Ο οργανωτικός δυισμός και η αναγκαιότητα της πολιτικής ανασυγκρότησης των αναρχικών κομμουνιστών
του Ευριπίδη Καλτσά
Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο τεύχος #6 (Εμμένοντας στην άρνηση να συνηθίσουμε το τέρας) του Κοινωνικού Αναρχισμού, που εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2019 από τις Ελευθεριακές Εκδόσεις Κουρσάλ. Ο Κοινωνικός Αναρχισμός είναι η πολιτική επιθεώρηση που εκδίδουν οι Ελευθεριακές Εκδόσεις Κουρσάλ, οι οποίες αποτελούν εκδοτικό κινηματικό εγχείρημα που είναι συνδεδεμένο με την Ελευθεριακή Πρωτοβουλία Θεσσαλονίκης (μέλος της Αναρχικής Ομοσπονδίας).
“Ο μοναδικός τρόπος ώστε το αναρχικό κίνημα να απομακρυνθεί από το χάος και να αναζωογονηθεί είναι μια θεωρητική και οργανωτική αποσαφήνιση του περιβάλλοντός μας, που να οδηγεί σε μια διαφοροποίηση και στην επιλογή ενός ενεργού πυρήνα αγωνιστών, επί τη βάσει ενός ομοιογενούς θεωρητικού και πρακτικού προγράμματος.”[1]
Πιοτρ Αρσίνοφ,
“ Το παλιό και το νέο στον αναρχισμό (Απάντηση στον σύντροφο Μαλατέστα)”
Ντιέλο Τρούντα[2], φύλλο 30ο , Μάιος 1928
Η περίοδος της νηνεμίας των κοινωνικών και ταξικών αγώνων, της αγωνιστικής ραστώνης, για την επώαση και την ανάπτυξη της οποίας έπαιξε καθοριστικό ρόλο η, προεκλογικά τουλάχιστον, ρεφορμιστική αριστερά, η εποχή της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας, των αστικών κηρυγμάτων περί του τέλους της ιστορίας, του ολοκληρωτισμού του κράτους και του κεφαλαίου, της στρατιωτικοποίησης των δυτικών μητροπόλεων, της ανόδου της ακροδεξιάς και των εθνικιστικών και ρατσιστικών αντανακλαστικών, των πολεμικών σχεδιασμών και συγκρούσεων, καθώς και των κυριαρχικών ανταγωνισμών γενικότερα, θέτει στην υποτελή κοινωνική πλειοψηφία για άλλη μια φορά, ίσως, όμως, με περισσότερο επιτακτικό, τώρα, τρόπο το δίλημμα “Κοινωνική Επανάσταση ή Κρατική και Καπιταλιστική Βαρβαρότητα”. Με λίγα λόγια, θα πρέπει να εξέλθουμε από την κοιλιά του κτήνους που γεννά την αδικία, την εκμετάλλευση και την καταπίεση. Ειδάλλως, θα μας αλέσει με αλόγιστο ανθρώπινο και υλικό κόστος, είτε με σφαίρες πολέμου είτε με εξοντωτικές πολιτικές λιτότητας ή, ακόμα, με μια μη αναστρέψιμη οικολογική καταστροφή, η κρατική και καπιταλιστική μηχανή, η οποία προκειμένου να ξεπεράσει ένα ακόμα δομικό αδιέξοδο του αδηφάγου κυρίαρχου οικονομικού συστήματος, μια ακόμα κρίση υπερσυσσώρευσης δηλαδή, βάζει τους απόκληρους να πληρώσουν από την τσέπη τους και με το αίμα τους τα σπασμένα της άρχουσας τάξης και να επωμιστούν τα απότοκα των εσωτερικών αντιφάσεων του καπιταλισμού, τα οποία εκρήγνυνται περιοδικά με τη μορφή των κρίσεων. Η περαιτέρω όξυνση των συγκρούσεων μεταξύ των αντιμαχόμενων κρατικών και καπιταλιστικών συμφερόντων για τη νομή της παγκόσμιας κυριαρχίας και την ακόμα πιο ραγδαία συσσώρευση κεφαλαίου πρόκειται να σφίξει, πάντως, ακόμα περισσότερο τη θηλιά στο λαιμό των καταπιεσμένων και εκμεταλλευόμενων. Όσο μακροημερεύει ο κρατισμός και ο καπιταλισμός, όσο οι ανθρώπινες σχέσεις διέπονται από τυραννία και εκμετάλλευση των πολλών από τους λίγους, το δίλημμα που αναφέρθηκε παραπάνω θα στέκει διαρκώς στο ιστορικό προσκήνιο περιμένοντας να απαντηθεί στην πράξη από το παγκόσμιο προλεταριάτο.
