Προλετάριοι μετά τον Μαρξ.
“Η θνήσκουσα Ρώμη κειτόταν για αιώνες στην νεκρική της κλίνη… μια νεκρική κλίνη απλωμένη σε ολάκερο τον Κόσμο… ο οποίος δεν μπορούσε να της προσφέρει άλλη βοήθεια παρά να επιταχύνει το θάνατο της. Οι Βάρβαροι ήρθαν για να προσφέρουν αυτή την εκδούλευση”.
J. G. Herder, Outlines of a Philosophy of History
Τον τελευταίο καιρό είναι σε εξέλιξη δύο μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις που, με μια πρώτη ανάγνωση, φαίνεται ότι διεξάγονται με εντελώς διαφορετικά διακυβεύματα, στην ουσία όμως εγγράφονται στο ίδιο πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού. Αποτελούν δηλαδή τους δύο πόλους της σχέσης που χαρακτηρίζει την βασική κοινωνική αντίφαση της ιστορικής περιόδου που διανύουμε. Αναφέρομαι φυσικά στον άνισο αγώνα που κάνουν οι μετανάστες για να αποτρέψουν το κλείσμο του καμπ στον Ελαιώνα και την μαζική μετακίνηση τους, ενώ το άλλο μέτωπο βρίσκεται στην Θεσ/νικη , εκεί όπου συνεχίζεται η απεργία των εργατών της Μαλαματίνας, με διακηρυγμένο στόχο να ανασταλεί η απόφαση της διοίκησης του εργοστασίου για δεκαπέντε απολύσεις.i Εκ πρώτης όψεως , οι δύο αυτές στιγμές της κοινωνικής πάλης εξελίσσονται σαν δύο παράλληλες γραμμές , χωρις κάπου οι πορείες τους να διασταυρώνονται. Παρ’ όλα αυτά, και οι δύο προέκυψαν ως αποτέλεσμα της σύγχρονης ιστορικής κίνησης του κεφαλαίου. Ανήκουν εξίσου σε μια διαλεκτική σχέση που καθορίζει την μορφή της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στις ελίτ και τα ετεροκαθοριζόμενα στρώματα, αλλά και ανάμεσα στις ίδιες τις υποτελείς ομάδες μέσα στα όρια που βάζει ο ετερόνομος κοινωνικός σχηματισμός.
Στην περίπτωση των μεταναστών συμπυκνώνεται η αντίφαση της καπιταλιστικής ύστερης νεοτερικότητας στην πιο χαρακτηριστική μορφή της. Οι συνεχείς και ασταμάτητες υπερεθνικές προλεταριακές ροές προκαλούν τρόμο στα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα και αντιμετωπίζονται με μέτρα και μεθόδους που εντάσσονται σε μια λογική στρατιωτικής διαχείρισης του ζητήματος. Ο μαζικός εγκλεισμός είναι το μοντέλο που έχει επικρατήσει , το οποίο εξυπηρετεί την ανάγκη να κρατηθούν οι προλεταριακοί πληθυσμοί διαχωρισμένοι και απομονωμένοι ο ένας απ’ τον άλλο. Τόσο από την άποψη της χωροταξίας, όσο και με την ιδεολογική-πολιτική έννοια. Εξάλλου, η δομή που ιστορικά συνιστά το αρχέτυπο της κοινωνικής θέσμισης του ρατσισμού, δηλαδή οι φυλετικές διακρίσεις σε βάρος των μαύρων που επιβλήθηκαν στις ΗΠΑ από τις αρχές του 18ου αιώνα κι έπειτα, δεν χρωστάει την ύπαρξη της σε μια, μυστικιστική σχεδόν, λατρεία του αίματος , όπως διατείνονταν οι απολογητές του φυλετισμού της εποχής. Τα κίνητρα πίσω από την επεξεργασία και σταδιακή καθιέρωση των αποκρουστικών φαντασιακών σημασιών του ρατσισμού ήταν πολύ πιο πεζά. Αφορούσαν την ύπαρξη μιας ευδιάκριτης γραμμής που θα διέκρινε τα πληβειακά στρώματα των λευκών φτωχών, οι οποίοι υπάγονταν σε συγκεκριμένες και σαφώς καθορισμένες σχέσεις οικονομικής εκμετάλλευσης, από τις μάζες των μαύρων σκλάβων, τα σώματα των οποίων μεταβολίζονταν ολόκληρα και αποβάλλονταν χωρίς συνέπειες από την καπιταλιστική μηχανή.ii
