Νομική δημαγωγία + Κράτος Ασφάλειας = Αθλητικός νόμος {4908/28.02.2022}
Του Σπύρου Τζουανόπουλου. Αναδημοσίευση από το Humba!
Το συγκεκριμένο κείμενο αναρωτιόμασταν αν πρέπει να το αναδημοσιεύσουμε (ήταν η κατάληξη στη μπροσούρα μας εις μνήμην του Άλκη Καμπανού), μιας και δε φαινόταν ν΄αφορά και πολύ κόσμο – ακόμη κι αυτόν που υποτίθεται πως έθιγε πρώτα και κύρια. Στη συγκυρία, μιας ακόμη δολοφονίας – του Μιχάλη Κατσουρή – μ’ εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά και τις χθεσινές (16.08.2023) παρόμοιες εξαγγελίες για μια ακόμη φορά από τον Μητσοτάκη, είναι σκόπιμη η αναδημοσίευσή του.
Ν.2725/1999, Ν. 3057/2002, Ν.3262/2004, Ν.3372/2005, Ν.3469/2006, Ν.4908/2021. Ορφανός, Λιάπης, Ιωαννίδης, Παπαληγούρας, Αυγενάκης, Χρυσοχοΐδης, Φούρας, Βουλγαράκης, Πολύδωρας, Κουράκης.
«Σύνδεσμοι» και «λέσχες», ονομαστικά εισιτήρια, ποινές χωρίς αναστολή («ιδιώνυμο»), δρακόντειες ποινές για αδικήματα που τελούνται σε αγώνες ή απλώς «επ’ αφορμή» αυτών, συστήματα επιτήρησης, κάμερες, συνοδείες, απαγορεύσεις μετακινήσεων.
Λέξεις με περιεχόμενο αλλά χωρίς νόημα.
Άρης Δημητριάδης Χάρης Μπλιώνας Ευάγγελος Λιάκος, Κώστας Ντόλιος, Γιώργος Παναγιώτου, Γιώργος Καρνέζης Μιχάλης Φιλόπουλος Γιάννης Ρουσάκης Κώστας Κατσούλης, Νάσος Κωνσταντίνου Τόσκο Μποζατζίσκι, Άλκης Καμπανός {και τώρα πια, Μιχάλης Κατσουρής }. Αναρίθμητοι μαχαιρωμένοι, βαριά τραυματίες, ανάπηροι.
Γεγονότα οριστικά, οικογένειες αδικαίωτες, τραύματα ανοιχτά.
Στις 28.2.2022, σχεδόν ένα μήνα μετά τη δολοφονία του Άλκη Καμπανού, η (προηγούμενη) κυβέρνηση ψήφισε έναν νέο αθλητικό νόμο, που ήρθε να προστεθεί και αυτός σαν ίζημα πάνω στο έδαφος πολλών παλαιότερων: Μέτρα αντιμετώπισης της οπαδικής βίας, ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των λεσχών φιλάθλων, αθλητικός εθελοντισμός, πνευματικός αθλητισμός, ηλεκτρονικός αθλητισμός (e-sports), εργασιακός αθλητισμός, άλλες διατάξεις για τον εκσυγχρονισμό της αθλητικής νομοθεσίας και λοιπές διατάξεις. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για ένα αμάλγαμα από παλιές αλλά και καινοφανείς ιδέες για την «πάταξη» των χούλιγκαν.
Μεταξύ άλλων ο νόμος:
- αυστηροποιεί το πλαίσιο ποινών ως προς τα κατώτατα όρια για αδικήματα οπαδικής βίας
- επαναφέρει τον αλήστου μνήμης κουκουλονόμο «κατά τη διάρκεια αθλητικού αγώνα»
- προτάσσει την εκδίκαση των υποθέσεων οπαδικής βίας κατά προτεραιότητα, ενώ σε περίπτωση αναβολής της δίκης, καθιστά υποχρεωτική την επιβολή περιοριστικών όρων για τον δράστη
- σε περίπτωση καταδίκης ή και αναβολής της δίκης, υποχρεώνει τα δικαστήρια να θέτουν περιοριστικούς όρους εμφάνισης σε ΑΤ κατά τη διάρκεια αθλητικής εκδήλωσης και απαγόρευση προσέλευσης σε γήπεδα από 2 έως 5 έτη
- προβλέπει τη λειτουργία μίας αποκλειστικά «λέσχης» φιλάθλων με παραρτήματα, με 50 μέλη και σε περίπτωση που ένα από αυτά διωχθεί ποινικά –όχι καταδικαστεί– αναστέλλεται η λειτουργία της λέσχης από 6 έως 12 μήνες και σφραγίζεται ο χώρος της
- προβλέπει διοικητικά πρόστιμα στις αθλητικές ανώνυμες εταιρείες για ενέργειες φιλάθλων τους
- επαναφέρει το λεγόμενο «ιδιώνυμο» του νόμου Ορφανού, απαγόρευση δηλαδή της αναστολής έκτισης ποινής για εγκλήματα οπαδικής βίας.