Περί οργανωτικού δυισμού
Για τους αναρχικούς κομμουνιστές ο αναρχισμός είναι συνυφασμένος με την οργάνωση, τόσο κατά την προεπαναστατική περίοδο όσο και κατά την μετεπαναστατική. Για τους ίδιους, η οργάνωση των αναρχικών πρέπει να δομείται πάνω στην αρχή του οργανωτικού δυισμού. Δηλαδή, πρέπει να υπάρχει ταυτόχρονη, διακριτή όμως, οργάνωση των αναρχικών σε κοινωνικά και ταξικά σχήματα και σε πολιτικές οργανώσεις. Ο οργανωτικός δυισμός, με λίγα λόγια, ορίζει τον διαχωρισμό μεταξύ των μαζικών οργανώσεων και της ειδικής αναρχικής οργάνωσης. Στις πρώτες δε συμμετέχουν αποκλειστικά αναρχικοί. Οι μαζικές οργανώσεις μπορεί για παράδειγμα να είναι συνδικάτα ή κοινοτικές συνελεύσεις και μέτωπα που διεξάγουν μερικούς-αιτητικούς αγώνες. Η συμμετοχή στις μαζικές οργανώσεις δεν προϋποθέτει κάποια συγκεκριμένη πολιτική στράτευση ή ιδεολογική συμφωνία των μελών της, χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, πως δε συμμετέχουν σ’ αυτές και οργανωμένοι αγωνιστές και αγωνίστριες. Οι μαζικές οργανώσεις συγκροτούνται πάνω στη βάση των άμεσων υλικών συμφερόντων, αυτών δηλαδή που θα μπορούσαμε σχηματικά να ορίσουμε ως βραχυπρόθεσμους επαναστατικούς στόχους.
Από την άλλη, η ειδική αναρχική οργάνωση περικλείει στους κόλπους της αποκλειστικά και μόνον αναρχικούς αγωνιστές και αγωνίστριες. Δε χρησιμοποιούμε τον όρο ειδική αναρχική οργάνωση επειδή η συγκεκριμένη οργάνωση αποτελείται από ινστρούχτορες της επανάστασης, αλλά επειδή αυτή συγκροτείται στη βάση ενός συνεκτικού πολιτικού πλαισίου, το οποίο συνεπάγεται την εθελούσια αποδοχή κοινά συνδιαμορφωμένων και συμφωνημένων θεωρητικών αρχών, στρατηγικών και τακτικών. Για να γίνουμε πιο κατανοητοί, την αναρχική οργάνωση συγκροτούν μέλη της εργατικής τάξης, που έχουν όμως αποκτήσει σαφή ταξική συνείδηση, έχουν εκμαιεύσει, δηλαδή, από την υλική πραγματικότητα των υφιστάμενων ταξικών αντιθέσεων και των κοινωνικών ανισοτήτων, τους ιστορικούς στόχους που υπαγορεύει ο αγώνας για την προλεταριακή χειραφέτηση από τα δεσμά του κράτους και του κεφαλαίου, με στόχο την άρση κάθε διαχωρισμένης σχέσης εξουσίας και ιεραρχίας, καταλήγοντας εν τέλει στην κατάλυση της ταξικής κοινωνίας και την οριστική κατάργηση των τάξεων, ανοίγοντας με αυτόν τον τρόπο τον δρόμο για μια κοινωνία γενικευμένης αυτοδιεύθυνσης.
Το ερώτημα που γεννάται ακολούθως είναι το εξής: Ποια είναι τα καθήκοντα της ειδικής αναρχικής οργάνωσης και ποια είναι η σχέση της με τις μαζικές οργανώσεις; Η πολιτική οργάνωση των αναρχικών οφείλει να λειτουργεί ως οργανικό κομμάτι στο εσωτερικό των μαζικών κοινωνικών και ταξικών κινημάτων -ως ένα πολιτικό υποσύνολο στους κόλπους ενός ευρύτερου κοινωνικού συνόλου- χωρίς όμως να τα ποδηγετεί ή να τα υποκαθιστά, διότι έτσι θα αναπτυχθεί μια σχέση διαχωρισμένης εξουσίας και η οργάνωση των αναρχικών θα καταστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο μια εξωτερική πρωτοπορία, αντίστοιχη των λενινιστικών κομμάτων. Είναι αλήθεια πως η ειδική αναρχική οργάνωση έχει ως σκοπό της να δράσει ως η επαναστατική εμπροσθοφυλακή του αναρχικού κινήματος (χωρίς όμως να εκβιάζει την ομοιομορφία του) και της εργατικής τάξης, επιτελώντας όμως έναν προωθητικό και καταλυτικό ρόλο στη γένεση και την όξυνση των μαζικών αγώνων, επιδιώκοντας να διαχύσει τον αναρχικό λόγο και το προταγματικό πλαίσιο του ελευθεριακού κομμουνισμού στην κοινωνική βάση. Στα καθήκοντά της εντάσσεται αναπόσπαστα και η μεθοδική προσπάθεια για την καλλιέργεια της ταξικής συνείδησης στα υποτελή κοινωνικά στρώματα, ώστε να αμβλυνθεί η απόσταση μεταξύ της ταξικής θέσης και της ταξικής συνείδησης, αλλά και να προαχθεί η σύνδεση των βραχυπρόθεσμων στόχων με τους μακροπρόθεσμους, υπό το πρίσμα μιας επαναστατικής στρατηγικής για την καθολική χειραφέτηση από τον κρατικό δεσποτισμό και τη ληστρική εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας.
