Σχετικά με τα Προβλήματα που Θέτει η Ταξική Πάλη και η Λαϊκή Οργάνωση-Σκέψεις από μια Αναρχική Κομμουνιστική Οπτική
O Χοσέ Αντόνιο Γκουτιέρεζ Δ. είναι μέλος της OCL της Χιλής και σε αυτό το άρθρο ασχολείται, γενικά, με τα προβλήματα που θέτει η ταξική πάλη και η λαϊκή οργάνωση για τους Αναρχικούς Κομμουνιστές. Στόχος του είναι να θέσει μια σειρά από ερωτήματα -με έναν οργανωμένο και συστηματικό τρόπο- που είναι σημαντικά και απαραίτητα για να σκεφτούμε μια επαναστατική εναλλακτική λύση σε ένα συγκεκριμένο τόπο σε μια συγκεκριμένη εποχή.
Καθώς οι αναρχικοί αρχίζουν να συζητούν για τις προοπτικές της αναρχικής δραστηριότητας μεσοπρόθεσμα, η σύνδεση μεταξύ στρατηγικής και τακτικής γίνεται σαφέστερη: δηλαδή, τι βλέπουμε ως στόχο μας, την ελευθεριακή κοινωνία, και τα μέσα με τα οποία θα τον επιτύχουμε. Λαμβάνοντας υπόψη την έντονη απόρριψη από τον παραδοσιακό αναρχισμό της τεχνητής διάκρισης μεταξύ “μέσων” και “σκοπών”, είναι πολύ εκπληκτικό το πόσο συχνά διαχωρίζονται στην αναρχική πρακτική. Αυτό προκαλείται κυρίως λόγω της έλλειψης στρατηγικού σχεδιασμού, αυτό που θα έπρεπε να δημιουργεί τη γέφυρα που θα συνέδεε το “μακρινό μέλλον”, με τα καθημερινά ζητήματα με τα οποία ασχολούμαστε. Υπάρχει μικρή πιθανότητα διαφωνίας σε οποιοδήποτε από τα δύο, τόσο στα καθημερινά ζητήματα όσο και στο μακρινό μέλλον (αν και τίποτα δεν μπορεί να απορριφθεί στον τρελό ζωολογικό κήπο της Αναρχίας), αλλά σαφώς, είναι στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές που αναδύονται οι περισσότερες διαφωνίες, καθώς είναι σε εκείνο το σημείο που αρχίζουμε να μιλάμε για την επαναστατική πορεία για να πετύχουμε την ανατροπή της παλιάς κοινωνίας και τη γέννηση της νέας. Μόνο όταν έχουμε αποφασίσει τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές μας, οι αγώνες γίνονται “επαναστατικοί”, καθώς αρχίζουν να υπηρετούν ένα στόχο, καθώς μπορούμε να πάρουμε την πολιτική πρωτοβουλία και καθώς μόνο τότε το μακρινό μέλλον παύει να είναι ουτοπικό όνειρο και γίνεται επαναστατικό πρόγραμμα.
Αναγνωρίζουμε την ανάγκη να πετύχουμε κάτι περισσότερο από την αναγνώριση των μέσων ενημέρωσης ή μια ομάδα νέων αγωνιστών σε κάθε αγώνα. Αναγνωρίζουμε, επίσης, την ανάγκη να δημιουργήσουμε κάποιο μηχανισμό ώστε να μπορούμε να ελέγξουμε αν πραγματικά πάμε κάπου. Αυτό υποτίθεται ότι είναι η δημιουργία μόνιμων (οργανικών) δεσμών που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα επιβιώσουν από τις περαστικές σπίθες της εξέγερσης, συνδέοντας αυτές τις εξεγέρσεις στο χρόνο. Και ταυτόχρονα, πρέπει να έχουμε ένα σύνολο στόχων για να στοχεύσουμε, οι οποίοι θα χρησιμεύσουν ως οδηγός της δραστηριότητάς μας και ως εργαλείο αξιολόγησης με το οποίο θα μετρήσουμε την αποτελεσματικότητα.