Στον ίδιο νόμο, εμπεριέχεται και μια μεταρρύθμιση, ακόμα πιο επιθετική, που ξεφεύγει από το πλαίσιο των αθλητικών εκδηλώσεων. Η μεταρρύθμιση αυτή αφορά το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα αναφορικά με το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης-συμμορίας. Στην τυποποίηση του εγκλήματος της συμμορίας, δηλαδή στη σύσταση οργάνωσης και συμφωνίας δύο τουλάχιστον προσώπων για την από κοινού τέλεση πλημμελημάτων, ο νόμος προσθέτει και τα αδικήματα που στρέφονται κατά της προσωπικής ελευθερίας, της ιδιοκτησίας ή της περιουσίας (η προγενέστερη διάταξη προέβλεπε μόνο εκείνα που στρέφονταν κατά της ζωής, της ανηλικότητας ή της σωματικής ακεραιότητας). Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δύο άτομα που εισβάλλουν σε δημόσια υπηρεσία και πετάνε τρικάκια ή τρεις που πετάνε μπογιές στην πρόσοψη μιας εταιρείας είναι δυνατόν πια να διωχθούν, πέρα από τα επιμέρους αδικήματα, και για αυτό της συμμορίας. Συνεχίζοντας, στην ίδια μεταρρύθμιση προστίθεται η παρ. 6 στο άρθρο 187 του ΠΚ με την οποία προβλέπεται η μη αναστολή κατ’ άρθρα 99 επ. ΠΚ και η μη μετατροπή της επιβληθείσας ποινής σε κοινωφελή εργασία στον δράστη που τελεί κάποια από τα αδικήματα, κακουργήματα ή πλημμελήματα του άρθρου 187 ΠΚ, αλλά και η μη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος επί τυχόν ασκηθείσης εφέσεως κατά της καταδικαστικής απόφασης των ως άνω περιπτώσεων. Κοινώς, για τα παραδείγματα που δόθηκαν παραπάνω, η ποινή θα εκτιθεί στη φυλακή, όσο χαμηλή και αν είναι αυτή.
Στα εισαγωγικά μαθήματα ποινικού δικαίου στις νομικές σχολές είναι πολύ πιθανό να ακούσει κανείς το εξής κοινότοπο απόφθεγμα: «Η ποιότητα της δημοκρατίας κάθε χώρας αποτυπώνεται στους ποινικούς της κώδικες». Πράγματι, στον ποινικό νόμο αποτυπώνονται όλοι εκείνοι οι κοινωνικοί συσχετισμοί που οριοθετούν τον κρατικό καταναγκασμό, όλα τα μέσα ελέγχου, πειθάρχησης, καταστολής ή και θανάτωσης και οι προϋποθέσεις που θέτει το κράτος στους λειτουργούς του προκειμένου να τα χρησιμοποιήσουν. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι ένα σημείο στίξης, ένα «και» ή ένα «είτε» έχει βαρύτητα ζωής και θανάτου: κάθε μέρα οι αίθουσες των δικαστηρίων μετατρέπουν τα κείμενα σε μεταγωγές, αποφυλακίσεις, συλλήψεις, επηρεάζοντας χιλιάδες ανθρώπους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό τα κείμενα αυτά να διαπνέονται από μια συστηματική και συνεκτική λογική, να είναι δεκτικά ερμηνείας, να διέπονται από τη λεγόμενη ασφάλεια δικαίου. Αυτό συμφέρει πρωτίστως τους κατηγορούμενους, αλλά και τα θύματα των εγκληματικών πράξεων.
