91 χρόνια από το θάνατο του αναρχικού Ερρίκο Μαλατέστα
Σαν σήμερα πέθανε ο σπουδαίος Ιταλός Αναρχικός Ερρίκο Μαλατέστα, ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς και επαναστάτες του αναρχικού/ελευθεριακού κινήματος. Το/τα παρακάτω κείμενο/α είναι αλιευμένο/α από την σελίδα Ελευθεριακή Ψηφιακή Βιβλιοθήκη
Ερρίκο Μαλατέστα (14 Δεκεμβρίου 1853 – 22 Ιουλίου 1932)
Ο Μαλατέστα γεννήθηκε στην Σάντα Μαρία Κάπουα Βέτερε, στην επαρχία της Καζέρτα στη Νότια Ιταλία. Η πρώτη από μια σειρά συλλήψεων ήρθε στα δεκατέσσερά του, όταν συνελήφθη επειδή με ένα γράμμα που έγραψε, παραπονέθηκε στον βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ Β΄ για την αδικία που επικρατούσε στην περιοχή.
Ο Μαλατέστα αρχικά σπούδαζε φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο της Νάπολης- ωστόσο, απελάθηκε το 1871 επειδή συμμετείχε σε διαδήλωση. Την ίδια χρονιά, εν μέρει από τον ενθουσιασμό του για την Παρισινή Κομμούνα και εν μέρει για τη φιλία του με τον Καρμέλ Παλλαντίνο (Carmel Palladino), συμμετείχε στην πολιτική ομάδα της Νάπολης για την Πρώτη Διεθνή, ενώ έγινε αυτοδίδακτος μηχανικός και ηλεκτρολόγος. Το 1872 συνάντησε τον Μιχαήλ Μπακούνιν, μαζί με τον οποίο συμμετείχε στην Αναρχική Διεθνή του St. Imier. Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, ο Μαλατέστα προπαγάνδισε τις απόψεις της Διεθνούς στην Ιταλία και φυλακίστηκε δυο φορές για αυτές του τις δραστηριότητες.
O Μαλατέστα ανήκε ακόμη σε μία πολυμελή ομάδα Ιταλών, κυρίως αναρχικών, στη “συμμορία Ματέζε” (το όνομα οφείλεται στην επαναστατική δράση που είχε αναπτύξει αυτή η ομάδα στα όρη Ματέζε). Τον Απρίλιο του 1876, ο Μαλατέστα, ο Κάρλο Καφιέρo, o Ρώσος Στέπνιακ και περίπου 30 άλλοι ξεκίνησαν μια εξέγερση στην επαρχία Μπενεβέντο. Στην αρχή, μετέφεραν κρυφά πυρομαχικά στην περιοχή αυτή. Επειδή όμως κάποιος συνεργάτης του Μαλατέστα είχε προδώσει το σχέδιό τους στην αστυνομία, το χωριό παρακολουθείτο στενά, με συνέπεια να συλληφθούν καθ’ οδόν πολλά μέλη της ομάδας που κατευθύνονταν προς τα εκεί, ενώ μέσα στο ίδιο το χωριό σημειώθηκε ανταλλαγή πυροβολισμών με αποτέλεσμα τον τραυματισμό δύο αστυνομικών. Ο Καφιέρο και ο Μαλατέστα μαζί με περίπου άλλους 25 αναρχικούς, κατέφυγαν στα βουνά για να υποκινήσουν εξέγερση στα απομονωμένα χωριά.
Μολονότι στην αρχή σημείωσαν κάποια επιτυχία, παίρνοντας τα χωριά του Λέτινο και Γκάλλο αμαχητί – όπου και κήρυξαν εν ονόματι της Κοινωνικής Επανάστασης έκπτωτο τον βασιλιά Βιτόριο Εμμανουέλε και έκαψαν τα δημοτικά αρχεία που περιείχαν τίτλους ιδιοκτησίας, καταγραφές χρεών και φόρων, ενώ είχαν μεγάλη λαϊκή υποστήριξη αφού ακόμα και ένας παπάς της περιοχής έδειξε τη συμπαράστασή του – εν συνεχεία περικυκλώθηκαν από τα κυβερνητικά στρατεύματα. Ύστερα από διήμερη περιπλάνηση στα βουνά, ο Μαλατέστα και οι σύντροφοί του, όντας ανεπαρκώς εξοπλισμένοι και χωρίς τρόφιμα, συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στις φυλακές. Τελικώς όμως, παρά τις σοβαρότατες κατηγορίες που τους βάραιναν (συνωμοσία, σύσταση συμμορίας για ανατρεπτική δράση, φόνος κ.ά), και το ότι η υπόθεσή τους δεν καλυπτόταν από την αμνηστία που είχε δοθεί τον Φεβρουάριο του 1878 με την ενθρόνιση του νέου βασιλιά της Ιταλίας Ουμβέρτου Α’, απηλλάγησαν τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, χάρη στο γενικότερο κλίμα ηπιότητας που επικρατούσε και στην επιείκεια που επέδειξαν οι ένορκοι. Οι ριζοσπάστες, έπειτα από μια σειρά επιθέσεων στην ιταλική βασιλική οικογένεια και στους υποστηρικτές της, βρίσκονταν υπό συνεχή παρακολούθηση από την αστυνομία. Ο Μαλατέστα, ως υποστηρικτής της σοσιαλιστικής επανάστασης, τέθηκε υπό παρακολούθηση παρά το γεγονός ότι οι αναρχικοί υποστήριξαν ότι δεν είχαν καμιά σχέση με τις επιθέσεις. Επιστρέφοντας στη Νάπολη και λόγω αυτών των συνθηκών, αναγκάστηκε να φύγει από την Ιταλία για να επακολουθήσει μια μακρά περίοδος εξορίας.
