Με αφορμή την 86η επέτειο από την έναρξη της Ισπανικής Επανάστασης αναδημοσιεύουμε το πρώτο κεφάλαιο από το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Abel Paz, Ταξίδι στο Παρελθόν. Το Ταξίδι στο Παρελθόν εκδόθηκε πρώτη φορά στα ελληνικά το 1996 από την αναρχική εφημερίδα Άλφα κι επανεκδόθηκε το 2012 από τις Ελευθεριακές Εκδόσεις Κουρσάλ.
Η Βαρκελώνη στις φλόγες
Τα μεσάνυχτα της 19ης προς την 20η του Ιούλη, κανείς απ’ όσους βρισκόμασταν στο Αθήναιο της γειτονιάς Clot δεν κατάλαβε μέσα στο γενικό χαμό πώς εκείνη η μέρα είχε τελειώσει. Υπήρχε μια συνεχής κίνηση, κόσμος πήγαινε κι ερχόταν βιαστικά, οι περισσότερες ενέργειες σχετίζονταν με τα οδοφράγματα που κατά τη διάρκεια της ημέρας είχαν υψωθεί στη γειτονιά, στην οδό Industria και στην οδό Padre Claret, στο τελείωμα της λεωφόρου Guinardó, δίπλα στο βενζινάδικο, μπροστά στην κλινική Victoria. Τριγυρνούσα ανάμεσα στις διάφορες παρέες που σχολίαζαν τα γεγονότα της ημέρας, για το πόσο γρήγορα είχαν ηττηθεί οι πραξικοπηματίες, μέσα σε λιγότερο από δώδεκα ώρες συγκρούσεων στους δρόμους της Βαρκελώνης. Κάποιος διηγούταν πως, όταν ξεκίνησαν όλα, αυτός μόλις έβγαινε από το Συνδικάτο Ξυλουργών, στην οδό Rosal, κοντά στη λεωφόρο Paralelo. Μέχρι να ανοίξεις και να κλείσεις τα μάτια σου, όλο το πλακόστρωτο ξηλώθηκε, υψώθηκε ένα τεράστιο οδόφραγμα και ο κόσμος συγκεντρώθηκε πίσω του, περιμένοντας τα στρατεύματα που κατέβαιναν από την Plaza España για να καταλάβουν το λιμάνι. Για να τους αντιμετωπίσουν δεν είχαν παρά μερικά λιανοντούφεκα και αυτοσχέδιες βόμβες. Οι στρατιώτες παρατάχθηκαν υπό τις διαταγές ενός λοχαγού, που έχασε την ψυχραιμία του και τους διέταξε να πυροβολούν στο ψαχνό τον κόσμο που ήταν συγκεντρωμένος πίσω από το οδόφραγμα. Ήταν στιγμές μεγάλης αγωνίας, οι στρατιώτες υπερτερούσαν σαφώς σε οπλισμό. Ξαφνικά και ενώ ο λοχαγός ούρλιαζε «Επίθεση!», ένας δεκανέας έστρεψε το όπλο εναντίον του και τον ξάπλωσε κάτω με έναν πυροβολισμό. «Όλοι είδαμε τη σκηνή με τα μάτια μας», συνέχισε την αφήγηση. «Από εκείνη τη στιγμή οι στρατιώτες σταμάτησαν να πυροβολούν και άρχισαν να έρχονται προς το μέρος μας φωνάζοντας με ενθουσιασμό ‘‘Ζήτω η Δημοκρατία!’’. Αγκαλιαστήκαμε, και οι στρατιώτες άρχισαν να βγάζουν τις στολές τους και να διηγούνται πώς τους είχαν εξαπατήσει λέγοντας τους ότι έπρεπε να δράσουν για να σώσουν τη Δημοκρατία που απειλούνταν από στασιαστές…». Συνέχισε να μιλάει για όσα συνέβησαν στη συνέχεια, όμως εγώ έφυγα από την παρέα, με σκοπό να πάω να ξεκουραστώ λιγάκι γιατί όλα έδειχναν ότι η μέρα που θα ξημέρωνε θα ήταν πολύ δύσκολη. Ξάπλωσα σε μια κουβέρτα και προσπάθησα να κοιμηθώ. Άδικος κόπος. Ήμουν πτώμα από την κούραση, αλλά τα νεύρα μου ήταν τεντωμένα. Ήμουν αναστατωμένος. Έκλεισα τα μάτια, αλλά αντί για κάποιο όνειρο, μπροστά μου ξετυλίχτηκαν οι σκηνές που είχα ζήσει εκείνη τη μέρα.
