Ο Περικλής δε θα είχε γράψει ποτέ τους “Ανθρωποφύλακες”, αν «οι φιλήσυχοι άνθρωποι αυτής της γης δε βοηθούσαν με την αδιαφορία τους και τη σιωπή τους στην επέκταση και στη συνέχιση των βασανιστηρίων». Εμείς δε θα συνεχίζαμε ακόμα να διαβάζουμε αυτό το συγκλονιστικό ντοκουμέντο κτηνωδίας αλλά και παλικαρίσιας αξιοπρέπειας, αν οι “Ανθρωποφύλακες” δε συνέχιζαν ακόμα να ορίζουν τη μοίρα αυτού του πλανήτη. Αν από το Άμπου Γκράιμπ στο Ιράκ, την Cobalt στην Καμπούλ, το “Bright Light” στh Ρουμανία, την “Quartz” στην Πολωνία, το Γκουναντάναμο στην Κούβα, τις μυστικές φυλακές του Ελληνικού κράτους στον Έβρο ως το Α.Τ. Ομονοίας, ο χάρτης των σύγχρονων Νταχάου δε συνέχιζε το έργο των καθαρμάτων στην ταράτσα της οδού Μπουμπουλίνας, αυτού του “πιο γνωστού πλυσταριού του κόσμου”. Ο Σπανός, ο Κραββαρίτης, ο Μπάμπαλης κι ο Μάλλιος θα πρέπει να νιώθουν σήμερα δικαιωμένοι, αφού τα αμούστακα αγόρια, που τους είχαν κάποτε για ινδάλματα, σήμερα είναι υπουργοί, βουλευτές, στρατηγοί και βιομήχανοι.
Ο Περικλής υπήρξε, από την πρώτη του ανάσα στο Αργοστόλι, έως την τελευταία του σήμερα στην Αθήνα, ένας ανυπότακτος. Φλογισμένος με ένα οργασμικό πάθος για τη ζωή και την ελευθερία που τον χαρακτήριζε ως το τέλος. Έγραφε με την ματιά ενός εφήβου σαλταδόρου της κατοχής κι ας είχε περάσει τα 70. Πίστευε πως η αντίθεση του έρωτα με την εξουσία, της ελευθερίας με το κράτος, θα μένουν πάντα αγεφύρωτες. Πίστευε πως κάθε πλάσμα σε αυτόν τον κόσμο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ζήσει ελεύθερα, πίστευε πως ο καπιταλισμός είναι η γάγγραινα της ανθρωπότηταw και ότι το μέλλον της ανθρωπότητας είναι “στην αυτοοργάνωση”, σε μια κοινωνία δίχως κυβερνώντες και κυβερνωμένους. Ποτέ δε στρογγύλεψε τα λόγια του κι ας προσπάθησαν πολλές φορές να τον “συνετίσουν” τα κομματικά μαντριά. Τον θυμάμαι να λέει μπροστά στο μαζικό ακροατήριο μιας εκδήλωσης στην οποία τον είχαμε καλέσει: “Το τρίπτυχο Πατρίδα – Θρησκεία – Οικογένεια είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου”.
Ο Περικλής έμπαινε με πάθος σε κάθε αγώνα χωρίς να νοιάζεται για την έκβαση. Κατέβαινε σε κάθε διαδήλωση που έβρισκε στον δρόμο του, υμνούσε όλες τις γυναίκες που τον σαγήνευαν, διάβαζε μανιωδώς συγγραφείς απ’ όλον τον κόσμο, έγραφε ακατάπαυστα σαν τον Χέμινγουεϊ, έπινε ακούραστα συζητώντας και γελώντας με φίλους ως το πρωί. Στεκόταν στο πλευρό κάθε απόκληρου, πάλευε για τους φυλακισμένους, τις κακοποιημένες γυναίκες, τους μετανάστες, τους πρόσφυγες, τις τρανς, τους τοξικοεξαρτημένους.
Ο Περικλής σε κοιτούσε πάντα στα μάτια. Και η φλόγα τους ήταν σαν να σου έλεγε: “μην είσαι μαλάκας, μην πεθάνεις μαλάκας, έχεις ένα κορμί και ένα πάθος, τα δυο ισχυρότερα όπλα στον πλανήτη, κατέβα στους δρόμους και πολέμα για την ελευθερία και τη ζωή, μην σταματάς ποτέ να φωνάζεις, να αγωνίζεσαι, να πολεμάς”.
Καλή αντάμωση Περικλή. Θα ξαναβρεθούμε στους ποταμούς της φωτιάς ή στην “αργυραία ομίχλη” στα σύννεφα της Βαλχάλα, εκεί που χορεύουν οι φωνές και τα σώματα των δικαίων.
(φωτογραφία: τροποποίηση από andro.gr)