Πήγε στην Αίγυπτο, όπου επισκέφτηκε κάποιους Ιταλούς φίλους αλλά σύντομα εκδιώχθηκε από τον Ιταλό πρόξενο. Επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο και αφού του αρνήθηκαν την είσοδο στη Συρία, στην Τουρκία και στην Ιταλία, αποβιβάστηκε στη Μασσαλία απ’ όπου και πήρε τον δρόμο για τη Γενεύη της Ελβετίας – τότε ιδιότυπο κέντρο αναρχικών της εποχής. Εκεί έδρασε μαζί με τους Ελυζέ Ρεκλύς (Élisée Reclus) και Πέτρο Κροπότκιν, βοηθώντας τον τελευταίο στην έκδοση του περιοδικού L’ Anarchia, ωστόσο σύντομα απελάθηκε και από την Ελβετία, και τελικά ταξίδεψε στο Λονδίνο το 1880, διαμέσου της Ρουμανίας, του Παρισιού και του Βελγίου.
Στο Λονδίνο ο Μαλατέστα εργάστηκε ως πωλητής παγωτού και ως μηχανικός, ενώ συμμετείχε το 1881 στη συνέλευση της Διεθνούς, που γέννησε την Αναρχική Διεθνή του St. Imier.
Πήγε να πολεμήσει τους Άγγλους αποικιοκράτες στην Αίγυπτο το 1882 και μυστικά επέστρεψε στην Ιταλία τον επόμενο χρόνο. Στη Φλωρεντία ίδρυσε την εβδομαδιαία αναρχική εφημερίδα La Questione Sociale (Το Κοινωνικό Ζήτημα) στην οποία εμφανίστηκε η πιο δημοφιλής του μπροσούρα, Tra Contadini (Μεταξύ Αγροτών). Ο Μαλατέστα επέστρεψε στην Νάπολη το 1884 -αφού εξέτισε μια ποινή τριών ετών- για να περιθάλψει τα θύματα της επιδημίας χολέρας. Για ακόμα μια φορά έφυγε από την Ιταλία για να γλυτώσει τη φυλάκιση, και πήγε στην Νότια Αμερική. Έζησε στο Μπουένος Άιρες από το 1885, όπου συνέχισε την έκδοση της La Questione Sociale, αναμίχθηκε στην ίδρυση της πρώτης μαχητικής ένωσης εργατών στην Αργεντινή, την Ένωση Αρτοποιών, και διαμόρφωσε τον αναρχικό χαρακτήρα των εργατικών κινητοποιήσεων στη χώρα για τα επόμενα χρόνια.
Επιστρέφοντας στην Ευρώπη το 1889, εξέδωσε εφημερίδα που ονομαζόταν L’Associazione στη Νίκαια μέχρι που αναγκάστηκε να φύγει για το Λονδίνο. Για τα επόμενα οχτώ χρόνια ο Μαλατέστα έδρασε στο Λονδίνο, κάνοντας κρυφά ταξίδια στο Παρίσι, την Ελβετία και την Ιταλία, ενώ έκανε μία περιοδεία διαλέξεων στην Ισπανία με τον Φερνάντο Ταρίντα ντελ Μαρμόλ. Αυτή την περίοδο έγραψε αρκετές σημαντικές μπροσούρες, συμπεριλαμβανομένης της L’Anarchia. Ο Μαλατέστα έπειτα πήρε μέρος στο Διεθνές Συνέδριο Αναρχικών στο Άμστερνταμ το 1907, όπου είχε έντονες διαμάχες με τον αναρχοσυνδικαλιστή Πιερ Μονά για τη σχέση ανάμεσα στον αναρχισμό και τον συνδικαλισμό (Αναρχοσυνδικαλισμός). Ο τελευταίος, σε αντίθεση με τον Μαλατέστα, πίστευε ότι ο συνδικαλισμός ήταν επαναστατικός και θα μπορούσε να δημιουργήσει τις συνθήκες της κοινωνικής επανάστασης. Ο Μαλατέστα πίστευε ότι οι συνδικαλιστικές ενώσεις ήταν ρεφορμιστικές και μπορούσαν να γίνουν ακόμα και συντηρητικές. Μαζί με τον Κρίστιαν Κορνέλισσεν παρέθεσαν ως παράδειγμα τα εργατικά συνδικάτα των ΗΠΑ, όπου συνδικαλιστικές ενώσεις απαρτιζόμενες από τους ικανότερους εργάτες μερικές φορές αντιτίθεντο στους λιγότερο ικανούς, για να αμυνθούν την προνομιακή τους θέση. Το 1912, μια συκοφαντική κατηγορία είχε ως αποτέλεσμα τρίμηνη φυλάκιση, και παραπομπή προς απέλαση. Όμως δεν απελάθηκε, ως αποτέλεσμα της καμπάνιας από τον ριζοσπαστικό τύπο και των διαδηλώσεων εργατικών οργανώσεων.