Για μένα, όλα άρχισαν στις 9 το πρωί της 19ης του Ιούλη, σε ένα σημείο πολύ κοντά στο σπίτι όπου ζούσα, στη γειτονιά Clot. Υπήρχε κάποιος στο καμπαναριό της εκκλησίας, απέναντι από το σπίτι μου, που πυροβολούσε ενάντια σε όσους ήμασταν συγκεντρωμένοι στη λεωφόρο Meridiana. Ανάμεσά μας βρισκόταν ένας γέρος αγωνιστής από το Συνδικάτο Ιματισμού, οπλισμένος με μια καραμπίνα. Έριξε μερικές φορές προς το καμπαναριό και οι πυροβολισμοί σταμάτησαν. Ποιος ήταν αυτός που μας πυροβολούσε; Ποτέ δεν μάθαμε στα σίγουρα. Μια ομάδα μπήκε μέσα στην εκκλησία κι έψαξε, αλλά δεν μπόρεσε να βρει τίποτα. Κάποιος είπε ότι οι εκκλησίες επικοινωνούσαν με υπόγειες σήραγγες και ότι σίγουρα ο παπάς θα ξέφυγε από εκεί, αλλά όσο κι αν ψάξαμε, σήραγγα δεν βρέθηκε. Το πιο πιθανό είναι ότι ο παπάς έβγαλε τα ράσα, ανακατεύτηκε με αυτούς που έψαχναν την εκκλησία και την κοπάνησε. Αυτό πάντως δεν ήταν το κύριο μέλημα του κόσμου που βρισκόταν μέσα στην εκκλησία, άλλο τους ενδιέφερε: μέσα σε λίγα λεπτά η εκκλησία είχε τυλιχτεί στις φλόγες και μια μεγάλη στήλη από καπνό σκαρφάλωνε στο γαλάζιο ουρανό. Καπνοί έβγαιναν από τα παράθυρα της εκκλησίας, από παντού πετάγονταν φλόγες, όταν κάποιος φώναξε «ο παπάς! ο παπάς!», δείχνοντας προς ένα παράθυρο όπου διακρινόταν αχνά μια μορφή. Όταν το εν λόγω άτομο βρέθηκε ανάμεσά μας, άρχισε να ουρλιάζει με αξιοθρήνητο τρόπο ότι δεν ήταν ο παπάς και μας έδειξε ένα μαντήλι που το είχε δέσει σαν πουγκί. Μέσα του βρισκόταν ένας σωρός από κέρματα κάθε λογής. Μας είπε ότι μπήκε για να αδειάσει τα παγκάρια από όσα λεφτά περιείχαν, ώστε να μη χαθούν μες στην πυρκαγιά. Η επανάσταση είχε αρχίσει και αντιφατικά συναισθήματα και συμπεριφορές άρχισαν να αποκαλύπτονται: η μεγαλοψυχία από τη μια και ο εγωισμός από την άλλη. Όλοι αποδοκίμασαν την ενέργειά του, όμως το πράγμα δεν έμεινε εκεί. Μια γυναίκα πήρε τα χρήματα και τα έριξε στη φωτιά λέγοντας ότι ήταν καταραμένα.
Όλα τα γεγονότα ήταν χαραγμένα στη μνήμη μου και περνούσαν σαν αστραπές από τα μάτια μου. Ήταν λοιπόν αδύνατον να κοιμηθώ. Συνέχισα να προσπαθώ, πιστεύοντας ότι στο τέλος θα με έπαιρνε ο ύπνος. Και έτσι πρέπει να έγινε, γιατί κάποια στιγμή ένιωσα τον Liberto να με σκουντάει για να ξυπνήσω.
