Αναρχικές πολιτοφυλακές στην Ισπανική Επανάσταση

Αναρχικές πολιτοφυλακές στην Ισπανική Επανάσταση: Το παράδειγμα της Αραγωνίας

από | 19 Ιούλ, 2024

Αναρχικές πολιτοφυλακές στην Ισπανική Επανάσταση: Το παράδειγμα της Αραγωνίας.

“Η Ιβηρική Χερσόνησος έχει προβλήματα αλλά καθόλου λύσεις”.

Eric Hobsbawm, Επαναστάτες

“Όπως συνήθως…”

Στις 17 Ιουλίου 1936, τα ξημερώματα, στην Ισπανία μπήκε σε κίνηση ένα ακόμα προαξικόπημα της στρατιωτικής ηγεσίας σε βάρος της εκλεγμένης κυβέρνησης της χώρας. Η ανάμειξη του στρατού στις πολιτικές υποθέσεις δεν ήταν κάτι το πρωτόγνωρο για τούτη την χώρα της Ιβηρικής. Ο οπισθοδρομικός χαρακτήρας του ισπανικού καπιταλισμού, καθώς και η ύπαρξη ενός εκτεταμένου και σχετικά πρωτόγονου αγροτικού τομέα, είχε σαν αποτέλεσμα την ατελή ανάπτυξη της εγχώριας αστικής τάξης και την συνύπαρξη της δημοκρατίας με προνεωτερικές μορφές της κρατικής κυριαρχίας. Στρατιωτικές δικτατορίες είχαν επιβληθεί και παλιότερα στην Ισπανία, το 1874 ενάντια στην πρώτη δημοκρατία και ξανά το 1923 από τον στρατηγό Πρίμο Ντε Ριβέρα (Primo de Rivera), μετά απ’ την ταπεινωτική ήττα που υπέστη ο ισπανικός στρατός στον αποικιακό πόλεμο των Ριφ εναντίον των Μαροκινών. Έπειτα από κάθε καινούρια καταστροφή των ενόπλων δυνάμεων της Ισπανίας στους πολέμους που αφορούσαν τον ανταγωνισμό του ισπανικού στέμματος με τις καπιταλιστικές δυνάμεις της Ευρώπης, οι βιομηχανικοί εργάτες της μητρόπολης, μαζί με τους ανθρακωρύχους , τους ακτήμονες αγρότες και τους άλλους απόκληρους, ξεσηκώνονταν για να εκμεταλλευτούν τις συνεχόμενες κρίσεις που συντάρασσαν το καθεστώς της μοναρχίας. Η παντελής απουσία μηχανισμών πολιτικής διαμεσολάβησης της αντίθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, σήμαινε ότι οι εργάτες δεν μπορούσαν να προσβλέπουν στο Κράτος για την αποτελεσματική προστασία τους από τις αρπακτικές διαθέσεις των ισπανών καπιταλιστών.

Φυσικό επακόλουθο αυτής της πολωμένης κατάστασης ήταν η στροφή του ισπανικού προλεταριάτου σε μορφές συλλογικής αυτο-οργάνωσης , που τόνιζαν ότι οι εργαζόμενες τάξεις όφειλαν να στηρίζονται αποκλειστικά στις δικές τους δυνάμεις ώστε να πετύχουν την βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους κι έβλεπαν το Κράτος σαν μια εχθρική δύναμη με καθαρά καταπιεστικό ρόλο. Αυτή η εκρηκτική κοινωνική συνθήκη αποτέλεσε βούτυρο στο ψωμί των αναρχικών, οι οποίοι αποτελούσαν την ηγεμονική δύναμη στους κόλπους των εργατών της βιομηχανίας, στα εργατοϋπαλληλικά στρώματα των πόλεων (π.χ. τηλεφωνητές, οδηγοί λεωφορείων, κλπ), στους μεταλλωρύχους της βόρειας Ισπανίας και στις υπανάπτυκτες αγροτικές περιοχές της χώρας. Την περίοδο λίγο πριν το πραξικόπημα , η κεντρική αναρχοσυνδικαλιστική συνομοσπονδία CNT (Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας) είχε στις τάξεις της πάνω από 1,5 εκατομμύριο οργανωμένους εργάτες, απ’ όλους τους τομείς της παραγωγής. Εκτός από την CNT, υπήρχε και η Αναρχική Ομοσπονδία της Ιβηρικής (FAI), μια μυστική οργάνωση με αρκετές χιλιάδες μέλη που δεν πίστευε πολύ στις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις, κι έριχνε το βάρος της στον αναρχοκομμουνισμό και στην ένοπλη εξέγερση ως στρατηγική για τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Μόνο η σοσιαλιστική Γενική Ένωση Εργατών (UGT) μπορεί να υποστηριχθεί ότι ασκούσε συγκρίσιμη επιρροή στα εργαζόμενα στρώματα. Είναι όμως τεκμήριο της ιδεολογικής και πολιτισμικής υπεροχής των αναρχικών το γεγονός ότι ακόμα κι ένα κατεξοχήν πολιτικό κίνημα όπως είναι το σοσιαλιστικό, που συμμετέχει στις εκλογές και δίνει έμφαση στην κατάληψη της κρατικής εξουσίας, στην Ισπανία είχε ως βασικό του εκφραστή μια συνδικαλιστική ομοσπονδία και όχι το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ισπανίας (PSOE). Με άλλα λόγια, ακόμη και οι σοσιαλιστές της Ισπανίας πίστευαν ότι η οικονομική πάλη της εργατικής τάξης (απεργίες, κλπ.), ήταν πιο σημαντική για τον σοσιαλισμό απ’ ότι το πολιτικό στοιχείο, η επίτευξη σταδιακών μεταρρυθμίσεων με κοινονουλευτικά μέσα.

Έτσι, αντί να έχει ως αποστολή του την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας (η Ισπανία είχε να δεχτεί επίθεση απο την εποχή της εισβολής του Βοναπάρτη, το 1808), ο στρατός πιο πολύ ασχολούταν με την καταστολή των μαζικών εξεγέρσεων των εργατών που ξεσπούσαν κάθε τόσο κάτω απ’ τη ριψοκίνδυνη και αδιάλλακτη καθοδήγηση των αναρχικών. Ο μετέπειτα αδιαμφισβήτητος αρχηγός του “εθνικού” στρατοπέδου, στρατηγός Φρανσίσκο Φράνκο (Francisco Franco), απέκτησε τη φήμη που τον συνόδευε ως εξαίρετου διοικητή κι ως πρωτοπαλίκαρου της αστικής τάξης, όταν ανέλαβε να διευθύνει την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης των ανθρακωρύχων στις Αστούριες το 1934. Πολλοί αναρχικοί πήραν το βάπτισμα του πυρός σε αυτή την απόπειρα για μια βίαιη ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης, τώρα όμως σάπιζαν στα κελιά της κυβέρνησης του ημιφασίστα Χιλ Ρόμπλες (Gil Robles), που είχε επικρατήσει οριακά στις εκλογές του 1933. Υπολογίζεται ότι περίπου 15-20.000 εργάτες ρίχτηκαν στις φυλακές μετά την συντριβή της εξέγερσης στο Οβιέδο, οι πιο πολλοί απ’ αυτούς αναρχικοί και αναρχοσυνδικαλιστές. Από την άλλη, στον Φράνκο ανατέθηκε η αρχηγεία της Στρατιάς της Αφρικής, με έδρα το ισπανικό Μαρόκο. Ο διορισμός αυτός αποτέλεσε την επιβράβευση του στρατηγού για τις “καλές υπηρεσίες” που είχε προσφέρει στην Ισπανική Δημοκρατία, είχε όμως και μια κρυφή σκοπιμότητα. Την απομάκρυνση του Φράνκο από το επίκεντρο των εξελίξεων, εφόσον ο Πρόεδρος Μανουέλ Αθάνια (Manuel Azana) γνώριζε για τη φιλοδοξία που τον διέκρινε και δεν τον εμπιστευόταν.

Όλα αυτά άλλαξαν μετά τις εθνικές εκλογές του ’36, όταν την εξουσία κέρδισε μια συμμαχία της Αριστεράς και του Κέντρου που υποσχόταν να καταπολεμήσει την επιρροή της Εκκλησίας και να εκσυγχρονίσει τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές δομές της χώρας. Εκείνη ήταν η εποχή της ακραίας ταξικής πόλωσης σε όλη την μεσοπολεμική Ευρώπη. Από την μία, υπήρχαν τα Λαϊκά Μέτωπα που συγκέντρωναν στους κόλπους τους την μεγαλύτερη μερίδα του εργατικού κινήματος, μαζί με τα μεσαία στρώματα που πίστευαν ακόμα στην δημοκρατία. Από την άλλη, είχαμε την ραγδαία άνοδο του υπερεθνικισμού και του φασισμού, που πρέσβευε την ριζική αναδιάρθρωση της κρατικής εξουσίας σε μια πιο συγκεντρωτική βάση , ώστε να αποκρουστεί ο ριζοσπαστισμός των εργατών και να διασωθούν τα υπολείμματα ενός συστήματος που εξαφανιζόταν σταδιακά, κάτω απ’ την πίεση της νεοτερικότητας. Στην Ισπανία, υπέρ του Λαϊκού Μετώπου ψήφισαν για πρώτη φορά και οι αναρχικοί, αφού πρώτα έλαβαν άτυπες εγγυήσεις από τον Αθάνια και άλλους μετριοπαθείς πολιτικούς, ότι μια κεντροαριστερή κυβέρνηση θα εξέταζε το ενδεχόμενο της χορήγησης αμνηστείας στους χιλιάδες πολιτικούς κρατούμενους.

