Αναρχοσυνδικαλισμός και οργανωτικός δυισμός
του Matt Crossin
Στο παρόν άρθρο που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στον ελευθεριακό ιστότοπο Red & Black Notes ο Matt Crossin πραγματεύεται τις τακτικές και στρατηγικές διαφορές του αναρχοσυνδικαλισμού και της πρακτικής του οργανωτικού δυισμού, την οποία εφαρμόζουν πολλοί αναρχικοί κομμουνιστές της ταξικής πάλης. Παρακάτω ακολουθεί το άρθρο:
Πώς πρέπει να οργανωθούν σήμερα οι αναρχικοί που ενδιαφέρονται για την ανασυγκρότηση ενός μαχητικού κινήματος της εργατικής τάξης;
Ως αναρχικοί αναγνωρίζουμε ότι ο αγώνας μας ενάντια στα αφεντικά δε γίνεται μέσω εκλογών, ούτε μέσα στο κοινοβούλιο, αλλά στους χώρους εργασίας. Έχουμε δύναμη, όταν οργανωνόμαστε με τους συναδέλφους μας, όταν αναλαμβάνουμε δράση που διαταράσσει την κερδοφορία των καπιταλιστών και όταν συνδέουμε τους αγώνες μας σε όλους τους κλάδους.
Σίγουρα όλα αυτά μοιάζουν πιο εύκολα στα λόγια παρά στις πράξεις. Ποιες είναι, λοιπόν, οι στρατηγικές που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε, προκειμένου να οικοδομήσουμε ένα τέτοιο κίνημα;
Οι αναρχικοί συμφωνούν ότι, όπως ακριβώς ο αγώνας μας δεν μπορεί να ανατεθεί σε πολιτικούς μέσα στο κράτος, ομοίως δεν μπορούμε να αναθέτουμε τις ελπίδες μας σε γραφειοκράτες των καθιερωμένων συνδικάτων οι οποίοι δε λογοδοτούν σε κανέναν. Δε γίνεται, επίσης, να αναθέτουμε τις ελπίδες μας στις νομικίστικες τακτικές των γραφειοκρατών συνδικαλιστών που συνεπάγονται βολέματα και “γλειψίματα” σε αφεντικά και πολιτικούς.
Άρα τι πρέπει να κάνουμε; Πρέπει να δημιουργήσουμε νέα συνδικάτα; Αν είμαστε αναρχικοί και θέλουμε τα συνδικάτα μας να διευθύνονται σύμφωνα με τις αναρχικές αρχές (ιδανικά έχοντας ως μακροπρόθεσμο στόχο την κοινωνική επανάσταση), τότε θα πρέπει να δημιουργήσουμε αναρχικά συνδικάτα; Όσοι θεωρούν τους εαυτούς τους αναρχοσυνδικαλιστές θα υποστηρίξουν γενικά ότι αυτό ακριβώς πρέπει να κάνουμε.
Υπάρχουν λίγα αναρχοσυνδικαλιστικά συνδικάτα σε όλο τον κόσμο που έχουν πράγματι οργανώσει χώρους εργασίας. Στο βαθμό που συνασπίζουν και οργανώνουν τους εργάτες, για να πολεμήσουν τα αφεντικά, με τους αγώνες τους να διεξάγονται από τα κάτω με οριζοντιότητα, μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι έχουν κάνει σημαντική δουλειά.
Αλλά υπάρχουν κάποια προβλήματα που συνοδεύουν αυτήν τη στρατηγική, τα οποία καθιστούν τις περισσότερες αναρχοσυνδικαλιστικές ομάδες τρομερά αναποτελεσματικές. Αυτά τα προβλήματα θέτουν σε κίνδυνο ακόμη και τα ισχυρότερα εγχειρήματα, όπως η ισπανική CNT. Αν μπω σε μια αποθήκη ή σε ένα γραφείο και πω στους συναδέλφους μου: “Πρέπει να με ακολουθήσετε στο αναρχοσυνδικαλιστικό σωματείο. Είναι ένα σωματείο που βασίζεται σε αναρχικές αρχές, με απώτερο στόχο την ανατροπή του καπιταλισμού και της κυβέρνησης μέσω μιας δυναμικής επανάστασης”, αυτομάτως περιορίζω το πεδίο εφαρμογής αυτής της οργάνωσης σε εκείνους τους συναδέλφους που ήδη συμφωνούν ότι αυτό είναι καλό πράγμα και είναι πρόθυμοι να υπογράψουν το όνομά τους σε μια τέτοια ομάδα, ίσως ακόμη και να αποσχιστούν από το τρέχον σωματείο τους, για να γίνουν μέλη του αναρχοσυνδικαλιστικού συνδικάτου.