Θα ήταν βέβαια σφάλμα να θεωρήσουμε ότι το ποιοτικό εκείνο στοιχείο που μπορεί να μας βοηθήσει να διαυγάσουμε το κοινωνικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο αναπτύχθηκαν αυτές οι διαφορετικού τύπου σχέσεις οικονομικής εκμετάλλευσης, είναι η ύπαρξη ενός κανονιστικού νομικού πλαισίου για τους λευκούς, και η απουσία μιας τυπικής ρύθμισης για τους μαύρους. Στο κάτω, κάτω, τόσο η φυλετική συνοχή μέσω της οποίας έγινε δυνατή η φυσική αναπαραγωγή μιας κληρονομικής κάστας σκλάβων, όσο και ο αποκλεισμός κάθε οδούς διαφυγής για τους μαύρους εργάτες από αυτό το καθεστώς απόλυτου ετεροκαθορισμού, ήταν έργο πολύ μελετημένων και καλά επεξεργασμένων πολιτειακών νομοθετημάτων. Με άλλα λόγια, ο θεσμός της σύγχρονης δουλείας δεν αναπτύχθηκε “αυθόρμητα”, μέσα σε ένα νομικό κενό, αλλά τουναντίον ήταν το σωρευτικό αποτέλεσμα ενός πλέγματος νόμων που σταδιακά αφαίρεσαν απ’ τον μαύρο πληθυσμό κάθε ίχνος της ανθρώπινης υπόστασης τους.
Φυσικά, στον “φωτισμένο” αιώνα που ζούμε , το “αίμα” δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό σαν αιτία για την επιβολή γενικευμένων κοινωνικών αποκλεισμών. Αντ’ αυτού, οι νεοφιλελεύθερη γραφειοκρατική ελίτ των Βρυξελλών κάνει λόγο για αλλότριες, ετερόνομες κουλτούρες των λαών της περιφέρειας που είναι υπαρξιακά ασύμβατες με τις οικουμενικές αξίες του δυτικού τρόπου ζωής. Όποια κι αν είναι η όψιμη δικαιολογία που επικαλούνται οι θεσμισμένες εξουσίες, στην βάση της επανεμφάνισης των στρατοπέδων συγκέντρωσης βρίσκεται και πάλι η ανάγκη για φτηνή, ανειδίκευτη εργασία. Ενώ οι αρχηγοί των ευρωπαϊκών κρατών συνωστίζονται στις αυλές των Αράβων εμήριδων του Κόλπου και τους εκλιπαρούν για “επενδύσεις”, στους μουσουλμάνους προλετάριους που εγκατέλειψαν άρον, άρον τις χώρες τους για να ξεφύγουν απ’ τον πόλεμο και την οικολογική καταστροφή, επιφυλάσσουν την πιο σκληρή και απάνθρωπη μεταχείριση. Από αυτή την άποψη, το κριτήριο που βαραίνει καθοριστικά ώστε να ενταχτεί ο νεοφέρμενος στην κατηγορία του τρόφιμου των στρατοπέδων δεν είναι η κουλτούρα, ή η θρησκεία, αλλά μάλλον η παντελής έλλειψη των μέσων αυτοσυντήρησης, η ένδεια. Η διαφορά της σύγχρονης δουλείας με αυτήν που υπήρχε στις ΗΠΑ είναι ότι η θεσμοποίηση της παλαιάς μορφής δουλείας συντελέστηκε μέσα σε συνθήκες αλματώδους ανάπτυξης της Αμερικανικής βιομηχανίας που εκείνη την περίοδο διεκδικούσε την κυρίαρχη θέση της μέσα στις ιεραρχίες της καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Αντίθετα, στην εποχή μας τα κύματα των μεταναστών που ξεβράζονται στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ είναι το σύμπτωμα της παρακμής της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, η απόδειξη της αδυναμίας της να αναπαραχθεί στην περιφέρεια.
