Το άσυλο της φιλελεύθερης υποκρισίας
Το άσυλο της φιλελεύθερης υποκρισίας: σημειώσεις εξ αφορμής της νομικής κατάργησης του ασύλου[1]
Οι σημειώσεις αυτές γράφτηκαν τον Αύγουστο του 2019 εξ αφορμής της κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου από την Νίκη Κεραμέως. Σήμερα, με την νέα επίθεση στο δημόσιο πανεπιστήμιο, διατηρoύν εν πολλοίς την επικαιρότητά του.
Όταν άκουσα τον Παπαδόπουλο να λέει: “θα πατάξουμεν την αναρχία” αποφάσισα να γίνω η αναρχία που δεν πατάσσετε ποτέ
Νικόλας Άσιμος
Ι
Αν σήμερα κινδυνεύει από κάτι η ακαδημαϊκή ελευθερία (που ως αναπόσπαστο κομμάτι της ελευθερία του πνεύματος αποτελεί ζωτικό όργανό μιας κοινωνίας, αφού οποιαδήποτε κοινωνία χωρίς κριτικό αναστοχασμό θα οδηγούνταν μοιραία στην αυτοκαταστροφή) αυτό δεν είναι ούτε οι μικροπαραβάσεις των φτωχοδιαβόλων της οδού Πατησίων ούτε οι ακτιβιστικές δράσεις κάποιων αναρχικών, αλλά από το π ν ε ύ μ α και τον τρόπο της σύγχρονης επιστήμης. Η ακαδημαϊκή ελευθερία απειλείται από την υπερεξειδίκευση, την τυποποίηση της επιστημονικής γνώσης, που οδηγεί με τη σειρά της στην παπαγαλία, στο μιμητισμό, στην τυπολατρία, στην αυτολογοκρισία και στην απονεύρωση κάθε ζωτικής πρωτοτυπίας· κάθε ιδέας που δεν υποτάσσεται στις παραγωγικές αναγκαιότητες του σύγχρονου κοινωνικού εργοστασίου, του οποίου η μηχανιστική ορθολογικότητα είναι, εν τέλει, μια πρόφαση ορθολογισμού. Αν κάποτε η ελεύθερη αγορά εμπεριείχε τη διττή φύση της συνεχούς διαπραγμάτευσης εμπορευμάτων αλλά και ιδεών, η σύγχρονη καπιταλιστική μηχανή προβάλει σαν ένα παγκόσμιο ολόγραμμα ενός καθολικού εργοστασίου, οπού ο κάθε κρίκος της γραμμής παραγωγής της παλεύει μόνο για τη γρηγορότερη, πληρέστερη και εργονομικότερη ένταξή του εντός της. Κάποτε στα πανεπιστήμια συναντουσες κάποιους, έστω λίγους, homo universalis· ανθρώπους που μπορούσαν να αναστοχαστουν πάνω σε ένα πίνακα του πόλοκ σε συνάρτηση με τα αδιέξοδα της παγκόσμιας οικονομίας και την κρίση του ψυχαναλυτικού υποδείγματος (ανθρώπους που μπορούσαν να γίνουν, δηλαδή, η ηθική συνείδηση της ανθρωπότητας), σήμερα συναντάς μόνο αγράμματους υπερεξιδεικευμένους νέρντουλες με παχυλούς τίτλους σπουδών, που δεν μπορούν να κατανοήσουν επαρκώς ούτε το ίδιο, το στενό τους επιστημονικό αντικείμενο (κοινώς: δεν κατανοούν τί κάνουν!). Και αυτό το πρότυπο, του αυτιστικά μηχανιστικού επιστήμονα, είναι απαραίτητος όρος για την ομαλή ένταξή του στη μηχανή παραγωγής. Το γρανάζι δεν πρέπει να σκέφτεται πέρα από τις παρωπίδες του. Σήμερα ο τ ρ ό π ο ς του πανεπιστημίου είναι μια συνεχής μαθητεία ενάντια στην ελευθερία της σκέψης, μια συνεχής άσκηση άρνησης της πρωτοτυπίας, της δημιουργικής φαντασίας, μια διαρκής πάλη ενάντια στο ανθρώπινο πνεύμα· στο ζωτικό οδηγό κάθε ανθρώπινης ελευθερίας. Η ακαδημαϊκή ελευθερία για την οποία μας μιλάει η υπουργός μας και υπέρ της οποίας, υποτίθεται, νομοθετεί είναι σήμερα ένα κενό σημαίνον που καμία κυβέρνηση, αριστερή, κεντρώα ή δεξιά, και καμία εξουσία δε θα μπορούσε ποτέ να υπερασπιστεί. Γιατί αν σήμερα λέμε πως στα πανεπιστήμια είχε εισβάλει για τα καλά το πνεύμα της σύγχρονης αγοράς, δεν εννοούμε απλώς ότι τα γνωστικά αντικείμενα έχουν προσαρμοστεί στην παραγωγή εξειδικευμένων, υψηλής κατάρτισης, εργατών, αλλά κυρίως πως αυτή η εισβολή του πνεύματος της αγοράς (δηλαδή του πνεύματος μιας μηχανιστικής και αυτιστικά παραγωγικής αναγκαιότητας) σημαίνει ταυτόχρονα την έ ξ ω σ η του πνεύματος της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Γιατί