φτωχού αγρότη ή τεχνίτη ή του φτωχού πραγματευτή. Είναι ότι με την κολεκτιβοποίηση καταστράφηκαν μια για πάντα οι αγροτικές κοινότητες, τις οποίες ο Μαρξ θεωρούσε βασικό στοιχείο για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της Ρωσίας –ό,τι είχε απομείνει ακόμα ζωντανό από τις κοινωνικές δυνάμεις που πήραν πάνω τους τη Ρωσική Επανάσταση. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη καταστροφή των κοινών στην ιστορία της ανθρωπότητας, καταστροφή που διέπραξαν «κομμουνιστές» στο όνομα του «σοσιαλισμού». Με τη βίαιη κολεκτιβοποίηση το σοβιετικό κράτος έσπασε τη συμμαχία με την αγροτιά και συνέτριψε την αγροτική επανάσταση. Χρόνια μετά, ο Στάλιν εκμυστηρεύτηκε στον Τσόρτσιλ ότι η δοκιμασία της κολεκτιβοποίησης γι’ αυτόν ήταν χειρότερη δοκιμασία απ’ ό,τι ο πόλεμος με τη ναζιστική Γερμανία. «Ήταν τρομακτικό, κράτησε τέσσερα χρόνια», του είπε καταλήγοντας. Οι πόρτες της κόλασης άνοιξαν, όποιος έκανε κάτι τέτοιο μπορούσε να κάνει και οτιδήποτε άλλο στη συνέχεια. «Το καθεστώς επέζησε», έγραφε ανακουφισμένος το 1936 ο Τρότσκι (43). Όμως η μοίρα του είχε σφραγιστεί, το καθεστώς θα κατέρρεε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα μισό αιώνα αργότερα μέσα στη γενική αδιαφορία του πληθυσμού.
*
Με τη ρωσική Επανάσταση –το «Σχέδιο Διατάγματος» με βάση το 1ο Πανρωσικό Αγροτικό Συνέδριο και το Διάταγμα για τη Γη που ενέκρινε ομόφωνα το 2ο Συνέδριο των Σοβιέτ στις 26 Οκτωβρίου/8Νοεμβρίου 1917– η γη εθνικοποιήθηκε, απαγορεύτηκε η μίσθωση εργασίας και επίσης οι αγοραπωλησίες γης. Πρακτικά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της γης πέρασε στα χέρια των κοινοτήτων. Οι κοινότητες κράτησαν κοινή τη χρήση των νερών, των δασών, των βοσκότοπων, των βασικών υποδομών και ορισμένων βιοτεχνιών και μοίρασαν σε οικογενειακούς κλήρους την καλλιεργήσιμη γη χωρίς όμως να παραχωρήσουν δικαιώματα πλήρους κυριότητας. Η γη έπρεπε ανά τακτά χρονικά διαστήματα να ξαναμοιράζεται ανάλογα με τις αυξομειώσεις των μελών των οικογενειών, καθώς ούτε να πουληθεί, ούτε να κληρονομηθεί, ούτε να καλλιεργηθεί (μέχρι το καλοκαίρι του 1925) με μισθωτή εργασία μπορούσε. Επρόκειτο για την περίφημη Μαύρη Διανομή των παλιών ναρόντνικων και το πρόγραμμα των διαδόχων τους των σοσιαλεπαναστατών, που με μια εντυπωσιακή στροφή είχε υιοθετήσει ο Λένιν τις μέρες του Οκτώβρη.
Σύμφωνα με τον Καρρ, η ανακατανομή της γης που εγκαινίασε η Οκτωβριανή Επανάσταση «οδήγησε σε μια εντυπωσιακή εξίσωση του μεγέθους των βασικών μονάδων παραγωγής». Το 1920 το 86% της καλλιεργήσιμης γης αποτελούσαν κλήροι μεγέθους μέχρι 4 ντεσιάτιν, το 6.5% κλήροι 4-8 ντεσιάτιν και μόνο το 1,7% κλήροι μεγαλύτεροι από 8 ντεσιάτιν (1 ντεσιάτιν = 1,09 του εκταρίου). Ο κάθε αγρότης καλλιεργούσε τον κλήρο του με τη δική του εργασία, τη βοήθεια της οικογένειάς του και έχοντας ένα άλογο στην ιδιοκτησία του. Το ποσοστό των νοικοκυριών χωρίς άλογο έπεσε από 29% το 1917 σε 7,6% το 1920 ενώ το ποσοστό των νοικοκυριών με πάνω από δυο άλογα έπεσε από 4,8% σε 0,9% την ίδια περίοδο.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1920, ενώ στις σοβιετικές πόλεις είχαν εμφανιστεί σημαντικές ανισότητες, στην ύπαιθρο επικρατούσαν εξισωτικές τάσεις. Για το 1926/1927 το μέσο κατά κεφαλήν (μέλους μιας οικογένειας) χρονιάτικο εισόδημα, υπολογίζεται σε 78,6 ρούβλια για του φτωχούς χωρικούς, σε 113,3 για τους μεσαίους και σε 239,9 για τους πλουσιοχωρικούς (κουλάκους), ενώ ο βιομηχανικός εργάτης κέρδιζε τότε 334,6 ρούβλια. Η σχέση, δηλαδή, του εισοδήματος φτωχού/πλούσιου χωρικού ήταν μόλις 1/3. Το 1926-1927 επίσης, η κατανομή των σοβιετικών αγροτών ήταν: φτωχοί χωρικοί 29,4%, μεσαίοι χωρικοί 67,5%, πλούσιοι χωρικοί 3,1%. Η αναλογία των φτωχών αγροτών στον ολικό αγροτικό πληθυσμό έτεινε να μειωθεί και αυξανόταν εκείνη των μεσαίων, καθώς ένα μέρος των φτωχών χωρικών ενσωματωνόταν στο προλεταριάτο, ενώ ένα άλλο –το πιο σημαντικό– στη μεσαία αγροτιά την οποία και ενίσχυε. Η οικονομική βαρύτητα των πλουσιοχωρικών δεν προόδευε παρά ελάχιστα. Οι θέσεις για το 15ο Συνέδριο αναγνωρίζουν ρητά αυτή τη δυναμική .
Η υπεροχή των πλουσιοχωρικών δεν είχε να κάνει με το μέγεθος των κλήρων τους αλλά με τη μίσθωση γαιών, το νοίκιασμα εργαλείων, τη συμμετοχή στο καπιταλιστικό εμπόριο, τη χρήση μισθωτής εργασίας κτλ. Από τη δική τους μεριά οι φτωχοί και οι μεσαίοι χωρικοί προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν τους πλουσιοχωρικούς με τη βελτίωση του τεχνικού εξοπλισμού τους και την καλύτερη οργάνωση. Συγκρότησαν ενώσεις για την από κοινού χρησιμοποίηση μέσων παραγωγής. Στα Ουράλια το 32,9% των σπορέων και το 28,2% των αλωνιστικών μηχανών χρησιμοποιούνταν έτσι από κοινού∙ στη Σιβηρία τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 29,8% και 32,3%. Για τα τρακτέρ μάλιστα η αναλογία ήταν 100%. Δημιουργήθηκαν δεκάδες χιλιάδες «απλοί» παραγωγικοί συνεταιρισμοί που δεν είχαν όμως το καθεστώς του κολχόζ και δεν αναγνωρίζονταν επίσημα. Θα τους συντρίψει το κράτος κατά την κολεκτιβοποίηση ενώ θα διαλύσει και τα κολχόζ που δημιουργήθηκαν από τα κάτω την προηγούμενη περίοδο.