Όσο κι αν αρνούνται να το παραδεχτούν, οι ευρωπαίοι διαμορφωτές της πολιτικής φοβούνται ότι θα έχουν την ίδια κατάληξη με την αρχαία Ρώμη. Τρέμουν μπροστά στα στίφη των βαρβάρων που θα ποδοπατήσουν τους θεσμούς της ΕΕ κάτω απ’ τα βρώμικα σανδάλια τους και θα αλλοιώσουν την ταυτότητα των ευρωπαϊκών λαών. Στις μέρες μας υπάρχει άλλωστε μια ευρεία συναίνεση μεταξύ των ακαδημαϊκών ιστορικών της ύστερης αρχαιότητας, ότι αυτό που περιγράφαμε μέχρι σήμερα με τον ιδεολογικά και πολιτικά φορτισμένο όρο της “εισβολής”, στην πραγματικότητα ήταν μια σταδιακή διαδικασία μετεγκατάστασης των γερμανικών φυλών στις περιοχές που βρίσκονταν μέσα στην επικράτεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.iii Κι αν ο πόλεμος δεν αποτέλεσε το μοναδικό μέσο που χρησιμοποίησαν οι Γερμανοί για να αποσπάσουν την συγκατάθεση των Ρωμαίων αναφορικά με την είσοδο τους στην αυτοκρατορία, η συνύπαρξη τους με τους εκρωμαϊσμένους κατοίκους της δεν ήταν πάντοτε ειρηνική, ούτε θέλησαν ποτέ να υιοθετήσουν τις συνήθειες τους και να ενστερνιστούν ολοκληρωτικά τον τρόπο ζωής των Ρωμαίων. Η έλευση των Γερμανών μακροπρόθεσμα κατέληξε στην αποσύνθεση των παραδοσιακών δομών της ρωμαϊκής κοινωνίας και στην κατάρρευση της πολιτειακής συγκρότησης της αυτοκρατορίας.
Υπάρχει εδώ ένα κοινό σημείο ανάμεσα σε μια αδύναμη, παρηκμασμένη Ρώμη που στάθηκε ανήμπορη να διαπαιδαγωγήσει και να απορροφήσει τους σκληροτράχηλους νέους υπηκόους της και στην δομική αδυναμία ενός καπιταλισμού σε παρατεταμένη κρίση να βρει έναν ρόλο για τις νέες αφίξεις του υπερεθνικού προλεταριάτου. Να τις ενσωματώσει στην παραγωγή και μ’ αυτόν τον τρόπο να τους εντάξει στην κοινωνική ολότητα. Η μαζική μετανάστευση συμβαίνει μέσα σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο αποενσωμάτωσης του προλεταριάτου από την κοινωνία. Μια συστημική τάση εξοβελισμού της ζωντανής εργασίας από την παραγωγή. Κι εδώ είναι που οι απόκληροι των στρατοπέδων συναντιούνται δυνητικά με τους πολιορκημένους εργάτες της Μαλαματίνας. Παρά τα σταθερά χαρακτηριστικά που ένας μαρξισμός επηρεασμένος απο τον θετικισμό έτεινε να προσδίδει στο καπιταλιστικό σύστημα, με κυριότερο από αυτά την υποτιθέμενη “απελεύθερωση” της εργασίας ώστε να διατίθεται ως εμπόρευμα μέσω της αγοράς, μέσα στην ιστορική κίνηση του καπιταλισμού μπορούμε να διακρίνουμε την εξέλιξη δύο τάσεων φανερά ασύμβατων με αυτό το συμβατικό μοντέλο θεωρητικής ανάλυσης.