αν μπορεί να δοθεί ένα σύντομος αλλά πλήρης ορισμός στην ελευθερία αυτός είναι: «η ά ρ ν η σ η της αναγκαιότητας». Για να είμαστε λοιπόν ειλικρινείς, το άσυλο —ως ιστορική και κοινωνική κατάκτηση— δεν κινδυνεύει τόσο από το Νόμο και το χωροφύλακα αλλά, πολύ περισσότερο, από το «πνεύμα του χωροφύλακα»· από την εσωτερίκευση ενός κατασταλτικού της ελευθερίας πνεύματος, εντός της ίδιας της (πνευματικής) παραγωγής. Είναι αυτό το πνεύμα που δημιουργεί ένα πανεπιστήμιο εξεταστικό κέντρο, παπαγάλων κενολόγων, που μισούν οποιαδήποτε πρωτότυπη ιδέα (εκτός αν είναι πατέντα που μπορεί να φέρει εταιρικό κέδρος), που έχουν καταντήσει ακόμα και τις ανθρωπιστικές σπουδές καρικατουρα του πνεύματος της πάλαι ποτέ «Ανωτάτης Εμπορικής», που έχουν ταυτίζει πλήρως την ελευθερία τους με το πλαστό της ομοίωμα: την ελευθερία της αγοράς.
ΙΙ
Το (πανεπιστημιακό) άσυλο αποτελεί ένα παράδοξο της φιλοσοφίας του δικαίου. Ένα παράδοξο που αποκαλύπτει την ανειρήνευτη αντίθεση μεταξύ κανονιστικών αρχών και πραγματικότητας. Γιατί, βλέπετε, μπορεί κανονιστικά να θεσπίστηκε το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου ως καθολικό δικαίωμα, μόνο που αυτό κάθε άλλο παρά ισότιμο είναι. Αφού αν όλες οι κοινωνικές ομάδες είχαν τα ίδια δικαιώματα στην έκφραση αυτό θα ήταν επικίνδυνο για την κοινωνική ανισότητα, το θεμέλιο λίθο της φιλελεύθερης κοινωνίας. Εξηγούμε. Από τη στιγμή που ζούμε σε μια κοινωνία παγιωμένων και συνεχώς εμβαθυνόμενων ανισοτήτων, όπου ένας όλο και αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων αποκλείεται διαρκώς από τα αγαθά και τις υπηρεσίας (αυτός ο διαρκής αποκλεισμός, τα συνεχώς αναδυόμενα τείχη είναι η βαθύτερη ουσία αλλά και η λειτουργική μηχανική του καπιταλισμού χωρίς την οποία είναι αδύνατον να αναπτυχθεί — παρά τις σοσιαλδημοκρατικές φιοριτουρες), ένας αφιλτράριστος, ισότιμος και ελεύθερος διάλογος μοιραία θα οδηγούμε στην αμφισβήτηση των ίδιων των θεμελίων της ανισότητας. Έτσι, ο διάλογος δεν (μπορεί να) γίνεται ισότητα· μεσολαβείτε αποφασιστικά αφενός από την ιδιοκτησία των μέσω επικοινωνίας, που αποκλειστικά κατέχουν οι εκπρόσωποι της κυρίαρχης ελίτ, και αφετέρου από τη θεσμική μπότα του «κόμματους των αφεντικών», δηλαδή του κράτους. Όμως, όσο μοναφαγάδικες και αν είναι οι κυρίαρχες τάξεις γνωρίζουν πως αν αποκλείσουν εξ ολοκλήρου το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης αυτό ίσως γίνει ακόμα πιο επικίνδυνο για αυτές. Από την ιστορία γνωρίζουν πως τα καθολικώς απολυταρχικά καθεστώτα δεν έχουν καλό τέλος, αφού η καταπιεσμένη ελευθερία πάντα βρίσκει μια ρωγμή να διασπάσει τα τείχη. Έτσι, έχοντας βαθύτερη γνώση της αδικίας τους, αφήνουν ελεύθερες κάποιος μικρές μαντρωμένες νησίδες όπου οι απόψεις της κοινωνικής αντιπολίτευσης μπορούν σχετικώς ελεύθερα να εκφράζονται. Τα δημόσια πανεπιστήμια ήταν μια από αυτές. Το γεγονός λοιπόν πως το καθεστώς θέλει πια να τελειώνει ακόμα και με αυτές τις ελάχιστες εστίας ελεύθερης έκφρασης αποδεικνύει την μετάλλαξη του από ένα καθεστώς άγριας αστικής ταξικής διαχείρισης σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς εξαίρεσης. Θα πρέπει να είμαστε αφελής —βέβαια— αν πιστεύουμε πως μπορούν να υπάρχουν ελεύθερες ζώνες σε μια κοινωνία της αγοράς, όμως δεν μπορούμε παρά να δεχτούμε πως η έστω και στρεβλή χρήση του ακαταλόγιστου (των πλημμελημάτων) που παρείχε ως πρόσφατα το άσυλο, διασφάλιζε τις έστω και μικρές ελευθερίες της σκέψεις, της συνεύρεσης και της αντίστασης.