Το 1926-1927 η αγροτική παραγωγή έχει ξεπεράσει κατά 6% την προπολεμική (εκείνη του 1913). Οι ερευνητές υπολόγιζαν ότι θα αρκούσε η αντικατάσταση των ξύλινων ως επί τω πλείστον αλετριών με σιδερένια για να αυξηθεί η παραγωγή κατά 23%. Προς τα τέλη της περιόδου της ΝΕΠ, οι φτωχοί και οι μεσαίοι χωρικοί προμηθεύουν τα ¾ των σιτηρών που διοχετεύονται στις πόλεις. Τα χρήματα που εισπράττουν τα επενδύουν κατά ένα μεγάλο μέρος –σε ποσά 70% ανώτερα από εκείνα που διέθεταν προπολεμικά– στην αγορά γεωργικού εξοπλισμού, η απόκτηση του οποίου θα τους επιτρέψει να απεξαρτηθούν από τους πλουσιοχωρικούς. Όμως η επιτάχυνση της εκβιομηχάνισης απορροφάει όλο και περισσότερους πόρους με αποτέλεσμα την επιδείνωση του ανεφοδιασμού των φτωχών και μεσαίων χωρικών με βιομηχανικά είδη και ιδίως με γεωργικά εργαλεία. Οι αγρότες απαντούν με μια όλο και πιο επίμονη άρνηση να πουλήσουν σιτηρά. Η κρίση αυτή που ξεκινάει το 1927-1928, θα κλιμακωθεί και θα οδηγήσει στη βίαιη κολεκτιβοποίηση το 1929-1932, εκ παραλλήλου με την εφαρμογή του πρώτου πεντάχρονου με τους εξωφρενικούς στόχους βιομηχανικής ανάπτυξης.
Η ΕΣΣΔ δεν θα πετύχει ποτέ «να φτάσει και να ξεπεράσει», ούτε καν να πλησιάσει, την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Έχοντας αναγάγει την ιστορία στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, θα θυσιάσει στο κυνήγι μιας χίμαιρας τις πιο σημαντικές κατακτήσεις της επανάστασης, ένα τεράστιο κοινωνικό και πολιτισμικό πλούτο, την ίδια τη σοβιετική αγροτιά, την πλειοψηφία του πληθυσμού. Έτσι θα αποτύχει παταγωδώς εκεί που είχε συγκεντρώσει όλη την προσπάθεια: στη μεγέθυνση των οικονομικών δεικτών. Σύμφωνα με τα κριτήρια που η ίδια είχε θέσει, η κομματική γραφειοκρατία αποδείχτηκε πολύ λίγη απέναντι στις αστικές τάξεις της Δύσης. Όχι μόνο από κοινωνικής και πολιτιστικής άποψης αλλά και από οικονομικής, η κολεκτιβοποίηση αποτέλεσε πραγματική καταστροφή. Το επίπεδο της αγροτικής παραγωγής της ΝΕΠ δεν θα ξεπεραστεί παρά μόνο από το 1948 και πέρα (και μάλιστα μόλις το 1953 για τα κτηνοτροφικά προϊόντα). Στην πραγματικότητα η σοβιετική γεωργία και κτηνοτροφία δεν θα συνέλθουν ποτέ. Τη δεκαετία του 1970 η παραγωγή σιτηρών ανά απασχολούμενο στη γεωργία ήταν 4,5 τόνοι στην ΕΣΣΔ και 54,7 τόνοι στις ΗΠΑ. Το κόστος παραγωγής του σταριού ήταν 102 ρούβλια ανά τόνο στην ΕΣΣΔ έναντι 49,5 (της αντίστοιχης τιμής σε ρούβλια) στις ΗΠΑ, παρόλο που το κατώτερο ωρομίσθιο στην ΕΣΣΔ ήταν το 1/3 εκείνου των ΗΠΑ. Το χάος του γραφειοκρατικού σχεδιασμού –αν υποθέσουμε ότι πρόκειται πράγματι για σχεδιασμό– θα αποδειχθεί πολύ χειρότερο από την αναρχία της καπιταλιστικής αγοράς και αυτό όχι μόνο στο γεωργοκτηνοτροφικό τομέα.
Με διαδοχικά βήματα στις αρχές της δεκαετίας του 1930, το σοβιετικό κράτος παραχώρησε στις οικογένειες των κολχόζνικων το δικαίωμα να καλλιεργούν μικρά ιδιωτικά αγροτεμάχια, να εκτρέφουν λίγα ζώα και να πουλάν τα προϊόντα τους στις κολχόζνικες αγορές. Αυτά τα ιδιωτικά χωράφια (4,9 στρέμματα το καθένα κ.μ.ο.) αποτελούσαν μόλις το 4% της γης των κολχόζ, αλλά θα φτάσουν να παράγουν το 40% της πατάτας και των λαχανικών και πάνω από το 60% του κρέατος που προερχόταν από τα κολχόζ. Στα δικά τους αγροτεμάχια οι χωρικοί χρησιμοποιούσαν παμπάλαιο εξοπλισμό, δαπανούσαν μόνο το 20% του εργάσιμου χρόνου που ξόδευαν στα κολχόζ και όμως από αυτά εξασφάλιζαν ακόμη και το 75-89% του χρηματικού τους εισοδήματος κατά τη δεκαετία του 1930. Αυτή η «εκδίκηση» των χωρικών ήταν καρφί στο μάτι του Τρότσκι ο οποίος φρύαξε. Μίλησε για «άτακτη υποχώρηση» (68), για παραβίαση της κοινωνικοποίησης και περιορισμό της κολεκτιβοποίησης (110), για μεγάλες παραχωρήσεις στις ιδιοκτησιακές και ατομικιστικές τάσεις του χωριού (110)∙ κατήγγειλε ότι το «φιλμ της κολεκτιβοποίησης άρχισε να ξετυλίγεται από την ανάποδη» (68). Εφιστά την προσοχή λέγοντας: «η πάλη ανάμεσα στους αγρότες και το κράτος κάθε άλλο παρά έχει τελειώσει. Η σημερινή ακόμα πολύ ασταθής οργάνωση της γεωργίας, δεν είναι παρά ένας προσωρινός συμβιβασμός ανάμεσα στα συγκρουόμενα στρατόπεδα που ακολούθησε το τρομερό ξέσπασμα του εμφυλίου μεταξύ τους»(110). Καλεί την κυβέρνηση «να επιτεθεί στα κολχόζ των κουλάκων» (114). Από τη μεριά του όμως ο Στάλιν, ένας ρεαλιστής τροτσκιστής, ξέρει καλά ότι αυτά τα μικρά αγροτεμάχια όχι μόνο συμπληρώνουν την τροφοδοσία των πόλεων, αλλά επίσης συντηρούν τους κολχόζνικους ώστε να μπορούν να συνεχίσουν να δουλεύουν στα «συνεταιριστικά» (κρατικά) αγροκτήματα που χρηματοδοτούν το εγχείρημα της εκβιομηχάνισης.