Μετά από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Μαλατέστα επέστρεψε οριστικά στην Ιταλία. Δυο χρόνια μετά την επιστροφή του, το 1921, η ιταλική κυβέρνηση τον φυλάκισε ξανά, αν και αφέθηκε ελεύθερος δυο μήνες πριν οι φασίστες ανέβουν στην εξουσία. Από το 1924 μέχρι το 1926, όταν ο Μπενίτο Μουσολίνι φίμωσε όλα τα ανεξάρτητα μέσα, ο Μαλατέστα, παρόλο που δεχόταν απειλές και η δημοσιογραφία βρισκόταν υπό κυβερνητική λογοκρισία, εξέδωσε το περιοδικό Pensiero e Volontà. Θα περνούσε τα εναπομείναντα χρόνια του έχοντας μια σχετικά ήρεμη ζωή, βγάζοντας τα προς το ζην ως ηλεκτρολόγος. Αφού υπέφερε αρκετά χρόνια από το αδύναμο αναπνευστικό του σύστημα, ανέπτυξε βρογχοπνευμονία από την οποία και πέθανε έπειτα από μερικές εβδομάδες. Πέθανε την Παρασκευή 22 Ιουλίου του 1932.
Ο Μαλατέστα ήταν ένας αναρχικός με αρχές — θα επέμενε πάντα στις αναρχικές του ιδέες όποια κι αν ήταν η κατάσταση. Πάντα απέρριπτε τα πολιτικά κόμματα και τις πολιτικές επαναστάσεις, προτιμώντας τις κοινωνικές επαναστάσεις. Ήταν καχύποπτος ακόμα και με τις επαναστατικές συνδικαλιστικές ομάδες τις οποίες υποστηρίζουν οι αναρχοσυνδικαλιστές.
Η συνεχής δουλειά του ως οργανωτής και ομιλητής ενσάρκωνε τα ιδανικά του για την ελεύθερη συνεργασία. Ο Μαλατέστα ήθελε να συμμετέχει ενεργά σε μια οργάνωση και να κάνει κάτι με τους ανθρώπους που την απαρτίζουν. Δεν είχε τη νοοτροπία του να ανήκει σε μια ομάδα απλά για να ανήκει.
Ο Μαλατέστα πίστευε ότι η αναρχική επανάσταση θα ερχόταν σύντομα, και ότι η βία θα ήταν απαραίτητο συστατικό από την στιγμή που το κράτος βασιζόταν ολοκληρωτικά στον βίαιο εξαναγκασμό. Όπως έγραψε στο άρθρο του The Revolutionary “Haste”: Είναι λαχτάρα αλλά και στόχος μας, καθένας να μπορέσει να γίνει κοινωνικά συνειδητοποιημένος και μάχιμος· αλλά για να έχουμε αυτή την κατάληξη, είναι απαραίτητο να εφοδιαστούν όλοι με τα μέσα για ζωή και ανάπτυξη, και για αυτό είναι απαραίτητο να καταστραφεί με βία – από την στιγμή που δεν γίνεται διαφορετικά – η βία που αρνείται αυτά τα μέσα στους εργάτες. ( Umanita Nova), Νούμερο 125, 6 Σεπτεμβρίου του 1921.
Ο Μαλατέστα, σύμφωνα με αυτή τη λογική, υποστήριζε τη βία ως απαραίτητο μέρος της χειραφέτησης της εργατικής τάξης.
Γ.ΚΕΙΜΕΝΑ
Η απαλλοτρίωση
Για να εκλείψει οριστικά η καταπίεση, χωρίς να υπάρχει κανένας κίνδυνος επανεμφάνισης της, πρέπει όλοι οι άνθρωποι να πεισθούν για το δικαίωμα τους επί των μέσων παραγωγής και να είναι προετοιμασμένοι να ασκήσουν αυτό το βασικό δικαίωμα, απαλλοτριώνοντας τους γαιοκτήμονες, τους βιομηχάνους και τους χρηματιστές και θέτοντας όλο τον κοινωνικό πλούτο στην διάθεση του λαού.
Στην Τέραμο σε μια συγκέντρωση αγροτών, ο τοπικός γραμματέας των συνδικάτων, ο πρόεδρος του σοσιαλιστικού συνεταιρισμού και δύο σοσιαλιστές βουλευτές έλεγαν στους αγρότες: «Να είστε έτοιμοι. Όταν οι ηγέτες σας πουν να απεργήσετε, φύγετε από τα χωράφια, και αν, από την άλλη, σας πουν να μαζέψετε μόνο το μερίδιο σας από την σοδειά, υπακούστε τους και αφήστε το υπόλοιπο αμάζευτο.» Αυτή είναι η συμβουλή των καλών ρεφορμιστών.