ΙΙΙ
Από τις φιλελεύθερες πένες επανέρχεται διαρκώς το λογικοφανές επιχείρημα πως «στην δημοκρατία το πανεπιστημιακό άσυλο δεν έχει νόημα» (Πάσχος Μανδαβέλης, Καθημερινής, 4/8/19; Άννα Διαμαντοπούλου, Καθημερινή, 5/8/2019) καθώς σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο δεν υπάρχει κανένας περιορισμός της γνώμης. Είναι φυσικά εύκολο να το γράφει αυτό κάποιος όταν οι απόψεις του συμπορεύονται με τις απόψεις της ιδιοκτησίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης, δηλαδή 5 εφοπλιστών και ενός μεγαλοβιομηχάνου, ήτοι του 0.00006% του πληθυσμού. Αδιαφορώντας λοιπόν γι’ αυτή την προφανή αντινομία, οι φιλελεύθερες πένες, συνεπικουρούμενες από τους πνευματικούς λοχίες του δόγματος «νόμος και τάξις» επιτίθενται στο άσυλο, παρουσιάζοντάς το ως μια χωρική ζώνη εγκατεστημένης βίας, που εξ αιτίας της διαστρεβλώνεται πλήρως η δημοκρατική κανονικότητα με αποτέλεσμα να επικρατουν εντός της οι εντελώς μειοψηφούσες ιδέες της αριστεράς και της αναρχίας. Η επίκληση μιας κατεστημένης βίας ως θεμελιώδους αιτίας αυτης της αντιστροφής είναι σίγουρα μια εύκολη εξήγηση. Είναι όμως η ορθή;
Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί σχεδόν σε κάθε γενική συνέλευση σχολής, λαϊκή συνέλευση γειτονιάς, σωματείου, συλλόγου ή οποιαδήποτε άλλη παρόμοια ανοιχτή διαβούλευση, όποτε συζητιούνται ουσιαστικά ζητήματα που αφορούν τη ζωή των συμμετεχόντων, κυριαρχούν οι σκανδαλώδεις (κατά τους φιλελεύθερους) ιδέες αριστερών και αναρχικών, την ίδια στιγμή που οι αντίστοιχες αστικές, αν και κυρίαρχες στην κοινωνία, μετατρέπονται (αργά ή γρήγορα) σε ισχνή μειοψηφία; Η κυρίαρχη αφήγηση συνηθίζει να αποδίδει αυτό το γεγονός στη «βία της αριστεράς» ή στον «λαϊκισμό των αντιεξουσιαστών». Καμία όμως τέτοια εξήγηση δεν μπορεί να ερμηνεύσει επαρκώς ένα τόσο αντιφατικό και καθολικό κοινωνικά φαινόμενο. Ποια άραγε μυστηριώδης, σαγηνευτική δύναμη, διαθέτουν αυτοί οι «αναρχικοί και μπολεσβίκοι» που καταφέρνει να αντιστρέψει πλήρως τους συσχετισμούς της κοινωνικής δυναμικής προς όφελός τους. Είναι μήπως καλύτεροι ρήτορες; Μετέρχονται χθόνιων μεθόδων καθοδήγησης των μαζών; Η εξήγηση είναι μάλλον πολύ πιο απλή.