Όσον αφορά τους οργανικούς δεσμούς μεταξύ των αγώνων, πρέπει να εξετάσουμε τη φύση των φορέων του αγώνα, για να ξέρουμε πώς να αντιμετωπίσουμε, από ελευθεριακή άποψη, το πρόβλημα των οργανώσεων στην κοινωνία.
Οι Φορείς του Αγώνα
Πρώτα απ’ όλα, και δεν χρειάζεται να το συζητήσουμε αυτό εκτενώς με τους αναρχικούς της ταξικής πάλης, η βάση του αγώνα είναι η αντίφαση μεταξύ δύο θεμελιωδών τάξεων: της εργατικής τάξης και της αστικής τάξης. Όπως δήλωσε ο σύντροφος Mac Giollamóir στο Workers Solidarity (86), “Η εργατική τάξη είναι η μία πλευρά της κοινωνικής σχέσης που ορίζει τον καπιταλισμό. Αυτή η σχέση είναι η σχέση του εργοδότη και του εργαζόμενου. Είναι η σχέση μεταξύ του καπιταλιστή που αγοράζει την ικανότητα του εργαζόμενου να εργάζεται και να ζει ελεύθερα και του εργαζόμενου που παραιτείται από αυτή την ικανότητα προκειμένου να ζήσει καθόλου.” Είναι μέρος μιας δυναμικής, διαλεκτικής, σχέσης- όχι ένα σύνολο σταθερών χαρακτήρων. Τα κύρια χαρακτηριστικά της εργατικής τάξης είναι η εξάρτησή της από το μισθολογικό σύστημα- η κατώτερη θέση της στην ιεραρχική οργάνωση της εργασίας (πάντα καταλήγεις να έχεις κάποιον από πάνω)- η φύση της ως δημιουργού κέρδους που ιδιοποιείται ο καπιταλιστής- και επομένως, το γεγονός ότι ζει εκμεταλλευόμενη και καταπιεσμένη.
Αυτή είναι η βασική πραγματικότητα που διαμορφώνει τη ζωή της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας. Είναι πραγματική, αλλά μιλάμε για μια σχέση, για την περιγραφή μιας διαδικασίας, για θεωρητικά μοντέλα για την κατανόηση μιας πραγματικότητας που είναι πολύ πιο πολύπλοκη από αυτούς τους δύο ανταγωνιστικούς πόλους (αλλιώς, η επανάσταση δεν θα αποτελούσε κανένα πρόβλημα, καθώς μόνο με τους αριθμούς η άρχουσα τάξη θα είχε προ πολλού εκδιωχθεί από την εξουσία). Μεταξύ αυτών των δύο πόλων, υπάρχει ένα ευρύ φάσμα γκρίζων ζωνών. Και η ταξική σύγκρουση παίρνει συγκεκριμένη έκφραση σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Ποια ειναι αυτα τα τα χαρακτηριστικά; Αυτό είναι ένα ζήτημα υψίστης σημασίας για κάθε επαναστάτη, και ο ορισμός αυτών των πρωταγωνιστών της πάλης θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την τακτική που θα επιλεγεί.
Μπορούμε να κατατάξουμε αυτούς τους φορείς των αγώνων σε ομάδες ή κατηγορίες με πολλούς δείκτες:
- Προβλήματα που τους επηρεάζουν άμεσα και τα άμεσα συμφέροντά τους,
- Παραδόσεις αγώνα και οργάνωσης που ξεπηδούν από αυτά τα προβλήματα και συμφέροντα,
- Μια κοινή θέση ή δραστηριότητα στην κοινωνία,
Όσο κι αν αυτοί μπορεί να βρίσκονται σε κάμψη, η δυνατότητα να γίνουν παράγοντες έκρηξης της ταξικής πάλης μπορεί να υπάρχει αλλά να ειναι σε “κατάσταση ύπνου”[1].