Διότι είναι γεγονός ότι όταν χάνεται η σοδειά, μπορεί κανείς ευκολότερα να πει στους ανθρώπους ότι η επανάσταση δεν μπορεί να γίνει, επειδή θα πεθάνουν από την πείνα. Πότε αυτοί οι κακοί ποιμένες θα αποφασίσουν να πουν στους αγρότες: «μαζέψτε όλη την σοδειά και μη δώσετε τίποτε στα αφεντικά, μετά προετοιμάστε την γη και σπείρετε την για την επόμενη χρονιά, με την απόλυτη βεβαιότητα ότι τα αφεντικά δεν πρέπει να ξαναπάρουν ποτέ τίποτε»; Εάν θέλουμε να αλλάξουμε ριζικά και όχι απλώς επιφανειακά το σύστημα, θα χρειασθεί να καταστρέψουμε εκ των πραγμάτων τον καπιταλισμό, απαλλοτριώνοντας εκείνους οι οποίοι τώρα ελέγχουν όλο τον κοινωνικό πλούτο, και ξεκινώντας αμέσως να οργανώνουμε, σε τοπική βάση και χωρίς να χρησιμοποιούμε τις νόμιμες οδούς, μια νέα κοινωνική ζωή. Πράγμα που σημαίνει ότι για να δημιουργήσουμε την «κοινωνική δημοκρατία», θα πρέπει προηγουμένως να εγκαθιδρύσουμε .. .την Αναρχία!
Μια από τις βασικές αρχές του αναρχισμού είναι η κατάργηση του μονοπωλίου επί της γης, των πρώτων υλών ή των μέσων παραγωγής, και συνεπώς η κατάργηση της εκμετάλλευσης της εργασίας των άλλων από εκείνους που κατέχουν τα μέσα παραγωγής. Η ιδιοποίηση της εργασίας των άλλων, όλων εκείνων των πραγμάτων τα οποία επιτρέπουν σε έναν άνθρωπο να ζει χωρίς να συνεισφέρει το μερίδιο του στην κοινωνία, αποτελεί, από αναρχική και σοσιαλιστική άποψη, κλοπή. Οι γαιοκτήμονες, οι καπιταλιστές, με βία και ατιμία έχουν καταληστέψει τον λαό από την γη και όλα τα μέσα παραγωγής, συνέπεια δε αυτής της αρχικής κλοπής είναι ότι μπορούν να αποσπούν καθημερινά από τους εργάτες το προϊόν της εργασίας τους- Ωστόσο υπήρξαν τυχεροί κλέφτες, έχουν γίνει ισχυροί, έχουν θεσπίσει νόμους για να νομιμοποιήσουν την θέση τους και έχουν οργανώσει ένα ολόκληρο σύστημα καταστολής για να υπερασπίσουν τον εαυτό τους, τόσο από τις απαιτήσεις των εργατών όσο και από εκείνους που θα ήθελαν να τους αντικαταστήσουν, χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα.
Τώρα η κλοπή των πρώτων ονομάζεται ιδιοκτησία, εμπόριο, βιομηχανία κ.ο.κ-, ενώ ο όρος ληστές στην καθομιλουμένη επιφυλάσσεται για εκείνους οι οποίοι θα ήθελαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα των καπιταλιστών αλλά, έχοντας έλθει πολύ αργά και σε αντίξοες περιστάσεις, δεν μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο χωρίς να στραφούν εναντίον του νόμου.
Ωστόσο, τα διαφορετικά ονόματα με τα οποία συνήθως αναφέρονται, δεν μπορούν να απαλείψουν την ηθική και κοινωνική ταυτότητα των δυο θέσεων. Ο καπιταλιστής είναι ένας κλέφτης ο οποίος πέτυχε, χάρη στις δικές του προσπάθειες ή εκείνες των προγόνων του· ο κοινός κλέφτης είναι ένας επίδοξος καπιταλιστής ο οποίος απλώς προσδοκά να γίνει τέτοιος πραγματικά, να ζει, χωρίς να εργάζεται, από την «μπάζα» του, δηλαδή από την εργασία των άλλων. Ως εχθροί των καπιταλιστών, δεν μπορούμε να τρέφουμε συμπάθεια για τον κλέφτη που φιλοδοξεί να γίνει καπιταλιστής. Όντας θιασώτες της απαλλοτρίωσης από τον λαό προς όφελος όλων, δεν μπορούμε ως αναρχικοί να σχετιζόμαστε με ενέργειες οι οποίες απλώς αποσκοπούν στην μεταφορά πλούτου από τα χέρια του ενός αφεντικού στα χέρια ενός άλλου, Βεβαίως, αναφέρομαι στον επαγγελματία κλέφτη, το άτομο που δεν θέλει να εργάζεται και αναζητά τα μέσα για να ζει παρασιτικά από την εργασία των άλλων. Το ζήτημα είναι εντελώς διαφορετικό όταν ένας άνθρωπος, στον οποίο στερούν τα μέσα εργασίας, κλέβει προκειμένου αυτός ή τα μέλη της οικογένειας του να μην πεθάνουν από την πείνα. Σε αυτήν την περίπτωση, η κλοπή (αν μπορεί να ονομασθεί έτσι) είναι μια εξέγερση κατά της κοινωνικής αδικίας και μπορεί να αποβεί το ιερότερο δικαίωμα και το επιτακτικότερο καθήκον…Είναι αλήθεια ότι ο επαγγελματίας κλέφτης είναι και αυτός θύμα του κοινωνικού περιβάλλοντος.