Όταν ο φίλος μου βεβαιώθηκε πως είχα ξυπνήσει, άρχισε να μου μιλάει, φορτώνοντας, όπως το συνήθιζε, την αφήγηση με χιλιάδες λεπτομέρειες, μερικές από τις οποίες ήταν ολότελα άχρηστες. Μου εξήγησε ότι με έψαχναν σε όλη τη γειτονιά κι ότι αφού είχαν πιστέψει ότι είχα κατέβει στο κέντρο της πόλης, πήγαν εκεί για να με βρουν. Παντού υπήρχαν οδοφράγματα. Κατάφεραν να περάσουν όλα τα σημεία ελέγχου μόνο γιατί είχαν μια ταυτότητα της CNT. Η Βαρκελώνη βρισκόταν υπό τον έλεγχο της CNT. Όσα έλεγε ο Λιμπέρτο τα επιβεβαίωναν άλλοι σύντροφοι, φορτωμένοι με όπλα από το στρατόπεδο πυροβολικού San Andrés που είχε καταληφθεί πριν λίγες ώρες.
Όλα τα στρατόπεδα που βρίσκονταν γύρω από τη Βαρκελώνη είχαν πέσει στα χέρια του λαού. Αντιστεκόταν ακόμα μονάχα το στρατόπεδο Atarazanas, στη γειτονιά Santa Mónica.
«Πάμε στο στρατόπεδο!», φώναξε ο Λιμπέρτο τραβώντας με σχεδόν βίαια. Με ένα πήδημα σηκώθηκα όρθιος και βγήκαμε τρέχοντας από το Αθήναιο. Καθώς περνούσαμε μπροστά από το σπίτι του συντρόφου Teruel, που ήταν ένας από τους οργανωτές της Επαναστατικής Επιτροπής της Arpa, μας σταμάτησε ρωτώντας μας πού πηγαίναμε με τόση βιασύνη. Απαντήσαμε ότι πηγαίναμε στο στρατόπεδο San Andrés για να πάρουμε όπλα, όμως αυτός μας έκοψε τη φόρα λέγοντάς μας: «Είναι μάταιο να πάτε εκεί. Είναι πολλή ώρα που έχει καταληφθεί και δεν πρέπει να έχει απομείνει τίποτα. Πάρτε ένα από αυτά τα τουφέκια», μας είπε δείχνοντάς μας μια στοίβα από όπλα σε μια γωνιά του σαλονιού. Όμως σε μένα και τον Λιμπέρτο δεν άρεσε η ιδέα να οπλιστούμε χαριστικά. Είχαμε αποφασίσει να πάρουμε μόνοι μας τα όπλα μας και χωρίς να ακούσουμε παραπάνω τον Τερουέλ ξαναρχίσαμε να τρέχουμε προς το στρατόπεδο. Φτάνοντας εκεί, βρεθήκαμε εμπρός σε ένα εκπληκτικό θέαμα. Ομάδες συντρόφων έβγαιναν από το στρατόπεδο φορτωμένοι με όπλα, ακόμα και μυδραλιοβόλα, και τα φόρτωναν βιαστικά σε φορτηγά. Οι περισσότεροι τους προέρχονταν από την εργατική, τότε, γειτονιά της Santa Coloma, όπου η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν σύντροφοι, μέλη της CNT και της FΑΙ. Μόλις μπήκαμε στο στρατόπεδο, συναντήσαμε συντρόφους που, όπως κι εμείς, έψαχναν για όπλα. Ανάμεσά τους ήταν ο Juan Bajens, ένας σύντροφος από την JJLL (Juventudes Libertarias = Ελευθεριακή Νεολαία) του Clot, ο οποίος, μια και είχε φτάσει πολύ νωρίτερα από εμάς, όχι μόνο είχε βρει τουφέκι, αλλά είχε πάρει και ένα περίστροφο Astra. Μας οδήγησε σε μια αποθήκη όπου υπήρχαν ακόμα αρκετά τουφέκια, κανένα όμως δεν είχε θαλάμη. Υπήρχαν εκεί και αρκετοί άλλοι, απογοητευμένοι σαν κι εμάς, βλέποντας πως δεν είχαμε βρει παρά μόνο κάνες τουφεκιών. Όμως έγινε ένα θαύμα. Κάποιος ανακάλυψε το μέρος όπου φυλάγονταν ανταλλακτικά κι εξαρτήματα. Μια και η αναγκαιότητα οξύνει το πνεύμα, καταφέραμε στα γρήγορα να συναρμολογήσουμε τα τουφέκια που χρειαζόμασταν και με τα όπλα στους ώμους δέσαμε γύρω από τη μέση μας κουτιά με πυρομαχικά και βγήκαμε από το στρατόπεδο και οι τρεις. Εγώ και ο Λιμπέρτο κοιτούσαμε με ζήλια το περίστροφο του Μπάχενς, γιατί μας φαινόταν πολύ καλύτερο από τα μακρύκανα τουφέκια που είχαμε πάρει.