Οι αναρχοσυνδικαλιστές συχνά λένε ότι αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα, επειδή το αναρχικό σωματείο (παρά το όνομα) είναι αναρχικό μόνο με την έννοια της δομής του, δηλαδή είναι ανοιχτό τόσο σε αναρχικούς όσο και σε μη αναρχικούς. Αυτό το είδος του αναρχοσυνδικαλισμού δε δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο να έχει η οργάνωση επαναστατική πολιτική.
Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι πολλοί μη αναρχικοί εργαζόμενοι (που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία) πιθανότατα θα εξακολουθούν να αποθαρρύνονται από την ιδέα της εγγραφής τους σε ένα “αναρχικό” συνδικάτο (εφόσον δεν καταλαβαίνουν τι πραγματικά σημαίνει αναρχισμός ή δεν έχουν την αυτοπεποίθηση να ενταχθούν σε μια τέτοια ομάδα), σε ποιο βαθμό μπορούμε να πούμε ότι μια οργάνωση είναι πραγματικά “αναρχική”, αν δεν αποτελείται από αναρχικούς ή αν δεν είναι ομόφωνα προσηλωμένη στην κοινωνική επανάσταση;
Ο αναρχισμός δεν αφορά μόνο τους τρόπους με τους οποίους λαμβάνουμε αποφάσεις, αλλά και το περιεχόμενο των αποφάσεων που λαμβάνονται. Είναι καλό οι οργανώσεις να βρίσκονται υπό τον έλεγχο των μελών τους, με συντονισμό μεταξύ των εκπροσώπων τους και με τους εκπροσώπους τους να διακρίνονται από τους γραφειοκράτες αντιπροσώπους, διατηρώντας αυστηρή προσήλωση στις θέσεις που τους έχουν αναθέσει συλλογικά αυτοί που τους ψήφισαν, για να εκπροσωπήσουν τις θέσεις του σωματείου. Τέτοιες δομές ενθαρρύνουν το αποτελεσματικότερο είδος δράσης και είναι πρωταρχικής σημασίας για την αναρχική αντίληψη της οργάνωσης. Παρ’ όλα αυτά, οι αντιεξουσιαστικές μορφές λήψης αποφάσεων δεν οδηγούν απαραίτητα σε αποφάσεις που συνάδουν με την επαναστατική αναρχική πολιτική.
Έχοντας οικοδομήσει ένα αναρχικό σωματείο, γεμάτο με μη αναρχικούς, όντας διχασμένο ως προς τη δέσμευση σε ένα επαναστατικό αναρχικό πρόγραμμα, θα μπορούσαμε κάλλιστα να βρεθούμε σε μια κατάσταση όπου η υποτιθέμενη “αναρχική” οργάνωση συμπεριφέρεται με τρόπο που έρχεται σε αντίθεση με τους στόχους ή τις αρχές του αναρχισμού. Παρά την ελευθεριακή εσωτερική δομή της, θα είναι ένα όχημα που δε θα είναι κατάλληλο για τον σκοπό του, αλλά θα διατηρεί πάντα την αφοσίωση των αγωνιστών που τη θεωρούν ως εγγενώς αναρχική. Όσοι αντιλαμβάνονται το αναρχικό σωματείο με αυτόν τον τρόπο θα θεωρούν τη διατήρησή του ως βασική προτεραιότητα για το αναρχικό κίνημα, το οποίο υποτίθεται ότι θα εκπροσωπεί.