Στη βάση κάθε φιλελεύθερης ιδεολογίας βρίσκεται μια αντιστροφή του κόσμου· μια κολοσσιαία διαστρέβλωση της πραγματικότητας έτσι ώστε αυτή να μπορεί να προβάλει το συμφέρον των κυρίαρχων ως καθολικό συμφέρον της κοινωνίας. Η μέθοδος είναι παμπάλαια. Οι φιλελεύθεροι ταυτίζουν την ελευθερία με την «οικονομική ελευθερία». Μόνο που η τελευταία ούτε υπάρχει για όλους τους ανθρώπους, ούτε, γι’ αυτούς που υπάρχει, υπάρχει στον ίδιο βαθμό. Και ο προφανής λόγος για αυτό είναι το «τοίχος της ιδιοκτησίας». Οι φιλελεύθεροι, μιλώντας στο όνομα της ελευθερίας, μιλούν στην πραγματικότητα για μια κοινωνία συστηματικής ανελευθερίας και εντεινόμενων αποκλεισμών, αφού ο αιώνιος νόμος της αγοράς (συσσώρευση) κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους, πετώντας σε κάθε στροφή και άλλους από το τρένο της «φιλελεύθερης ελευθερίας». Ποιοι έχουν σήμερα πλήρη πρόσβαση σε ποιοτική υγεία, πλήρη πρόσβαση στην εκπαίδευση, πόσοι έχουν την δυνατότητα να κάνουν διακοπές, να έχουν ποιοτικό ελεύθερο χρόνο, πόσοι έχουν την «ελευθερία» να κάνουν μια δραστηριότητα ή μια δουλειά που επιλέγουν χωρίς τον εκβιασμό της ανεργίας;… σχεδόν κανένας. Κι όμως, η φιλελεύθερη των πραγμάτων οπτική, μέσω της συστηματικής προπαγάνδας, πείθει την κοινωνική πλειοψηφία πως είναι προς το συμφέρον της να ενισχυθεί η ιδιωτική ιδιοκτησία έναντι του δημόσιου χώρου και των καθολικών κοινωνικών δικαιωμάτων. Και αυτό το καταφέρνει με παιδαριώδη επιχειρήματα που όμως μοιάζουν λογικά γιατί η τάξη που τα πλασάρει κατέχει το σύνολο των δημόσιων βημάτων λόγου και «διαλόγου».
Πρόκειται φυσικά για μια παρωδία διαλόγου που η κυρίαρχη ιδεολογία κατασκευάζει δια μέσου ενός οργουελικά σκηνοθετημένου σκηνικού όπου οι «αντίθετες» απόψεις μοιάζουν σαν φράκταλ αυτοομοιότητες, ενώ οι διαφορές τους είναι μόνο «επί διαγραμμάτων». Αυτή όμως η παρωδία στο τηλεοπτικό σαλονάκι των αφεντικών έχει την αυθάδεια να θεωρεί πως εκφράζει τον κοινωνικό όλον. Έτσι οι φιλελεύθερες ιδέες κυριαρχούν …σε ένα γήπεδο που παίζουν μόνες τους. Οι κλασικοί θεωρητικοί του φιλελευθερισμού ήταν τουλάχιστον πιο ειλικρινείς όταν αρνιόντουσαν το καθολικό δικαίωμα ψήφου αφού θεωρούσαν αδύνατον, εντός δημοκρατικού πλαισίου, οι συντριπτικά πλειοψηφούντες φτωχοί να είναι τόσο ηλίθιοι που να ψηφίζουν ενάντια στα συμφέροντά τους. Μια δημοκρατία, πίστευαν οι κλασικοί του φιλελευθερισμού, θα οδηγούνταν αυτόματα στην οικονομική και πολιτική ισότητα. Δεν ήξεραν, βλέπετε τότε, τι κτηνώδη δύναμη θα αποκτούσε στο μέλλον η προπαγάνδα, ούτε μπορούσαν ποτέ να φανταστούν πως στην αυγή του 21ου αιώνα θα μπαίναμε με την τραγική διαπίστωση του Ούμπερτο Έκο «Σήμερα μόνο οι ηλίθιοι κάνουν δικτατορίες με τανκς, από τη στιγμή που υπάρχει η τηλεόραση».
Σε κάθε λαϊκή συνέλευση, σε κάθε σωματείο, σε κάθε σύλλογο, εκεί που οι άνθρωποι ελεύθερα, ισότιμα, με μόνη τη δύναμη του λόγου και της ψυχής τους, εκεί που χάνεται το τοίχος προστασίας των κυρίαρχων φιλελευθέρων ιδεών και αυτές έρχονται αντιμέτωπες με τους πραγματικούς υλικούς όρους της ζωής, η οπτική του κόσμου αντιστρέφεται και ο ίδιος ο κόσμος στέκεται πάλι όρθιος στα πόδια του (Μαρξ). Γι’ αυτό και οι σαλιωμένοι εκπρόσωποι των κυρίαρχων φιλελεύθερων και φασιστικών ιδεών αρνούνται να βρεθούν σε οποιοδήποτε πεδίου διαλόγου όπου οι κανόνες του παιχνιδιού δεν θα είναι εκ των προτέρων στημένοι. Γι’ αυτό τρέμουν κάθε ανοιχτή διαβούλευση, κάθε κοινωνικό άσυλο, κάθε κοινωνική κατάκτηση που αποτέλεσε και αποτελεί ανάσα των καταπιεσμένων. Γι’ αυτό και θέλουν να κόψουν κάθε οξυγόνο από την κοινωνική πλειοψηφία.
Γιατί κανένας σύγχρονος φιλελεύθερος δεν είχε ποτέ την τόλμη να παραδεχτεί πως μόνο από μια θέση παγιωμένων προνομίων, από τη θέση του κοινωνικά κυρίαρχου, είναι δυνατή η φιλελεύθερη οπτική.