Μόλις βρεθήκαμε στο δρόμο, κοιταχτήκαμε σαν να ρωτάγαμε «και τώρα πού πάμε;». Να χρησιμοποιήσουμε τα όπλα μας, ναι, αλλά πού; Ο μόνος πυρήνας αντίστασης που είχε απομείνει ήταν το στρατόπεδο Atarazanas. Ο Μπάχενς πρότεινε να πάμε προς τη Ramblas. Με λίγη αργοπορία φτάσαμε στην πλατεία του Clot. Εκεί συναντήσαμε έναν αδερφό του Μπάχενς που μας είπε ότι το στρατόπεδο Atarazanas είχε μόλις παραδοθεί. Ήταν πια ανώφελο να αναζητήσουμε κάποιο πεδίο μάχης. Η Βαρκελώνη βρισκόταν ήδη στα χέρια των εργατών κι εμείς δεν είχαμε ρίξει ούτε έναν πυροβολισμό. Ήμασταν έξω φρενών.
Οι σύντροφοι που κρατούσαν το οδόφραγμα στην πλατεία του Clot μας συμβούλευσαν να μείνουμε εκεί. Ήταν απαραίτητο να οργανωθούν περιπολίες για να εξουδετερωθούν οι ελεύθεροι σκοπευτές που, κρυμμένοι πίσω από παράθυρα ή από τις ταράτσες, πυροβολούσαν τον κόσμο.
Οι ώρες που περάσαμε στο οδόφραγμα του Clot ήταν για μας πολύ διδακτικές. Από εκεί μπορούσαμε να δούμε σε όλο του το βάθος το επαναστατικό φαινόμενο που εξελισσόταν μπροστά στα μάτια μας. Αυτό ήταν πιο σημαντικό από το να ρίχναμε μερικούς πυροβολισμούς, που – έτσι κι αλλιώς – όσο απαραίτητοι και αν είναι, αποτελούν τη λιγότερο σημαντική στιγμή της ίδιας της επαναστατικής διαδικασίας.
Εκείνες τις ώρες οι άνθρωποι, ακόμα και τα χωροταξικά σημεία αναφοράς της πόλης, άλλαζαν ολοκληρωτικά. Η επανάσταση τα μεταμόρφωνε όλα. Ο ίδιος ο ρυθμός της ζωής είχε γίνει αλληλέγγυος και, κατά συνέπεια, συλλογικός. Τα καθοριστικά στοιχεία για τη ζωή των πολιτών, που ανάβλυζε από παντού χάρη στην επανάσταση, είχαν αντικαταστήσει όλα τα παλιά σημεία αναφοράς. Οδηγός στην πόλη τώρα ήταν τα οδοφράγματα, οι λαϊκές τραπεζαρίες που είχαν δημιουργηθεί ενστικτωδώς και οι επαναστατικές επιτροπές της κάθε γειτονιάς. Με μια πρώτη ματιά, η πόλη έδινε μια αίσθηση χάους, όμως όλα λειτουργούσαν σύμφωνα με τις λύσεις στα προβλήματα που εκείνη η χαοτική κατάσταση γεννούσε κάθε ξεχωριστή στιγμή. Η ρουτίνα είχε σπάσει, επιτρέποντας στον κόσμο να αποκαλύψει το βαθμό της ωριμότητας του απέναντι στις νέες κοινωνικές σχέσεις που δημιουργούνταν ενστικτωδώς.
Η Βαρκελώνη είχε μετατραπεί σ’ ένα λαβύρινθο από οδοφράγματα. Πάρα πολλά ήταν, από στρατηγικής άποψης, άχρηστα. Η σημασία της ύπαρξής τους όμως βρισκόταν στη συλλογική παρόρμηση που είχε καταθέσει, μέσα σε κάθε λιθάρι που χρησιμοποιήθηκε για να ανυψωθούν τα οδοφράγματα, τον πόθο για πολιτική και κοινωνική αλλαγή.