Η πρώτη όπως είπαμε , είναι η αποδέσμευση του κεφαλαίου από αυτό που ο Z. Bauman ονόμαζε “αλληλεξάρτηση” με την εργασία.iv Μια σχέση αμοιβαιότητας που αναγνωρίζεται ως δομικό στοιχείο αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος, τόσο από τους μαρξιστές, όσο και από αναρχικούς όπως ο Bookchin. Στην ζωντανή εργασία ο καπιταλισμός βρήκε την πηγή της κερδοφορίας του, αλλά και το αντικειμενικό όριο της ανάπτυξης του. Κι αυτό γιατί όσο κι αν τελειοποιήθηκε το εργοστασιακό σύστημα πειθάρχησης των βιομηχανικών εργατών, όσο κι αν επιστρατεύτηκαν τα τελευταία “ευρήματα” της ψυχανάλυσης στον βωμό της αύξησης της παραγωγικότητας των εργαζόμενων, ο άνθρωπος δεν πρόκειται ποτέ ένα πράγμα, να ενωθεί ολοκληρωτικά με την μηχανή που χειρίζεται. Δεν θα εσωτερικεύσει ποτέ την πειθαρχία σε τέτοιο βαθμό ώστε να συμπεριφέρεται σαν ένα άψυχο εξάρτημα. Ένας παθητικός αποδέκτης και αναμεταδότης άνωθεν εντολών σε μια καλά οργανωμένη παραγωγική αλυσίδα. Η αυτοματοποίηση αποτέλεσε την απάντηση που έδωσε το κεφάλαιο σε αυτό το “πρόβλημα”. Η δυνατότητα για μια συνεχή εντατικοποίηση του ρυθμού της παραγωγής χωρίς να χρειάζεται κανείς να ανησυχεί για την καθιέρωση πολύπλοκων εργασιακών ιεραρχιών, για την κόπωση, την ανυπακοή και το σαμποτάζ των εργατών.
Αυτή η λύση ωστόσο προϋποθέτει μεγάλο απόθεμα παραγωγικού κεφαλαίου. Απαιτεί αθρόα χρηματοδότηση για τον τομέα έρευνας και τεχνολογίας και πλουσιοπάροχες επενδύσεις για την ενσωμάτωση της εφαρμοσμένης επιστήμης στο σύστημα της παραγωγής. Η άλλη τάση που δείχνει προς την ροπή που έχει ο καπιταλισμός ιστορικά να αποζητά την κατάργηση των καταστατικών συνθηκών της θέσμισης του, είναι η τάση για την αμφισβήτηση από-τα-πάνω της μισθωτής σχέσης, που φτάνει από την “λουμπενοποίηση” των προλεταριακών στρωμάτων, μέχρι την επαναφορά διαφορετικών μορφών του σύγχρονου δουλεμπορίου. Είδαμε εξάλλου ότι ακόμη και στις απαρχές της ιστορικής θέσμισης του βιομηχανικού καπιταλισμού, όταν ο Μαρξ κατέγραψε τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του, οι νότιες πολιτείες των ΗΠΑ κατέφυγαν στο δουλεμπόριο για να τροφοδοτήσουν την ατμομηχανή της καπιταλιστικής τους ανάπτυξης. Από αυτή την άποψη, το δουλεμπόριο είναι η άλλη όψη της αυτοματοποίησης. Η οικονομικά συμφέρουσα μέθοδος που επιστρατεύει το κεφάλαιο για να πετύχει την αποανθρωποποίηση της ζωντανής εργασίας και με αυτόν τον τρόπο να μετατρέψει την αστάθεια και την αβεβαιότητα της ζωντανής εργασίας στην προβλεψιμότητα που διακρίνει το σταθερό κεφάλαιο.