«Η εξάλειψη των κουλάκων σαν τάξης» στόχευε στον αποκεφαλισμό των αγροτικών κοινοτήτων με την εξόντωση των προκρίτων, δηλαδή ενός μεγάλου μέρους της φυσικής ηγεσίας της υπαίθρου (μιας φυσικής ηγεσίας στην αντίστοιχη της οποίας θα βρει το βασικό του κοινωνικό στήριγμα το ΕΑΜ το 1941-44 στην ορεινή Ελλάδα). Με την κολεκτιβοποίηση το κολχόζ και πολύ δευτερευόντως το σοβχόζ πήρε τη θέση της αγροτικής κοινότητας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 υπήρχαν 240.000 κολχόζ. Κάθε κολχόζ διέθετε κ.μ.ο. πάνω από 600 εκτάρια καλλιεργήσιμης γης στην οποία εργάζονταν περίπου 80 οικογένειες κολχόζνικων. Η εργασία ήταν οργανωμένη με «βιομηχανικό» τρόπο, σύμφωνα με τον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης της εργασίας, σε ειδικευμένα συνεργεία και ομάδες, υπό τη διεύθυνση εργοδηγών∙ διεξαγόταν και μετριόταν σύμφωνα με «νόρμες» που είχαν οριστεί από τις «τεχνικές υπηρεσίες» και τα «ερευνητικά ινστιτούτα». Το 1935 υπήρχαν 35 «νόρμες», το 1940 254. Ο γραφειοκρατικός διοικητικο-τεχνικός και οικονομικός μηχανισμός, ο επιφορτισμένος με τη διοίκηση των κολχόζ, αποτελούνταν από το διευθυντικό στρώμα των κολχόζ, το οποίο χωρίς τους εργοδηγούς υπολογίζονταν σε 758.000 στελέχη και μια βαριά και εκτεταμένη διοίκηση, που χωρίς να ανήκει στα κολχόζ, τα διεύθυνε από τα πάνω, όριζε ένα εξαντλητικά αναλυτικό ετήσιο πλάνο για το κάθε κολχόζ, το οποίο προέβλεπε σχεδόν τα πάντα (στόχοι παραγωγής, εξειδίκευση και εναλλαγή καλλιεργειών, κτηνοτροφική παραγωγή, εκμηχάνιση, προγραμματισμός διαφόρων εργασιών μέσα στη χρονιά, παραδόσεις στο κράτος) και του οποίου η εφαρμογή ήταν υποχρεωτική. Την «καθοδήγηση» των κολχόζ το 1933-1934 είχε αναλάβει το πολιτικό τμήμα των Μηχανοτρακτερικών Σταθμών (ΜΤΣ) στο οποίο συμμετείχαν και αντιπρόσωποι της GPU. Το κράτος δεν εμπιστεύτηκε τα τρακτέρ στα κολχόζ. Η διαχείριση των τρακτέρ ήταν υπόθεση των ΜΤΣ που τα νοίκιαζαν μαζί με τους χειριστές στα κολχόζ έναντι του 26,2% των παραδοτέων σιτηρών (1935-1936).
Έτσι ο προηγούμενα ελεύθερος αγρότης υποβλήθηκε στην πειθαρχία του μαζικού εργοστασίου και ακόμα χειρότερα σε στρατιωτικές μορφές διοίκησης και ένα καθεστώς που θύμιζε εκείνο πριν τον νόμο της 19 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου 1861 με τον οποίο απελευθερώθηκαν οι δουλοπάροικοι στην Τσαρική Ρωσία. Οι κολχόζνικοι δεν είχαν το δικαίωμα προσφυγής στα δικαστήρια, δεν μπορούσαν να συνδικαλιστούν (γιατί υποτίθεται ότι ήταν συνεργατιστές και όχι μισθωτοί), δεν είχαν δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση (για τον ίδιο λόγο), τους απαγορευόταν να εγκαταλείψουν το κολχόζ, υπόκεινταν σε διάφορες αγγαρείες στις οποίες δεν υποβάλλονταν οι υπόλοιποι πολίτες και ο διευθυντής του κολχόζ ασκούσε πάνω τους μια εξουσία που ξεπερνούσε κατά πολύ την εξουσία που ασκεί πάνω στους «δικούς του» εργάτες ένας διευθυντής εργοστασίου. Ο κολχόζνικος το 1940 κέρδιζε για την εργασία του ένα μερίδιο από τις εισπράξεις του κολχόζ, κ.μ.ο. γύρω στα 12 ρούβλια το μήνα, ενώ ο πρόεδρος του κολχόζ λάμβανε σταθερό μισθό 25-400 ρούβλια και μια ολόκληρη σειρά από πριμ. Το 1932 οι διοικητικές υπηρεσίες του κολχόζ απορροφούσαν το 20-25% των εισοδημάτων του.
*
Σαν πολίτης ο σοβιετικός εργάτης την δεκαετία του 1930, δεν υπόκειται στο ίδιο καθεστώς με τον κολζχόζνικο, ωστόσο ο δεσποτισμός και η υφή των εργασιακών σχέσεων στο εργοστάσιο κάθε άλλο παρά διαφέρουν από εκείνες του κολεκτιβοποιημένου αγροκτήματος. Για τον Τρότσκι όμως πρόκειται για σοσιαλιστικές ή τουλάχιστον για μεταβατικές στο σοσιαλισμό σχέσεις, αν εξαιρέσουμε βέβαια τα ψεγάδια των ιδιωτικών αγροτεμαχίων ή το ότι τυπικά τα κολχόζ διατηρούν ένα συνεταιριστικό και όχι κρατικό ιδιοκτησιακό καθεστώς. Σύμφωνα με τον Τρότσκι από κοινωνικής απόψεως όλο αυτό το αποτρόπαιο καθεστώς είναι σοσιαλιστικό. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο η αντιγραφειοκρατική επανάσταση που ευαγγελίζεται είναι πολιτική όχι κοινωνική, θέλει να αλλάξει μόνο την πολιτική εξουσία όχι την κοινωνική βάση της ΕΣΣΔ. Διαβάζουμε: «σ’ ότι αφορά τις ιδιοκτησιακές σχέσεις, η νέα εξουσία δε θα χρειαζόταν να καταφύγει σε επαναστατικά μέτρα. Θα διατηρούσε και θα ανάπτυσσε παραπέρα το πείραμα της σχεδιασμένης οικονομίας. Μετά την πολιτική επανάσταση –δηλαδή μετά την ανατροπή της γραφειοκρατίας– το προλεταριάτο θα είχε να εισάγει στην οικονομία μια σειρά πολύ σημαντικών μεταρρυθμίσεων, αλλά όχι μια άλλη κοινωνική επανάσταση» (σ. 205). «Αυτή τη φορά το ζήτημα δεν θα είναι να αλλάξουμε [όπως η Οκτωβριανή Επανάσταση] τα οικονομικά θεμέλια της κοινωνίας, να αντικαταστήσουμε ορισμένες μορφές ιδιοκτησίας με άλλες μορφές… Η ανατροπή της βοναπαρτίστικης κάστας… θα περιοριστεί στα όρια της πολιτικής επανάστασης», όπως π.Χ. οι επαναστάσεις στη Γαλλία το 1830 και 1848 (σ.233).