Η ζέστη ήταν ασφυκτική. Παρόλο που βρισκόμασταν μες το κατακαλόκαιρο, εποχή που ο ουρανός είναι πάντα γαλάζιος και καθαρός, εκείνη τη μέρα ήταν σκεπασμένος από ένα γκρίζο σύννεφο που δημιουργούνταν από τις εκκλησίες και τα μοναστήρια που καίγονταν.
Ο αέρας που αναπνέαμε κατέβαινε βαρύς στα πνευμόνια. Το μπαρούτι που χρησιμοποιήθηκε στις μάχες αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα και ανακατευόταν με τον αέρα σε κάθε μας ανάσα.
Δίπλα στο οδόφραγμά μας βρισκόταν το μπαρ Fornos, με τις ευρύχωρες αίθουσες του μπιλιάρδου, που μέσα σε δευτερόλεπτα είχε μετατραπεί σε λαϊκή τραπεζαρία. Μπορούσε να φάει και να πιει όποιος ήθελε. Έφταναν εκεί προϊόντα από παντού: οι εργάτες της ζυθοποιίας Damm έστελναν εκατοντάδες μπουκάλια, οι εργαζόμενοι σε μεγάλα καταστήματα τροφίμων είχαν μεταφέρει μπούτια ζαμπόν και λουκάνικα, οι φουρνάρηδες, που δούλευαν όλο το προηγούμενο βράδυ, εφοδίαζαν με ζεστό ψωμί κάθε σημείο όπου είχε στηθεί μια πρόχειρη καντίνα.
Εκείνη τη μέρα, στις 20 Ιούλη, είχε γίνει στην πράξη αποδεκτή η απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής και των μεγάλων καταστημάτων. Οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν την κατάσταση είναι προφανείς: η ανακλαστική αντίδραση, η άμεση απάντηση στο στρατιωτικό πραξικόπημα.
Η Generalitat, η αυτόνομη κυβέρνηση, πιστεύοντας ότι ο λαός θα έμενε αδρανής ή θα συμμετείχε στη σύγκρουση σαν απλός κομπάρσος, ξεπεράστηκε και παραγκωνίστηκε από τα γεγονότα, προτού καν αυτά εκδηλωθούν.
Τα συνδικάτα της CNT, που σχεδόν είχαν τον έλεγχο της εργατικής τάξης, προαισθανόμενα το πραξικόπημα, είχαν βάλει σ’ εφαρμογή τις συνδικαλιστικές και επαναστατικές τους δομές: τις επιτροπές των εργοστασίων και των κέντρων παραγωγής και τις επιτροπές άμυνας στις γειτονιές. Οι πρώτες είχαν αναλάβει να καταλάβουν τα κέντρα παραγωγής και να χρησιμοποιήσουν τις σειρήνες των εργοστασίων για να ειδοποιήσουν όταν ο στρατός θα έβγαινε από τα στρατόπεδα. Οι δεύτερες θα συντόνιζαν τη δράση ενάντια στους πραξικοπηματίες. Στην πράξη, όταν συνέβη το πραξικόπημα, οι εργοστασιακές επιτροπές, αφού χρησιμοποίησαν τις σειρήνες για να ειδοποιήσουν τους εργάτες, συνέχισαν να κατέχουν τα εργοστάσια. Οι επιτροπές άμυνας αποτέλεσαν τους αμυντικούς και επιθετικούς σχηματισμούς των εργατών ενάντια στους πραξικοπηματίες.