ΙV
Για τη φιλελεύθερη ολιγαρχία και την εθνική ιδεολογία το «πανεπιστημιακό άσυλο», αδιαχώριστα συνδεδεμένο με τη μητροπολιτική βία των αναρχικών, αποτελεί το απόλυτο ταμπού. Η ψυχική φόρτιση που ασκεί η ιδέα και μόνο του ελεύθερου αυτοκαθορισμού και της αυτόνομης πολιτικής έκφρασης σε αυτούς που εθελόδουλα έχουν παραχωρήσει κάθε εξουσία πάνω στη χρήση της ζωής τους είναι τεράστια· ισοδυναμεί με τον ερεθισμό μιας παλαιάς ουλής. Γιατί η κατάπνιξη των εσωτερικών ροπών της ελευθερίας, όσο «εθελοντική» και «ενσυνείδητη» και αν προβάλλεται στις μέρες μας (τα «πάθη», λέει ο λαϊκός θυμόσοφος, πρέπει να καταπνίγονται για να παράγεται πολιτισμός) δεν μπορεί παρά να είναι διαρκώς παρούσα, ως η απωθημένη ανοιχτή πληγή ενός ανεπούλωτου τραύματος, που διαρκώς επιστρέφει ως σύμπτωμα. Ο άνθρωπος που δεν είναι ελεύθερος (και το ξέρεις) έχει ανάγκη να μισεί την ελευθερία του άλλου, αυτού που βαθύτερα θαυμάζει. Ο συλλογικός άνθρωπος που αντιμάχεται τον ίδιο του τον εαυτό πάσχει από την μαζική νεύρωση της σύγχρονης ανθρωπότητας: την υποτέλεια. Αν τα συμπτώματα αυτής της παθολογίας τείνουν να υποχωρούν εξ αιτίας της πάνδημης νόσησης (κάτι που ο Φρόιντ είχε ήδη παρατηρήσει για τη μαζική νεύρωση της θρησκείας), η θολή προοπτικής μιας μαζικής, λυτρωτικής και θεραπευτικής, κοινωνικής διεξόδου, ενός μονοπατιού προς την ελευθερία, βαθαίνουν διαρκώς την πληγή. Σε μια εποχή που όλες οι φαντασιακές σταθερές που πάλε ποτέ συγκροτητικού της συλλογικής ταυτότητας, το έθνος, η φυλή, η θεϊκή καταγωγή, έχουν χάσει την ρεαλιστική βάση πάνω στην οποία οικοδομούνταν (το παλαιό φέουδο ή το παλαιό έθνος-κράτος), αφού η τεχνική βάση της σύγχρονης ζωής καταργεί του παλαιούς τεχνικούς διαχωρισμούς για να ενοποιήσει τις αγορές, οι πάλε ποτέ φαντασιώσεις αποκαλύπτονται ως καθαρές ιδεολογίας. Αυτή την κατάρρευση, το άτομο που συνήθισε στην υποτέλεια την βιώνει τραγικά, σαν την βύθιση κάθε λέμβου σε έναν αφιλόξενο ωκεανό. Έτσι, αντί το ξήλωμα του ιδεολογικού πέπλου να γίνει η διαφωτιστική σχισμή της ελευθερίας, γίνεται ο πυροκροτητής της κατασυκοφάντησής της. Με άλλα λόγια ενεργοποιείται ο γνωστός αντιδιαφωτιστικός κοινωνικός μηχανισμός: απέναντι στην αποκάλυψη μιας φενάκης η οργή στρέφετε ενάντια στον διαφωτιστή. Όσο αφελής όμως είναι η θεώρηση του ασύλου ως του απόλυτου ταμπού της ατομικότητας, άλλο τόσο αφελές θα ήταν να οδηγηθούμε —ανακλαστικά— στην θεώρησή του ως «παράδεισου της ελευθερίας». Γιατί σε αυτή την τάση μας οδηγεί αντανακλαστικά μια αντίστροφη συμβολοποίηση, που δεν αντιλαμβάνεται πως το αντεστραμμένο είδωλο της κυρίαρχης φαντασίωσης περί ασύλου δεν είναι παρά το διαλεκτικό του συμπλήρωμα. Μια υποψιασμένη διαλεκτική, κριτικά διαποτισμένη, θα επέβαλε αναστοχασμό.