Βέβαια ο Τρότσκι διακρίνει την κρατική από τη σοσιαλιστική ιδιοκτησία και μάλιστα λέει χαρακτηριστικά «η κρατική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής δεν μετατρέπει την κοπριά σε χρυσάφι» (74)∙ το κριτήριο όμως με το οποίο τις διαφοροποιεί δεν είναι παρά η «σχετική παραγωγικότητα της εργασίας», το επίπεδο της τεχνικής (47). Γράφει: «για ένα μαρξιστή, το ζήτημα αυτό δεν εξαντλείται με μια εξέταση των μορφών ιδιοκτησίας, ανεξάρτητα από την παραγωγικότητα της εργασίας» (σ. 46). Στις δηλώσεις της σοβιετικής ηγεσίας για τον «πλήρη θρίαμβο του σοσιαλισμού», υπενθυμίζει ο Τρότσκι, η Αριστερή Αντιπολίτευση απάντησε: «Δεν πρέπει να περιορίζεστε στην κοινωνικο-νομική μορφή των σχέσεων… κάνοντας αφαίρεση του θεμελιακού κριτηρίου: του επιπέδου των παραγωγικών δυνάμεων. Οι ίδιες οι νομικές μορφές έχουν ένα ουσιαστικά διαφορετικό κοινωνικό περιεχόμενο ανάλογα με το ύψος του τεχνικού επιπέδου… Οι σοβιετικές μορφές ιδιοκτησίας πάνω στη βάση των πιο σύγχρονων επιτευγμάτων της αμερικανικής τεχνικής μεταφυτευμένων σε όλους τους κλάδους της οικονομικής ζωής –αυτό θα ήταν πραγματικά το πρώτο στάδιο του σοσιαλισμού»(57). Για τον Τρότσκι η βασική αντίφαση που υπάρχει στα θεμέλια της σοβιετικής κοινωνίας είναι: κατ’ αρχήν σοσιαλιστικές παραγωγικές σχέσεις/χαμηλό επίπεδο παραγωγικών δυνάμεων.
Προφανώς ο Τρότσκι παραδέχεται ότι αναπαράγονται καπιταλιστικές σχέσεις που μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω τη δυνάμει σοσιαλιστική κοινωνική βάση και να οδηγήσουν σε καπιταλιστική παλινόρθωση, αλλά για τον ίδιο, αυτές οι καπιταλιστικές σχέσεις έχουν να κάνουν με τη διανομή και όχι με τις παραγωγικές σχέσεις, οι οποίες καθώς στηρίζονται στην κρατική ιδιοκτησία παραμένουν δυνάμει σοσιαλιστικές. Διαβάζουμε: «Το εργατικό κράτος αποχτά άμεσα και από την αρχή ένα διπλό χαρακτήρα: σοσιαλιστικό, στο βαθμό που υπερασπίζεται την κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, αστικό, στο βαθμό που η διανομή των αγαθών γίνεται με ένα καπιταλιστικό μέτρο αξίας και με όλες τις συνέπειες που πηγάζουν από αυτό» (σ.52). Και επίσης: «Δυο αντίθετες τάσεις ξεπηδούν από τα βάθη του σοβιετικού καθεστώτος. Στο βαθμό που, αντίθετα από τον παρακμάζοντα καπιταλισμό, αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις, προετοιμάζει την οικονομική βάση του σοσιαλισμού. Στο βαθμό που, προς όφελος ενός ανώτερου στρώματος, δίνει στους αστικούς κανόνες διανομής όλο και πιο ακραία έκφραση, προετοιμάζει μια καπιταλιστική παλινόρθωση. Αυτή η αντίθεση ανάμεσα στις μορφές ιδιοκτησίες και τους κανόνες διανομής δεν μπορεί να μεγαλώνει επ’ άπειρο» (199). Μάλιστα, επιμένοντας με συνέπεια στη γενική γραμμή της επιχειρηματολογίας του, ο Τρότσκι συνδέει την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων στον τομέα της διανομής με το χαμηλό επίπεδο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων: «οι εφαρμόσιμες μέθοδες διανομής εξαρτώνται περισσότερο από το επίπεδο της τεχνικής και τους υλικούς πόρους που υπάρχουν, παρά από τις μορφές ιδιοκτησίας» (99).
Όμως αυτός ο διαχωρισμός μορφές ιδιοκτησίας/μέθοδες διανομής είναι εξαιρετικά προβληματικός. Το «καπιταλιστικό μέτρο αξίας», οι «αστικοί κανόνες» στη διανομή, για τον Τρότσκι δεν έχουν να κάνουν απλώς με την παραμονή σε ισχύ του νόμου της αξίας για ένα μεγάλο διάστημα μετά την πτώση του καπιταλισμού –έως εδώ δεν θα διαφωνήσουμε– αλλά και με τη διατήρηση της μισθωτής εργασίας στη μεταβατική οικονομία: και για την ακρίβεια, με την υποχρέωση του εργατικού κράτους «να σπρώχνει τον καθένα να παράγει όσο το δυνατόν περισσότερα» μέσω της προσφυγής «στη μέθοδο της πληρωμής της εργασίας που έχει επεξεργαστεί ο καπιταλισμός» (σ. 51). Όμως από τη στιγμή που θα θέσουμε το ζήτημα της μισθωτής εργασίας –ακριβώς γιατί αυτή είναι θεμελιώδης για τον καπιταλισμό– δεν μπορούμε να περιοριστούμε στη διανομή∙ είμαστε υποχρεωμένοι να μιλήσουμε για καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, για καπιταλιστικές μορφές ιδιοκτησίας, για την οργάνωση της εργασίας μέσα στο εργοστάσιο, για το χωρισμό του παραγωγού από τα μέσα παραγωγής. Η μισθωτή εργασία έχει να κάνει με την αγοραπωλησία της εργατικής δύναμης, δηλαδή με την εκπραγμάτιση της εργατικής ικανότητας, την αποξένωσή της από τη βούληση του εργάτη και την υπαγωγή της σε μια αλλότρια βούληση, εκείνη του κεφαλαιοκράτη. Ο Μπετελέμ πολύ σωστά τονίζει την άρρηκτη ενότητα της «αστικής ιδιοκτησίας» με τη μισθωτή εργασία: «[Η “αστική ιδιοκτησία”] δεν έχει καμία σχέση με ό,τι συνήθως αποκαλείται “ατομική ιδιοκτησία” των μέσων παραγωγής, που δεν είναι άλλη από τη νομική ατομική ιδιοκτησία. Αντιθέτως, η αστική ή καπιταλιστική ιδιοκτησία αποτελείται από το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων που επιτρέπουν την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας».