Επίσης, αξίζει να αναφέρουμε ότι οι δρώντες της πάλης (ή τα λαϊκά υποκείμενα, όπως επίσης αποκαλούνται), δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα μια ξεκάθαρη τάξη- πάρτε για παράδειγμα τα παραδοσιακά παραδείγματα δρώντων της πάλης -φοιτητές, εργάτες, γείτονες και αγρότες. Μόνο οι εργάτες μπορούν να θεωρηθούν “καθαρή” τάξη, ενώ όλοι οι άλλοι περιέχουν μέλη διαφορετικών τάξεων και κάθε είδους γκρίζες ζώνες (μικροαστική τάξη, αστική τάξη, η νεφελώδης μεσαία τάξη, περιθωριακά στοιχεία και η εργατική τάξη). Ο ταξικός χαρακτήρας των κοινωνικών φορέων, γενικά, δίνει μια σημαντική ανάγκη σε μια τάση της εργατικής τάξης που εκφράζεται ως πολιτική δύναμη, ικανή να κερδίσει άλλα τμήματα της κοινωνίας για μια επαναστατική υπόθεση και ένα επαναστατικό πρόγραμμα.
Αυτές, επίσης, είναι κατηγορίες που δεν υπάρχουν απομονωμένες η μία από την άλλη: τα παιδιά του εργάτη μπορεί να είναι φοιτητές, και είναι όλοι κάτοικοι μιας συγκεκριμένης κοινότητας. Αλλά η ταυτότητά τους ως μέρος ενός συγκεκριμένου φορέα αγώνα γίνεται σαφής όταν ο αγώνας αναδύεται, και γύρω από συγκεκριμένες οργανωτικές παραδόσεις. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, το 1983 στη Χιλή ξέσπασαν τεράστιες μαζικές συγκεντρώσεις ενάντια στη δικτατορία του Πινοσέτ- παρόλο που τα καλέσματα για αγώνα προέρχονταν από τα συνδικάτα των ανθρακωρύχων, η σχετική αδυναμία των συνδικάτων σε ένα ημι-μυστικό πλαίσιο, είχε ως αποτέλεσμα ο κύριος χώρος διαμαρτυρίας να είναι οι φτωχογειτονιές -όπου ζούσαν οι εργάτες- και άλλα κοινωνικά στρώματα, συμπεριλαμβανομένων των ιδιοκτητών μικρών καταστημάτων κ.ο.κ., συμμετείχαν στον αγώνα ακριβώς δίπλα στους εργάτες. Αλλά η ταυτότητα αυτών των αγώνων δημιουργήθηκε γύρω από συγκεκριμένες οργανώσεις και αγώνες που βρίσκονταν σε αυτόν τον συγκεκριμένο χώρο – τις φτωχογειτονιές στην προκειμένη περίπτωση. Και πολλοί από αυτούς ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που δέκα χρόνια πριν, είχαν αρθρώσει την ταυτότητά τους γύρω από τα βιομηχανικά δίκτυα, κατά την περίοδο της Unidad Popular (1970-1973). Αυτό αντανακλά τη δυναμική φύση των κοινωνικών φορέων και της ταυτότητάς τους. Αλλά η δημιουργία μιας τέτοιας ταυτότητας, και η δημιουργία αυτών των πραγματικών αιτημάτων, είναι το έδαφος πάνω στο οποίο μπορεί να ανθίσει ο αγώνας- όχι πάνω σε μια θεωρητική δήλωση για την κοινωνική σύγκρουση αφηρημένα, ή πάνω σε υψηλά αιτήματα κοινωνικής αλλαγής.