Για το νεοφιλελεύθερο φαντασιακό των ελίτ , η μετανάστευση αναπαριστάται σαν μια “εξωτερική” απειλή. Ένα τεράστιο κύμα ανθρώπων που πιέζει απ’ έξω τις προνοιακές δομές των ευρωπαϊκών χωρών, δοκιμάζοντας τα όρια της αλληλεγγύης των “πολιτισμένων” Ευρωπαίων. Παρ’ όλα αυτά, αυτός είναι και ο λόγος που το μεταναστευτικό δεν είναι ένα ζήτημα που μπορεί πολύ βολικά να μετατεθεί έξω από τη σφαίρα των μηχανισμών κοινωνικής αναπαραγωγής της ευρωπαϊκής ολότητας, να υποβαθμιστεί στο επίπεδο ενός πρακτικού προβλήματος αποτελεσματικής αστυνόμευσης των συνόρων. Τα πλήθη των εξαθλιωμένων που προσπαθούν με κάθε τρόπο να διασχίσουν τα σύνορα της ΕΕ σηκώνουν μπροστά στα μάτια των ευρωπαίων προλετάριων έναν καθρέφτη. Μας υπενθυμίζουν ότι υπάρχουν άνθρωποι που ειναι υποχρεωμένοι να ζουν σαν εξόριστοι στις παρυφές της οργανωμένης κοινωνίας. Οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται ήδη ανάμεσα μας και σχηματίζουν μια αόρατη υποτάξη καταπιεσμένων που “ενσωματώνεται” στον κοινωνικό σχηματισμό στον βαθμό μονάχα που δεν ενσωματώνεται. Δηλαδή στο μετρο που απαρνιέται κάθε ατομικό και συλλογικό χαρακτηριστικό και κάθε πρόσβαση σε δικαιώματα τα οποία έχουμε μάθει να ταυτίζουμε με την έννοια της ανεξαρτησίας του ατόμου, όπως αυτή εκδηλώθηκε ιστορικά στις τυπικές αστικές κοινωνίες.
Ακόμη κι ο ευρισκόμενος σε μόνιμη θεωρητική σύγχυση Ζίζεκ, φαίνεται πως έχει επίγνωση της σημασίας του μεταναστευτικού ως κομβικού ζητήματος για τη σύγχρονη ταξική πάλη όταν γράφει: “Δεδομένου ότι πρέπει από κάπου να ξεκινήσει κανείς την πάλη, είναι άραγε η απαίτηση για μια ριζική ελευθερία μετακίνησης, ακριβώς από τη στιγμή που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί μέσα στο πλαίσιο της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων , ένα καλό σημείο εκκίνησης;”, και αλλού, “Η έμπρακτη εφαρμογή αυτής της ελευθερίας προϋποθέτει , ούτε λίγο ούτε πολύ, μια ριζική κοινωνικοοικονομική επανάσταση”.v Αυτό συμβαίνει διότι το μεταναστευτικό είναι πρωτίστως ένα ζήτημα κατανομής πόρων. Η έλευση των απόκληρων του υπερεθνικού προλεταριατού υπογράμμισε εκ νέου με τον πιο οδυνηρό τρόπο την τεχνητή έλλειψη που καλλιεργεί το σύστημα της οικονομίας της αγοράς ακόμη και στα πιο βασικά αγαθά όπως η στέγαση, η περίθαλψη , το νερό και το φαγητό. Μέσα σε αυτή την κατάσταση για τους προλετάριους η ανάγκη για την επίλυση αυτών των ζητημάτων διαβίωσης έγινε πιο πιεστική και πιο επιτακτική από ποτέ.