Η σημερινή {τώρα πια, προηγούμενη} κυβέρνηση χαρακτηρίστηκε από την πρώτη στιγμή της εκλογής της, μεταξύ άλλων, από μια βασική πολιτική επιλογή όσον αφορά τον τομέα της δικαιοσύνης. Αυτή δεν είναι άλλη από την επιλογή της ποινικής δημαγωγίας, δηλαδή τη συγκυριακή, αποσπασματική, ανεπεξέργαστη νομοθέτηση με σκοπό την εξυπηρέτηση του κομματικού ακροατηρίου. Αλλαγές επί αλλαγών, άσχετες μεταξύ τους διατάξεις σε νομοσχέδια που αφορούν τελείως άσχετα θέματα, ατάκτως ερριμμένες τροποποιήσεις θεμελιωδών άρθρων που επιφέρουν διάλυση της συστηματικότητας και τοξική πολυνομία. Οι «αθλητικοί νόμοι» διαχρονικά υπήρξαν κοιτίδες ποινικής δημαγωγίας. Η τηλεοπτική αφήγηση για τους χούλιγκανς και το κοινωνικό σοκ για τη βία αποτέλεσε προνομιακό πεδίο για την ψήφιση πολυδιαφημισμένων διατάξεων με καθαρά συμβολικό χαρακτήρα, με κριτήριο δηλαδή περισσότερο το πώς «ακούγονται» στο κοινό και λιγότερο την εφαρμοσιμότητά τους. Η «συμβολική» νομοθέτηση είναι καταστροφική για πολλούς λόγους, εξετάζοντας δε τον συγκεκριμένο νόμο, βλέπουμε το τέλειο παράδειγμα μιας τέτοιας προσπάθειας.
Για παράδειγμα, είναι κοινός τόπος ότι η θέσπιση μιας δρακόντειας διάταξης –σαν αυτές που περιέχει ο νέος αθλητικός νόμος – θα πέσει σε αχρησία από τους ίδιους τους δικαστές κάτω από την κοινωνική πίεση της φυλάκισης για ψύλλου πήδημα. Εν προκειμένω, είτε θα μπαίνει κόσμος σωρηδόν φυλακή για ήσσονος σημασίας πλημμελήματα (γεγονός καθόλου απίθανο) ή, μπροστά στον κίνδυνο της φυλακής, θα αθωώνονται όλοι.
Άλλες διατάξεις του νόμου, όπως η ποινικοποίηση της «κάλυψης των χαρακτηριστικών του προσώπου», είναι τελείως ανεδαφικές στην εφαρμογή τους. Συγκεκριμένα για τους εμπνευστές της ποινικοποίησης της κουκούλας, η νομική θεωρία έχει υπάρξει κόλαφος ήδη από το 2009 με την πρώτη εισαγωγή της στην ελληνική νομοθεσία από τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Νίκο Δένδια, ως επιβαρυντική περίσταση τότε και όχι ως αυτοτελές αδίκημα, γεγονός που οδήγησε στη –σχεδόν– οριστική απάλειψή της από τη νομοθεσία. Μια ιδέα που έλκει την καταγωγή της από τη ναζιστική Γερμανία και, στην κατεχόμενη Ελλάδα, εφαρμόστηκε για πρώτη φορά επί Κατοχής με τον Ν.62 της 7.5.1943 «Περί συστάσεως εκτάκτων Στρατοδικείων Ασφαλείας», όπου αποτελούσε επιβαρυντική περίπτωση η επίθεση κατά αστυνομικών ή η κατάληψη δημοσίου κτιρίου από «προσωπιδοφόρους». Η ποινικοποίηση των καλυμμένων χαρακτηριστικών, ιδιαίτερα σε συνθήκες τήρησης υγειονομικών μέτρων, είναι μια φαιδρή επιλογή που έρχεται σε αντίθεση με σειρά θεμελιωδών αρχών του ποινικού δικαίου, αλλά και της λογικής. Ας φανταστούμε μόνο το πώς θα εφαρμοστεί στα ελληνικά γήπεδα η απαγόρευση της κάλυψης χαρακτηριστικών τον χειμώνα!
Άλλες διατάξεις του νόμου είναι εντελώς αόριστες και άλλες ευχολόγια, καθιστώντας την ερμηνεία του νόμου ασαφή σε επικίνδυνο βαθμό. Για παράδειγμα, το αρ. 41 Στ΄ παρ. 4,ορίζει ότι: «η τέλεση των εγκλημάτων της διέγερσης σε ανυπακοή, της διατάραξης κοινής ειρήνης […] καθώς και κάθε πράξης που τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος […] θεωρείται ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση και η επιβαλλόμενη ποινή μπορεί να ξεπεράσει το ανώτατο όριο που προβλέπεται για αυτά στον Ποινικό Κώδικα και να φτάσει στο ανώτατο όριο του είδους της ποινής». Δηλαδή μπορεί και όχι! Ενδεικτικό επίσης είναι το και το αρ. 41 Στ΄ παρ. 3 αναφορικά με τον ορισμό του «ιδιαιτέρως επικίνδυνου δράστη»: «ιδιαίτερα επικίνδυνος χαρακτηρίζεται ιδίως ο δράστης που αποδεικνύεται ότι έχει τελέσει στο παρελθόν αδικήματα βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις ή με αφορμή αντιπαλότητα μεταξύ οπαδών αθλητικών ομάδων ή συμμετέχει στην τέλεση των πράξεων έχοντας αρχηγικό ρόλο ή ενήργησε βάσει οργανωμένου εγκληματικού σχεδίου ή προξένησε σημαντικής έκτασης φθορές ή βλάβες σε έννομα αγαθά τρίτων». Η αοριστία των εννοιών είναι προφανής.