Μόλις αποφασίσουμε ποια είναι τα λαϊκά ζητήματα σε ένα συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, μπορούμε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε μεσοπρόθεσμα για συγκεκριμένα αιτήματα αγώνα, στο πλαίσιο ενός προγράμματος, και μπορούμε να αναλάβουμε την πολιτική πρωτοβουλία. Αλλά μπορούμε επίσης να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τρόπους οργάνωσης αυτών των τομέων σύμφωνα με τις πολιτικές μας απόψεις, ή τουλάχιστον, πώς να επηρεάσουμε με υγιή και ελευθεριακό τρόπο, τις δικές τους οργανώσεις. Αλλά εδώ πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί ώστε να μην συγχέουμε τους διαφορετικούς χώρους και τύπους οργανώσεων, αν θέλουμε να δημιουργήσουμε ενότητα και όχι διχόνοια. Το καλύτερο παράδειγμα για το πώς δεν πρέπει να το κάνουμε αυτό είναι η κλασική τροτσκιστική προσέγγιση που μπερδεύει εντελώς τους τομείς ενός κόμματος, με αυτούς ενός κοινωνικού κινήματος. Αυτή η πολιτική κοντόφθαλμη σκέψη οδηγεί στη συρρίκνωση και τη διάσπαση κάθε ομάδας στην οποία συμμετέχουν, μέχρι που είναι αδύνατο να τις διακρίνουμε από τα “μέτωπά” τους. Ο σεχταρισμός είναι το μόνο λογικό αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής και η αποδυνάμωση των κοινωνικών δυνάμεων. Ιστορικά, οι αναρχικοί υπέφεραν από το ίδιο πρόβλημα με τη μορφή του αναρχοσυνδικαλισμού, που παραδοσιακά μπέρδευε ένα “κόμμα” με μια “ένωση”. Τα αποτελέσματα είναι εκεί για να τα δει ο καθένας: δεν κατέληξαν να δρουν σαν μια σωστή πολιτική δύναμη, και δεν λειτούργησαν σαν ένα σωστό συνδικάτο. Αυτό προκάλεσε τη γρήγορη παρακμή του σχεδόν παντού.
Πρέπει λοιπόν να ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για την οργάνωση των λαικών αγώνων, καθώς υπάρχουν πολλά είδη οργάνωσης, και πρέπει να έχουμε μια ξεκάθαρη πολιτική σε όλα τα διαφορετικά επίπεδα οργάνωσης του λαού.
Τρία Επίπεδα Οργάνωσης
Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα (δηλαδή τη φύση της εργατικής τάξης και τις συγκεκριμένες εκφράσεις της), μπορούμε τώρα να μπούμε στο θέμα αυτού του άρθρου: τα τρία επίπεδα στα οποία οργανώνεται ο λαός και τον τρόπο οικοδόμησης ενός κινήματος επαναστατικού και ελευθεριακού χαρακτήρα. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι δεν υπάρχουν μαγικές φόρμουλες γι’ αυτό, και ότι η περιγραφή αυτών των τριών επιπέδων είναι τόσο θεωρητική και γενική όσο και ο ορισμός της εργατικής τάξης- υπάρχουν με ουσιαστικό τρόπο, αλλά εκφράζονται επίσης με συγκεκριμένους και ειδικούς τρόπους.