Όταν τα μεγάλοι γορίλες ετοιμάζονται για μάχη χτυπούν τις γροθιές τους στο στήθος τους. Την ίδια κίνηση επαναλαμβάνουν συχνά οι μποξέρ και οι μονομάχοι. Αλλά, τι είναι αυτό που παλεύουν χτυπώντας τον εαυτό τους; Δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια συμβολική κίνηση αυτοκυριαρχίας, που με τη σειρά της νοείται ως κατάπνιξη της εσωτερική φύσης, των ενστίκτων, των «φωνών» του εσωτερικού εαυτού. Το ιδεολόγημα της κυριαρχίας του πνεύματος πάνω στο σώμα που εισάγαγε ο πλατωνισμός στην δυτική σκέψη και αποθέωσε ο χριστιανισμός, ιδεολόγημα υποταγής κάθε αυτονομίας των εσωτερικών ετερογενών αναγκών και επιθυμιών, στην αυτό-κυριαρχία του εγκεφαλικού / πνευματικού κέντρου, η επιστράτευση όλων των εσωτερικών δυνάμεων για την υπηρεσία ενός σκοπού, δεν αντιπροσωπεύει τίποτα παραπάνω από τη σωματοποίηση ενός κοινωνικό ιδεολογικού δόγματος απόλυτου ελέγχου και σκοπού. Το σώμα του ανθρώπου γίνεται το ολόγραμμα μιας ολοκληρωτικής κοινωνίας στην οποία όλα τα ξεχωριστά μέρη της οφείλουν να υποταχθούν στις ατσαλένιες αναγκαιότητες του γενικού σκοπού· το δικαίωμά τους στη ζωή γίνεται η υποχρέωση της «γενικής ζωής». Η υποταγή του σώματος κάθε ανθρώπου είναι ταυτόχρονα η προϋπόθεση και το αποτέλεσμα μιας υποταγμένης κοινωνίας. Το σώμα που υποτάσσεται πλήρως στους σκοπούς του πνευματικού του κέντρου δεν υπάρχει χώρος για άσυλα. Η ετερογένεια των επιθυμιών αντιμετωπίζεται ως καρκίνωμα που πρέπει άμεσα, με κάθε κόστος, να χτυπηθεί με χημικές θεραπείες άσχετα αν αυτές πληγώσουν ανεπανόρθωτα το σώμα. Όσο στις μέρες μας η ασθένεια είναι κοινωνική κατασκευή, τόσο η παθολογικοποίηση της κοινωνία και η ιατρικοποίηση της πολιτικής γίνεται το οδηγό μοτίβο: η κοινωνία – ασθενής πρέπει να μπει σε γύψο.
V
Τσίριζαν πριν λίγα χρόνια οι «λαλίστατες» πένες του φιλελεύθερου μετώπου της λογικής για την «ωμή βία», την «αλητεία», για την «καταπάτηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας», με αφορμή το συμβολικό χτίσιμο του τότε αντιπρύτανη του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου από φοιτητές. Ποτέ φυσικά δεν μπήκαν στο κόπο να εξηγήσουν το «γιατί;». Γιατί οι φοιτητές αποφάσισαν να κάνουν κάτι τέτοιο. Βλέπετε πως για τις φιλελεύθερες πένες το ότι έναν ακαδημαϊκός ζητούσε δια της αγωγής του εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ από έναν φοιτητή μόνο και μόνο επειδή ανέφερε στο ραδιόφωνο της απόφασή του συλλόγου τους η οποία καταλόγιζε στον τότε αντιπρύτανη «εξυπηρέτηση επιχειρηματικών συμφερόντων» αφού είχε αποφασίσει να δώσει το εστιατόριο της εστίας σε συγκεκριμένο επιχειρηματία, ήταν απλά … «δικαίωμά του».
Οι φιλελεύθερες πένες συνέχισαν να τσιρίζουν και να ζητούν τις μαζικές καταδίκες των φοιτητών, τις αποβολές τους, ακόμα, ίσως και την φυλάκισή τους, γιατί τόλμησαν μια τόσο «χυδαία» συμβολική ενέργεια! Αλλά και μετά την αθώωση των φοιτητών, οι φιλελεύθερες πένες λυσσομανούσαν κατά τις δικαστικής απόφασης, με εμμονική αρθρογραφία, καταφέρνοντας να γίνουν εφέσεις υπέρ του νόμου και η δικαστική ταλαιπωρία νέων ανθρώπων να συνεχιστεί επί χρόνια. Ως εκεί η ιστορία θα μπορούσε να είναι τετριμμένη. Οι φιλελεύθεροι θεωρούν τρομακτικά προσβλητικό το έστω και συμβολικό κτίσιμο μιας πόρτας (ενός καθηγητή) και θεωρούν πως το άσυλο (που έως τότε προστατεύτε τέτοιους ακτιβισμούς) πρέπει να καταργηθεί.
Όμως η ιστορία δεν τελειώνει εκεί. Γιατί μετά από έρευνες ο εν λόγω ακαδημαϊκός πιάστηκε με τη γίδα στην πλάτη. Κοινώς, αποδείχθηκε πως όχι μόνο εξυπηρετούσε όντως τον επιχειρηματία όπως κατήγγειλαν οι φοιτητές αλλά είχε μαζί του φτιάξει εταιρίες και (από κοινού) λυμαίνονταν το δημόσιο χρήμα. Ο καθηγητής καταδικάστηκε για απάτη, καθαιρέθηκε από πρύτανης, απολύθηκε από καθηγητής.