Η προπαγανδιστική δουλειά της αναρχικής πολιτικής οργάνωσης γίνεται μέσα στο εσωτερικό των αγώνων, στο εσωτερικό του μαζικού κινήματος, εν είδει διαπάλης μεταξύ των διαφορετικών επαναστατικών ιδεών. Η αντιπαράθεση αυτή οφείλει να γίνεται με όρους κινηματικής διαβούλευσης και όχι με ηγεμονισμούς και επιβολή. Ουσιαστικά, η διαβούλευση αυτή αφορά τις αντιπαραβαλλόμενες στρατηγικές των πολιτικών τάσεων αναφορικά με τις ανάγκες της δράσης, λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής συνείδησης και τις πραγματικές ανάγκες της εργατικής τάξης. Η δράση είναι, όμως, αυτή που θα αποφέρει τους καρπούς της ιδεολογικής προπαγάνδας. Θεωρία και πράξη βρίσκονται σε διαλεκτική συνάρτηση μεταξύ τους.
Η ειδική αναρχική οργάνωση είναι επιφορτισμένη με το έργο της πρότασης των μέσων και των στόχων της επανάστασης στο μαζικό κίνημα. Ωστόσο, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποκτήσει μια επίσημη θέση ηγεμονίας στο εσωτερικό των μαζικών οργανώσεων, διότι τότε θα καθοδηγούσε με εξουσιαστικό τρόπο τις μάζες, προχωρώντας σε υποδείξεις ιεραρχικών καταβολών. Η αγωνιστική μειοψηφία πρέπει, λοιπόν, να λειτουργεί ως καταλύτης, ως προωθητική και συντονιστική δύναμη στο εσωτερικό των μαζικών οργανώσεων, αναπτύσσοντας και αναλύοντας μια επαναστατική στρατηγική και τακτική τόσο για την επίρρωση όσο και για την τελική πραγμάτωση του ελευθεριακού κομμουνισμού. Πρέπει να αγωνίζεται για την προώθηση των ελευθεριακών ιδεών και πρακτικών στο μαζικό κίνημα, προσπαθώντας να διατηρεί σε υψηλό επίπεδο, τόσο από ποσοτική όσο και από ποιοτική άποψη, μέσω του συνδυασμού της θεωρίας και της πράξης, την επιρροή της στην κοινωνική βάση και συνακόλουθα την επιρροή του κοινωνικού αναρχισμού. Ο ελευθεριακός προσανατολισμός των μαζικών αγώνων είναι διαρκής μέριμνα της αναρχικής πολιτικής οργάνωσης, ακόμα και όταν η ένταση της ταξικής πάλης κλιμακωθεί τόσο, ώστε να απολήξει στην κοινωνική επανάσταση. Επιπλέον, η επαναστατική εμπροσθοφυλακή πρέπει να επαγρυπνεί για τη διαφύλαξη της αναρχικής κατεύθυνσης της επανάστασης, ώστε να μην παρεκτραπεί στο σχηματισμό μιας νέας άρχουσας τάξης υπό τη μορφή της κομματικής γραφειοκρατίας, η οποία θα συντηρεί μέσα από τον κρατικό συγκεντρωτισμό την ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας, παρά τις όποιες αερολογίες περί εργατικού κράτους ή λαϊκής δημοκρατίας που έχουν ως σκοπό την επιτηδευμένη απόκρυψη της διαχωρισμένης εξουσίας. Η αναρχική οργάνωση πρέπει να φροντίσει να μην καταστεί ένα εξειδικευμένο σώμα, διαχωρισμένο από τις μαζικές οργανώσεις και την ίδια την εργατική τάξη. Το πρόγραμμα που θα συντάξει για την επαναστατική στρατηγική της μετάβασης στον ελευθεριακό κομμουνισμό πρέπει να είναι η έκφραση των αναγκών και των επιθυμιών των εκμεταλλευόμενων μαζών. Το πρόγραμμα αυτό δεν αποτελεί σύλληψη λίγων ανθρώπων, το οποίο πρόκειται στη συνέχεια να επιβληθεί στις μάζες. Γι’ αυτό λέμε πως η ταξική οργάνωση προηγείται της ειδικής πολιτικής οργάνωσης. Εν τέλει, οι απόψεις που θα γίνουν εθελούσια αποδεκτές θα είναι εκείνες που ανταποκρίνονται πλησιέστερα στις ανάγκες και τις επιθυμίες των εκμεταλλευόμενων μαζών. Η κοινωνική και ταξική χειραφέτηση, για να λογίζεται όντως ως τέτοια, θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα του έργου των ίδιων των πληβειακών στρωμάτων. Τέλος, η ειδική αναρχική οργάνωση οφείλει να απορροφηθεί βαθμιαία από την ελευθεριακή κομμουνιστική κοινωνία και να αυτοδιαλυθεί όταν θα σταθεροποιηθεί η ακρατική-αταξική κοινωνική οργάνωση και η προωθημένη ταξική συνείδηση των μαζών θα αποτελεί πλέον το εχέγγυο της βιωσιμότητας της επανάστασης, αλλά και της ελευθεριακής της εξελιξιμότητας[3].