Αυτό φέρνει στον νου μας την εμπειρία της CNT (“Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας”) κατά τη διάρκεια της Ισπανικής Επανάστασης του 1936, που αποτέλεσε το αποκορύφωμα του αναρχισμού ως επαναστατικού κινήματος της εργατικής τάξης. Παρουσιάζοντας μια πολιτική εισόδου στη δημοκρατική κυβέρνηση (ουσιαστικά ως τετελεσμένο γεγονός) η πλειοψηφία της βάσης της CNT αποδέχτηκε σιωπηρά την παραβίαση των αναρχικών αρχών από την οργάνωση. Σίγουρα πολλοί αναρχικοί θυσίασαν τις ιδέες τους λόγω του φόβου της απομόνωσης στον πόλεμο κατά του φασισμού, αλλά η ρήξη με τον αναρχισμό έγινε σίγουρα ευκολότερη από το γεγονός ότι η CNT δεν περιόριζε τα μέλη της σε αφοσιωμένους αναρχικούς. [1]
Καθώς η ένταση σχετικά με τη συμμετοχή στην κυβέρνηση αυξανόταν, οι εκδόσεις της CNT και οι πολιτικοί (μεταμορφωμένοι -όπως προέβλεπε η αναρχική θεωρία- από τη θέση τους στο κράτος) κατήγγειλαν τις προσπάθειες ανανέωσης του αναρχικού χαρακτήρα της επανάστασης. Μια τέτοια μαχητικότητα καταδικάστηκε ως υπερβολικά δογματική, πρωτοπορίστικη και ως επίθεση στο ίδιο το ελευθεριακό κίνημα: η CNT ήταν αναρχική, είτε κατείχε υπουργικά χαρτοφυλάκια είτε όχι! [2]
Ποιες εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν σε αυτό το συγκεκριμένο είδος αναρχικού συνδικαλισμού; Μπορούμε να αποφύγουμε τόσο την απομόνωση που αντιμετωπίζουν πολλές καθαρά αναρχοσυνδικαλιστικές ομάδες όσο και τους κινδύνους της ασυνέπειας, που καταδείχθηκαν εναργέστερα από την καταστροφική ρήξη της CNT με τις αναρχικές αρχές;
Ιστορικά η κύρια εναλλακτική λύση στη δημιουργία ρητά αναρχικών συνδικάτων (ή στην προσπάθεια μετασχηματισμού μη ιδεολογικών συνδικάτων σε αναρχικές οργανώσεις) ήταν ο οργανωτικός δυισμός. Αυτή η στρατηγική υποστηρίζει ότι θα πρέπει να οργανωνόμαστε μεταξύ μας ως αναρχικοί, σε αυτόνομες και ειδικές αναρχικές οργανώσεις, ενώ παράλληλα θα πρέπει να παρεμβαίνουμε στις μαζικές οργανώσεις αγώνα, οι οποίες ενώνουν τους εργαζόμενους στη βάση της ταξικής τους θέσης. [3]
Με την προσέγγιση του οργανωτικού δυισμού δε ζητάμε από τους συναδέλφους μας να γίνουν αναρχικοί, πριν μπορέσουμε να οργανωθούμε μαζί, ούτε τους πείθουμε με άλλο τρόπο να γίνουν μέλη ενός αναρχικού συνδικάτου (έχοντας εξηγήσει ότι τα μέλη δε χρειάζεται να είναι αναρχικοί ούτως ή άλλως). Ρωτάμε λοιπόν: “Θέλετε να πολεμήσουμε τα αφεντικά μαζί, ως ίσοι; Θέλετε να ορθώσετε το ανάστημά σας απέναντι στις κυβερνήσεις που τα στηρίζουν; Μπορείτε να δείξετε αλληλεγγύη σε όλους τους συναδέλφους σας, ανεξάρτητα από τη φυλή, το φύλο ή τη σεξουαλικότητά τους;”. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό θα σημαίνει ακόμη και να υποστηρίξουμε ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να εγγραφούν σε ένα υπάρχον συνδικάτο, τα περισσότερα από τα οποία θα έχουν αρκετά συντηρητική πολιτική και γραφειοκρατικές δομές.