Εάν η παραγωγή βασίζεται στη μισθωτή εργασία, οι μορφές ιδιοκτησίας δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να είναι σοσιαλιστικές, το πρόβλημα δεν θα είναι μόνο η διανομή. Οι παραγωγικές σχέσεις γίνονται σοσιαλιστικές στο μέτρο που αίρεται ο χωρισμός του παραγωγού από τα μέσα παραγωγής, η αποξένωση του από τις εργασιακές του ικανότητες∙ δηλαδή με την αυτοδιαχείριση, την εμβάθυνση της (κατάργηση της διάκρισης χειρωνακτικής/πνευματικής εργασίας, της ιεραρχίας διευθυνόντων/εκτελεστών) και τη γενίκευσή της (το πέρασμα από μια οικονομία με βάση τον νόμο της αξίας σε μια κοινωνία του Δώρου).
Ο Τρότσκι γράφει κάπου ότι «οι εργάτες έχασαν όλη την επιρροή τους πάνω στη διεύθυνση του εργοστασίου» (197), καταγγέλλει ότι ο «γραφειοκρατισμός καταστρέφει τη δημιουργική πρωτοβουλία και το αίσθημα ευθύνης» (225) και διακηρύσσει ότι «στην εθνικοποιημένη οικονομία, η ποιότητα απαιτεί δημοκρατία των παραγωγών και των καταναλωτών, ελευθερία κριτικής και πρωτοβουλία» (σ. 223) για να διευκρινίσει λίγο μετά ότι «η επαναφορά της δημοκρατίας στη βιομηχανία σημαίνει μια ριζική αναθεώρηση των πλάνων προς το συμφέρον των εργατών» (234). Δεν φαίνεται να πηγαίνει πιο μακριά από τα μέτρα που κατά καιρούς είχε πάρει η σοβιετική εξουσία (π.χ. οι παραγωγικές συσκέψεις το 1924-1928 «μια μορφή άμεσης συμμετοχής των εργατών στην οργάνωση της παραγωγής», οι προσωρινές επιτροπές ελέγχου και το κίνημα κριτικής το 1928) για να μην μιλήσουμε για τις σύγχρονες μορφές καπιταλιστικής οργάνωσης εργασίας όπως ο τογιοτισμός. Ο Τρότσκι στην «Προδομένη Επανάσταση» δεν έχει απομακρυνθεί από τις θέσεις που διατύπωνε το 1920 στο «Τερρορισμός και Κομμουνισμός»: «Θα ήταν το πιο κραυγαλέο σφάλμα να συγχέουμε το ζήτημα της κυριαρχίας του προλεταριάτου με το ζήτημα της διεύθυνσης των εργοστασίων από συμβούλια εργατών. Η δικτατορία του προλεταριάτου εκφράζεται με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, με την κυριαρχία της συλλογικής θέλησης των εργατών πάνω στον όλο σοβιετικό μηχανισμό και καθόλου με τον τρόπο διεύθυνσης των επί μέρους οικονομικών επιχειρήσεων».
Για τον Τρότσκι υπάρχει ένας βιομηχανικός τρόπος παραγωγής, ο οποίος αποτελεί μια γενική κατάκτηση της επιστήμης και του ανθρώπινου πολιτισμού και ο οποίος δεν είναι ειδικά καπιταλιστικός ή σοσιαλιστικός. Η θέση αυτή εναρμονίζεται πλήρως με τη λενινιστική αντίληψη που ορίζει τον σοσιαλισμό σαν «κρατικοκαπιταλιστικό μονοπώλιο που χρησιμοποιείται προς όφελος του λαού». Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο ρόλος των παραγωγικών σχέσεων και της ισότιμης συνεργασίας ανάμεσα στους παραγωγούς συρρικνώνεται δραματικά (μέχρις εξαφανίσεως όσον αφορά τον Τρότσκι) υπέρ εκείνου των παραγωγικών δυνάμεων, της μηχανής και του μηχανισμού.
*
Σύμφωνα με τον Τρότσκι «ο Μαρξισμός ξεκινά από την ανάπτυξη της τεχνικής σαν το θεμελιακό ελατήριο της προόδου, και οικοδομεί το κομμουνιστικό πρόγραμμα πάνω στο δυναμισμό των παραγωγικών δυνάμεων» (45). Ο Τρότσκι εκθειάζει «τη λατρεία της τεχνικής» (168) και κάνει υπόθεση της τελευταίας το άνοιγμα του δρόμου για το βασίλειο της ελευθερίας, την κατάργηση της μισθωτής εργασίας και του κράτους. Διαβάζουμε: «ο ίδιος ο σκοπός του κομμουνισμού είναι να υποτάξει τη Φύση στην τεχνική, και την τεχνική στο σχέδιο, και να εξαναγκάσει τις πρώτες ύλες να δίνουν στον άνθρωπο, απεριόριστα, οτιδήποτε αυτός χρειάζεται» (σ. 149) και επίσης «ο χωροφύλακας [το κράτος] θα χαλιναγωγεί την ανθρωπότητα μονάχα μέχρι τη στιγμή που ο άνθρωπος θα χαλιναγωγήσει ολοκληρωτικά τη Φύση» (51).
Ένα τέτοιο «βασίλειο της ελευθερίας» κάποιοι άλλοι το έχουν περιγράψει σαν μια φοβερή δυστοπία. Η υποταγή –που μάλιστα γίνεται «ο ίδιος ο σκοπός του κομμουνισμού»– ο απεριόριστος εξαναγκασμός, η ολοκληρωτική χαλιναγώγηση της φύσης δεν είναι απελευθέρωση του ανθρώπου αλλά υποταγή και των δύο, ανθρώπου και φύσης, στη Μηχανή, στο ανθρώπινο τεχνούργημα, στον Μολώχ των μπολσεβίκων, το τρελό τραίνο της προόδου. Οι άνθρωποι υποβιβάζονται σε ζωντανά εμφυτεύματα στην κοινωνική μεγα-μηχανή.
Τα λόγια με τα οποία ο Μαρξ περιέγραφε την αντίληψη του Ρικάρντο, κατακεραυνώνοντας την, αποδίδουν θαυμάσια επίσης και εκείνη των μπολσεβίκων: «Τα έθνη δεν είναι τίποτα άλλο από εργαστήρια για παραγωγή και ο άνθρωπος είναι μια μηχανή κατανάλωσης και παραγωγής… οι άνθρωποι δεν είναι τίποτα το προϊόν είναι το παν».
Το 1920, στο 3ο Πανρωσικό Συνέδριο των Συνδικάτων, ο Τρότσκι εναντίον της επιχειρηματολογίας των μενσεβίκων υπέρ της «ελευθερίας της εργασίας» δήλωνε: «ο άνθρωπος πρέπει να δουλεύει για να μην πεθάνει, δεν θέλει να δουλεύει. Η κοινωνική οργάνωση όμως τον εξαναγκάζει και τον σπρώχνει προς αυτή την κατεύθυνση». Εάν όμως έχουν έτσι τα πράγματα, το ιδεώδες της απελευθέρωσης από τον μόχθο της εργασίας είναι απολύτως συμμετρικό με εκείνο της εντατικοποίησης της κατανάλωσης, του πολλαπλασιασμού άπληστων και ακόρεστων ορέξεων, του εξαναγκασμού της φύσης να δίνει στον άνθρωπο, απεριόριστα, οτιδήποτε αυτός χρειάζεται. Και η κατάργηση του κράτους; Όποιο συγκεκριμένο μέτρο προτείνει ο Τρότσκι, είτε για την παραγωγή είτε για την κοινωνική αναπαραγωγή, έχει να κάνει με την περαιτέρω ισχυροποίηση του κράτους, με την πληρέστερη ένταξη της κοινωνίας στην κρατική τάξη. Και όμως ο Τρότσκι επιμένει, με επανειλημμένες αναφορές, στην κατάργηση του κράτους. Πράγματι, από τη στιγμή που όλα είναι μέσα στο κράτος, χάνει το νόημα της η διάκριση κοινωνίας και κράτους, η κοινωνική μεγα-μηχανή δεν χρειάζεται κανένα κράτος, δεν έχει ανάγκη τον Λεβιάθαν, είναι η ίδια ο Λεβιάθαν.