Αυτή ήταν και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για τους στρατηγούς και τους συντηρητικούς οπαδούς του ηττημένου “Εθνικού Μετώπου”. Η “άθεη” κυβέρνηση της Αριστεράς , που υποστηριζόταν από τους μαρξιστές και τους αναρχικούς, έπρεπε να ανατραπεί με κάθε τρόπο. Μέσα στους επόμενους πέντε μήνες, κι ενώ τα κρούσματα βίας και οι δολοφονίες πολιτικών αντιπάλων είχαν γίνει πια καθημερινό φαινόμενο, οι στρατηγοί στρατολόγησαν σχεδόν το 80% των ανώτερων αξιωματικών του στρατού σε μια συνομωσία ενάντια στη Δημοκρατία. Παράλληλα, και κάτω από την μύτη της δημοκρατικής κυβέρνησης, απέστειλαν μυστικές πρεσβείες στην Ρώμη και το Βερολίνο για να ζητήσουν διπλωματική και στρατιωτική υποστήριξη για το κίνημα τους. Ως ημερομηνία έναρξης της εξέγερσης των στρατιωτικών ορίστηκε η 15η Ιουλίου, ωστόσο κάποια προβλήματα της τελευταίας στιγμής υποχρέωσαν τους συνομώτες να αναβάλλουν τη δράση τους για τις 17. Το σύνθημα που θα σηματοδοτούσε την έναρξη της επιχείρησης ήταν η φράση “Όπως συνήθως…” , που θα μεταδιδόταν απ’ τον ασύρματο σε όλες τις εμπλεκόμενες μονάδες.

Ο λαός αντιστέκεται

Το σχέδιο που είχαν καταστρώσει οι συνωμότες προέβλεπε την κεραυνοβόλα ανάπτυξη στρατευμάτων μέσα στις πόλεις και την κατάληψη των πιο νευραλγικών σημείων του μητροπολιτικού ιστού (διοικητικά κτίρια, τηλεφωνικά κέντρα, κλπ). Για να το κατορθώσουν αυτό, οι στρατηγοί ήταν έτοιμοι να κάνουν χρήση τόσο της υπεροπλίας τους, όσο και στρατηγημάτων που θα τους επέτρεπαν να ξεγελάσουν και να υπερφαλαγγίσουν τους αντιπάλους τους. Στην Βαρκελώνη , που θα αποτελέσει και το σημείο αναφοράς για τούτη την μελέτη, οι στρατιώτες που αναπτύχθηκαν στην πόλη από το στρατόπεδο Σαντ Αντρέου (Sant Andreu), κατέλαβαν την Πλατεία της Καταλωνίας χωρίς αντίσταση, φωνάζοντας παραπλανητικά “Ζήτω η Δημοκρατία”. Μέχρι οι αποσβολωμένοι εργάτες να καταλάβουν ότι είχαν εξαπατηθεί, η μονάδα των στασιαστών είχε επιβάλει τον έλεγχο της στην πλατεία και ετοιμαζόταν να προωθηθεί στην Ράμπλας (Ramblas), έναν από τους κεντρικότερους δρόμους της Βαρκελώνης που ενώνει το λιμάνι με το κέντρο της πόλης. Σε άλλους στρατιώτες οι στασιαστές αξιωματικοί είχαν πει ότι κηρύχθηκε ο στρατιωτικός νόμος επειδή οι κομμουνιστές είχαν συνωμοτήσει για να ανατρέψουν το πολίτευμα. Σε γενικές γραμμές, οι στασιαστές σκόπευαν να καταλάβουν το νοητό τρίγωνο ανάμεσα στην πλατεία της Καταλωνίας, την Πλάθα ντ’ Εσπάνια (Placa d’ Espanya) και την λεωφόρο Ντιαγκονάλ (Diagonal). Από εκεί θα μπορούσαν να ελέγχουν πληρως το στρατηγικής σημασίας λιμάνι, προτού εφορμήσουν εναντίον της Χενραλιτάτ (Generalitat), του αρχηγείου της τοπικής κυβέρνησης της Καταλωνίας.

Παρά την προσκετική προετοιμασία, το σχέδιο του επικεφαλής των συνωμοτών στρατηγού Γοδέδ (Manuel Goded) έπασχε από μια σοβαρή παρανόηση. Είχε υποτιμήσει δραματικά την αντίσταση που θα έβρισκαν μπροστά τους οι στασιαστές και την ίδια στιγμή, είχε υπερεκτιμήσει την μαχητική ικανότητα και την αφοσίωση των δικών του ανδρών. Οι πραξικοπηματίες σίγουρα είχαν καταφέρει να πιάσουν στον ύπνο τους αστούς πολιτικούς που κρατούσαν στα χέρια τους τις τύχες της Δημοκρατίας. Ο βρετανός ιστορικός Χιού Τόμας (Hugh Thomas), αναφέρει ότι αντιμέτωπος με τις δραματικές εκκλήσεις των κομμάτων της Αριστεράς για τον επερχόμενο ξεσηκωμό των στρατηγών, ο τότε πρωθυπουργός Κασάρες Κιρόχα (Casares Quiroga) είχε απαντήσει με παγερή αδιαφορία, “Πολύ καλά κύριοι. Εκείνοι μπορεί να ετοιμάζονται να [ξε]σηκωθούν, εγώ όμως θα πέσω για ύπνο”. Παρ’ όλα αυτά, τα εργατικά κόμματα και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις είχαν ήδη τεθεί σε επιφυλακή. Παρά την επανειλημμένη άρνηση των κρατικών αξιωματούχων να μοιράσουν όπλα στους προλετάριους , η CNT είχε προνοήσει συγκροτώντας εργατικές περιπόλους κι εξοπλίζοντας τες όσο καλύτερα μπορούσε με πιστόλια, κυνηγετικές καραμπίνες και ότι άλλο όπλο υπήρχε διαθέσιμο από την εποχή της δικτατορίας του Πρίμο Ντε Ριβέρα, όταν η CNT και η FAI λειτουργούσαν σε καθεστώς παρανομίας.

Επίσης, οι στρατηγοί υπολόγιζαν χωρίς τους Ασάλτος (Assaltos), το νέο σώμα της χωροφυλακής που είχε δημιουργηθεί επί των ημερών της Δεύτερης Δημοκρατίας με σκοπό την προάσπιση του αντιπροσωπευτικού καθεστώτος από κάθε απόπειρα ανατροπής του. Η διαλογή των υποψηφίων για τις ομάδες εφόδου γινόταν κυρίως με πολιτικά κριτήρια , ενώ οι περισσότεροι από τους Ασάλτος ήταν απόστρατοι με πολεμική εμπειρία από τις εκστρατείες στο Μαρόκο. Υπήρχαν γύρω στους δεκαεπτά χιλιάδες Ασάλτος σε όλη την Ισπανία πριν τις 17 Ιουλίου και σχεδόν τα τρία τέταρτα αυτής της δύναμης τάχθηκαν με το μέρος της Δημοκρατίας και αναμείχθηκαν με τα ένοπλα αποσπάσματα των εργατών όταν ξεκίνησαν οι εχθροπραξίες. Από την άλλη, οι δυνάμεις που είχαν στη διάθεση τους οι στρατηγοί αποτελούνταν κυρίως από κληρωτούς χωρίς παραστάσεις από κάποιο θέατρο του πολέμου, ενώ και τα πολιτικά τους φρονήματα ήταν αμφιλεγόμενα, όπως αποδείχτηκε από την ευκολία με την οποία αυτομόλησαν στην αντίπαλη πλευρά όταν απαλλάχτηκαν από το φοβήτρο των αξιωματικών τους.

Όπως και να ‘χει, εκείνες τις πρώτες ώρες της σύγκρουσης τέθηκαν οι βασικές διαχωριστικές γραμμές του εμφυλίου πολέμου που επρόκειτο να ακολουθήσει. Η λαϊκή αντίσταση ήταν σε μεγάλο βαθμό αυθόρμητη και είχε σαν βασική της μέριμνα , κατά πρώτο την υπεράσπιση των εργατικών συνοικιών και κατά δεύτερο, την αναχαίτιση της προέλασης των στρατιωτικών μονάδων στα πιο νευραλγικά σημεία της πόλης. Ο συγγραφέας Αμπέλ Παθ (Abel Paz), που έλαβε μέρος στις οδομαχίες ως μέλος της Ελευθεριακής Νεολαίας της Βαρκελώνης, περιγράφει πώς ένα απόσπασμα πεζικάριων από το στρατόπεδο Πεδράμπλες (Pedrables) που κατέβαινε την Ράμπλας δέχτηκε πυροβολισμούς από την πολιτοφυλακή και τους Ασάλτος. Οι στρατιώτες , που δεν περίμεναν αντίσταση, πανικοβλήθηκαν κι έσπασαν τον σχηματισμό τους. Βρήκαν καταφύγιο στα κοντινά κτίρια, όπως το ξενοδοχείο Κολόν , ή το φημισμένο καφεστιατόριο της εποχής Μαιζόν Ντορέε (Maison Doree), όμως γρήγορα περικυκλώθηκαν και ακινητοποιήθηκαν από τις μάζες των εργατών που υπερτερούσαν σε αριθμό.