Αλλά αυτό μπορεί να γίνει χωρίς να κρύψουμε ή να εγκαταλείψουμε τις αναρχικές μας θέσεις. Θα πρέπει να προωθήσουμε τις αναρχικές μεθόδους οργάνωσης, να ενθαρρύνουμε τη χρήση της άμεσης δράσης και, όπου χρειάζεται, να συζητάμε τις επαναστατικές αναρχικές ιδέες με τους συναδέλφους μας. Θα πρέπει να είμαστε ειλικρινείς ότι είναι ο αναρχισμός που μας κινητοποιεί και ότι πιστεύουμε ότι οι αγώνες μας δεν μπορούν να περιοριστούν σε μεταρρυθμίσεις. Θα πρέπει, επίσης, να καταπολεμήσουμε κάθε προσπάθεια ενσωμάτωσης του αγώνα μέσω κοινοβουλευτικών πολιτικών ή γραφειοκρατικής οργάνωσης. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να πολεμήσουμε τις προσπάθειες της ηγεσίας του συνδικάτου να ασκήσει έλεγχο επί της βάσης του, και ίσως ακόμη και να έρθουμε σε ρήξη με το συνδικάτο, αν είναι απαραίτητο για την προώθηση του αγώνα. Είναι σημαντικό ότι με την οργάνωση όλων των εργαζομένων με άξονα την ταξική τους θέση, αποφεύγουμε, επίσης, το πρόβλημα του διαχωρισμού των πιο ριζοσπαστικών εργαζομένων από τους λιγότερο ριζοσπαστικούς και την πιθανότητα να γίνει αισθητή η επιρροή τους στις συνδικαλιστικές συναντήσεις.
Αυτές οι προσπάθειες για την προώθηση των αναρχικών ιδεών στους χώρους εργασίας πρέπει να είναι καλά οργανωμένες, συντονισμένες και να συνδέονται με άλλους αγώνες (εντός και εκτός των χώρων εργασίας μας). Αυτό είναι το καθήκον των ειδικών αναρχικών οργανώσεων.
Η ύπαρξη μιας ανεξάρτητης αναρχικής πολιτικής οργάνωσης μας επιτρέπει να προβάλλουμε μια συνεκτική, κοινή ανάλυση και να αναπτύξουμε μια κοινή στρατηγική που να ευνοεί με συνέπεια τον αυτοοργανωμένο αγώνα των εργαζομένων. Επιτρέπει στους αναρχικούς να προσαρμόζονται σε όποιες νέες συνθήκες δημιουργεί η ταξική πάλη, αντί να μας δεσμεύει στην αυτοσυντήρηση οποιασδήποτε συγκεκριμένης μαζικής οργάνωσης, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που φέρουν την ετικέτα “αναρχική”. Αυτό διακρίνει τον οργανωτικό δυισμό από εκείνη την εκδοχή του αναρχοσυνδικαλισμού που δεν επιμένει σε ένα ρητά “αναρχικό” συνδικάτο, αλλά εξακολουθεί να θεωρεί την οργάνωση στους χώρους εργασίας ως επαρκή (απορρίπτοντας τη χρησιμότητα των ανεξάρτητων αναρχικών οργανώσεων).
Σήμερα, τα αναρχικά συνδικάτα αγωνίζονται να προσελκύσουν μέλη στους χώρους εργασίας των οργανωτών τους, όπου υπάρχει μικρή ευαισθητοποίηση του κόσμου για τη σοσιαλιστική θεωρία και πρακτική και όπου οι εργαζόμενοι συχνά δεν έχουν την αυτοπεποίθηση να “ταράξουν τα νερά”. Αυτό συμβαίνει, επίσης, με τα συνδικάτα που είναι λιγότερο ιδεολογικά χρωματισμένα, αλλά εξακολουθούν να είναι κατ’ όνομα επαναστατικά, όπως οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου (IWW). [4] Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, πρέπει να πούμε ότι αυτές οι οργανώσεις γενικά δε λειτουργούν καθόλου ως συνδικάτα. Αναρχοσυνδικαλιστικές ομάδες όπως η Anarcho-Syndicalist Federation/ASF-IWA (αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση που δρα στην Αυστραλία) και επαναστατικά συνδικάτα όπως η IWW δεν έχουν την ικανότητα να επιτελέσουν την κεντρική λειτουργία ενός αποτελεσματικού συνδικάτου: την ικανότητα να οργανώνουν μια κρίσιμη μάζα εργαζομένων στη δουλειά.
Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για πολιτικές οργανώσεις ομοϊδεατών συντρόφων. [5] Η κοινή βάση για τη συμμετοχή δεν είναι η ταξική βάση της ένωσης στον ίδιο χώρο εργασίας, στον ίδιο κλάδο ή ακόμη και αναγκαστικά στον ίδιο τόπο (συχνά υπάρχουν πολλά “ελεύθερα” μέλη σε τέτοιες οργανώσεις). Αυτές οι ιδεολογικές ομαδοποιήσεις χρησιμεύουν αντίθετα ως ένα είδος “κόμβου” για όσους έχουν μια κοινή ανάλυση και στρατηγική. Στη συνέχεια, τα μεμονωμένα μέλη παρεμβαίνουν στους αντίστοιχους χώρους εργασίας τους (μερικές φορές ακόμη και ως μέλη με “διπλή κάρτα” του καθιερωμένου συνδικάτου) προκειμένου να ωθήσουν τους αγώνες προς μια κατεύθυνση που ευθυγραμμίζεται με την πολιτική τους.
Δεν το επισημαίνω αυτό, για να υποτιμήσω τις παρεμβάσεις σε μη επαναστατικά συνδικάτα από τις επαναστατικές οργανώσεις. Στην πραγματικότητα, το σημαντικό σημείο εδώ είναι ότι αυτή η πρακτική ουσιαστικά αναπαράγει τη στρατηγική του οργανωτικού δυισμού! Αυτό που πρέπει να αναγνωριστεί είναι ότι αυτό διαφέρει από την προσέγγιση των αναρχοσυνδικαλιστών που υποστηρίζουν ότι πρέπει να σχηματίσουμε ρητά αναρχικά συνδικάτα, ή εκείνων που λένε ότι πρέπει να ενώσουμε τους εργάτες στην IWW. Ομοίως, θα πρέπει να είναι αυτονόητο ότι καταδεικνύεται η χρησιμότητα της ύπαρξης μιας ξεχωριστής οργάνωσης για τον συντονισμό των προσπαθειών μας και την κοινή ανάπτυξη της σκέψης μας.
Δε θα έπρεπε να είμαστε ξεκάθαροι με τους εαυτούς μας, τους συντρόφους μας και τους συναδέλφους μας, αν αυτή είναι η προσέγγισή μας;
Σημειώσεις:
1. Πολλοί αναρχικοί στην Ισπανία κατάλαβαν ότι χρειαζόταν ένα μια ειδική αναρχική οργάνωση, ομόλογη και συμπληρωματική της CNT, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η FAI (Ιβηρική Αναρχική Ομοσπονδία). Αλλά η FAI δεν ήταν το είδος της επίσημης, πολιτικής οργάνωσης που θα υποστήριζαν οι υποστηρικτές του οργανωτικού δυισμού. Γεννημένη σε συνθήκες που απαιτούσαν έναν βαθμό μυστικής δραστηριότητας και επιδιώκοντας να ενώσει όλους εκείνους που αυτοπροσδιορίζονταν ως αναρχικοί, η FAI ήταν μάλλον εφήμερη και δεν ένωσε τους αγωνιστές στη βάση μιας κοινής ανάλυσης ή ενός κοινού προγράμματος. Ήταν, αντίθετα, ένα χαλαρό δίκτυο ομάδων συγγένειας που θεωρούσε τον εαυτό του θεματοφύλακα του αναρχισμού στο εργατικό κίνημα. Η έλλειψη πραγματικής συμφωνίας ή οργανωτικής ικανότητας να επηρεάσει αποτελεσματικά την κατεύθυνση της CNT αποκαλύφθηκε από την FAI, η οποία υπέκυψε στην ασυνέπεια και τη διαίρεσή της. Καθ’ όλη τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου η FAI δεν είχε μια κοινή θέση για τη συνεργασία με την κυβέρνηση και, όπως και η CNT, είδε μικρή συνεχή αντίσταση στις τάξεις της, όταν αξιόλογα μέλη της αποδέχτηκαν υπουργικές θέσεις στην κυβέρνηση. Μόνο το τμήμα της FAI στη Βαρκελώνη πήρε την πρωτοβουλία να αντιστρέψει την πολιτική της CNT, παίρνοντας τα όπλα μαζί με την Ελευθεριακή Νεολαία και τους νεοσύστατους τότε”Φίλους του Ντουρούτι” κατά τη διάρκεια της κρίσης της Πρωτομαγιάς του 1937. Αυτές οι ομάδες ενώθηκαν στη βάση ενός ειδικού, κοινού προγράμματος του επαναστατικού αναρχισμού.