*
Ο «θαυμαστός καινούριος κόσμος» του Τρότσκι δεν είναι εντέλει και τόσο μακριά από τον δικό μας. Ο Κοζέβ περιέγραψε τις σύγχρονες ΗΠΑ σαν την πραγμάτωση του τελικού σταδίου του κομμουνισμού και υποστήριξε ότι με τον αμερικάνικο τρόπο ζωής έχουμε τα μέλη μιας «αταξικής κοινωνίας» που ιδιοποιούνται ό,τι θεωρούν αγαθό χωρίς να εργάζονται περισσότερο απ’ ό,τι τους υπαγορεύει η καρδιά τους. Ο φιλελεύθερος ατομικισμός –ο καθένας κάνει ότι θέλει με τα λεφτά του και το κορμί του– τον οποίο πρεσβεύουν μεταξύ άλλων και πολλοί νεο- ή μετα-αναρχικοί, συνάδει με την επέκταση του κράτους σε όλες τις σφαίρες και τις διαστάσεις της κοινωνικής ζωής, είναι αδιανόητος χωρίς αυτή την επέκταση. Δεν είναι καθόλου τυχαία η απήχηση που είχε πριν λίγα χρόνια η νεομπολσεβίκικη άποψη των Χάρντ και Νέγκρι. Η κοινή βάση είναι η βιοπολιτική ή για να το πούμε αλλιώς η μετάβαση «από τη διοίκηση των προσώπων στη διαχείριση των πραγμάτων». Έτσι περιέγραψε ο Ένγκελς, με μια άκρως προβληματική διατύπωση που πήρε από τον Σαιν Σιμόν, την μετάβαση στην κομμουνιστική κοινωνία. Πριν λίγα χρόνια κάποιοι αναρχικοί –όνομα και μη χωριό– γέμισαν τους δρόμους της Αθήνας με αυτό το σύνθημα. Η «διαχείριση των πραγμάτων» δεν είναι όμως παρά ένας πολύ δόκιμος τρόπος για να μιλήσουμε για τη λειτουργία της κοινωνικής μεγα-μηχανής. Ο Μαρξ με τα νεανικά του κείμενα κατάγγειλε την αλλοτρίωση (εκπραγμάτιση). Η κακεντρέχεια της ιστορίας έρχεται σήμερα να μας δείξει ως βασίλειο της ελευθερίας ένα καθεστώς γενικευμένης εκπραγμάτισης.
*
Οι άνθρωποι δεν περίμεναν τον Τρότσκι για να τους μάθει να ζουν χωρίς τον χωροφύλακα. Ήξεραν πολύ καλά να το κάνουν πολύ πριν τον σύγχρονο τεχνικό πολιτισμό. Το κράτος ήρθε πρόσφατα στη ζωή του homo sapiens (μόλις 4.500 χρόνια πριν). Πριν τη νεωτερικότητα σε ολόκληρες ηπείρους ή στο μεγαλύτερο μέρος τους οι άνθρωποι ζούσαν σε κοινωνίες χωρίς κράτος. Ακόμα και εκεί που υπήρχε το κράτος η κοινωνία είχε μια πολύ εξωτερική σχέση με αυτό. Ο τόσο περιφρονημένος από τον Τρότσκι μουζίκος μια χαρά ήξερε να ζει χωρίς τον χωροφύλακα, αλλιώς, εάν δεν υπήρχε αυτός ο μοναδικός πλούτος κοινωνικών θεσμών της προεπαναστατικής Ρωσίας, καμία επανάσταση δεν θα ήταν δυνατή. Και είναι οι μπολσεβίκοι που κατέστρεψαν αυτόν τον σπουδαίο πολιτισμό συνεργασίας και αλληλεγγύης με το «αίμα και τη φωτιά» για να οικοδομήσουν το κράτος τους. Έτσι χάθηκε η επανάσταση και μαζί μια μεγάλη ευκαιρία για την ανθρωπότητα, αν όχι να καταργηθεί το κράτος, τουλάχιστον να ανατραπεί η νεωτερική τάση της διαρκούς ενίσχυσης του σε βάρος της κοινωνίας. Είναι ο Τρότσκι, πριν από αυτόν ο Ιβάν ο Τρομερός και ο Μ. Πέτρος, μετά ο Στάλιν, που φέρνουν μαζί τους τον χωροφύλακα.
Είναι μεγάλη κουβέντα το να πούμε τι είναι αφθονία και τι στέρηση. Πάντως δεν μετριούνται μόνο με τους αριθμούς. Σε μια καταναλωτική κοινωνία, της αγοράς ή «σοβιετική», ο άνθρωπος είναι πάντα στερημένος. Η αφθονία δεν χρειάζεται οπωσδήποτε μια φουτουριστική ουτοπία ή έναν υπερανεπτυγμένο τεχνικό πολιτισμό, ο οποίος ενδεχομένως –ακριβώς όπως κάνει ο δικός μας– μπορεί να παράγει την σπάνη τεχνητά. Οι κοινωνίες χωρίς κράτος ήταν κοινωνίες λιτής αφθονίας, εάν δεν είχαν να αντιμετωπίσουν πολέμους ή θεομηνίες. Η λιτότητα της ζωή τους (ένα είδος λιτής αφθονίας), θεωρούνταν από τους αρχαίους Έλληνες ως η βάση για τη δημοκρατία και τον πολιτισμό τους. Και μιλάμε πάντα για μια στοιχειώδη τεχνολογική βάση η οποία όμως ήταν άριστα προσαρμοσμένη στο περιβάλλον και αφομοιωμένη στους κοινωνικούς θεσμούς. Λιβάδια, βοσκοτόπια, ψαρότοποι, νερά: για πολλές χιλιάδες χρόνια πριν έρθει στον κόσμο η σοφία του Τρότσκι, οι άνθρωποι όταν είχαν να κάνουν με περιορισμένους ή σπάνιους φυσικούς πόρους, μπορούσαν να θέτουν και να τηρούν κανόνες νομής διατηρώντας για αιώνες τη βιωσιμότητα των οικοσυστημάτων και δείχνοντας, μέσα στην όλη «φτώχεια» τους, ένα συγκινητικό σεβασμό για το περιβάλλον, σεβασμό που ποτέ δεν έδειξαν οι περιβαλλοντοκτόνες πολιτικές της ΕΣΣΔ.