Αν και προκλήθηκαν πολλές φορές οι φιλελεύθερες πένες ουδέποτε έγραψαν μια γραμμή. Ουδέποτε ζήτησαν συγνώμη από τους φοιτητές για την πολύχρονη ταλαιπωρία τους (μερικοί από αυτούς όχι μόνο τραβήχθηκαν στα δικαστήρια αλλά κόβονταν διαρκώς στα μαθήματά τους κατ’ εντολήν του καθηγητή για μια δεκαετία). Ουδέποτε έγραψαν μια γραμμή για την υπόθεση αυτής της κατάφορης παραβίασης του ασύλου, αλλά συνέχισαν –όπως συνεχίζουν ως σήμερα—να αναφέρονται εν παρόδω στο «χτίσιμο του πρύτανη» ως το μέγιστο των παραδειγμάτων της βίας και της αλητείας!
Και επειδή τον έναν από αυτούς τον είχα προσωπικά προκαλέσει δημόσια να μιλήσει και μου απάντηση «σιγά μην ζητήσουμε συγνώμη και από την αλητεία!»… συμπεραίνω πως όντως υπάρχει ένα «άσυλο» που στις μέρες μας παραμένει πολύ ισχυρό και απαραβίαστο: είναι το άσυλο της φιλελεύθερης υποκρισίας…
Γιατί η υποκρισία κάθε φιλελεύθερου έγκειται στο γεγονός πως ουδέποτε θα παραδεχτεί πως οι κανόνες που θέλει να επιβάλει στην κοινωνία έχουν πάντα έναν μικρό αστερίσκο, έναν αστερίσκο εγκαθιδρύει μια διαρκή εξαίρεση (από τους κανόνες και τις συνέπειες τους) αποκλειστικά για την τάξη που κυβερνά και εξουσιάζει, για την τάξη του.
VI
Ο πρώτος σε ψήφους βουλευτής Πειραιώς & Νήσων Κωνσταντίνος Κατσαφάδος[2] το 2003, όντας αιώνιος φοιτητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς, πρόεδρος της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ και μέλος της συγκλήτου, εισέβαλε, ηγούμενος ομάδας «τραμπούκων», σε κλειστή συνεδρίαση καθηγητών και άδειασε πάνω τους το περιεχόμενο μερικών πυροσβεστήρων. Από την επίθεση, την οποία οι παριστάμενοι χαρακτήρισαν «δολοφονική», η συνεδρίαση διαλύθηκε αυτοστιγμεί, οι συμμετέχοντες έφυγαν υποβασταζόμενοι, μια αίθουσα και ο εξοπλισμός της καταστράφηκαν, ενώ ο πρύτανης διακομίσθηκε σε νοσοκομείο με έντονα αναπνευστικά προβλήματα. (Από τις εφημερίδες).
Αρνούμενοι να καταδικάσουμε εξ αρχής μια τόσο εξόφθαλμα βίαιη ενέργεια, από ένα προεξάρχον μέλος του φοιτητικού «κινήματος», αναζητήσαμε τα αίτια του παραπάνω ακτιβισμού. Θα περίμενε κανείς ένας τόσο ανιδιοτελής εκφραστής των φοιτητικών αναγκών να καταφύγει στη βία, ως έσχατο εργαλείο πάλης, ώστε να ξεσκεπάσει μια αυταρχική καθηγητική μεθόδευση ή μια σκανδαλώδη αυθαιρεσία. Θα περίμενε κανείς η ενέργεια του Καταφάδου να είχε στόχο την υπεράσπιση έννομων αγαθών, ηθικών αξιών ή κοινών κατακτήσεων του φοιτητικού κόσμου, πολύ υψηλότερων από την ηθική απαξία και τις νομικές συνέπειες της βίας που «αναγκάστηκε» να ασκήσει. Και θα περίμενε κανείς, ακολούθως, να σταθεί στο ύψος της πράξης τους, να αποδεχθεί την παραδειγματική του τιμωρία και να υπερασπιστεί πολιτικά και με παρρησία την ενέργειά του.
Όπως θα φαντάζεστε ήδη, τίποτα από τα παραπάνω δεν έγινε. Κανένας καθηγητής δεν μήνυσε τον Κατσαφάδο (παρότι όλοι τον αναγνώρισαν), κανένας δεν τον έστειλε στο πειθαρχικό, κανένας δεν τον διέγραψε από τη σχολή, κανένας από τους συνήθεις ευαίσθητους στα θέματα ασύλου αρθρογράφους δεν αναφέρθηκε έκτοτε στο περιστατικό. Και το ερώτημα είναι, γιατί; Δεν ήταν και αυτό μια «εξόφθαλμη παραβίαση του πανεπιστημιακού ασύλου», μια «δολοφονική ενέργεια τραμπούκων κατά της ζωής και της δημόσιας περιουσίας»; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: ΟΧΙ.