2. Μια προσιτή εισαγωγή σε αυτό το σύνθετο θέμα είναι το βιβλίο του Danny Evans “Επανάσταση και κράτος: Ο αναρχισμός στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο”. Η διατριβή του Evans οφείλει πολλά στην πρωτοποριακή έρευνα του Augustin Guillamon, οι γνώσεις του οποίου για τις Μέρες του Μάη παρουσιάζονται στο εξαιρετικό βιβλίο του “Εξέγερση”. Η καλύτερη ενιαία μελέτη για την Ισπανική Επανάσταση που υπάρχει στα αγγλικά παραμένει το μνημειώδες έργο του Burnett Bolloten “Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος: Επανάσταση και Αντεπανάσταση”.
3. Η στρατηγική αυτή είναι γνωστή ως οργανωτικός δυϊσμός και συνδέεται στενά με τις ιδέες του πλατφορμισμού και του εσπεσιφισμού. Όλες αυτές οι εξελίξεις μέσα στον αναρχισμό αντιπροσωπεύουν μια προσπάθεια να θεωρητικοποιηθεί ο ρόλος μιας θεωρητικά και στρατηγικά ενωμένης αναρχικής οργάνωσης και η σχέση αυτής με την αυτοοργανωμένη δραστηριότητα της ευρύτερης εργατικής τάξης. Οι ιδέες αυτές μπορούν να αναχθούν στην ίδρυση του αναρχισμού ως ξεχωριστής παράδοσης και στο έργο του Μιχαήλ Μπακούνιν. Δύο συνιστώμενα κείμενα είναι το “Οργανωτικά ζητήματα του αναρχισμού” του Felipe Corrêa και το “Μπακούνιν, Μαλατέστα και η συζήτηση για την Πλατφόρμα”, σε συνεργασία με τους Corrêa και Rafael Viana da Silva.
4. Παρά τη σημαντική συμμετοχή των αναρχικών στην ίδρυσή της (και παρά το γεγονός ότι οι αναρχικοί άσκησαν επιρροή στην ενίσχυση των ομοσπονδιακών και αντικοινοβουλευτικών τάσεων της “Φράξιας του Σικάγο”), η IWW δεν είναι και δεν υπήρξε ποτέ ένα “αναρχικό” συνδικάτο. Πολλά μέλη της IWW συμμετείχαν στο Σοσιαλιστικό Κόμμα ή ήταν ευνοϊκά προς μια μαρξιστική αντίληψη για την κατάληψη της κρατικής εξουσίας, με την IWW να λειτουργεί απλώς ως ο “βιομηχανικός βραχίονας” του σοσιαλιστικού κινήματος. Είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι η λογική της άμεσης δράσης και η ιδέα (που συμμερίζονταν πολλοί “συνδικαλιστές” και “επαναστάτες συνδικαλιστές”) της γενικής απεργίας ως προοίμιο της κοινωνικής επανάστασης, προσέλκυσε φυσικά τους αναρχικούς στο εγχείρημα. Με τη σειρά της, έφερε και τους συνδικαλιστές, που ήταν δύσπιστοι απέναντι στους πολιτικούς, κοντά στις ιδέες των αναρχικών που βρίσκονταν γύρω τους.
5. Από μια αναρχική κομμουνιστική προοπτική η IWW αντιμετωπίζει εδώ πρόσθετα προβλήματα, καθώς είναι πολύ πιο ασαφής όσον αφορά τον ιδεολογικό της προσανατολισμό. Αυτό έχει γίνει υπερβολικά εμφανές από μερικά από τα περίεργα οργανωτικά σχέδια που απασχόλησαν την οργάνωση τα τελευταία χρόνια. Έχοντας αποσυνδεθεί από τις ρίζες του συνδικάτου στο πλαίσιο ενός ενεργού σοσιαλιστικού κινήματος και της μαχητικής κουλτούρας της εργατικής τάξης, η IWW έχει περιοριστεί στη συμμετοχή σε εγχειρήματα ακτιβισμού και αλληλοβοήθειας, στη “συνδικαλιστική οργάνωση” μικρών συνεταιρισμών, ακόμη και στο να είναι το συνδικάτο της επιλογής για το προσωπικό της “δημοκρατικής σοσιαλιστικής” προεκλογικής εκστρατείας!
Πηγή: Red & Black Notes