Τα επίπεδα της οργάνωσης καθορίζονται από τη συγχώνευση ενός προγράμματος δράσης και της κοινωνικής φύσης των φορέων με τους οποίους αγωνιζόμαστε. Για να προχωρήσουμε περαιτέρω, ας συμφωνήσουμε πρώτα σε ένα αναπόφευκτο δίλημμα κάθε επαναστατικού κινήματος: την αναγνώριση ότι μόνο η ενότητα της εργατικής τάξης μπορεί να ανατρέψει την άρχουσα τάξη και το γεγονός ότι η εργατική τάξη δεν είναι ένα ομοιογενές μπλοκ – υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα συνειδητοποίησης και ταξικής συνείδησης, υπάρχουν διαφορετικές ιδέες, απόψεις, τάσεις, κάποιοι τείνουν περισσότερο προς έναν ελευθεριακό πόλο και άλλοι περισσότερο προς έναν αυταρχικό πόλο. Επομένως, η ενότητα είναι απαραίτητη, αλλά μια απόλυτη ενότητα δεν είναι απλώς δυνατή. Επομένως, πρέπει να καθορίσουμε τα επίπεδα ενότητας που μπορούμε να επιτύχουμε σε διαφορετικά επίπεδα οργάνωσης [2]. Δεν είναι δυνατόν να διαχωρίσουμε αυτό το ζήτημα από τη φύση κάθε επιπέδου οργάνωσης:
- Το επίπεδο των κοινωνικών, λαϊκών ή μαζικών οργανώσεων – Tο Kοινωνικό Eπίπεδο: Αυτό το επίπεδο χαρακτηρίζεται από τις οργανώσεις που συγκεντρώνουν έναν ενιαίο φορέα αγώνα, ανεξάρτητα από τις πολιτικές τους τάσεις (συνδικάτα, φοιτητικές ενώσεις, κοινοτικές ενώσεις κ.λπ.). Η ενότητα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν ευρύτερη, πρέπει να αγωνιστούμε ενάντια στον σεχταρισμό σε αυτές, και ο τρόπος για να τις επηρεάσουμε είναι η αγωνιστική διεκδίκηση αιτημάτων, πρακτικών και η αποκάλυψη των αντιφάσεων του συστήματος σε αυτές. Εδώ είναι που είναι δυνατή η ενότητα του μεγαλύτερου μέρους του λαού και αυτό πρέπει να θεωρηθεί ως στόχος. Και παρόλο που δεν είναι πολιτικά από τη φύση τους, μπορούν να γίνουν πολιτικά στην πορεία της πάλης και από τη φυσική ανάπτυξη των ταξικών αντιθέσεων. Ανεξάρτητα από το πόσο πολιτικά μπορούν να γίνουν, δεν μπορούν να συγχέονται με μια πολιτική ομάδα ή με μια τάση. Και πρέπει να κρατήσουμε σαφές ότι στόχος μας είναι οι ιδέες μας να επηρεάζουν την πλειοψηφία, αλλά οι μειονότητες δεν μπορούν να εκκαθαριστούν και δεν μπορούμε να τους επιβάλλουμε ιδεολογικούς ορισμούς ή ετικέτες.
- Το επίπεδο της τάσης, του δικτύου, του ρεύματος ή του μετώπου – Tο Kοινωνικοπολιτικό Eπίπεδο: Αυτό είναι ένα ενδιάμεσο επίπεδο, σε αυτό συγκεντρώνονται μέλη ενός ενιαίου λαϊκού υποκειμένου με συγκεκριμένη πολιτική τάση: αυτό είναι που το κάνει να διαφέρει από το παραπάνω επίπεδο. Αυτή η κλίση, ωστόσο, δεν μπορεί να είναι τόσο καθορισμένη όσο εκείνη μιας πολιτικής ομάδας ή ενός κόμματος. Ορισμένοι ακτιβιστές ή αγωνιστές που μοιράζονται κοινές προοπτικές και πολιτικές όσον αφορά το συγκεκριμένο θέμα που τους απασχολεί, ενώνονται για να σχηματίσουν μια ορισμένη τάση μέσα σε ένα μεγαλύτερο κίνημα ή οργάνωση. Ένα καλό παράδειγμα μπορεί να είναι μια τάση σε ένα συνδικάτο: οι άνθρωποι