Το παράδειγμα που δίδουν οι ανώτεροι του, το μορφωτικό του υπόβαθρο, και οι απεχθείς συνθήκες μέσα στις οποίες πολλοί άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται, εύκολα εξηγούν τον λόγο για τον οποίο ορισμένοι άνθρωποι που δεν είναι ηθικά καλύτεροι από τους συγχρόνους τους, βρισκόμενοι μπροστά στην επιλογή να είναι εκμεταλλευτές ή υποκείμενοι στην εκμετάλλευση, επιλέγουν να είναι το πρώτο και επιδιώκουν να γίνουν εκμεταλλευτές με όποιο μέσο μπορούν. Όμως αυτά τα ελαφρυντικά θα μπορούσαν να ισχύουν εξίσου και για τους καπιταλιστές, αλλά κάνοντας κανείς κάτι τέτοιο απλώς καταδεικνύει σαφέστερα την βασική ταυτότητα των δύο επαγγελμάτων. Εφ’ όσον οι αναρχικές ιδέες δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να ωθήσουν τους ανθρώπους να γίνουν καπιταλιστές, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ούτε για να κάνουν τους ανθρώπους κλέφτες. Αντιθέτως, προσφέροντας στους δυσαρεστημένους ανθρώπους ιδέες για μια καλύτερη ζωή και την ελπίδα για μια γενική χειραφέτηση, οι αναρχικές ιδέες υποστηρίζουν, αν μη τι άλλο, την παραίτηση από κάθε νόμιμη ή παράνομη πράξη, η οποία ενθαρρύνει την προσαρμογή στο καπιταλιστικό σύστημα και τείνει να το διαιωνίζει. Παρ’ όλα αυτά, το κοινωνικό περιβάλλον είναι τόσο ισχυρό και οι ατομικές ιδιοσυγκρασίες τόσο διαφορετικές, ώστε δεν υπάρχει κανένας λόγος για να μη γίνουν κλέφτες κάποιοι αναρχικοί, όπως ακριβώς υπάρχουν κάποιοι που γίνονται επιχειρηματίες ή βιομήχανοι· αλλά, εν προκειμένω, τόσο οι μεν όσο και οι δε, ενεργούν έτσι, όχι εξ αιτίας κάποιων αναρχικών ιδεών αλλά ενάντια σε αυτές.
Oι αναρχικοί και η ηθική
Ο αριθμός αυτών που δηλώνουν αναρχικοί σήμερα ειναι τόσο μεγάλος, και κάτω από το όνομα αναρχία κρύβονται θεωρίες τόσο διαφορετικές και αντιφατικές, ώστε θα είχαμε πραγματικά άδικο αν τα χάναμε όταν το κοινό, που δεν είναι εξοικειωμένο με τις ιδέες μας, που δεν μπορεί να ξεχωρίσει αμέσως τις μεγάλες διαφορές που κρύβονται κάτω από την ίδια τη λέξη, μένει αδιάφορο στη προπαγάνδα μας και μας περιφρονεί.
Δεν μπορούμε φυσικά να εμποδίσουμε τους άλλους να χρησιμοποιούν όποιο όνομα θέλουν όσο για το να σταματήσουμε εμείς να λεγόμαστε αναρχικοί αυτό δεν θα βοηθούσε σε τίποτα, γιατί ο κόσμος θα πίστευε απλούστατα ότι αλλάξαμε απόψεις.
Αυτό που όλο και όλο μπορούμε και πρέπει να κάνουμε, είναι να διαχωρίζουμε ξεκάθαρα τη θέση μας από όσους έχουν διαφορετική αντίληψη για την αναρχία και από όσους, αν και έχουν τις ίδιες θεωρητικές απόψεις με μας, βγάζουν από αυτές πρακτικά συμπεράσματα διαφορετικά από τα δικά μας. Ο διαχωρισμός της θέσης μας πρέπει να είναι αποτέλεσμα μιας ξεκάθαρης έκθεσης των ιδεών μας και της ειλικρινούς και αδιάκοπης επανάληψης των απόψεων μας για όλα τα γεγονότα που έρχονται σε αντίθεση με τις ιδέες και την ηθική μας, χωρίς να έχουμε στο μυαλό μας την υπεράσπιση κάποιου συγκεκριμένου προσώπου ή χώρου. Γιατί αυτή η δήθεν αλληλεγγύη ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν ανήκουν και δεν θα μπορούσαν να ανήκουν στον ίδιο χώρο, υπήρξε ακριβώς ένα από τα βασικά αίτια της σύγχυσης.
Έχουμε φτάσει στο σημείο πολλοί να εξυμνούν στους συντρόφους τα ίδια πράγματα που καταδικάζουν στους αστούς, και φαίνεται ότι το μοναδικό τους κριτήριο για το αν μια πράξη είναι καλή ή κακή, είναι το αν αυτός που την έκανε δηλώνει αναρχικός ή οχι. Πολλά σφάλματα έχουν φέρει τους μεν στο σημείο να αντιφάσκει ανοιχτά η πρακτική τους με τις αρχές που διακυρήσουν θεωρητικά, και τους δε να ανέχονται τέτοιες αντιφάσεις. Παρόμοια πολλοί λόγοι έχουν φέρει κοντά μας ανθρώπους που στο βάθος αδιαφορούν για την αναρχία και για όλα ξεπερνούν τα στενά τους ατομικά συμφέροντα. Δεν μπορώ να εξαντλήσω εδώ μια μεθοδική και εξαντλητική μελέτη όλων αυτών των σφαλμάτων, θα αρκεστώ να μιλήσω για αυτά που με έχουν εντυπωσιάσει περισσότερο.