Αυτό το επεισόδιο είναι εν πολλοίς μια μικρογραφία της πρώτης φάσης του πολέμου. Εκεί όπου η πολιτοφυλακή κατόρθωσε να διασπάσει τον συντεταγμένο σχηματισμό των στρατιωτών, ο ένοπλος λαός είχε το πλεονέκτημα , αφού η μάχη γινόταν χαοτική και οι πολυάριθμες δυνάμεις των εργατών και των Ασάλτος μπρούσαν να κυκλώσουν και να αποκόψουν τις μονάδες των στρατιωτικών, έστω κι αν ο οπλισμός τους ήταν κατώτερος ή υποτυπώδης. Από την άλλη, ο αυθόρμητος χαρακτήρας της αντίστασης σήμαινε ότι οι δυνάμεις που τάχθηκαν με το μέρος της Δημοκρατίας περισσότερο αντιδρούσαν στις ενέργειες των εθνικιστών και λιγότερο μπόρεσαν να αναπτύξουν ένα συνολικό σχέδιο που θα τους επέτρεπε να αναλάβουν την πρωτοβουλία των κινήσεων. Αυτός ο παθητικός ρόλος διατηρήθηκε σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της σύγκρουσης κι εμπόδισε τους δημοκρατικούς απ’ το να δράσουν συντονισμένα ώστε να συντρίψουν τις εστίες όπου είχε επικρατήσει το πραξικόπημα, προτού ο Φράνκο μπορέσει να μεταφέρει στην Ισπανία την Στρατιά της Αφρικής και τους εμπειροπόλεμους Λεγεωνάριους του από το Μαρόκο.

Την αναχαίτιση του πραξικοπήματος στους δρόμους ακολούθησε η περικύκλωση και η πολιορκία των στρατοπέδων από τους εργάτες. Κάποιοι στρατώνες καταλήφθηκαν με έφοδο από τα μέλη των πολιτοφυλακών, που έπεφταν με αυταπάρνηση πάνω στα πολυβόλα που φύλαγαν τις εισόδους των στρατοπέδων, για ν’ ανοίξουν δρόμο στους συντρόφους τους που ακολουθούσαν. Άλλοι σκοτώθηκαν την ώρα που πλησίαζαν για να δυναμιτίσουν την περίφραξη. Τέλος, αλλού όπως το στρατόπεδο πυροβολικού Σαντ Αντρέου, δεν χρειάστηκε να γίνει έφοδος αφού οι στρατιώτες εκτέλεσαν τους κινηματίες αξιωματικούς και άνοιξαν τις πύλες, σχηματίζοντας αυθόρμητα ανάμεικτες επιτροπές στρατιωτών-εργατών που ανέλαβαν να διοικήσουν τις στρατωτικές εγκαταστάσεις.

Η Βαρκελώνη χωρίς κυβέρνηση

Σαραντα οκτώ ώρες μετά τη συντριβή του πραξικοπήματος, ολόκληρη η πόλη της Βαρκελώνης βρισκόταν στα χέρια των εργατών και των οργανώσεων τους. Ο συγγραφέας Τζόρτζ Όργουελ επισκέφθηκε την επαναστατημένη Βαρκελώνη κάποιους μήνες μετά κι έγραψε σχετικά: “Οι αναρχικοί ήλεγχαν ουσιαστικά όλη την Καταλονία και η κοινωνική επανάσταση ήταν σε πλήρη εξέλιξη […] Ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκα σε μια πόλη όπου έκανε κουμάντο η εργατική τάξη. Σχεδόν όλα τα κτίρια που είχαν κάποια σημασία ήταν ντυμένα με την κόκκινη και μαύρη σημαία των αναρχικών. Στους τοίχους ήταν ζωγραφισμένα σφυροδρέπανα και παντού υπήρχαν τα αρχικά των επαναστατικών κομμάτων”. Εκείνες τις πρώτες ημέρες κάθε έκφανση της κρατικής εξουσίας είχε εξανεμιστεί. Δεν υπήρχε ούτε στρατός, ούτε κυβέρνηση , ούτε αστυνομία. Τον έλεγχο της πόλης είχαν αναλάβει οι λαϊκές επιτροπές άμυνας που είχαν ξεπηδήσει σε κάθε γειτονιά της Βαρκελώνης, ενώ τη λειτουργία τους συντόνιζε η CNT από το επιβλητικό κτίριο της Κάσα Καμπό (Casa Cambo) στην οδό Λαγιετάνα , που βρισκόταν υπό κατάληψη.

Τρομαγμένοι από την ήττα των στρατιωτικών, οι βιομήχανοι και οι μεγαλοκαπιταλιστές είχαν σπεύσει να εγκαταλείψουν μαζικά την πόλη. Τα μεγάλα εργοστάσια πέρασαν αυτομάτως στον έλεγχο των αναρχοσυνδικαλιστών , οι οποίοι προετοιμάζονταν εδώ και χρόνια για τη στιγμή που θα ήταν σε θέση να επιβάλουν ένα καθεστώς αυτοδιαχείρισης στην προηγμένη βιομηχανία της Καταλονίας. Στους ιδιοκτήτες που παρέμειναν οι αναρχικοί έδωσαν την επιλογή να ενταχτούν οικειοθελώς στην νέα κατάσταση των πραγμάτων ως απλοί εργαζόμενοι και να συνεισφέρουν με όσες γνώσεις είχαν στην τελειοποίηση του νέου μοντέλου συλλογικής διοίκησης των βιομηχανικών μονάδων. Το ελευθεριακό πνεύμα είχε διαποτίσει τους περισσότερους κλάδους της παραγωγής, καθώς και τις δημόσιες υπηρεσίες , όπως οι αστικές μεταφορές ή οι σιδηρόδρομοι, που μέσα σε μια νύχτα, είχαν κάνει το άλμα στην αυτοδιαχείριση καταργώντας τις ιεραρχίες και τα διευθυντικά στελέχη.

Η αλήθεια είναι ότι η πολιτική πρωτοπορεία του οργανωμένου αναρχικού κινήματος είχε αιφνιδιαστεί από τις εξελίξεις, το ίδιο με και εκείνη η μερίδα της αστικής τάξης που παρέμεινε πιστή στην Δημοκρατία. Οι CNT και η FAI αποφάσισαν να αγκαλιάσουν τις επαναστατικές πρωτοβουλίες που προέρχονταν από την κοινωνική βάση του κινήματος, την ίδια στιγμή όμως είχαν πλήρη επίγνωση ότι πέρα απ’ την Καταλονία τα πράγματα δεν ήταν παντού ευνοϊκά για τους αναρχικούς. Λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά (254 για την ακρίβεια), στην Αραγωνία, η άλλοτε “κόκκινη” Σαραγόσα είχε πέσει στα χέρια των στρατιωτικών, όπως και η Σεβίλλη στα νότια, ή το Μπούργος στον βορρά της Ισπανίας. Αλλά και στην Μαδρίτη, όπου η μαζική λαϊκή αντίσταση είχε ματαιώσει τα σχέδια των συνωμοτών, ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν με το μέρος των κρατιστών σοσιαλιστών της UGT, που δεν έτρεφαν καμία συμπάθεια για τους αναρχικούς. Εξάλλου, οι ιδεολογικές πεποιθήσεις των αναρχικών δεν τους επέτρεπαν να σκεφτούν ούτε για μια στιγμή ότι η εγκαθίδρυση μιας “επαναστατικής” δικτατορίας στα μετόπισθεν, αποτελούσε τον επιθυμητο τρόπο για να προστατευτούν οι εργατικές κατακτήσεις που κερδίθηκαν στις 17-19 Ιουλίου. Το ηγετικό στέλεχος της FAI , Άμπαδ ντε Σαντιγιάν (Diego Abad de Santillan) είχε γράψει σχετικά, ότι από την οδυνηρή εμπειρία της ρωσικής επανάστασης οι αναρχικοί είχαν αντλήσει πολύ χρήσιμα διδάγματα “σχετικά με το πώς κατακτάται η εξουσία και με το πώς υποδουλώνεται η βούληση των μαζών στην αυθαιρεσία των αφεντικών της δικτατορίας του προλεταριάτου”.

Στο όνομα της αποφυγής μιας παρόμοιας καταστροφικής εξέλιξης των πραγμάτων, αλλά και με γνώμονα τη διατήρηση της ενότητας των δημοκρατικών δυνάμεων στον πόλεμο εναντίον του φασισμού, οι αναρχικοί αποφάσισαν να ανεχτούν την ύπαρξη των πολιτικών κομμάτων και των οργάνων της κρατικής εξουσίας στην Βαρκελώνη και την Μαδρίτη. Στην Βαρκελώνη, συγκροτήθηκε η Επιτροπή των Αντιφασιστικών Πολιτοφυλακών της Καταλονίας (CCMA), με ισότιμη συμμετοχή όλων των πολιτικών παρατάξεων που ήταν αντίθετες στο πραξικόπημα (αναρχικοί, σοσιαλιστές , κομμουνιστές , φιλελεύθεροι δημοκράτες, Καταλανοί εθνικιστές). Κάνοντας μια ακόμα υποχώρηση, οι αναρχικοί δέχτηκαν να μοιραστούν τον οπλισμό που είχαν κατασχέσει μετά την έφοδο των οπαδών τους στα στρατόπεδα της Βαρκελώνης, ανάλογα με την αριθμητική δύναμη που είχε η κάθε παράταξη στην Καταλονία. Ωστόσο, κράτησαν για λογαριασμό τους το πόστο του υπεύθυνου για την οργάνωση και τον εξοπλισμό των πολιτοφυλακών, ένα είδος “υπουργού πολέμου” της CCMA, το οποίο ανέλαβε ο αναρχικός ηγέτης, κι άλλοτε θρυλικός παράνομος αγωνιστής, Γκαρθία Ολιβέρ (Garcia Oliver).