Η επιλογή της μη αναστολής της έκτισης της ποινής είναι η επιλογή που συζητείται περισσότερο από όλες και όχι άδικα. Πρόκειται για τελείως αυθαίρετη και εκτός κάθε αναλογικότητας διάταξη και έχει ασκηθεί σφοδρή κριτική ήδη στο παρελθόν, όταν συμπεριλήφθηκε στον αθλητικό νόμο του Ορφανού. Η κριτική βασίζεται κυρίως σε δύο απλούς συλλογισμούς. Ο πρώτος είναι ότι είναι τελείως παράλογο κάποιος που καταδικάστηκε για πλημμέλημα, όπως π.χ. αυτό της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, να αποστερείται από το δικαίωμα της αναστολής και να μη συμβαίνει το ίδιο για έναν καταδικασθέντα ενός βαρύτερου αδικήματος, π.χ. κακουργήματος που δεν υπάγεται στις διατάξεις αυτές (π.χ. μόνος ληστής) ή για έναν κατάδικο πλημμελήματος που ενδεχομένως η κοινωνική απαξία της πράξης του να είναι ίδια ή και μεγαλύτερη (π.χ. ενδοοικογενειακή βία ή γενετήσια αξιοπρέπεια)! Είναι επίσης ανεξήγητο γιατί θα πρέπει οι υποθέσεις αθλητικής βίας να δικάζονται «κατά προτεραιότητα» και μάλιστα εντός τριάντα ημερών, σε βάρος υποθέσεων άλλης φύσεως.
Ένας δεύτερος συλλογισμός είναι ότι η διάταξη στην πράξη εξαφανίζει τη σημασία του λευκού ποινικού μητρώου, αφού ούτως ή άλλως ο ένοχος θα οδηγηθεί σε κελί. Με τη μορφή που ψηφίστηκε ο νόμος, ο μόνος τρόπος να μην εκτιθεί η ποινή στη φυλακή είναι να αναγνωριστεί κάποιο ελαφρυντικό και ο δικαστής να επιλέξει (χωρίς να είναι υποχρεωμένος) να επιβάλει αποκλειστικά το μέρος της ποινής που είναι χρηματικό. Είναι πάντως ενδεικτικό ότι ο νόμος Ορφανού περιέπεσε σχεδόν σε αχρησία και καταργήθηκε λίγα χρόνια μετά.
Η ανωτέρω τραγική απορρύθμιση της ποινικής νομοθεσίας είναι απότοκο της επιλογής της σημερινής {προηγούμενης} κυβέρνησης να νομοθετεί περιστασιακά, με μόνη πυξίδα τις εταιρείες δημοσκοπήσεων. Συστηματικά, από τον Ιούλιο του 2019, αποφασίζει σπασμωδικά, θέτοντας εξαιρέσεις επί εξαιρέσεων, πάντα βέβαια σε μια θατσερική κατεύθυνση αυστηροποίησης των ποινών και ενίσχυσης της ποινικής καταστολής. Πολλές από τις διατάξεις θα μείνουν ανεφάρμοστες και οι αλλεπάλληλες τροποποιήσεις θα οδηγήσουν σε ανασφάλεια δικαίου. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι το σύνολο των μεταρρυθμίσεων στο ποινικό σκέλος του αθλητικού νόμου είναι αποτέλεσμα τυχαίων αυτοσχεδιασμών. Αντιθέτως, σημαντικό μέρος αυτών (όπως η μεταρρύθμιση του άρθρου 187 του ΠΚ που αναφέραμε παραπάνω) εντάσσονται στρατηγικά στην τάση που χαρακτηρίζεται ως Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού, στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση των πλεοναζόντων πληθυσμών, στην εμβάθυνση της στρατιωτικοποίησης της καθημερινής ζωής. Η εξομοίωση της μεταχείρισης πλημμελημάτων-κακουργημάτων είναι επίσης απότοκο της εγκληματολογικής λογικής του «σπασμένου παραθύρου», μιας συνειδητής στρατηγικής που αναπτύχθηκε αρχικά στη Νέα Υόρκη του Ρούντολφ Τζουλιάνι και η ελληνική αστική τάξη έχει επίσημα υιοθετήσει, μέσω οργανωμένης ανταλλαγής εμπειριών αλλά και σύναψης επιχειρηματικών συμφωνιών