Ας μιλήσουμε για την ηθική.
Δεν είναι σπάνιο να συναντάμε αναρχικούς που αρνούνται την ηθική. Στην αρχή λένε απλώς ότι σαν θεωρητική άποψη δεν παραδέχονται καμία απόλυτη, αιώνια και αμετακίνητη ηθική, και στην πράξη επαναστατούν εναντίον της αστικής ηθικής, που επιδοκιμάζει την εκμετάλλευση των μαζών και καταφέρεται εναντίον όλων των πράξεων που βλάπτουν ή απειλούν τα συμφέροντα των προνομιούχων. Έπειτα σιγά σιγά όπως συμβαίνει σε τόσες και τόσες περιπτώσεις παίρνουν το σχήμα του λόγου για επακριβή έκφραση της αλήθειας. Λησμονούν ότι στην τωρινή ηθική πλάι στους κανόνες που προβάλουν οι παπάδες και τα αφεντικά για να κατοχυρώσουν την κυριαρχία τους βρίσκονται και άλλοι ,περισσότεροι και ουσιαστικότεροι που χωρίς αυτούς θα ήταν αδύνατη κάθε κοινωνική συμβίωση. Λησμονούν ότι το να επαναστατείς εναντίον κάθε κανόνα που επιβάλλεται με τη βία δεν σημαίνει καθόλου ότι πρέπει να μην έχεις κανένα συναίσθημα υποχρέωσης και καμία ντροπή απέναντι στους άλλους. Λησμονούν ότι για να καταπολεμήσεις σωστά μια ηθική πρέπει να της αντιπαραθέσεις, τόσο στη θεωρία όσο και στη πράξη μια ηθική ανώτερη. Και καταλήγουν με τη βοήθεια της ιδιοσυγκρασίας τους και των περιστάσεων να γίνουν ανήθικοι με όλη τη σημασία της λέξεως, άνθρωποι χωρίς κανόνες συμπεριφοράς, χωρίς κριτήριο που να καθοδηγεί τις πράξεις τους, που υποκύπτουν παθητικά στη παρόρμηση της στιγμής. Σήμερα στερούνται το ψωμί τους για να βοηθήσουν ένα σύντροφο αύριο θα σκοτώσουν έναν άνθρωπο για να πάνε στις πουτάνες.
Η ηθική είναι το σύνολο των κανόνων συμπεριφοράς που θεωρεί καλό κάποιος άνθρωπος. Μπορεί να βρίσκει κανείς κακή την κρατούσα ηθική μιας συγκεκριμένης εποχής μιας χώρας ή μιας κοινωνίας και πράγματι η αστική ηθική είναι κάτι παραπάνω από κακή, όμως δεν μπορούμε να διανοηθούμε μια κοινωνία χωρίς καμία ηθική ούτε ένα συνειδητό άνθρωπο χωρίς κανένα κριτήριο για το τι ειναι καλό και κακό για τον εαυτό του και τους άλλους.
Όταν χτυπάμε την τωρινή κοινωνία, αντιπαραθέτουμε στην ατομιστική αστική ηθική την ηθική της αλληλεγγύης, και προσπαθούμε να εγκαθιδρύσουμε θεσμούς που ανταποκρίνονται στο πως εμείς κάνουμε τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Αν δεν κάναμε αυτό το πράγμα πως θα μπορούσαμε να βρούμε ότι τα αφεντικά εκμεταλλεύονται το λαό;
Μια άλλη απαράδεκτη άποψη που μερικοί την υποστηρίζουν ειλικρινά και άλλοι την χρησιμοποιούν σα δικαιολογία είναι ότι το σημερινό κοινωνικό περιβάλλον δε σου επιτρέπει να είσαι ηθικός και ότι κατά συνέπεια μάταια πασχίζεις όταν οι προσπάθειες σου είναι εκ των προτέρων καταδικασμένες σε αποτυχία ΄το καλύτερο είναι να εκμεταλλευόμαστε όσο μπορούμε τις περιστάσεις προς όφελος μας και να μη νοιαζόμαστε για τους άλλους΄ θα αλλάξουμε ζωή όταν αλλάξει η οργάνωση της κοινωνίας. Βέβαια κάθε αναρχικός καταλαβαίνει σήμερα ότι η αδυσώπητη οικονομική κατάσταση επιβάλει στον άνθρωπο να παλεύει εναντίον των άλλων ανθρώπων και βλέπει σαν καλός παρατηρητής πόσο ανίσχυρη είναι η προσωπική επανάσταση ενάντια στο πανίσχυρο κοινωνικό περιβάλλον. Ένα όμως είναι εξίσου αληθινό, ότι χωρίς την προσωπική επανάσταση και χωρίς την συνεργασία με άλλους ανθρώπους επαναστατημένους με σκοπό την αντίσταση στη δύναμη του κοινωνικού περιβάλλοντος και στην προσπάθεια για μετασχηματισμό του, αυτό το κοινωνικό περιβάλλον δεν θα άλλαζε ποτέ.