Σε αυτό το σημείο είναι χρήσιμο να τεθεί εμβόλιμα μια σύντομη παρένθεση, ώστε να γίνει μία συνοπτική αναδρομή στη διαμάχη μεταξύ των αναρχικών κομμουνιστών και των αναρχοσυνδικαλιστών, τα απότοκα της οποίας είναι εγγεγραμμένα πλέον στην ιστορική παράδοση του κοινωνικού αναρχισμού και εξετάζονται και αξιοποιούνται μέχρι και σήμερα. Ο συνδικαλισμός είναι απλώς ένα μέσο πάλης του επαναστατικού ταξικού αγώνα, το οποίο συνίσταται στην οικονομική ένωση των εργαζομένων με σκοπό την προάσπιση των εργατικών συμφερόντων. Επειδή δεν έχει μια καθοριστική και συνολική θεωρητική βάση που να μπορεί να απαντήσει σε όλα τα περίπλοκα κοινωνικά και πολιτικά ερωτήματα της σύγχρονης πραγματικότητας, ο συνδικαλισμός αντανακλά επί της ουσίας τις ιδεολογίες των πολιτικών ομάδων που δρουν στο εσωτερικό του και ειδικότερα εκείνων που εργάζονται πολιτικά με μεγαλύτερη συνέπεια και συνέχεια.
Για τους αναρχικούς κομμουνιστές, όμως, η ταξική πάλη δεν αρχίζει ούτε τελειώνει στον χώρο εργασίας. Επιδρά γενικότερα στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, διαμορφώνοντας δίπολα εξουσίας και ιεραρχίας. Σε αντίθεση με ορισμένους αναρχικούς (μέχρι και ορισμένους αναρχικούς κομμουνιστές) που απαξιώνουν τους συνδικαλιστικούς αγώνες χαρακτηρίζοντάς τους ως ρεφορμιστικούς εκτροχιασμούς που απομακρύνουν τους καταπιεσμένους από την επιζητούμενη επανάσταση, καθώς κατ’ αυτούς οι αγώνες αυτοί αποτελούν αμυντικές και ηττοπαθείς υποχωρήσεις των προλεταριακών μαζών εν μέσω των συνεχών επαναστατικών διεργασιών, ευτυχώς υπάρχει και η πιο πραγματιστική, λιγότερο ιδεαλιστική και καθαρολογική, αναρχική στρατηγική και αντίληψη του γκραντουαλισμού. Κατά τη στρατηγική του γκραντουαλισμού, θερμός υποστηρικτής του οποίου υπήρξε ο Ιταλός αναρχικός Ερρίκο Μαλατέστα, οι συνδικαλιστικοί αγώνες αποτελούν την αντανακλαστική απάντηση για την ικανοποίηση των καθημερινών αναγκών των εργατών, επομένως αποτελούν αγώνες κυριολεκτικά ζωτικής σημασίας για την εργατική τάξη. Οι νίκες των εργατικών αγώνων ικανοποιούν και αυξάνουν τη δίψα των εργαζομένων για περισσότερες κατακτήσεις, συντελώντας στην όξυνση της ταξικής πάλης. Οι μερικές κατακτήσεις των εργατικών αγώνων δε θα μπορούσαν, βέβαια, να οικοδομήσουν σταδιακά, κομμάτι-κομμάτι, την αυτοδιευθυνόμενη κοινωνία του ελευθεριακού κομμουνισμού, καθώς η αστική τάξη δεν είναι διατεθειμένη να απολέσει αμαχητί τα προνόμιά της.
Τα συνδικάτα αποτελούν τους χώρους της επαναστατικής «εκγύμνασης». Η ελευθεριακή τους εσωτερική λειτουργία, δηλαδή η ταξική αλληλεγγύη, η αυτοοργάνωση των εργατών και η άμεση δράση αποτελούν πρόπλασμα της λειτουργίας της ίδιας της ελευθεριακής κομμουνιστικής κοινωνίας, για την οποία οι εργάτες εκπαιδεύονται και προετοιμάζονται μέσα από τη συμμετοχή και τη δράση τους στα σωματεία. Ακόμα περισσότερο, η συνδικαλιστική οργάνωση αποτελεί και μία εφαρμογή της φεντεραλιστικής αρχής που αποδέχονται οι αναρχικοί. Μόνο που στην περίπτωση των συνδικαλιστών εγκυμονεί πάντοτε ο κίνδυνος της ανάπτυξης μιας γραφειοκρατικής εκπροσώπησης στις οικονομικές διαπραγματεύσεις, διότι αφενός δεν υπάρχει κάποια πολιτική ιδεολογία και στρατηγική για να αποτρέψει μια τέτοια εκτράχυνση και αφετέρου επειδή ο εκπρόσωπος των εργατών δυνητικά μπορεί να εξαγοραστεί από την εργοδοσία εφόσον του προσφερθούν ειδικά προνόμια, αποκόπτοντάς τον έτσι από τους συναδέλφους του.