Γιατί αγαπητοί μου φίλοι, στον αντεστραμμένο κόσμο που ζούμε, οι πράξεις κρίνονται από το κίνητρά τους, και το κίνητρο της ενέργειας του κ. Κατσαφάδου δεν ήταν η υπεράσπιση των δημοσίων αγαθών (και διάφορα τέτοια τιποτένια) αλλά κάτι πολύ πιο «υψηλό»: γιατί ο κ. Κατσαφάδος λειτούργησε ως ενεργούμενο καθηγητών του πανεπιστημίου, όπου αντιδρούσαν στην εκλογή ενός διδάσκοντα σε θέση λέκτορα, και την οποία (εκλογή) επιθυμούσαν άλλοι καθηγητές του πανεπιστημίου. Ο κ. Κατσαφάδος εκτελώντας εντελές «άνωθεν» διέκοψε την εκλογή, επιβάλλοντας τη θέληση των πρώτων. Έτσι, για να μην διαταραχθεί η εσωτερική «ειρήνη» και η θέληση των «νόμιμων ιδιοκτητών», το περιστατικό αντιμετωπίστηκε ως μια έξαρση «ενδοοικογενειακής βίας»… και τέτοιο ήταν, εν ευρεία εννοία, για το πανεπιστήμιο Πειραιώς: μια αντιπαράθεση στην οικογένεια της «δεξιάς πολυκατοικίας».
Τρία χρόνια μετά το περιστατικό του κ. Κατσαφάδου και ενώ την ηγεσία του υπουργείο παιδείας κατείχε η κ. Γιαννάκου, 120 και πλέον φοιτητές ξυλοφορτώθηκαν από τα ΜΑΤ, προφυλακίστηκαν, δικάστηκαν (ορισμένοι καταδικάστηκαν) γιατί συμμετείχαν σε διαδηλώσεις κατά του νέου νόμου για τα πανεπιστήμια. Ένας από αυτούς προφυλακίστηκε και έμεινε μήνες στη φυλακή χωρίς κανένα στοιχείο, ενώ είχε συλληφθεί μέσα στο «σωρό» των διαδηλωτών, χωρίς να βρεθεί τίποτα ενοχοποιητικό επάνω του, επειδή απλά κατέβηκε στη διαδήλωση, επειδή απλά θέλησε να υπερασπιστεί και αυτός δημόσια αγαθά. Στο δικαστήριο στάθηκε με θάρρος απέναντι στους κατηγόρους του που τον ρωτούσαν επίμονα, όπως κάποτε ο Νίκος Μαστωράκης τους φοιτητές του Πολυτεχνείου: τί δουλεία είχε ένας εργάτης στην διαδήλωση των φοιτητών;
Λίγους μήνες πριν, ο κ. Κατσαφάδος ήταν εκ των 162 βουλευτών που ψήφισε την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου.[3] Το γεγονός χαιρετίστηκε ως η μεγαλύτερη επιτυχία της κυβέρνησης. Αν συγκρίνω σήμερα τον επώνυμο και επιτυχημένο κ. Κατσαφάδο με εκείνο τον «ανώνυμο» εργάτη που οδηγήθηκε στη φυλακή είναι γιατί υπάρχει κάτι που ξεχνούν διαρκώς οι «επιτυχημένοι» της ζωής, αυτοί που θεμελιώνουν την «επιτυχία» τους στην θεσμοθετημένη ατιμωρησία και στη «διαρκή εξαίρεση από το νόμο» — που είναι και το υστερόγραφο των παγιωμένων προνομίων τους.
Και αυτό το κάτι, αυτή η μικρή λεπτομέρεια είναι πως όσα άσυλα και αν καταργήσουν, όσους νόμους και αν φέρουν στα μέτρα τους, όσα κανάλια, όσους δικαστές, όσες μεραρχίες τεθωρακισμένων και αν στείλουν ενάντια της κοινωνίας, θα υπάρχουν πάντα κάποιοι, όπως έλεγε και ο μεγάλος Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, που θα έχουν το ψώνιο να μιλούν και να πράττουν ιδίοις αναλώμασι, που θα στέκοντε μπροστά στα τανκς τους στην Τιέν Αν Μεν, που θα έχουν το ψώνιο να π λ η ρ ώ ν ο υ ν γι’ αυτά που κάνουν. Αυτό εκείνοι, βέβαια, το λένε «μιζέρια», ενώ τη δική τους μιζέρια τη λένε «επιτυχία».
Επιτυχία…
Υ.Γ. Αρνούμενοι της επιτυχία (αφού αποφασίσαμε να είμαστε ελεύθεροι) θα εξακολουθούμε να είμαστε πάντα εκεί που δεν μας περιμένουν: οικοδόμοι στο πολυτεχνείο· κι ας μας ειρωνεύονται ακόμα και οι ποιητές μας:
«Στρατηγέ, τι γύρευες στην Λάρισα, εσύ ένας Υδραίος;»
——–
[1] Οι σημειώσεις αυτές γράφτηκαν τον Αύγουστο του 2019 εξ αφορμής της κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου από την Νίκη Κεραμέως.
[2] Σήμερα ο Κατσαφάδος είναι υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη.
[3] Αύγουστος 2019