στον τομέα της ασφάλειας ήδη από το 2013 (https://bit.ly/3Km5EaU). Τo κέρδος είναι μια πτυχή πολύ σημαντική στο ζήτημα, καθώς το αναδυόμενο σύμπλεγμα υπηρεσιών ασφαλείας-καταστολής-σωφρονισμού θέλει αύξηση των κρατουμένων, αύξηση των σωμάτων ασφαλείας, αύξηση του εξοπλισμού τους, επέκταση της χρήσης των τεχνολογιών επιτήρησης. Έτσι, ο αθλητικός νόμος είναι άλλο ένα εργαλείο στη φαρέτρα του κράτους Ασφάλειας που αλληλοδιαπλέκεται με άλλα νομοθετήματα, τεχνολογικά gadgets, ψηφιακές εφαρμογές και νέες ή αναδιοργανωμένες υπηρεσίες του κράτους. Κινητά με αναγνώριση προσώπου, προσλήψεις χιλιάδων αστυνομικών, νόμος για συναθροίσεις, λογισμικά παρακολούθησης social media, ομάδα ΔΡΑΣΗ-ΟΠΚΕ-«Πάνθηρες», κλειστά κέντρα κράτησης αιτούντων άσυλο με κάμερες τεχνητής νοημοσύνης που καταγράφουν «ύποπτες» συμπεριφορές, σεμινάρια για την καταπολέμηση «της ριζοσπαστικοποίησης και του εξτρεμισμού», νέες φυλακές Ασπροπύργου με 7 δικαστικές αίθουσες εντός· όλα τα παραπάνω συνθέτουν το ψηφιδωτό μιας νέας πραγματικότητας. Τα εργαλεία αυτά δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αν η χρήση τους δεν συνοδευόταν από κατάλληλες αφηγήσεις και οι οπαδοί είναι η ιδανική απειλή γύρω από την οποία θα χτιστούν. Όπως και παλαιότερα, αποτελούν μια κοινωνική ομάδα-πείραμα κατασταλτικών πολιτικών και δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως ό,τι έρχεται για εκείνους έρχεται για όλους. Ο αθλητικός νόμος που αναλύσαμε καθιστά την αλήθεια του ως άνω αποφθέγματος πιο ξεκάθαρη από ποτέ, αλλά η περαιτέρω ανάλυση ξεφεύγει από τους σκοπούς του άρθρου.
Αυτό όμως που δεν πρέπει με τίποτα να ξεφύγει σε ένα άρθρο που πραγματεύεται τον αθλητικό νόμο είναι μια αναφορά για τον ελέφαντα στο δωμάτιο: υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω που σκοτώνουν για μια ομάδα. Όσο και αν εμβαθύνουμε στην κριτική της ποινικής νομοθεσίας, της στοχοποίησης των οπαδών, της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης των πληθυσμών, της όξυνσης της καταστολής, το πρόβλημα –γιατί είναι πρόβλημα– παραμένει… Η κριτική στη νομοθεσία κατά των βίαιων οπαδών, αν δεν συνοδεύεται με κριτική στην οπαδική βία και τις επιλογές αυτών που οπλισμένοι επιτίθενται σε τυχαίους περαστικούς, είναι, στην καλύτερη, συγκάλυψη, στην χειρότερη, συνενοχή. Ο αθλητικός νόμος είναι καταδικασμένος να αποτύχει και κανείς δεν έχει την παραμικρή ψευδαίσθηση για αυτό. Όλοι ξέρουν ότι πολλές διατάξεις δεν θα εφαρμοστούν ποτέ. Οι σύνδεσμοι-ορμητήρια επιθέσεων, ακόμα και αν απαγορευτούν διά παντός, θα μετατραπούν σε λογαριασμούς Τelegram και θα συνεχίσουν τη δουλειά από εκεί που έμεινε. Το μόνο που θα μείνει είναι και πάλι ένα περιεχόμενο χωρίς νόημα και ένα τραύμα χωρίς δικαίωση.
Εκτός αν «εμείς» αποφασίσουμε οριστικά να κάνουμε κάτι για αυτό. Οι πρωτοβουλίες οπαδών διαφορετικών ομάδων το τελευταίο διάστημα έχουν πυκνώσει και δίνουν μια κάποια ελπίδα (εν τέλει βέβαια, δεν ολοκληρώθηκε καμία τέτοια πρωτοβουλία, τουλάχιστον, δημόσια).