Οι πολιτοφυλακές στη θεωρία

Η πρώτη διαταγή της CCMA αφορούσε την οδηγία προς όλες τις οργανωμένες συλλογικές δομές του εργατικού κινήματος να θέσουν σε κίνηση μηχανισμούς στρατολόγησης εθελοντών, για να στελεχώσουν τις εργατικές πολιτοφυλακές που επρόκειτο να βαδίσουν εναντίον των φασιστών στη Σαραγόσα και αλλού. Μία μέρα μετά, στις 23 Ιουλίου, μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο ο πύρινος λόγος του Ολιβέρ προς του εργάτες της Καταλονίας: “Εγκαταλείψτε τα σπίτια σας. Ριχτείτε πάνω στον εχθρό. […] Οι σύντροφοι μας πρέπει να ανήκουν στην εμπροσθοφυλακή του αγώνα. Αν πρέπει να πεθάνουμε , ας είναι… Οι ακτιβιστές της CNT και της FAI πρέπει να φέρουν σε πέρας το καθήκον που απορρέει από τις κρίσιμες αυτές στιγμές”. Η κινητοποίηση που ακολούθησε ήταν παροιμιώδης. Δεκάδες χιλιάδες εθελοντές εισέρρευσαν στα γραφεία των αναρχικών συνδικάτων για να πάρουν τη θέση τους στους ένοπλους σχηματισμούς που θα πήγαιναν στην Αραγωνία. Οι επιτροπές άμυνας, που στο μεταξύ είχαν μετονομαστεί σε “Επαναστατικές Επιτροπές”, ξεκίνησαν να εκπαιδεύουν τους υποψήφιους μαχητές στη χρήση όπλων και χειροβομβίδων σε ποδοσφαιρικά στάδια και πλατείες.

Παράλληλα, η CNT συγκέντρωσε τις δυνάμεις της στο κατειλημμένο φρούριο Πεδράμπλες, που πλέον λεγόταν “Στρατόπεδο Μπακούνιν”. Εκεί, μέσα από ελεύθερη συζήτηση ανάμεσα στους μαχητές, πήραν την οργανωτική τους μορφή οι πρώτες αναρχικές φάλαγγες. Πιο συγκεκριμένα, δέκα άνδρες σχημάτιζαν μια ομάδα, οι δέκα ομάδες μια εκατονταρχία (centuria) και οι δέκα εκατονταρχίες μια “ομαδοποίηση” (agrupacion). Η φάλαγγα αποτελούνταν από τη συνολική δύναμη των ομαδοποιήσεων. Η κάθε centuria εξέλεγε έναν εντολοδόχο, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος να συμμετέχει στην Επιτροπή Πολέμου της φάλαγγας, μαζί με τον εκλεγμένο αντιπρόσωπο ολόκληρης της χιλιάδας. Όλοι τους ήταν ανά πάσα στιγμή ανακλητοί. Δίπλα σε αυτό το πολιτικό σώμα υπήρχε η Στρατιωτική Επιτροπή, ένα πενταμελές ή εξαμελές συμβούλιο από επαγγελματίες στρατιώτες , ή “τεχνικούς” όπως συνήθιζαν να τους αποκαλούν οι αναρχικοί, που είχε καθαρά συμβουλευτικό ρόλο και δεν μπορούσε να πάρει αποφάσεις ως προς τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου.

Η οργανωτική αυτή δομή είχε ελάχιστα κοινά με το παραδοσιακό μοντέλο ιεραρχικής οργάνωσης του συμβατικού στρατού και προσέκρουσε αμέσως στις σφοδρές αντιρρήσεις των αξιωματικών που τώρα καλούνταν να υπηρετήσουν ως απλοί μαχητές με έναν επικουρικό/συβουλευτικό ρόλο. Ο Πέρες Φαράς (Perez Faras) , ένας δημοκράτης αξιωματικός του πυροβολικού που εκτελούσε χρέη συμβούλου για τον θρυλικό αναρχικό ηγέτη Μπουοναβεντούρα Ντούρουτι (Buonaventura Durutti), έκανε αμέσως ξεκάθαρη τη διαφωνία του και ισχυρίστηκε ότι ήταν αδύνατο για τους δημοκρατικούς να πάνε στην μάχη με αυτον τον σχηματισμό. Ο Ντούρουτι του απάντησε πως δεν ήταν δυνατό να διοικήσει κάποιος “μιαν εργατική πολιτοφυλακή σύμφωνα με τους κλασσικούς κανόνες. Πιστεύω [συνέχισε] πως η πειθαρχία, ο συντονισμός και ο σχεδιασμός είναι στοιχεία απαραίτητα, αλλά δεν πρέπει να τα εννοούμε με τον τρόπο που γίνονταν αντιληπτά στον παλαιό κόσμο που καταστρέφουμε […] Οι σύντροφοι μου κι εγώ είμαστε πεισμένοι ότι η αλλήλεγγύη είναι το καλύτερο κίνητρο για την ανάδειξη της ατομικής ευθύνης του καθενός από εμας και για την γενικότερη αποδοχή της πειθαρχίας στο πλαίσιο μιας λογικής ατομικής αυτοπειθάρχισης”. Ύστερα ο Ντούρουτι ζήτησε να αντικατασταθεί ο Φαράς με τον λοχαγό του πεζικού Μανθάνας (Manzanas), που ήταν και ο ίδιος αναρχικός και κατανοούσε καλύτερα την αντιεξουσιαστική νοοτροπία των πολιτοφυλάκων.

Ο Ντούρουτι ζήτησε από τον Μανθάνας να αναλάβει την επιμελητεία της φάλαγγας, τον εξοπλισμό της με τα απαραίτητα στοιχεία πυροβολικού, την δημιουργία μιας ομάδας γιατρών, νοσοκόμων ακομη κι ενός κινητού χειρουργείου, προτού οι αναρχικοί αναχωρήσουν για το μέτωπο. Οι ενδελεχείς αυτές προετοιμασίες δείχνουν πόσο προκατειλημμένες είναι κάποιες μεταγενέστερες περιγραφές των ιστορικών, που διατείνονται ότι οι αναρχικοί έφυγαν για να πολεμήσουν στο μέτωπο με την ίδια ανεμελιά που θα είχαν αν πήγαιναν μια εκδρομή στην εξοχή. Επιπλέον, η διαμάχη του Ντούρουτι με τον Φαράς είναι χρήσιμη διότι ρίχνει κάποιο φως στα σημεία που έχουν αποτελέσει διαχρονικά το αντικείμενο της διαφωνίας γύρω από μια ιστορική αποτίμηση του φαινομένου των πολιτοφυλακών. Για παράδειγμα, ο βρετανός ιστορικός Άλπερτ (Alpert) έγραψε ότι η κυβέρνηση της Δημοκρατίας έκανε λάθος όταν αποφάσισε να εμπιστευτεί τις τύχες του καθεστώτος στους αυτοσχέδιους σχηματισμούς των εργατών. Ωστόσο, η άποψη αυτή φανερώνει μια ελλιπή κατανόηση των κοινωνικών υποκειμένων που είχε θέσει σε κίνηση η επανάσταση.

Μπορεί ο κάθε ιστορικός να φαντασιώνεται πρωθυπουργούς και ανώτατους αξιωματούχους που καθόρισαν τις εξελίξεις με τις αποφάσεις, τις πράξεις ή τις παραλείψεις τους, η αλήθεια όμως είναι ότι το Κράτος μετά τις 17 Ιουλίου δεν διέθετε ούτε ενιαία πολιτική βούληση, ούτε τα μέσα για να την εφαρμόσει. Τυπικά, σχεδόν το μισό στράτευμα είχε μείνει πιστό στην Δημοκρατία, περίπου 46.000 στρατιώτες, ωστόσο πολλές μονάδες κηρύχθηκαν ανενεργές με διάταγμα του νέου πρωθυπουργού Χιράλ (Giral), για τον φόβο της προσχώρησης τους στο στρατόπεδο των συνωμοτών. Επίσης, αποπέμφθηκε ένας μεγάλος αριθμός αξιωματικών που θεωρήθηκαν αναξιόπιστοι από την άποψη των πολιτικών φρονημάτων. Όταν ολοκληρώθηκαν οι εκκαθαρίσεις, στις μονάδες γύρω από την Μαδρίτη είχαν απομείνει σε υπηρεσία μόλις 70 αξιωματικοί και περίπου 1300 κατώτεροι βαθμοφόροι. Γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω στοιχεία ότι τα απομεινάρια του στρατού στα εδάφη που παρέμειναν υπό δημοκρατικό έλεγχο επουδενί δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως μια αξιόμαχη δύναμη.