μπορεί να διαφωνούν σε πολλά πολιτικά ζητήματα, μπορεί να προέρχονται από διαφορετικές πολιτικές παραδόσεις, αλλά, για παράδειγμα, θα συμφωνήσουν στην ανάπτυξη ενός μαχητικού συνδικαλισμού και στον αγώνα κατά του κοινωνικού συνεταιρισμού, για παράδειγμα. Πραγματικά δεν χρειάζεται να συμφωνία με οτιδήποτε άλλο- θα ήταν λάθος να προσπαθήσετε να συγχέετε την ενότητα με την “παντριά” καθώς το μόνο που θα διακινδύνευατε είναι να μην πετύχετε τα πιο επείγοντα καθήκοντα. Θα ήταν πιο συγκεκριμένοι, μιλώντας πολιτικά, από το ίδιο το συνδικάτο- αλλά δεν θα ήταν μια καθορισμένη, ομοιογενής, πολιτική δύναμη.Ένα άλλο καλό παράδειγμα είναι η εμπειρία των “ελευθεριακών μετώπων” στη Νότια Αμερική – συγκεντρώνουν φοιτητές, εργάτες και γείτονες που μοιράζονται μια ελευθεριακή προσέγγιση στην πολιτική, όσον αφορά την οργάνωση και τα μέσα πάλης, και που μοιράζονται μια σειρά από συγκεκριμένες προτάσεις σχετικά με τα προβλήματά τους. Αλλά οι άνθρωποι στα μέτωπα θα διαφωνούσαν σε πολλά από τα ζητήματα που δεν είναι απαραίτητα για λόγους ενότητας στον συγκεκριμένο αγώνα και την οργάνωση στην οποία ανήκουν.
- Το επίπεδο της επαναστατικής οργάνωσης ή του κόμματος – Το Πολιτικό Επαναστατικό Επίπεδο: Χαρακτηρίζεται από τη συγκέντρωση ανθρώπων από διαφορετικά λαϊκά υποκείμενα (π.χ. φοιτητές, εργάτες κ.λπ.), οι οποίοι όμως μοιράζονται μια πολιτική άποψη και ένα πολιτικό πρόγραμμα (επαναστατικού και ελευθεριακού χαρακτήρα, στην περίπτωσή μας). Προερχόμενοι από διαφορετικά υπόβαθρα, είναι προφανές ότι αυτό το επίπεδο θα αναφέρεται στις συνολικές κοινωνικές αλλαγές, και αυτό το επίπεδο είναι επίσης το πιο περιορισμένο- η ενότητα εδώ βασίζεται στα απαιτούμενα επίπεδα ιδεολογικής και τακτικής ενότητας. Διαφορετικά, δεν έχει νόημα να μείνουμε μαζί, αν δεν είναι δυνατόν να καταλήξουμε σε ένα συλλογικά συμφωνημένο πρόγραμμα παρέμβασης στην κοινωνία στο σύνολό της. Αυτό το επίπεδο είναι εκείνο που αντανακλά με μεγαλύτερη σαφήνεια τις θέσεις της ταξικής πάλης και τις διαφορετικές ταξικές επιλογές που αναλαμβάνουν οι διάφορες πολιτικές δυνάμεις.
Αυτό είναι, εν συντομία, μια γενική επισκόπηση του προβλήματος των φορέων του αγώνα, της τάξης και της οργάνωσης. Είναι μόνο ένας σκελετός που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τη συζήτηση σχετικά με το τι πρέπει να κάνουμε μεσοπρόθεσμα και πώς να αντιμετωπίσουμε τα μεγάλα προβλήματα που έχουμε μπροστά μας στην προσπάθεια να καθορίσουμε μια επαναστατική πορεία για την αντίστοιχη περιοχή μας στον 21ο αιώνα.
Χοσέ Αντόνιο Γκουτιέρεζ Δ.
15 Ιουλίου 2005.
[1]Στμ. Στοιχεία της Αναρχικής Θεωρίας και Στρατηγικής: Συνέντευξη με τον Felipe Corrêa-https://www.alerta.gr/newalerta/archives/25964
[2] Είναι προτέρημα του Μπακούνιν και της Πλατφόρμας να μας δίνουν πολύ ενδιαφέρουσες οπτικές σε αυτά τα ζητήματα.
Πηγή: Anarkismo