Στην μελέτη της για το σύγχρονο προλεταριάτο η Κ. Νασιώκα διαβλέπει μια δυναμική χειραφέτησης στην μεταμόρφωση που έχει υποστεί στις μέρες μας η παραδοσιακή ταυτότητα του προλετάριου, την ρευστοποίηση της κλασσικής αντίληψης που είχε καλλιεργήσει ο μαρξισμός, ο οποίος ταύτιζε το προλεταριάτο με τους εργάτες της μεγάλης βιομηχανίας.vi Το γεγονός βέβαια είναι ότι με τους υφιστάμενους συσχετισμούς , το προλεταριάτο είναι μια μη-οντότητα. Παράγεται από την δραστηριότητα με την οποία το κεφάλαιο αναδημιουργεί τον κόσμο κατ’ εικόνα και ομοίωση του. Συνεπώς, ενυπάρχει μέσα στα όρια και τους προκαθορισμένους ρόλους που όρισε για εκείνο η διεθνοποιημένη καπιταλιστική μηχανή. Ωστόσο, σε ένα υψηλό επίπεδο αφαίρεσης , η ρευστοποίηση της κοινωνικής φιγούρας του εργάτη και η ανάδυση της αινιγματικής φιγούρας του προλετάριου ισοδυναμεί με την αναίρεση στην πράξη των μηχανισμών που παλιότερα έφερναν σε πέρας το έργο της ενσωμάτωσης των ετεροκαθοριζόμενων στρωμάτων στην καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Ήταν άλλωστε οι θεσμοποιημένες εκφράσεις της ταξικής πάλης που λειτούργησαν ως ένας de facto “διορθωτικός μηχανισμός”, που σε ολόκληρη την περίοδο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, επέτρεπε στον καπιταλισμό να ανακτά την ισορροπία του κάθε φορά που το εκκρεμές έγερνε επικίνδυνα προς την μεριά της κοινωνικής έκρηξης και της επανάστασης.vii Το σίγουρο είναι ότι η διπλή αυτή αποενσωμάτωση του προλεταριάτου ομογενοποιεί την ταξική εμπειρία των υποτελών ομάδων και δημιουργεί τις υλικές προύποθέσεις για μια ενότητα των προλετάριων γύρω από ριζοσπαστικά αιτήματα διαβίωσης και φυσικής αναπαραγωγής που δεν μπορούν να εκφραστούν μέσα από τον ρεφορμιστικό ορίζοντα του απονεκρωμένου εργατικού κινήματος, που ούτε μπορεί, ούτε θέλει πια να παίξει αυτόν τον ρόλο. Ο βαθμός στον οποίο τα ετεροκαθοριζόμενα στρώματα θα κατορθώσουν να διατυπώσουν και να συσπειρωθούν γύρω απ’ αυτά τα κοινά αιτήματα, είναι και το μέτρο που οι προλετάριοι θα πάψουν να αποτελούν ένα άβουλο εξάρτημα της παραγωγής και θα μετατραπούν σε κοινωνικό υποκείμενο.
i Δεκαεπτά αν συνυπολογίσουμε τις απολύσεις των που έγιναν ενόσω η απεργία είναι σε εξέλιξη.
ii Για περισσότερα D. Losurdo, Liberalism: A Counter-History,http://acdc2007.free.fr/losurdo2011.pdf.
iii B. Ward-Perkins, Η Πτώση της Ρώμης και το Τέλος του Πολιτισμού (Εκδόσεις Θύραθεν).
iv Ζ. Μπάουμαν, Η Εργασία, ο Καταναλωτισμός και οι Νεόπτωχοι (Μεταίχμιο).
v S. Zizek, Η Νέα Πάλη των Τάξεων (Εκδόσεις Πατάκη), σελ. 95.
vi K. Nasioka, The Proletariat versus the Working Class, στο Open Marxism 4, Against a Closing World, Ed. A. Dinerstein, A. Vela, Ed. Gonalez & J. Holloway (Pluto Press).
vii Bob, Τυφλοπόντικα είσαι εδώ; Αναδιαρθρωμένο κεφάλαιο, πάλη των τάξεων και επαναστατική προοπτική, http://www.blaumachen.gr/2013/10/%CF%84%CF%85%CF%86%CE%BB%CE%BF%CF%80%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B1-%CE%B5%CE%AF%CF%83%CE%B1%CE%B9-%CE%B5%CE%B4%CF%8E-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CF%81%CE%B8%CF%81%CF%89%C2%B5%CE%AD/.