Επιπλέον, οι αναρχικοί κατανοούσαν πολύ καλά ότι οι πολιτοφυλακές ήταν πρωταρχικά ένα προϊόν των περιστάσεων και μόνο δευτερευόντως μια συνειδητή πολιτική επιλογή εκ μέρους του οργανωμένου αναρχικού κινήματος. Η πολιτοφυλακή ήταν ο ένοπλος βραχίονας της επανάστασης που είχε ξεκινήσει στις 17/07 και από αυτή την άποψη, ήταν άρρηκτα συνυφασμένη με την πρόοδο που έκανε η τελευταία στα μετόπισθεν. Αν επρόκειτο να συνεχιστεί η αθρόα προσέλευση των εθελοντών και να αποφευχθεί η υποχρεωτική επιστράτευση, ο ενθουσιασμός των μαζών έπρεπε να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα και οι επαναστατικές αλλαγές στην κοινωνία, την οικονομία και την πολιτική να παγιωθούν και να διευρυνθούν ακόμη περισσότερο. Ούτε είχαν τελείως άδικο οι αναρχικοί όταν υποψιάζονταν ότι οι αξιωματικοί ως κοινωνική ομάδα, μόνο ευνοϊκά διακείμενοι δεν ήταν προς την επανάσταση. Ο συγγραφέας Μπορκενάου (Franz Borkenau), σε μια περιοδεία του στο μέτωπο της Κόρδοβας, περιγράφει πώς οι αξιωματικοί που υποτίθεται ότι συνόδευαν και συμβούλευαν την πολιτοφυλακή που πολεμούσε για να απελευθερώσει την πόλη από τους εθνικιστές, έτρωγαν, μεθοκοπούσαν και έκαναν αστεία στα μετόπισθεν τη στιγμή που οι ανίδεοι εθελοντές πετσοκόβονταν από την ανώτερη οργάνωση και τακτική των μοναρχοφασιστικών ταγμάτων στο πεδίο. Από την άλλη, σύμφωνα με την αναρχική αντίληψη, οι αξιωματικοί όφειλαν να είναι ελεύθερα εκλεγμένοι και δεν είχαν κανένα ειδικό προνόμιο σε σύγκριση με τους υπόλοιπους άνδρες της μονάδας, ούτε ασκούσαν κάποια επίσημη εξουσία που τους επέτρεπε να αποφασίζουν μονομερώς για την πορεία της μάχης. Ωστόσο, οι οριζόντιες δομές και η άμεση δημοκρατία μπορούν να λειτουργήσουν μόνο εκεί που υπάρχουν σχέσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης κι αλληλεγγύης. Τα φαινόμενα ανυπακοής γρήγορα έκαναν την εμφάνιση τους ακόμα και απέναντι στους ακτιβιστές που οι ίδιοι οι μαχητές είχαν εκλέξει στη θέση του αξιωματικού, ενώ στο μέτωπο της Μαδρίτης, όπου οι μαχητικοί οπαδοί υπέστησαν στις 25 Ιουλίου μια συντριπτική ήττα στα χέρια του δεινού στρατηγού της Λεγεώνας των Ξένων Γιαγκούε, οι πολιτοφύλακες εκτέλεσαν τον συνταγματάρχη Καστελιό με την κατηγορία της έσχατης προδοσίας. Ο Χιού Τόμας αναφέρει χαρακτηριστικά, ότι “η μόνη προδοτική του πράξη ήταν ότι απέτυχε να οδηγήσει τους μαχητικούς οπαδούς στην νίκη που πίστευαν ότι τους άξιζε”.

Οι πολιτοφυλακές στην πράξη

Ο Τόμας αναφέρει με κάποια κακεντρέχεια ότι η φάλαγγα του Ντούρουτι αναχώρησε στις 23 Ιουλίου με τυμπανοκρουσίες από την Βαρκελώνη για να απελευθερώσει τη Σαραγόσα. Οι εργάτες είχαν ήδη διανύσει απόσταση δύο ωρών όταν ανακάλυψαν ότι τους έλειπαν βασικές προμήθειες. Στο ίδιο μήκος κύματος , ο μαρξιστής ιστορικός Χομπσμπάουμ δεν διστάζει να επιρρίψει την ευθύνη για την ήττα της Δημοκρατίας εξ ολοκλήρου στην ηγεμονία της αναρχικής ιδεολογίας, λεγόντας ότι αυτή δικαιολογούσε τις αποτυχημένες απόπειρες της για επανάσταση “με το επιχείρημα πως οτιδήποτε προϋποθέτει οργάνωση και πειθαρχία δεν αξίζει να λέγεται έτσι”. Παρ’ όλα αυτά, θα λέγαμε οτι οι αφοριστικές αυτές εκτιμήσεις μάλλον αδικούν τους αναρχικούς, οι οποίοι κατέβαλαν αξιοσημείωτες προσπάθειες να οργανώσουν την πολεμική μηχανή της Δημοκρατίας, χωρίς ωστόσο να θυσιάσουν τις ελευθεριακές αρχές στις οποίες ήταν αφοσιωμένοι με τόση θέρμη. Μέσα στις πρώτες δύο εβδομάδες από την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Ολιβέρ ίδρυσε από το γραφείο του στην πρώην Ναυτική Σχολή, μια σχολή πολέμου όπου επαγγελματίες στρατιώτες προσλήφθηκαν από την CCMA για να εκπαιδεύσουν τους εκπροσώπους των εκατονταρχιών, αλλά και τους αρχηγούς της κάθε φάλαγγας στα βασικά σημεία της θεωρίας του πολέμου και της στρατηγικής. Παράλληλα, το γραφείο του λειτουργούσε ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο συνδικάτο των μεταλλεργατών κι εκείνο των εργατών στη χημική βιομηχανία, ώστε να μπουν άμεσα οι βάσεις για μια αυτόνομη πολεμική βιομηχανία της Δημοκρατίας στην Καταλονία.

Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τους περισσότερους από τους αναρχικούς διοικητές στο μέτωπο. Λίγο πριν η φάλαγγα του πάρει το δρόμο για το μέτωπο, ο Ντούρουτι μίλησε στους μαχητικούς οπαδούς και τους προειδοποίησε ότι ο πόλεμος που επρόκειτο να αντιμετωπίσουν δεν έμοιαζε σε τίποτε με τις οδομαχίες εναντίον της αστυνομίας στις οποίες ήταν συνηθισμένοι οι αναρχικοί. Ο πόλεμος ήταν μια σκληρή και βάρβαρη δοκιμασία που περιλάμβανε βομβαρδισμούς από πυροβολικό και αεροπλάνα, μάχες σώμα με σώμα με τον εχθρό, κλπ. Αν κρίνει κανείς από τις επιδόσεις της φάλαγγας κατά την αρχική φάση της εκστρατείας στο μέτωπο της Αραγωνίας, τα λόγια του Ντούρουτι μαλλον έπιασαν τόπο. Η αρχική επαφή με τις πιο προωθημένες μονάδες των φασιστών έγινε στο χωριό Κάσπε (Caspe) κοντά στον ποταμό Έβρο, έπειτα από δύο ημέρες πορεία απ’ την Βαρκελώνη. Το χωριό βρισκόταν ήδη υπό την κατοχή των εθνικιστών, όπως άλλωστε και σχεδόν όλες οι πόλεις κατά μήκος του ποταμού, εκτός απ’ το Μπαρμπάστρο (Barbastro), μια πόλη 16.000 κατοίκων λίγο βορειότερα, που είχε σωθεί χάρη στις προσπάθειες του δημοκρατικού λοχαγού Βιγιάλμπα (Villalba) και της ταξιαρχίας του. Οι αναρχικοί πολέμησαν ψυχωμένα και γρήγορα έτρεψαν σε φυγή την μικρή φρουρά των εθνικών που υπήρχε στο χωριό. Ακολούθησε μια προέλαση των αναρχικών προς βορρά, μέχρι που έφτασαν στο Μπουχαραλόθ (Bujaraloz) όπου έστησαν το αρχηγείο τους. Η φάλαγγα πλέον αριθμούσε περίπου 6.000 μαχητές αφού σε κάθε χωριό που περνούσαν οι αναρχικοί κήρυτταν την εγκαθίδρυση του αναρχικού κομμουνισμού και νέοι εθελοντές πύκνωναν τις γραμμές τους.

Όταν όμως οι αναθαρρυμένοι πολιτοφύλακες ετοιμάστηκαν για να βαδίσουν ξανά προς την Σαραγόσα, τους περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Τρία Ιταλικά αεροπλάνα που πολεμούσαν με τους εθνικιστές, έκαναν κάποιες εφορμήσεις εναντίον τους και βομβάρδισαν τη φάλαγγα που προχωρούσε σε μια πυκνή διάταξη κατά μήκος του κεντρικού δρόμου της περιοχής, δείγμα της απειρίας των μαχητών και των διοικητών τους. Στη θέα του ιπτάμενου εχθρού, οι πολιτοφύλακες που δεν είχαν αεροπορική υποστήριξη, κυριεύτηκαν από πανικό. Οι αγρότες ανάμεσα τους δεν είχανε καν ξαναδεί αεροπλάνο και αναλώθηκαν να πυροβολούν άσκοπα προς τον ουρανό με τα τουφέκια τους, ξοδεύοντας πολύτιμα πυρομαχικά. Έχοντας χάσει πάνω από είκοσι συντρόφους τους από τις βόμβες της ιταλικής αεροπορίας, οι αναρχικοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Μόνο χάρη στην παρέμβαση των ψυχραιμότερων, η υποχώρηση δεν μετατράπηκε σε μια άτακτη και ατιμωτική φυγή.

Ο Πέρες Φαράς θέλησε να εκμεταλλευτεί αυτή την αναποδιά για να πιέσει εκ νέου για μια αναδιοργάνωση της φάλαγγας σε πιο συμβατικά πρότυπα, όμως ο Ντούρουτι του αντέτεινε οργισμένος ότι οποιοσδήποτε θα υποχωρούσε αν ερχόταν αντιμέτωπος με μια αεροπορική επιδρομή , χωρίς να έχει τα μέσα για να αμυνθεί, είτε ήταν αναρχικός είτε όχι. Την επόμενη ημέρα, ο αναρχικός ηγέτης μίλησε στους μαχητές που συγκεντρώθηκαν στην κεντρική πλατεία του Μπουχαραλόθ. Ξεκίνησε αναγνωρίζοντας τις μεγάλες προσωπικές θυσίες που είχε κληθεί να κάνει ο καθένας από τους άνδρες του, ωστόσο πρόσθεσε ότι κανείς δεν τους είχε εξαναγκάσει να καταταγούν στην πολιτοφυλακή. Όλοι βρίσκονταν εκεί με τη θέληση τους. Ο Ντούρουτι ζήτησε από εκείνους που φοβούνταν τον θάνατο να αποθέσουν τα όπλα τους στο έδαφος για να τα σηκώσουν εκείνοι οι σύντροφοι που ήταν διατεθειμένοι να συνεχίσουν μέχρι το τέλος. Ο Παθ, που ήταν αυτόπτης μάρτυρας, γράφει ότι κανείς δεν άφησε το όπλο του. Εκείνοι που είχαν τραπεί σε φυγή μπροστά στα αεροπλάνα, έκλαψαν γοερά ακουμπώντας στους ώμους των συντρόφων τους. Μετά από εκείνη την ομιλία, κανείς μαχητής δεν διανοήθηκε ξανά να εγκαταλείψει τη θέση του στις επόμενες μάχες που έδωσε η φάλαγγα.