Από την ίδια τη διαλεκτική των γεγονότων, οι εργοστασιακές επιτροπές και οι επιτροπές άμυνας απέκτησαν τον έλεγχο της κατάστασης. Τα κύρια μεταλλουργικά κέντρα πέρασαν στη δράση, μετατρέποντας αυτοκίνητα και φορτηγά σε θωρακισμένα και κατασκευάζοντας αυτοσχέδιες βόμβες. Οι βιομηχανίες υγραερίου και παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, η τηλεφωνική υπηρεσία, τα ταχυδρομεία και τα τηλεγραφεία, πέρασαν σε εργατικό έλεγχο την ίδια εκείνη νύχτα της 18ης προς τη 19η Ιούλη. Όταν τέλειωσαν οι συμπλοκές, στις 20 Ιούλη, ολόκληρη η Βαρκελώνη βρισκόταν υπό εργατικό έλεγχο, τόσο σε ό,τι αφορά στα κέντρα παραγωγής και τα μεγάλα καταστήματα, όσο και από στρατιωτικής άποψης. Όλα τα ένοπλα σώματα της Generalitat, οι διάφορες αστυνομικές μονάδες και το τμήμα του στρατού που είχε παραμείνει πιστό στη Δημοκρατία, είχαν αυτοδιαλυθεί και είχαν συγχωνευτεί με τον ένοπλο λαό.
Χωρίς καν να έχουν συνείδηση αυτού που συνέβαινε, το δίκτυο των εργοστασιακών επιτροπών, οι επιτροπές άμυνας, τα οδοφράγματα και ο εργατικός έλεγχος της κυκλοφορίας στην πόλη, αποτελούσαν τον ιστό, τις φλέβες και τις αρτηρίες ενός νέου κόσμου που γεννιόταν κάτω από την παρόρμηση των επαναστατικών στιγμών.
Για μένα, η παραμονή στο οδόφραγμα του Clot ήταν ζωτικής σημασίας. Εκεί έζησα στιγμές που έμειναν για πάντα χαραγμένες στη μνήμη μου.
Μέχρι τις 4 το απόγευμα της 20ής Ιούλη, είχε αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των αυτοκινήτων που έφταναν από το κέντρο της πόλης στη γειτονιά, στο οδόφραγμα του Clot, στην οδό Ribas. Έτσι έφτασε και ο Fransisco Isgleas, ένας γνωστός αγωνιστής της CΝΤ, από το Sant Feliu de Guixols που όλοι τον ξέραμε ως «ο Pancho». Αρχίσαμε να τον ρωτάμε πώς ήταν τα πράγματα στο κέντρο της Βαρκελώνης. Απάντησε ότι με τη Βαρκελώνη είχαμε καθαρίσει, αλλά τώρα ο κίνδυνος βρισκόταν στις επαρχιακές στρατιωτικές μονάδες και γι’ αυτό πήγαινε στη Gerona, για να δει πώς ήταν εκεί τα πράγματα. Απομακρύνθηκε χαιρετίζοντάς μας με ένα βροντερό «Υγεία κι Επανάσταση!». Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε ακουστεί η λέξη επανάσταση. Το ζήτημα πλέον δεν ήταν να υπερασπιστούμε τους δημοκρατικούς θεσμούς, μας είπε, αλλά να εμβαθύνουμε στο δρόμο της επανάστασης. Είχε πραγματοποιηθεί ένα τεράστιο άλμα χωρίς κανείς να έχει ξεκάθαρη συνείδηση του ότι ήδη συνέβαινε το πέρασμα από τον αστικό κόσμο, στον κόσμο των εργατών.
Μέσα σε πολύ λίγο χρόνο, μέσα σε ώρες κυριολεκτικά, είχε αλλάξει η σκέψη του κόσμου. Όσοι το βράδυ της 18ης Ιούλη ούτε που θα τους περνούσε απ’ το μυαλό πως βρισκόμασταν στα πρόθυρα της επανάστασης, πιστεύοντας ότι αυτό που κάναμε ήταν να υπερασπιζόμαστε τη δημοκρατία, τώρα αντιλαμβάνονταν ότι αυτό που ζούσαμε ήταν ήδη η επανάσταση κι ότι το δημοκρατικό κράτος είχε διαλυθεί εξαιτίας της αναποτελεσματικότητάς του. Όλα γύρω μας αυτό έδειχναν.
Ένα ακόμα φορτηγό έφτασε από το κέντρο της πόλης και ο οδηγός του, δείχνοντας την ταυτότητα μέλους της CNT, μας είπε ότι μετέφερε συντρόφους για να ενισχύσουν την εργατική αντίσταση σε μερικά κοντινά χωριά όπου οι φασίστες επέμεναν ακόμα.