Σε αυτό το σημείο έρχεται να μας δείξει την καταλυτική της σημασία η ειδική αναρχική οργάνωση. Οφείλει να καταδείξει στους εργάτες πως οι κατακτήσεις, που κερδίζονται μέσα από μερικούς αγώνες, μπορούν να αρθούν ανά πάσα στιγμή από τον ταξικό εχθρό. Γι’ αυτό, η πολιτική οργάνωση των αναρχικών λειτουργεί ως ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της ταξικής θέσης και της ταξικής συνείδησης, την οποία προσπαθεί να εμφυσήσει στην εργατική τάξη. Άλλωστε, η ειδική αναρχική οργάνωση σχηματίζεται ακριβώς επειδή αναγνωρίζει την άνιση συνειδητοποίηση και την ανεπαρκή συνοχή των μαζών. Οι αναρχικοί πρέπει να αναδείξουν μέσα από τους αγώνες του παρόντος την κατανόηση των επίδικων για το αύριο ή πιο απλά να επιχειρήσουν να διασαφηνίσουν την κομβικής σημασίας σύνδεση των μερικών αγώνων για την κάλυψη των άμεσων υλικών αναγκών με την αναγκαιότητα του αγώνα για την ικανοποίηση των ιστορικών αναγκών του προλεταριάτου διαμέσου της κοινωνικής επανάστασης.
Οι επαναστάτες συνδικαλιστές υποστηρίζουν πως η ταξική συνείδηση γεννάται αυθόρμητα και σταδιακά στους κόλπους των μαζών, όσο περισσότερο αυτές εμπλέκονται στην ταξική πάλη. Αυτή η θέση είναι κατά κάποιον τρόπο η αποδοχή του οικονομικού ντετερμινισμού των εσωτερικών αντιφάσεων του καπιταλιστικού συστήματος. Από την άλλη, οι λενινιστές θεωρούν πως η ταξική συνείδηση είναι εξωτερική του προλεταριάτου και πρέπει να μεταδοθεί σε αυτό, ακόμα και με εξουσιαστικά μέσα, από το κόμμα πρωτοπορίας της εργατικής τάξης. Οι περισσότεροι αναρχοσυνδικαλιστές (όχι όλοι) στην πραγματικότητα καταλήγουν να φτιάχνουν τις οργανώσεις τους κατά πανομοιότυπο τρόπο με τις αναρχικές οργανώσεις, επειδή συχνά αποδέχονται παραδόξως την προτεραιότητα της ταξικής συνείδησης σε σύγκριση με την ταξική θέση, προσδίδοντας από την αρχή στις οργανώσεις τους την ιδανική για αυτούς μορφή, ώστε να μην υποπέσουν σε ρεφορμιστικά στραβοπατήματα. Υποστηρίζουν, κατά συνέπεια, πως δεν υπάρχει αναγκαιότητα για μια ειδική πολιτική οργάνωση που θα προπαγανδίζει τις αναρχικές ιδέες και πρακτικές στις μαζικές οργανώσεις. Για τους αναρχοσυνδικαλιστές, το σωματείο υιοθετώντας μια επαναστατική πλατφόρμα μπορεί να προωθήσει τις αναρχικές ιδέες στους εργάτες μέσω της συστηματικής επιμόρφωσής τους στις εργατικές ενώσεις. Έτσι, η συνδικαλιστική ένωση καθίσταται ένα υβρίδιο σωματείου και πολιτικής οργάνωσης, υποκαθιστώντας τη διακριτή αναγκαιότητα αμφότερων των ενώσεων. Επίσης, δε δίνεται σαφής απάντηση αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο η συνδικαλιστική ένωση μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της μπροστά στην αναπόφευκτη ανάδυση πολιτικών ρευμάτων στο εσωτερικό της, τη στιγμή που θεωρεί περιττή την πολιτική οργάνωση των αναρχικών. Αντίθετα, οι αναρχικοί κομμουνιστές υποστηρίζουν πως η ταξική θέση προηγείται της ταξικής συνείδησης, όπως και η ταξική ενότητα προηγείται της πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης. Η ειδική αναρχική οργάνωση, λοιπόν, είναι αυτή που έχει ως καθήκον τη σύνδεση της ταξικής θέσης με την απόκτηση της ταξικής συνείδησης, αλλά και τη ριζοσπαστικοποίηση των αγώνων. Απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, είναι να υπάρχει προλεταριακή ενότητα, ανεξαρτήτως του επιπέδου της ταξικής συνείδησης και της άμεσης δράσης, καθώς αυτά τα στοιχεία έπονται της ενότητας, η οποία αποτελεί το πρώτο και πιο σημαντικό σκαλοπάτι της επαναστατικής στρατηγικής. Γι’ αυτό, η μαζική οργάνωση δε θέτει ιδεολογικά κριτήρια για την ένταξη μελών, αλλά δέχεται στους κόλπους της όλους τους καταπιεσμένους και εκμεταλλευόμενους στη βάση των κοινών τους υλικών συμφερόντων, τα οποία απορρέουν από τη θέση που εκείνοι κατέχουν στην παραγωγική διαδικασία και κατ’ επέκταση στην ίδια την κοινωνική πυραμίδα.