Η συνέχεια ήταν μια αδιάκοπη προέλαση της πολιτοφυλακής που κατέλαβε τα γειτονικά χωριά Πίνια (Pina) και Οθέρα (Osera) στις όχθες του Έβρου και προχώρησε ακόμη περισσότερο μέχρι που σταμάτησε 20 χιλιόμετρα έξω απ’ τη Σαραγόσα. Όπως παρατηρεί ο Παθ, τα νυχτερινά φώτα της πόλης ήταν ορατά από το σημείο στο οποίο στρατοπεδεύε ο Ντούρουτι με τους άνδρες του. Ωστόσο, η επίθεση στη Σαραγόσα ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε εξαιτίας αρχικά των ελλείψεων σε πυρομαχικά και αργότερα, λόγω μια ρητής εντολής που ήρθε από την CCMA της Βαρκελώνης. Οι αναρχικοί έπρεπε να βοηθήσουν την ταξιαρχια του Βιγιάλμπα να απελευθερώσει την πόλη της Χουέσκα, στο βόρειο τμήμα του μετώπου. Εκεί έλαβαν χώρα κάποιες από τις σκληρότερες και πιο αιματηρές μάχες του μετώπου της Αραγωνίας. Οι αναρχικοί του Ντούρουτι και του Χοσέ Μίρα (Jose Mira) κατέλαβαν ολόκληρη την ανατολική περιοχή γύρω απ’ την Χουέσκα, πολεμώντας απ’ το ένα σπίτι στο άλλο για να καταλάβουν οικισμούς όπως η Λεσίνενα (Lecinena), το Λοπορθάνο (Loporzano), ή το Κίντο (Quinto), τους οποίους είχαν οχυρώσει οι εθνικιστές μετατρέποντας τους σε φρούρια.

Μετά από αυτές τις ήττες, οι εθνικιστές αρχικά απέσυραν τις δυνάμεις τους στην οχυρωμένη θέση του Εστρέτσο Κίντο (Estrecho Quinto), ένα προάστιο της Χουέσκα στα ανατολικά. Ωστόσο αναδιπλώθηκαν κι έχοντας λάβει τις ενισχύσεις που είχε αποστείλει ο στρατηγός Μόλα από την Παμπλόνα, εξαπέλυσαν μια σφοδρή αντεπίθεση με μια δύναμη από 4.500 στρατιώτες, πυροβολικό και την υποστήριξη της ιταλικής φασιστικής αεροπορίας. Σε αυτές τις μάχες η φάλαγγα του Ντούρουτι έγραψε μερικές από τις πιο λαμπρές σελίδες της ιστορίας της , αφού οι πολιτοφύλακες όχι μόνο απέκρουσαν την επίθεση των φασιστών στην Οθέρα και στο χωριό Φαρλέτε, αλλά οργάνωσαν κι αντεπίθεση για να ανακουφίσουν τους μαχητές του POUM που ήταν υπό πολιορκία στη Λεσίνενα. Η επίθεση ήταν τόσο επιτυχημένη που η centuria των ξένων αναρχικών διεθνιστών, η οποία πολεμούσε στην δεξιά πτέρυγα του μετώπου, προχώρησε μέχρι τα περίχωρα της πόλης της Pedrigera χωρίς ωστόσο να ακολουθείται από τα υπόλοιπα τμήματα των αναρχικών. Εκεί σαράντα άντρες με αρχηγό τον Γάλλο αναρχικό Μπερτομιέ (Berthomieu) , παγιδεύτηκαν από δύο τάγματα Μαυριτανών που κατέφτασαν με φορτηγά από την Σαραγόσα για να ενισχύσουν το μέτωπο που κατέρρεε. Παρ’ όλο που δεν μπορούσαν να υποχωρήσουν, εφόσον είχαν αποκοπεί από την υπόλοιπη φάλαγγα, οι ξένοι αναρχικοί δεν παραδόθηκαν. Αντιστάθηκαν πολεμώντας γενναία και σφαγιάστηκαν μέχρις ενός.

Αυτό το επεισόδιο δείχνει ότι οι πολιτοφυλακές ήταν μια δύναμη ικανή να εξελιχθεί και να μάθει από τα λάθη της. Όταν ο ίδιος ο Ντούρουτι ρωτήθηκε γιατί η φάλαγγα του μπόρεσε να προελάσει σε βάρος των εθνικών στο μέτωπο της Αραγωνίας, εκείνος το απέδωσε στο γεγονός ότι οι μαχητές σταδιακά είχαν κατανοήσει την αξία του να οχυρώνουν τις θέσεις που είχαν καταλάβει, προτού επχειρήσουν κάποια καινούρια προέλαση. Η ενέδρα με τα αεροπλάνα είχε διδάξει τους αξιωματικούς της πολιτοφυλακής ότι θα έπρεπε να διεξάγουν αναγνωριστικές επιχειρήσεις και να συλλέγουν πληροφορίες αναφορικά με τη διάταξη του εχθρού σε όλο το μήκος του μετώπου, προτού μετακινήσουν το στράτευμα. Παράλληλα, είχαν μάθει να σχηματίζουν σταθερό μέτωπο και να σκάβουν χαρακώματα, τα οποία στην αρχή είχαν απορρίψει “με δημοκρατικές διαδικασίες” ως μια τακτική που δεν ήταν άξια ενός προλετάριου μαχητή και ταίριαζε μονάχα σε λιπόψυχους και δειλούς!

Ακόμη και τα κρούσματα απειθαρχίας, τα οποία στην αρχή εμπόδιζαν τις αναρχικές φάλαγγες απ’ το να έχουν το επιθυμητό επίπεδο αποτελεσματικότητας στην μάχη, αντιμετωπίστηκαν με τον ελευθεριακό τρόπο που ήθελαν οι αναρχικοί διοικητές. Ο τρόπος αυτός περιλάμβανε έναν συνεχές προπαγανδιστικό σφυροκόπημα των μαχητών από τις αναρχικές εκδόσεις που έφταναν στο μέτωπο, όπως η εφημερίδα της CNT, “Εργατική Αλληλεγγύη” (Solidaridad Obrera), γύρω από βασικά θέματα όπως η αυτοπειθαρχία ως επαναστατική πράξη, ή η σύνδεση ανάμεσα στις μάχες που έδιναν οι αναρχικοί στο μέτωπο και το μεταρρυθμιστικό έργο της επανάστασης στα μετόπισθεν (αυτοδιεύθυνση στην βιομηχανία, ελεύθερες αγροτικές κολλεκτίβες). Το άλλο σκέλος, ήταν η ατιμωτική αποπομπή των μαχητών που παραβίαζαν τα κοινώς συμφωνημένα, με διαφανείς, συλλογικές διαδικασίες που εξέθεταν τον παραβάτη στην αποδοκιμαστική ματιά των συντρόφων του. Ο Παθ περιγράφει την περίπτωση δύο εθελοντών που εγκατέλειψαν τη σκοπιά τους για να πάνε να φάν σ’ ένα χωριό εκεί κοντά. Όταν ο Ντούρουτι ενημερώθηκε για το περιστατικό, τους κάλεσε για μια κατ’ ιδίαν συνομιλία και αφού απέτυχε να τους συνετίσει ανακοίνωσε την τιμωρία τους μπροστά στη γενική συνέλευση της φάλαγγας στο Μπουχαραλόθ. Οι παραβάτες ήταν ελεύθεροι να εγκαταλείψουν άμεσα την φάλαγγα, αφού δεν ήθελαν να συμμορφωθούν με τους κανόνες της. Έπρεπε όμως πρώτα να παραδώσουν τα όπλα και τα… ρούχα τους, εφόσον είχαν δείξει με τις πράξεις τους ότι δεν ήταν άξιοι να φορούν παντελόνια κι έβαζαν το ατομικό συμφέρον πάνω απ’ το συλλογικό. Η συνέλευση επικύρωσε την ποινή με ψηφοφορία και οι λιποτάκτες επέστρεψαν στην Βαρκελώνη, φορώντας μόνο τα εσώρουχα τους.