Ενώ το φορτηγό ήταν σταματημένο, παρατηρούσα όλους όσους βρίσκονταν πάνω του. Ήταν κόσμος διαφορετικός: άντρες και γυναίκες, εργάτες και στρατιώτες χωρίς στολές, ακόμα και μέλη των διαφόρων αστυνομικών σωμάτων. Καθώς έφευγε το φορτηγό, ένας από τους αστυνομικούς μας χαιρέτησε υψώνοντας τη γροθιά και φωνάζοντας «Ζήτω η FΑΙ!», Ήταν αδιανόητο: ένας αστυνομικός να φωνάζει «Ζήτω η FΑΙ!». Απίστευτο! Περιέγραψα το περιστατικό σε ένα γέρο αγωνιστή από το Ελευθεριακό Αθήναιο του Clot που τον ήξερα πολύ καλά, κι αυτός είπε:
«Δεν υπάρχουν πια αστυνομικοί. Η σύγκρουση διέλυσε την πειθαρχία τους και ενώθηκαν με τους εργάτες της CNT και της FΑΙ. Έτσι είναι τα πράγματα, παλικάρι μου, σε τέτοιες στιγμές». Σταμάτησε να μου μιλάει κι έφυγε για να επιθεωρήσει ένα άλλο αυτοκίνητο που μόλις είχε φτάσει.
Ο γέρος είχε δίκιο. Το σύνθημα «Ζήτω η CNT!» και οι υψωμένες γροθιές κυριαρχούσαν στους δρόμους. Η μουσική ήταν το συνεχές κορνάρισμα των αυτοκινήτων: « CNT «, «CNT «, «CNT»… Ναι, μπροστά στα μάτια μου γεννιόταν κάτι εκπληκτικό. Δεν ήταν η γενική εικόνα που έπαιρνε μια νέα μορφή, αλλά οι χιλιάδες λεπτομέρειες που απεικόνιζαν το καινούριο. Να ένα παράδειγμα:
Ήξερα πολύ καλά ένα ζευγάρι που είχε σχέσεις με την οικογένειά μου. Τους έλεγαν Antonio και Lola. Ήταν μεσήλικες και συνέχεια μαλώνανε γιατί αυτός ήταν ζηλιάρης. Συνάντησα τη Λόλα στο οδόφραγμα, να τρέχει συνέχεια από δω κι από κει και να προσπαθεί να βοηθήσει όπου χρειαζόταν. Με παραξένεψε που την είδα εκεί, μόνη της ανάμεσα σε τόσους άντρες. Μου είπε ότι ο Αντόνιο έλειπε δύο μέρες από το σπίτι κι ότι αυτή, ανήσυχη για το τι μπορούσε να του έχει συμβεί, άρχισε να τον ψάχνει. «Οι σύντροφοι», μου είπε, «με καθησύχασαν λέγοντας ότι η απουσία του δε σημαίνει κάτι ανησυχητικό και μου πρότειναν να μείνω στο οδόφραγμα».
Μερικές ώρες αργότερα έφτασε ένα φορτηγό φορτωμένο με συντρόφους, ανάμεσά τους κι ο Αντόνιο. Η Λόλα, βλέποντάς τον, άρχισε να φωνάζει για να τη δει. Αυτός φάνηκε πολύ χαρούμενος που την είδε εκεί και στη συνέχεια ρώτησε, κάπως ανήσυχος, για την πεντάχρονη κόρη τους. Η Λόλα τον καθησύχασε. Το φορτηγό ξανάφυγε γρήγορα, με μεγάλο πάταγο, που τον σκέπαζαν οι φωνές «Ζήτω η CNT», «Ζήτω η FAI.»
Στο βλέμμα του Αντόνιο δεν υπήρχε τίποτα από την παλιά του ζήλια. Προφανώς, η επανάσταση τον είχε θεραπεύσει απ’ αυτήν την αρρώστια, είχε κάνει πιο ανθρώπινη τη σχέση του Αντόνιο και της Λόλα. Ζούσαν το ποιοτικό άλμα του περάσματος στην αταξική κοινωνία. Πόσοι και πόσες ακόμα ζούσαν την ίδια αλλαγή; Από ό,τι μπορούσα να καταλάβω απ’ όσα έβλεπα γύρω μου, πολλοί, κι αυτό ήταν το πραγματικό νόημα της επανάστασης.