Ακόμα και σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικής ζωής δεν χρειάζεται τον χωροφύλακα ή τους δικηγόρους και τους συμβολαιογράφους, αλλά στηρίζεται στις αμοιβαίες σχέσεις εμπιστοσύνης, τους φιλικούς διακανονισμούς, το δώρο, το μοίρασμα, ένα δούναι και λαβείν έξω από τις εμπορευματικές σχέσεις και τον κρατικό έλεγχο. Είναι όλος αυτός ο μεγάλος πλούτος μη αγοραίων και μη κυβερνητικών δραστηριοτήτων που από τη μια δίνει στο αστικό κράτος το βάθος του –ούτε το κράτος ούτε η αγορά θα μπορούσαν να σταθούν έστω και μια μέρα αν η κοινωνία καταντούσε να είναι μόνο κράτος και αγορά–, και από την άλλη αποτελεί την αφετηρία για την ανασυγκρότηση λαϊκών αυτονομιών και χειραφετήσεων, για την επαναδιατύπωση του νέου, κομμουνιστικού ή όπως αλλιώς το πούμε, προγράμματος.
Τελικά όλα έχουν να κάνουν με την εμπιστοσύνη που έχουμε ή δεν έχουμε στην ικανότητα των ανθρώπων να οργανώνονται χωρίς έναν «εξωτερικό» ηγέτη, να σχεδιάζουν αυτοοργανωμένους και αυτοδιοικούμενους θεσμούς, να διαμορφώνουν και να επαναδιαμορφώνουν τις σχέσεις μεταξύ τους και το περιβάλλον τους «έξω» από το κράτος και την αγορά. Τις πιο σωστές αποφάσεις πάντα τις παίρνουν οι δρώντες επί του πεδίου, οι δρώντες που θα υποστούν τις συνέπειες της εφαρμογής τους σε καθημερινή βάση. Αυτοί ξέρουν καλύτερα. Τελικά το ζήτημα είναι αν έχουμε εμπιστοσύνη στον άνθρωπο, τον συγκεκριμένο άνθρωπο, εκείνο της διπλανής πόρτας, χωρίς να τον εξιδανικεύουμε, με τα καλά του και τα κακά του. Και έχοντας μια τέτοια άποψη για τον ανθρωπισμό μπορούμε να θεωρήσουμε τον μπολσεβικισμό βαθιά αντιανθρωπιστικό.
Έφτασε η στιγμή να στείλουμε τον Τρότσκι εκεί που ήθελε να στείλει τον Μαρτόφ, μια από τις πιο ευγενικές φυσιογνωμίες της Ρωσικής Επανάστασης; Ο μπολσεβικισμός δοκιμάστηκε και το 1989 η ιστορία του έστειλε τον λογαριασμό. Σήμερα ήρθε η ώρα να δοκιμαστεί η άλλη άποψη∙ ένα ιστορικό ρεύμα που ξεκινάει από τον Όουεν και το κίνημα στο οποίο έδωσε το όνομά του, τον Προυντόν και τον Μαρξ. Το ρεύμα αυτό περιλαμβάνει τα εργατικά συμβούλια, τους συνεταιριστές και τους κοινοτιστές. Τους ναρόντνικους, τον Μαριατέγκι και τον Καραβίδα∙ τη Λούξεμπουργκ, τον Πάνεκουκ και τον Κορς∙ τον Κροπότκιν. Διεκδικεί την κομμούνα, τη Ρωσική Επανάσταση, την Ισπανική και την Ελληνική. Μελετάει ξεχωριστά την κινεζική και την βιετναμέζικη εμπειρία (που τις ξεχωρίζει ρητά από το μπολσεβίκικο παράδειγμα). Μετά από μια μακριά νύχτα ξαναήρθε στο φως με τα κινήματα της δεκαετίας του 1960 και πιο πρόσφατα με εκείνα της Λατινικής Αμερικής, ιδίως τους Ζαπατίστας και το MST, το Σιάτλ, την Πράγα, τη Γένοβα και την Αραβική Άνοιξη.
Σήμερα υπάρχει ένα σοβαρό έλλειμα –πιο σοβαρό δεν γίνεται– στη θεωρία που αφορά τη μετάβαση από το βιοπολιτικό κράτος στις κοινωνίες χωρίς κράτος. Τι είναι τελικά μια κοινωνία χωρίς κράτος; Την απάντηση πρέπει να αναζητήσουμε στην ίδια την υπαρκτή εμπειρία της ζωής έξω από το κράτος, τη ζωντανή και την περασμένη που έχει καταγράψει η ανθρωπολογία. Οι κρατικοί θεσμοί είναι ένα ελάχιστο μέρος της θεσμικής δημιουργίας της ανθρωπότητας όχι μόνο ποσοτικά αλλά και ποιοτικά. Εμπρός λοιπόν! Ας καταπιαστούμε με τον κύριο όγκο!
***
Το παρόν κείμενο ξεκίνησε να γράφεται σαν βιβλιοκριτική για την «Προδομένη Επανάσταση». Έμειναν δυστυχώς σε εκκρεμότητα μερικά ζητήματα τα οποία θα θίξουμε επί τροχάδην.
Η πολιτική επανάσταση που θα ανατρέψει τη γραφειοκρατία θα νομιμοποιήσει, σύμφωνα με τον Τρότσκι, τα άλλα σοβιετικά κόμματα. Ο Τρότσκι λοιπόν αποδέχεται τον πολυκομματισμό, αρκετά κατόπιν εορτής βέβαια. Κάλιο αργά παρά ποτέ θα μπορούσαμε να πούμε, εάν υπήρχαν έστω ψήγματα αυτοκριτικής για τον ρόλο που έπαιξε ο ίδιος εναντίον των σοσιαλεπαναστατών, των μενσεβίκων και των αναρχικών. Η ικανότητα να προβαίνει σε αυτοκριτική σε κάθε περίπτωση δεν είναι από τα δυνατά σημεία του Τρότσκι. Άλλωστε είναι φανερό ότι τη συγγραφή του βιβλίου υπαγορεύουν ανάγκες πολεμικής και όχι η πραγματική ανάγκη του συγγραφέα να καταλάβει τι έγινε.
Ο Τρότσκι ασκεί κριτική στον Στάλιν για την αναδιοργάνωση του Κόκκινου Στρατού, του οποίου στις αρχές του 1935 το ανθρώπινο δυναμικό κατανεμόταν κατά 26% στον τακτικό στρατό και κατά 74% σε τοπικές μεραρχίες (πολιτοφυλακή), ενώ, μετά την αναδιοργάνωση, διέθετε το 77% σε μόνιμες μεραρχίες και μόνο το 23% σε τοπικές (179, 180). Ο Τρότσκι υπενθυμίζει τις θέσεις του προγράμματος του κόμματος για την κατάργηση του μόνιμου στρατού και την αντικατάστασή του από τη λαϊκή πολιτοφυλακή (49, 50) και ψευδόμενος χονδροειδέστατα γράφει: «Η Οκτωβριανή Επανάσταση διάλυσε ολόκληρο τον στρατό του τσάρου, σβήνοντας κάθε ίχνος του. Ο Κόκκινος στρατός οικοδομήθηκε από την αρχή, από το πρώτο του τούβλο» (σ. 172). Εντυπωσιάζει η ευκολία με την οποία ο Τρότσκι λέει τέτοια ψέματα σε ανθρώπους που είναι σύγχρονοι των γεγονότων και ξέρουν τι έγινε και τι δεν έγινε. Πάντως το νόστιμο είναι ότι, όταν ο Τρότσκι το 1918 στρατολογούσε 40.000 τσαρικούς αξιωματικούς για να στελεχώσει τον Κόκκινο στρατό, αφήνοντας στην άκρη τους αντάρτικους σχηματισμούς που κατά πολλούς συγγραφείς (Βολίν κ.α.) παίξαν τον κύριο ρόλο στις νίκες του εμφυλίου, εκτός από τους «Αριστερούς Κομμουνιστές» αντέδρασαν με σφοδρότητα επίσης ο Στάλιν μαζί με τους Βοροσίλοφ, Μπουντιένι και Ορτζονικίντζε (η λεγόμενη «αντιπολίτευση των υπαξιωματικών» όπως περιφρονητικά τους αποκαλούσε τότε ο Τρότσκι). Το γεγονός είναι ότι, αν και το πρόγραμμα του κόμματος έγραφε πως «η υλική δύναμη μαζί με τα όπλα περνάει άμεσα και κατευθείαν στα χέρια των εργατικών οργανώσεων όπως είναι τα Σοβιέτ» (50), λίγο μετά την ανάληψη της εξουσίας από το κομμουνιστικό κόμμα «σ’ ολόκληρη τη χώρα, όλοι οι πολίτες χωρίς εξαίρεση, ακόμα κι οι εργαζόμενοι και οι οργανώσεις τους, ειδοποιήθηκαν με απειλή την ποινή του θανάτου, να παραδώσουν τα όπλα τους στις στρατιωτικές αρχές των μπολσεβίκων».
Ο Τρότσκι παραθέτει ένα πολύ σημαντικό ντοκουμέντο της Αριστερής Αντιπολίτευσης που κυκλοφόρησε το 1927. Διαβάζουμε: «Αν δεχτείς τη δυνατότητα της άνθησης [του καπιταλισμού] ξανά για μια περίοδο δεκαετιών, τότε τα λόγια για σοσιαλισμό στην καθυστερημένη χώρα μας είναι αξιολύπητα σκουπίδια. Τότε θα είναι αναγκαίο να πούμε πως κάναμε λάθος στην εκτίμησή μας για ολόκληρη την εποχή σαν μια εποχή καπιταλιστικής παρακμής. Τότε η Σοβιετική δημοκρατία θα αποδειχτεί πως έκανε το δεύτερο πείραμα στην προλεταριακή δικτατορία μετά την Κομμούνα του Παρισιού, πιο πλατύ και πιο καρποφόρο, αλλά μονάχα ένα πείραμα» (239-240). Η καπιταλιστική ανάπτυξη συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας και η παγκόσμια επανάσταση δεν ήρθε. Εάν τώρα υποθέσουμε ότι αληθεύουν οι άλλοι δύο ισχυρισμοί του Τρότσκι, ότι δηλαδή η γραφειοκρατία γεννιέται από την αντίφαση κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής / χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης παραγωγικών δυνάμεων και ότι ο Μπουχάριν σφάλει υποστηρίζοντας πως ο σοσιαλισμός μπορεί να οικοδομηθεί ακόμα και πάνω σε μια φτωχή τεχνική βάση, τότε συνεπάγεται ότι η γραφειοκρατία δεν είναι ένα απλό παρασιτικό στρώμα αλλά έχει να παίξει έναν αναγκαίο ιστορικό ρόλο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων∙ και είναι σ’ αυτό το σημείο που προσέγγισαν τον μπολσεβικισμό οι ελίτ των νέων κρατών εθνών που συγκροτήθηκαν με την απο-αποικιοποίηση και η σοβιετική γραφειοκρατία αποτέλεσε το μοντέλο για πολλές άλλες γραφειοκρατίες.
Ο Τρότσκι προηγήθηκε πολλές φορές του Στάλιν. Ο Καρρ γράφει για την επαύριο του 10ου Συνέδριου, ενώ έχει υιοθετηθεί η ΝΕΠ και οι απόψεις του Τρότσκι για την «στρατιωτικοποίηση της εργασίας» και για την πλήρη υποταγή των συνδικάτων στο κράτος έχουν ηττηθεί: «Η άποψη του Τρότσκι για την επιστράτευση της εργασίας από το κράτος αντανακλούσε τη μεγάλη ένταση του πολεμικού κομμουνισμού που έπρεπε να χαλαρώσει μόλις πέρασε ο άμεσος κίνδυνος. Η άποψη αυτή απέδειξε ωστόσο ότι είχε πιο μόνιμη αξία απ’ ότι μερικά άλλα χαρακτηριστικά του πολεμικού κομμουνισμού. Η εργατική πολιτική που τελικά υιοθετήθηκε με τα πεντάχρονα σχέδια χρωστούσε περισσότερα στις αντιλήψεις που υποστήριζε ο Τρότσκι εκείνη την εποχή παρά στην απόφαση που υιοθέτησε το 10ο Συνέδριο του κόμματος». Ο Τρότσκι αναφέρει ότι το 1929, η ηγεσία αναθεωρώντας την αρχική εκδοχή του πρώτου πενταετούς, «έδωσε τη θέση του σ’ ένα νέο πλάνο, που τα βασικά του στοιχεία ήταν στο σύνολό τους δανεισμένα από την πλατφόρμα τη συντριμμένης αντιπολίτευσης» (370). Ο Ντώυτσερ σχολιάζοντας αυτή τη στροφή του Στάλιν εναντίον των αγροτών και υπέρ της ταχύρρυθμης εκβιομηχάνισης, που είχε σαν αποτέλεσμα την αθρόα προσχώρηση ηγετών της αριστερής Αντιπολίτευσης στο σταλινικό στρατόπεδο, έγραψε χαρακτηριστικά «[ο Στάλιν] έκλεψε τον κεραυνό του Τρότσκι». Από τον ίδιο μαθαίνουμε ότι, όταν ο Τρότσκι ήταν στην εξορία, ο Στάλιν μελετούσε προσεκτικά κάθε τεύχος του «Δελτίου της Αντιπολίτευσης» και μερικές από τις εισηγήσεις του (ιδίως για την οικονομική πολιτική στα 1932-33) μπορούν να αποδοθούν σε προτάσεις που είχαν πρωτοδιατυπωθεί στο Δελτίο. Το 1924-1925 οι μετέπειτα σύμμαχοι του Τρότσκι, Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ, ζητούσαν αυστηρά μέτρα εναντίον του Τρότσκι ακόμα και τη σύλληψή του. Ο Στάλιν διαφώνησε και ενημέρωσε σχετικά το 14ο Συνέδριο (τέλη 1925) λέγοντας:
«Ξέραμε πως αυτή η πολιτική των αποκλεισμών εγκυμονούσε κινδύνους για το κόμμα, ότι η μέθοδος του αποκλεισμού, η μέθοδος της αιματοχυσίας –γιατί γυρεύανε αίμα– είναι επικίνδυνη και μεταδοτική: σήμερα αποκλείεται ο ένας, αύριο ο άλλος, μεθαύριο ένας τρίτος –και τότε τι θα απομείνει από το κόμμα μας;»