Αφορμαλισμός και αντι-οργανωτισμός
Το στίγμα του αφορμαλισμού και του αντι-οργανωτισμού είναι καθοριστικής σημασίας για την ιστορική και πολιτική εξέλιξη τόσο της αναρχικής παράδοσης όσο και του ίδιου του επαναστατικού κινήματος γενικότερα. Οι δύο αυτές τάσεις που πολύ συχνά ταυτίζονται μεταξύ τους, παρότι μπορεί να περικλείουν πολιτικά ετερογενή στοιχεία, απέκτησαν ιδιαίτερη δημοτικότητα μετά από περιόδους καταστολής ή ήττας των επαναστατικών κινημάτων και των αναρχικών ιδεών, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα την καταστολή της Παρισινής Κομμούνας και την επικράτηση των μπολσεβίκων στην Οκτωβριανή Επανάσταση.
Θα ξεκινήσουμε την πραγμάτευση αυτών των τάσεων με μια σύντομη αναφορά των πολιτικών ρευμάτων που δεν υπάγονται στο ρεύμα του κοινωνικού αναρχισμού και κατά συνέπεια απαξιώνουν την ταξική παρέμβαση των αναρχικών.
Σφοδροί ενάντιοι της οργάνωσης, οι αναρχικοί ατομικιστές, επηρεασμένοι από τα έργα κυρίως του Μαξ Στίρνερ, αλλά και του Φρίντριχ Νίτσε, υποστηρίζουν πως το μέτρο της ελευθερίας λογαριάζεται από το βαθμό της ανεξαρτησίας του ατόμου, θέση που οδηγεί όμως σε μια εξωκοινωνική σύλληψη του ατόμου, η οποία αγνοεί πως η πρόοδος της ανθρωπότητας συντελέστηκε μέσα στους κόλπους της κοινωνίας χάρη στη συνύπαρξη των ανθρώπων και τη συλλογική εργασία. Έτσι, οι ιντιβιντουαλιστές άρχισαν να αποκόπτονται από τις κοινωνικές ομαδοποιήσεις και να απεχθάνονται τις μάζες, τις οποίες θεωρούν δουλοπρεπείς. Ως αποτέλεσμα, αποκωδικοποίησαν στη σκέψη τους πως η αναρχία είναι ατομικό βίωμα και συνεχής πάλη του ατόμου ενάντια στην εξουσία και το κράτος, απορρίπτοντας έτσι θεμελιώδη μέσα και στόχους του κλασικού αναρχισμού όπως την προεπαναστατική και μετεπαναστατική οργάνωση, την ίδια την κοινωνική επανάσταση, αλλά και τον στόχο της εξισωτικής κοινωνίας των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών. Ένα άλλο μείζον ζήτημα των ατομικιστών είναι οι σχετικιστικές επιρροές τους, οι οποίες οδηγούν στην απουσία κάθε ηθικής (σε αντίθεση με την αναρχική ηθική που στηρίζεται στην αλληλοβοήθεια και την αλληλεγγύη) υπό το πρόσχημα της άρνησης κάθε εξωτερικά επιβεβλημένης αρχής και κανόνα, καταλήγοντας μέχρι και στον κοινωνικό κανιβαλισμό κατ’ απαίτηση της εξυπηρέτησης των συμφερόντων του ατομικού Εγώ, προσεγγίζοντας επικίνδυνα μερικές φορές τις φιλελεύθερες απόψεις.
Συνεχίζοντας, υπαρκτή μεν, αλλά σχεδόν αμελητέα δε, ήταν η επιμορφωτική τάση του αναρχισμού, η οποία αγωνιζόταν για τον μετασχηματισμό της ανθρώπινης φύσης πριν ακόμα μετασχηματιστούν οι κοινωνικές και παραγωγικές σχέσεις. Η ιδεαλιστική αυτή προσέγγιση που βρισκόταν εντελώς απομακρυσμένη από το επίκεντρο της ταξικής πάλης, ανήγαγε τη μετάβαση στην ακρατική και αταξική κοινωνία στο έργο ενός εκπαιδευτικού προγράμματος το οποίο θα μπορέσει να πείσει τους πάντες πως ο αναρχισμός προβλέπει το πιο λογικό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης.