Είμαστε όλοι χωρίς εξαίρεση υποχρεωμένοι να ζούμε λίγο πολύ σε αντίθεση με τις ιδέες μας είμαστε όμως αναρχικοί ακριβώς στο μέτρο που βασανιζόμαστε από αυτή την αντίθεση και προσπαθούμε όσο είναι δυνατόν να τη μικρύνουμε. Τη μέρα που δεν θα προσαρμοζόμασταν στο περιβάλλον, δε θα είχαμε πια τη λαχτάρα να το μετασχηματίσουμε και θα γινόμασταν και εμείς αστοί.
ΑΦΡΑΓΚΟΙ ΙΣΩΣ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΑΣΤΟΙ ΣΤΑ ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ ΜΑΣ
Η ιδιοκτησία
Οι αντίπαλοι μας, ιδιοτελείς υπερασπιστές του συστήματος, συνηθίζουν να λένε, προκειμένου να υπερασπίσουν το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία, ότι αυτό αποτελεί συνθήκη και εγγύηση της ελευθερίας.
Συμφωνούμε μαζί τους. Μήπως διαρκώς δεν επαναλαμβάνουμε ότι ο φτωχός είναι δούλος; Τότε, γιατί είναι αντίπαλοι μας; Ο λόγος είναι σαφής και συνίσταται στο ότι, στην πραγματικότητα, η ιδιοκτησία την οποία υπερασπίζονται είναι η καπιταλιστική ιδιοκτησία, δηλαδή ιδιοκτησία η οποία επιτρέπει σε ορισμένους να ζουν από την εργασία των άλλων, και η οποία, επομένως, προϋποθέτει μια τάξη απόκληρων, ακτημόνων, αναγκασμένων να πωλούν στους ιδιοκτήτες την εργατική τους δύναμη λιγότερο, από όσο αξίζει.
Ο κύριος λόγος της βάρβαρης εκμετάλλευσης της φύσης, αλλά και των δεινών των εργατών, των ανταγωνισμών και των κοινωνικών αγώνων, είναι το δικαίωμα στην ιδιοκτησία που παρέχει στους ιδιοκτήτες της γης, των πρώτων υλών και όλων των μέσων παραγωγής, την δυνατότητα να εκμεταλλεύονται την εργασία των άλλων και να οργανώνουν την παραγωγή όχι χάριν της ευημερίας του συνόλου, αλλά για να εξασφαλίσουν ένα μέγιστο κέρδος στον εαυτό τους.
Η ιδιοκτησία συνεπώς πρέπει να καταργηθεί. Η αρχή χάριν της οποίας πρέπει να παλέψουμε και ως προς την οποία δεν μπορούμε να συμβιβασθούμε, είτε νικήσουμε είτε ηττηθούμε, είναι ότι όλοι, πρέπει να κατέχουν τα μέσα παραγωγής, προκειμένου να εργάζονται χωρίς να υποτάσσονται στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, μικρή ή μεγάλη.
Η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, θα έρθει, εάν έρθει, από την πίεση των περιστάσεων, από τα απτά πλεονεκτήματα της κομμουνιστικής διεύθυνσης και από το αναπτυσσόμενο πνεύμα αδελφοσύνης. Αλλά εκείνο που πρέπει να καταστραφεί αμέσως, ακόμη και βιαίως εάν χρειασθεί, είναι η καπιταλιστική ιδιοκτησία, το γεγονός δηλαδή ότι λίγοι ελέγχουν τον φυσικό πλούτο και τα εργαλεία παραγωγής και μπορούν να υποχρεώνουν τους άλλους να εργάζονται γι’ αυτούς. Ένας επιβεβλημένος κομμουνισμός θα ήταν η απεχθέστερη τυραννία που θα μπορούσε να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Ο δε ελεύθερος και εθελούσιος κομμουνισμός δεν είναι παρά καθαρή ειρωνεία, εάν δεν έχει κανείς το δικαίωμα και την δυνατότητα να ζει σε ένα διαφορετικό καθεστώς, κολεκτιβιστικό, μουτουελιστικό ή ατομικιστικό κατά το δοκούν, πάντοτε όμως υπό την προϋπόθεση ότι δεν υφίσταται καμία καταπίεση ή εκμετάλλευση των άλλων.
Ο αγρότης, λοιπόν, είναι ελεύθερος να καλλιεργήσει το χωράφι του μόνος του, εάν το επιθυμεί ο υποδηματοποιός είναι ελεύθερος να συνεχίσει να εργάζεται στο εργαστήριο του και ο σιδηρουργός στο μικρό σιδηρουργείο του. Απομένει να δούμε αν, αδυνατώντας να βρουν βοήθεια ή ανθρώπους για να εκμεταλλευθούν -και δεν θα έβρισκαν κανέναν, διότι ουδείς, έχοντας ένα δικαίωμα επί των μέσων παραγωγής και όντας ελεύθερος να εργασθεί μόνος του ή ως ίσος ανάμεσα σε άλλους στις μεγάλες παραγωγικές οργανώσεις, θα ήθελε να τον εκμεταλλεύεται ένας μικρός εργοδότης- έλεγα λοιπόν, απομένει να δούμε αν αυτοί οι απομονωμένοι εργάτες θα θεωρήσουν βολικότερο να συνδεθούν με άλλους, εντασσόμενοι εκουσίως σε κάποια από τις υφιστάμενες κοινότητες.