Συμπεράσματα

Πολλοί μελετητές του ισπανικού εμφυλίου καταλογίζουν στις πολιτοφυλακές ότι υποχωρούσαν μονίμως μπροστά στον εχθρό. Ακόμη και στην Αραγωνία, όπου διείσδυσαν αρκετά χιλιόμετρα μέσα στο εθνικιστικό έδαφος, δεν μπόρεσαν τελικά να πετύχουν κάτι αξιοσημείωτο που θα άλλαζε τις ισορροπίες του πολέμου, όπως για παράδειγμα την κατάληψη της Σαραγόσα, ή της Χουέσκα λίγο βορειότερα. Παρ’ όλα αυτά, όπως είδαμε πιο πάνω, στην περίπτωση της Αραγωνίας οι αναρχικοί βελτίωσαν σημαντικά την μαχητική ικανότητα των μονάδων τους χωρίς παράλληλα να υποκύψουν στις πιέσεις για στρατιωτικοποίηση για να το πετύχουν. Το παράδειγμα αυτό μιας αποτελεσματικής αναρχικής φάλαγγας δεν άρεσε στους κομμουνιστές και τους φιλελεύθερους, που συμμετείχαν στην κυβέρνηση της Μαδρίτης, ούτε στους κρατιστές που συμμετείχαν στην Επιτροπή των Αντιφασιστικών Πολιτοφυλακών. Το σχέδιο των αναρχικών διοικητών όπως ο Ντούρουτι και ο Αουρέλιο Φερνάντεζ (Aurelio Fernandez) για μια μετωπική επίθεση στη Σαραγόσα ματαιώθηκε με διαταγή της CCMA , που αποφάνθηκε ότι για να ξεκινήσει η επίθεση έπρεπε πρώτα η φάλαγγα του Ντούρουτι να ενωθεί με αυτή του αναρχικού Ortiz που επιχειρούσε στο νότιο τμήμα του μετώπου, αλλά και με τις δυνάμεις που διοικούσε ο Βιγιάλμπα στο βόρειο τμήμα. Το κύριο μέλημα της CCMA ήταν η δημιουργία μιας ενοποιημένης διοίκησης για τον στρατό των δημοκρατικών και όχι άδικα. Η απουσία αποτελεσματικής ενιαίας διοίκησης καθιστούσε αδύνατη μια συνολική επίθεση σε όλο το μέτωπο του πολέμου, ή την μεταφορά ετοιμοπόλεμων δυνάμεων από ένα σημείο του μετώπου σε άλλο όπου υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη.

Εκτός αυτού, το ζήτημα δεν ήταν μόνο η αδυναμία των πολιτοφυλακών να λειτουργήσουν σαν μια ενιαία δύναμη κρούσης, αλλά ο ανταγωνισμός και η έλλειψη εμπιστοσύνης που υπήρχε ανάμεσα στα ένοπλα σώματα διαφορετικών πολιτικών φορέων, καθώς και η απροθυμία τους να μοιραστούν το πολεμικό υλικό που έπεφτε στα χέρια τους, το οποίο γι’ αυτόν τον λόγο δεν κατανεμόταν ορθολογικά στις μάχιμες μονάδες. Χαρακτηριστικά, θα αναφέρουμε εδώ ότι όταν τελικά οργανώθηκε η επίθεση στην Χουέσκα, τα αποθέματα πυρομαχικών ήταν τόσο περιορισμένα ώστε στα σημεία του μετώπου τα οποία παρέμειναν εκτός του σχεδίου επίθεσης οι μαχητές ήταν εφοδιασμένοι με μόλις δέκα φυσίγγια και μία χειροβομβίδα ο καθένας. Για τούτη την κατάσταση δεν ευθυνόταν βέβαια η “έλλειψη επιμελητείας” των αναρχικών, αλλά η απροθυμία της κεντρικής κυβέρνησης να δώσει όπλα στο μοναδικό μέτωπο όπου η κοινωνική επανάσταση φαινόταν να θριαμβεύει σε βάρος των αντιπάλων της.

Εξάλλου, όταν μια υψηλή αντιπροσωπεία της CCMA έφτασε στην Σαρίνενα (Sarinena) της Αραγωνίας για να βάλει τέλος στην πολυδιάσπαση και να ξεκινήσει τις διαδικασίες σχηματισμού ενιαίας διοίκησης των δυνάμεων στο μέτωπο, ήταν ο “ορθόδοξος” λοχαγός Βιγιάλμπα που αρνήθηκε να συμπράξει με τους αναρχικούς. Ένας άλλος οπαδός της στρατωτικοποίησης, ο κομμουνιστής Ντελ Μπάριο , απέρριψε το προτεινόμενο συγκεντρωτικό σχήμα επειδή το κόμμα του “δεχόταν πόλεμο από τους αναρχικούς”. Δεν μπορούμε εδώ να μην σχολιάσουμε το γεγονός ότι λίγο πριν η ολομέλεια των πολιτοφυλακών συναντηθεί στη Σαρίνενα, ο Βιγιάλμπα και ο Ντελ Μπάρριο είχαν προχωρήσει στη συγκρότηση μιας δικής τους, ξεχωριστής Επιτροπής Πολέμου στο Μπαρμπάστρο. Το καινούριο αυτό όργανο αντί να προετοιμάσει μια επίθεση στη Χουέσκα , που ήταν και ο λόγος για τον οποίο υποτίθεται ότι είχε φτιαχτεί, απέστειλε αποσπάσματα από ένοπλους κομμουνιστές να διαλύσουν τις ελεύθερες κολλεκτίβες που είχαν δημιουργήσει αυθόρμητα οι χωρικοί στους οικισμούς γύρω από την πόλη. Μια εχθρική ενέργεια που εντελώς φυσιολογικά προκάλεσε αναστάτωση στις τάξεις των αναρχικών. Περίπου ένα εκατομμύριο φυσίγγια πήγαν χαμένα σε τέτοιου είδους κατασταλτικές επιχειρήσεις στα μετόπισθεν.

Επίσης, πολλά έχουν ειπωθεί για την έλλειψη πειθαρχίας των πολιτοφυλακών. Ωστόσο, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι όσοι βρέθηκαν στο μέτωπο εκείνες τις πρώτες μέρες του Ιουλίου του ’36, πήγαν εκεί σπρωγμένοι από μια προσωπική απόφαση και μια ηθική δέσμευση να αντισταθούν στον φασισμό της στρατιωτικής χούντας του Μπόυργκος και να υπερασπιστούν τις ελευθερίες που είχαν κατακτήσει στις 17 Ιουλίου. Το γεγονός ότι παρέμειναν στο μέτωπο και δεν αυτοδιαλύθηκαν με το που έπεσαν οι πρώτες ντουφεκιές είναι ο μεγαλύτερος έπαινος που μπορεί κανείς να φανταστεί για τις αρετές της αυτοπειθαρχίας, εφόσον τίποτε και κανένας δεν υποχρέωνε τους εθελοντές να σταθούν και να πολεμήσουν. Ούτε υπήρχε κάποια άλλη δύναμη στην υπηρεσία της νόμιμης κυβέρνησης της Μαδρίτης , ικανή να προβάλλει συντεταγμένη αντίσταση στις δυνάμεις του φασισμού που προχωρούσαν ακάθεκτες από την Ανδαλουσία, το Μπούργος ή την Παμπλόνα.

Υπάρχει ακόμα η τάση να συγχέονται οι ελλείψεις που εκδηλώθηκαν κατά τη δράση των αναρχικών μονάδων στο μέτωπο και οι οποίες οφείλονται σε αντικειμενικούς παράγοντες, και να αποδίδονται στην υποτιθέμενη ιδεολογική τύφλωση των αναρχικών. Για παράδειγμα, η ανεπαρκής στρατιωτική εκπαίδευση των εθελοντών οφειλόταν περισσότερο στην έλλειψη χρόνου για να προετοιμαστούν κατάλληλα οι μαχητές πριν αναχωρήσουν για το μέτωπο και λιγότερο σε μια υποτίμηση από πλευράς των αναρχικών της σημασίας που είχε η εκπαίδευση για λόγους ιδεολογικής πεποίθησης. Εξάλλου, οι πολεμικές επιδόσεις του “Πέμπτου Συντάγματος”, ενός “πρότυπου” ένοπλου σχηματισμού που δημιουργήθηκε από το ΚΚ Ισπανίας σύμφωνα με όλους τους τυπικούς κανόνες ενός τακτικού στρατεύματος, σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούν την αξία που αποδίδουν στην ύπαρξη θεσμοποιημένης ιεραρχίας οι μεταγενέστεροι αστοί ιστορικοί. Για να το πούμε διαφορετικά, το Πέμπτο Σύνταγμα κατατροπώθηκε επανειλημμένα από τους εθνικστές και υποχωρούσε διαρκώς στο κεντρικό μέτωπο, μέχρι που έφτασε στην Μαδρίτη και δεν είχε που αλλού να υποχωρήσει.

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι οι αναρχικοί δεν υπέπεσαν σε σφάλματα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η πολυθρύλητη έννοια της αυτοπειθαρχίας χρειάστηκε να υποβληθεί επανειλημμένα σε επεξεργασία από τα συλλογικά όργανα των πολιτοφυλακών, μέχρις ώτου οι μαχητές καταλάβουν ότι δεν θα έπρεπε να κάνουν κατάχρηση της ελευθερίας τους και ότι τα δικαιώματα τους συνεπάγονταν και αντίστοιχες υποχρεώσεις. Οι αναρχικοί ακτιβιστές που εκλέγονταν στη θέση του αξιωματικού βρίσκονταν σε αυτή τη θέση επειδή, λόγω των γνώσεων, της εμπειρίας και της ακεραιότητας τους, έχαιραν της απόλυτης εμπιστοσύνης των συντρόφων τους. Ήταν λοιπόν τουλάχιστον παράλογο να μην υπακούει κανείς στις οδηγίες του ανθρώπου που ο ίδιος είχε τοποθετήσει με την ψήφο του στη θέση του καθοδηγητή της πολεμικής προσπάθειας του συνόλου. Ο Ιταλός θεωρητικός του αναρχισμού Μπερνέρι (Camillo Berneri), που πολέμησε στην Ισπανία και δολοφονήθηκε τελικά από τους σταλινιστές στο στρατόπεδο της Δημοκρατίας, είχε δίκιο όταν έγραψε ότι δεν χρειαζόταν να καταφύγει κανείς στα προνόμια της ιεραρχίας και στην τυπολατρία της στολής και των χαιρετισμών για να εκγυμνάσει και να προετοιμάσει σωστά τους μαχητές που πήγαιναν στο μέτωπο. Η σωστή τεχνική εκπαίδευση στον χειρισμό των όπλων, στην μάχη σώμα με σώμα, ή στους ελιγμούς επί του πεδίου, έχει ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο, είτε είναι κανείς αναρχικός, φιλελεύθερος ή εθνικιστής. Παρ’ όλα αυτά, ο Άγγλος ιστορικός Μπίβορ (Anthony Beevor) αναφέρει ότι οι πολιτοφυλακές ήταν εξοπλισμένες με όπλα που είχαν δεκαέξι διαφορετικά διαμετρήματα, γεγονός που καθιστούσε την αποτελεσματική επιμελητειακή υποστήριξη των εμπόλεμων μονάδων σχεδόν αδύνατη.

Για μια ενιαία επιμελητεία χρειαζόταν μια ενιαία διοίκηση και , όπως είδαμε, το ίδιο ίσχυε και για μια ορθολογική κατανομή των διαθέσιμων πυρομαχικών, στοιχείων πυροβολικού, κλπ. σε όλο το μήκος και το πλάτος του μετώπου. Σε τελική ανάλυση , αυτό είναι το βασικό καθήκον μιας στρατιωτικής διοίκησης. Να αποφασίζει ποιός θα πάρει τί και για ποιον λόγο και από αυτή την άποψη η διοίκηση είναι ένα πολιτικό όργανο, όσο είναι και στρατιωτικό. Και είναι πολιτικό όργανο διότι προϋποθέτει μια ενιαία πολιτική βούληση για να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Αυτή την καθαρότητα των επιδιωκόμενων σκοπών οι εθνικιστές την είχαν σχεδόν απ’ την αρχή, σε αντίθεση με τους “δημοκρατικούς” , οι οποίοι κατανάλωσαν ένα τεράστιο κομμάτι από τους πολιτικούς, στρατιωτικούς και οικονομικούς πόρους τους σε έναν αυτοκαταστροφικό εμφύλιο μέσα στον εμφύλιο. Ο Άλπερτ φτάνει στο σημείο να ισχυριστεί ότι η ήττα της Δημοκρατίας στον εμφύλιο ήταν φυσικό επακόλουθο του κοινωνικού της συστήματος, επειδή η επανάσταση είχε αποδιοργανώσει κάθε προϋπάρχουσα ιεραρχική δομή στα εδάφη των δημοκρατικών. Αν όμως η αποτυχία στον πόλεμο είναι το μέτρο σύμφωνα με το οποίο θα πρέπει να αξιολογούμε τις αρετές του κάθε υποδείγματος οργάνωσης της κοινωνίας, τούτο δεν απέχει πολύ απ’ το να ισχυριστούμε ότι ο μόνος δυνατός, και γι’ αυτόν τον λόγο επιθυμητός, τρόπος για να οργανωθεί ο συλλογικός βίος μιας κοινωνίας είναι με γνώμονα ένα μοντέλο που θα προετοιμάζει την κοινωνία για πόλεμο, μετατρέποντας την σε ένα απέραντο στρατόπεδο. Αυτό όμως υπήρξε πάντοτε το κοινωνικό ιδανικό του φασισμού , σε όλες του τις εκφάνσεις.

Το alerta.gr αποτελεί μια πολιτική προσπάθεια διαρκούς παρουσίας και παρέμβασης, επιδιώκει να γίνει κόμβος στο πολύμορφο δικτυακό τοπίο για την διασπορά ριζοσπαστικών αντιλήψεων, δράσεων και σχεδίων στην κατεύθυνση της κοινωνικής απελευθέρωσης… Η συνεισφορά είναι ξεκάθαρα ένα δείγμα της κατανόησης της φύσης του μέσου και της ανάγκης που υπάρχει για να μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει και να μεγαλώνει. Για όποιον/α θέλει να συνδράμει ας κάνει κλικ εδώ

Η μάχη της παράγκας (η ιστορία του τραγουδιού “Δραπετσώνα”) [VIDEO]

Η μάχη της παράγκας (η ιστορία του τραγουδιού "Δραπετσώνα"). Το βίντεο έγινε με αφορμή την Θεοδώρα Γλύξμπουργκ, κόρη του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου, η οποία χόρευε, πριν από κάποιες μέρες, το τραγούδι «Δραπετσώνα» στο Βυζαντινό Μουσείο, που της παραχωρήθηκε από την...

Νέα έκδοση: “Η Πλατφόρμα της Γενικής Ένωσης Αναρχικών και ο διάλογος πάνω σ’ αυτήν”

Νέα έκδοση: “Η Πλατφόρμα της Γενικής Ένωσης Αναρχικών και ο διάλογος πάνω σ’ αυτήν” Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αναρχισμός «Η Πλατφόρμα της Γενικής Ένωσης Αναρχικών και ο διάλογος πάνω σ’ αυτήν». Η παρούσα επαυξημένη έκδοση της «Πλατφόρμας» της Delo Truda,...

Παρέμβαση Αναρχικών στο μάθημα της Βάνας Νικολαΐδου στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών

Παρέμβαση Αναρχικών στο μάθημα της Βάνας Νικολαΐδου στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Παρέμβαση στο μάθημα του γνωστού φερέφωνου των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών  Βάνας Νικολαΐδου, πραγματοποιήθηκε από Αναρχικούς Φοιτητές του Στεκιού της...

[Βίντεο] Πορεία για τον νεκρό μετανάστη από το Πακιστάν, Μοχάμεντ Καμράν Ασίκ, έπειτα από βασανιστήρια στο ΑΤ Αγίου Παντελεήμονα

Πορεία για τον νεκρό μετανάστη από το Πακιστάν, Μοχάμεντ Καμράν Ασίκ έπειτα από βασανιστήρια στο ΑΤ Αγίου Παντελεήμονα Αθήνα, 26 Σεπτεμβρίου 2024, βίντεο από την αντανακλαστική πορεία από εκατοντάδες για τον νεκρό μετανάστη από το Πακιστάν, Μοχάμεντ Καμράν Ασίκ,...

Βάρβαροι

Βάρβαροι “Destruam et aedificabo”. Pierre Joseph Proudhon, Η Μιζέρια της Φιλοσοφίας Η Αμερικάνικη αυτοκρατορία πνέει τα λοίσθια. Σε βορρά και νότο ο πόλεμος μαίνεται, την ώρα που οι “βάρβαροι” συνωστίζονται μπροστά στις πύλες και απειλούν να βεβηλώσουν τα ιερά και τα...

Ρουβίκωνας: Παρέμβαση στην ιδιωτική κλινική Αγία Ειρήνη στο Αιγάλεω

Ρουβίκωνας: Παρέμβαση στην ιδιωτική κλινική Αγία Ειρήνη στο Αιγάλεω Παρέμβαση στην ιδιωτική κλινική Αγία Ειρήνη στο Αιγάλεω, για τις άθλιες συνθήκες για τους ασθενείς, από τον Δυτικό Τομέα Ρουβίκωνα. *Ακολουθούν κάποιες σκληρές εικόνες Με την κυβερνητική συρρίκνωση...

Ρουβίκωνας: Παρέμβαση στο ιατρείο του Α. Μανιάτη

Ρουβίκωνας: Παρέμβαση στο ιατρείο του Α. Μανιάτη, στα Κάτω Πατήσια Ρουβίκωνας: Παρέμβαση στο ιατρείο του Α. Μανιάτη, στα Κάτω Πατήσια, που καταδικαστηκε για τον βιασμό της 12χρονης από τον Κολωνό. Πίσω από την καλά φυλαγμένη κλειδαρότρυπα της αγνής ελληνικής...

11 χρόνια από την δολοφονία του Π. Φύσσα | Διαδηλώσεις σε όλη την χώρα

11 χρόνια από την δολοφονία του Π. Φύσσα | Διαδηλώσεις σε όλη την χώρα Αύριο, Τετάρτη 18/9, συμπληρώνονται 11 χρόνια από την ημέρα της δολοφονίας του αντιφασίστα ράπερ Παύλου Φύσσα (Killah P) από τον νεοναζί και μέλος της Χρυσής Αυγής Ρουπακιά. Μια δολοφονία με όπλο...

Ανοιχτή Συνέλευση “Όχι μετρό στην πλ. Εξαρχείων”: ΠΑΡΤΕ ΠΙΣΩ ΤΙΣ ΛΑΜΑΡΙΝΕΣ

Ανοιχτή Συνέλευση "Όχι μετρό στην πλ. Εξαρχείων": Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΕΛΕΙΩΣΕ! ΠΑΡΤΕ ΠΙΣΩ ΤΙΣ ΛΑΜΑΡΙΝΕΣ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΕΛΕΙΩΣΕ! ΠΑΡΤΕ ΠΙΣΩ ΤΙΣ ΛΑΜΑΡΙΝΕΣ Συγκέντρωση το Σάββατο, 21/09/24, 2μ.μ. στη Θεμιστοκλέους Έχει περάσει σχεδόν μία εβδομάδα από την κοινοποίηση της απόφασης του...

Ρουβίκωνας: Κάλεσμα στην πορεία για τα 11 χρόνια από τη δολοφονία του Π.Φύσσα

Ρουβίκωνας: Κάλεσμα στην πορεία για τα 11 χρόνια από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα 11 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ Ο ΠΑΥΛΟΣ ΦΩΝΑΖΕΙ ΑΚΟΜΑ ΠΑΡΩΝ Κάλεσμα στην πορεία για τα 11 χρόνια από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα (Τετάρτη, 18/09, οδός Π. Φύσσα, Κερατσίνι, 17:30). Έντεκα χρόνια...