Υπάρχουν όμως και εκείνοι οι κοινωνικοί αναρχικοί, οι οποίοι δεν αποδέχονται την αναγκαιότητα της οργάνωσης για την προώθηση της επαναστατικής υπόθεσης ή τάσσονται υπέρ των χαλαρών επαναστατικών δικτύων. Παρότι ορισμένες τέτοιες τάσεις έχουν σχεδόν εκλείψει σήμερα, είναι σκόπιμο να αναφερθούμε σε αυτές, διότι, ασχέτως των μικρότερων ή μεγαλύτερων αποκλίσεών τους από την οργανωτική τάση των αναρχικών κομμουνιστών, δεν παύουν να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της συνολικότερης αναρχικής παράδοσης.
Ορισμένοι αναρχικοί, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Πιοτρ Κροπότκιν, απέρριπταν την ανάγκη για την πολιτική οργάνωση των αναρχικών (ή προέκριναν τον χαλαρό σχηματισμό ομάδων συγγένειας). Η αιτιολογία τους συνίστατο στην αντίληψη πως ενυπάρχει στην ανθρώπινη φύση μια αυθόρμητη ροπή προς την ελευθερία, γι’ αυτό και η επανάσταση που θα χειραφετήσει τις καταπιεσμένες και εκμεταλλευόμενες μάζες θα γίνει αυθόρμητα. Αυτός ο συλλογισμός ενστερνίζεται την αντίληψη πως ο άνθρωπος είναι φύσει καλός, σε αντίθεση με τη θέση του Μιχαήλ Μπακούνιν, ο οποίος υποστήριζε πως η λεγόμενη ανθρώπινη συμπεριφορά, ο άνθρωπος στην πραγματικότητα, είναι προϊόν των εξωτερικών συνθηκών που τον περιβάλλουν, άρα επηρεάζεται από τις υπάρχουσες κοινωνικές και παραγωγικές σχέσεις. Αργότερα, ο Ερρίκο Μαλατέστα ήρθε να συμπληρώσει ακόμα περισσότερο τον ιδεαλιστικό ουμανισμό του Κροπότκιν, ανάγοντας εν πολλοίς το αναρχικό πρόταγμα σε έναν διαταξικό ιδεαλισμό σχεδόν μεταφυσικής έμπνευσης, που θα απελευθέρωνε την ανθρωπότητα ως σύνολο. Μόνο που εστιάζοντας σε αυτά τα ανθρωπιστικά κηρύγματα ο Κροπότκιν και ο Μαλατέστα, μετέπειτα και ο Μάρρεϊ Μπούκτσιν, ξέφυγαν αρκετά από την πραγματικότητα της ταξικής πάλης και την παραδοχή πως ο αναρχισμός αποτελεί το οργανωμένο επαναστατικό κίνημα της εργατικής τάξης.
Μετά την καταστολή της Παρισινής Κομμούνας και τη διάλυση της Πρώτης Διεθνούς, το διεθνές αναρχικό κίνημα άλλαξε τη στρατηγική του, μεταστρέφοντας την προσοχή του από τις μαζικές οργανώσεις στην προπαγάνδα μέσω της πράξης. Οι αναρχικοί έψαχναν απεγνωσμένα απαντήσεις στη βίαιη και πολύνεκρη κρατική καταστολή που ισοπέδωνε τους μαχητικούς αγώνες και τις ένοπλες εξεγέρσεις των εργατών και των αγροτών. Έτσι, κατέληξαν πως θα απαντήσουν στην κρατική βία με το ίδιο νόμισμα, πραγματοποιώντας ένοπλες και βομβιστικές επιθέσεις που θα έχουν ως στόχο προσωπικότητες της κρατικής και καπιταλιστικής ελίτ που ευθύνονται άμεσα για την καταδυνάστευση και την αφαίμαξη της εργατικής τάξης. Πίστευαν πως με αυτόν τον τρόπο θα αντεπιτεθούν αποτελεσματικά ενάντια στην άρχουσα τάξη, ανταποδίδοντας σε συμβολική κλίμακα το κόστος των πολιτικών της ευθυνών για την εξόντωση των υποτελών μαζών, ως μια μορφή προλεταριακής αντεκδίκησης, εκθέτοντας παράλληλα τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες του κυρίαρχου συστήματος, προσπαθώντας να αναταράξουν την ομαλότητα του μέσα από συνεχείς επιθέσεις. Οι υπέρμαχοι της προπαγάνδας μέσω της πράξης συγκροτούνταν κατά βάση γύρω από τους κύκλους του Γιόχαν Μοστ και του Λουίτζι Γκαλεάνι, κυρίως στις Η.Π.