Η καταστροφή των τίτλων ιδιοκτησίας δεν θα έβλαπτε τον ανεξάρτητο εργάτη, του οποίου ο πραγματικός τίτλος είναι η ικανότητα του και η εργασία την οποία επιτελεί.
Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η καταστροφή των τίτλων των ιδιοκτητών, οι οποίοι εκμεταλλεύονται την εργασία των άλλων και, προ πάντων, η απαλλοτρίωση τους για να περιέλθουν όντως η γη, τα κτήρια, τα εργοστάσια και όλα τα μέσα παραγωγής σε εκείνους οι οποίοι επιτελούν την εργασία. Είναι αυτονόητο ότι οι πρώην ιδιοκτήτες δεν θα έχουν παρά να συμμετέχουν στην παραγωγή, με όποιον τρόπο μπορούν, για να θεωρούνται ίσοι με όλους τους άλλους εργάτες.
Η ιδιοκτησία [κατά την επαναστατική περίοδο] πρέπει να είναι ατομική ή συλλογική; Και η κολεκτίβα, οποία θα έχει στην διάθεση της τα κοινά αγαθά, θα είναι τοπική ομάδα, η λειτουργική ομάδα, η βασιζόμενη στην πολιτική συγγένεια ομάδα, η οικογενειακή ομάδα – αποτελείται από ολόκληρο τον πληθυσμό ενός έθνος συνολικά και, τελικώς, από όλη την ανθρωπότητα; Ποιες μορφές θα προσλάβουν η παραγωγή και η διανομή; θα είναι ο θρίαμβος του κομμουνισμού (συνεργατική παραγωγή και ελεύθερη κατανάλωση για όλους),του κολεκτιβισμού (συλλογική παραγωγή και διανομή αγαθών βάσει της εργασίας που επιτελεί κάθε άτομο), ατομικισμού (στον καθένα ξεχωριστά η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και η απόλαυση όλων προϊόντων της εργασίας του), ή άλλων σύνθετων μορφών τις οποίες θα υποδείξουν το ατομικό συμφέρον και κοινωνικό ένστικτο, φωτισμένα από την εμπειρία;
Πιθανώς, κάθε εφικτή μορφή κατοχής και αξιοποίησης των μέσων παραγωγής και κάθε τρόπος διανομής των προϊόντων, θα δοκιμασθούν ταυτοχρόνως σε μια ή πολλές περιοχές, συνδυαζόμενα και τροποποιούμενα μέχρις ότου η εμπειρία δείξει ποια μορφή ή μορφές είναι η καταλληλότερη ή οι καταλληλότερες. Εν τω μεταξύ… η ανάγκη να μην διακοπεί η παραγωγή και η αδυναμία αναστολής της κατανάλωσης των αναγκαίων προς το ζην, θα καταστήσουν απαραίτητη την λήψη αποφάσεων για την συνέχιση της καθημερινής ζωής παράλληλα με την συνέχιση της απαλλοτρίωσης, θα πρέπει να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε, στο μέτρο δε που θα εμποδίζεται η δημιουργία και η εδραίωση νέων προνομίων, θα υπάρχει χρόνος για να βρεθούν οι καλύτερες λύσεις. Ποια είναι κατά την γνώμη μου η καλύτερη λύση την οποία θα έπρεπε κανείς να προσπαθεί να προσεγγίσει;
Χαρακτηρίζω τον εαυτό μου κομμουνιστή, διότι ο κομμουνισμός μου φαίνεται ότι είναι το ιδανικό το οποίο πρέπει να επιδιώκει η ανθρωπότητα, καθώς η αγάπη μεταξύ των ανθρώπων και η αφθονία των αγαθών θα τους απαλλάξουν από τον φόβο της πείνας, καταστρέφοντας έτσι το μείζον εμπόδιο για την αδελφοσύνη τους.
Αλλά, πραγματικά, πολύ σημαντικότερα και από τις πρακτικές μορφές οργάνωσης, οι οποίες πρέπει αναπόφευκτα να εναρμονισθούν με τις συνθήκες και οι οποίες θα βρίσκονται σε μια διαρκή κατάσταση αλλαγής, είναι το πνεύμα από το οποίο θα εμφορούνται οι οργανώσεις αυτές και η μέθοδος που θα χρησιμοποιηθεί για την δημιουργία τους· το πλέον σημαντικό, πιστεύω, είναι ότι θα πρέπει να κατευθύνονται από το πνεύμα της δικαιοσύνης και την επιθυμία του γενικού καλού, και ότι θα πρέπει να επιτυγχάνουν τους σκοπούς τους πάντοτε ελευθέρως κι εθελουσίως.
Εάν όντως θα υπάρχει ελευθερία και πνεύμα αδελφοσύνης, τότε όλες οι λύσεις θα έχουν τον ίδιο στόχο τη, χειραφέτησης και της διαφώτισης του ανθρώπου και θα καταλήξουν να εναρμονισθούν δια της συγχωνεύσεως. Εάν, αντιθέτως, δεν θα υπάρχει ελευθερία και η επιθυμία για το καλό όλων θα απουσιάζει, η όποια μορφή οργάνωσης δεν μπορεί παρά να έχει ως αποτέλεσμα την αδικία την εκμετάλλευση και τον δεσποτισμό.
πηγές:
- Ελευθεριακή ψηφιακή βιβλιοθήκη
- Αthens.indymedia.org
άλλα κείμενα: