Για τον Γιώργο Τρομάρα που πέθανε σήμερα, του Κώστα Δεσπονιάδη. Αναδημοσίευση από τη σελίδα των εκδόσεων και του περιοδικού Πανοπτικόν.
Πριν από 15 περίπου χρόνια, βρέθηκα το καλοκαίρι στη Φολέγανδρο. Συνέπεσε εκείνες τις μέρες να κάνει επίδειξη στο δημοτικό σχολείο του νησιού ο παλαιστής Γιώργος Τρομάρας. Έπεισα τη φίλη που είχαμε ταξιδέψει μαζί να πάμε.
Η υπαίθρια παλαιστική επίδειξη του Γιώργου Τρομάρα μου άφησε μια μελαγχολική, στενάχωρη διάθεση, που τη θυμήκα σήμερα που διάβασα για τον χαμό του. Ο ίδιος, καταβεβλημένος από τα χρόνια, με εμφανώς πολλαπλά τραυματισμένο κορμί, δυσκολευόταν να ολοκληρώσει μερικά από τα «νούμερα» του σόου του, απολογούμενος κάθε τόσο στο κοινό με βαθιά θλίψη ότι «το έδαφος γλιστράει» ή ότι «είναι κουρασμένος από το ταξίδι».
Συνέχιζε ωστόσο φιλότιμα, καταπονώντας υπέρμετρα το ήδη καταπονημένο σώμα του, για να προσφέρει αυτό που ήξερε να κάνει μια ζωή: το θέαμα ενός περιπλανώμενου, χειροδύναμου υπερήρωα αλλοτινής εποχής.
Το πιο στενάχωρο στα μάτια μου ήταν ότι τα πιτσιρίκια που τον έβλεπαν –θαμπωμένα από χολιγουντινές εικόνες υπερηρώων και βιντεοπαιχνίδια– κάθε άλλο παρά απέδιδαν τον «οφειλόμενο» θαυμασμό. Ένα συναίσθημα συγκατάβασης μάλλον επικρατούσε – το βλέμμα των θεατών είχε αποικιστεί από πανίσχυρες φαντασμαγορικές εικόνες που, στις αρχές του 21ου αιώνα, δεν άφηναν περιθώριο στο ρομαντικό αυτοσχέδιο σόου του Γιώργου Τρομάρα.
Ένιωθα μελαγχολία. Όταν τελείωσε, του ζήτησα να τον φωτογραφίσω. Ήθελα να νιώσει μια ελάχιστη έστω αναγνώριση για αυτό που πρόσφερε. Δέχτηκε με χαρά. Το στεναχωρημένο βλέμμα του ωστόσο λέει πολλά – μια ολόκληρη εποχή αθωότητας είχε τελειώσει οριστικά.