Α.. Ήταν αναρχικοί κομμουνιστές που δρούσαν όμως έξω από τις μαζικές οργανώσεις, προσπαθώντας να αποτελέσουν παράδειγμα προς μίμηση μέσα από τις τεροριστικές τους ενέργειες. Οι γκαλεανιστές ήταν οργανωμένοι σε δίκτυα εξεγερσιακών πυρήνων, τα μέλη των οποίων συνέδεε η ιδεολογική συγγένεια. Παρά το γεγονός πως οι γκαλεανιστές περιφρονούσαν τις επίσημες οργανώσεις, διότι θεωρούσαν πως εγκυμονούν τον κίνδυνο εμφάνισης ιεραρχιών, στην πραγματικότητα οι ίδιοι λειτουργούσαν ως μια, έστω και άτυπη ή χαλαρή, ειδική αναρχική οργάνωση, αφού είχαν τόσο θεωρητική όσο και στρατηγική ενότητα. Επ’ αφορμή της οργάνωσης των γκαλεανιστών μπορούμε να εξαγάγουμε ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα. Στην πραγματικότητα οι γκαλεανιστές όχι μόνο δεν αντιλαμβάνονταν τους κινδύνους της άτυπης οργάνωσης, αλλά δε μπορούσαν να αντιληφθούν και την ουσία της επίσημης. Η άτυπη οργάνωση είναι αυτή που γεννά άτυπες και αόρατες ιεραρχίες. Αντίθετα, οι επίσημες οργανώσεις, που έχουν κάποιο κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας, ορίζουν τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες που έχει κάθε μέλος της οργάνωσης, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη διαφάνεια των διαδικασιών, τη λογοδοσία και τη δέσμευση των μελών στις συλλογικές αποφάσεις, καθώς και την οριζοντιότητα της οργάνωσης γενικότερα. Στις άτυπες οργανώσεις, όμως, μπορούν να γεννηθούν ηγεσίες, οι οποίες όχι μόνο είναι δύσκολο να εντοπιστούν, αλλά δε θα είναι και σε κανένα βαθμό υπόλογες στο υπόλοιπο σώμα της οργάνωσης, καθιστώντας τες, έτσι, μη ελέγξιμες.
Για τους αναρχικούς υπάρχει άρρηκτη σχέση μεταξύ μέσων και σκοπών. Σε αντίθεση με τους εξουσιαστικούς σοσιαλιστές, για τους αναρχικούς ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, αλλά τα μέσα αντανακλούν τον σκοπό. Ωστόσο, πολλές φορές αυτό το διαλεκτικό σχήμα τυγχάνει παρερμηνειών ακόμα και μέσα στο ίδιο το ελευθεριακό κίνημα. Υπάρχουν, λοιπόν, ορισμένοι ελευθεριακοί σοσιαλιστές που προτάσσουν τη δημιουργία κοινοτήτων αυτοθέσμισης, εξασκώντας την αυτοοργάνωση και την αλληλοβοήθεια σε καθημερινή βάση, προσπαθώντας, έτσι, να διαμορφώσουν ελευθεριακές νησίδες μέσα στην καρδιά του καπιταλισμού. Αυτά τα εγχειρήματα, όμως, έχουν πολύ περιορισμένη δυναμική και βιωσιμότητα λόγω των αδιεξόδων που συναντούν. Πιο συγκεκριμένα, τα μέλη αυτών των κοινοτήτων έχουν να αντιμετωπίσουν τις κοινωνικές παθογένειες που φέρουν, καθώς μεγάλωσαν, ανατράφηκαν και εκπαιδεύτηκαν κατά τα πρότυπα και τις υποδείξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας, εμπεδώνοντας την αστική ηθική, εξασκούμενοι στις αλλοτριωμένες ανθρώπινες σχέσεις και την εμπορευματοποίηση της καθημερινής ζωής. Αυτές οι κοινότητες είναι, πάντως, απομονωμένες από τον υπόλοιπο κόσμο, γι’ αυτό και αναπόφευκτα διαβρώνονται από τις περιβάλλουσες κοινωνίες, ειδικά όσον αφορά τις εμπορικές τους σχέσεις, οι οποίες άπτονται του ζητήματος της ικανοποίησης των ζωτικών αναγκών του ανθρώπου. Οι εν λόγω ελευθεριακοί σοσιαλιστές προτάσσουν ένα ελευθεριακό αντικαπιταλιστικό αντιπαράδειγμα στο εδώ και στο τώρα, διαμορφώνοντας ένα σύστημα δυαδικής αντιπαράθεσης μεταξύ δύο διαφορετικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης. Φιλοδοξούν με αυτόν τον τρόπο να πείσουν την κοινωνική βάση πως η κοινοτιστική αυτοθέσμιση και οι κοοπερατίβες είναι πολύ πιο αποτελεσματικές μορφές οργάνωσης από τον κρατικό δεσποτισμό και τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Αυτή η στρατηγική απομακρύνεται εντελώς από την κοινωνική επανάσταση, την οποία παρακάμπτει, καθώς διατείνεται πως η κοινωνική χειραφέτηση μπορεί να πραγματωθεί βαθμιαία μέσα από τη διασπορά των νησίδων αυτοθέσμισης, διαμορφώνοντας, έτσι, μια ιδιότυπη μορφή «γραμμικού ελευθεριακού ρεφορμισμού». Συν τοις άλλοις, οι υποστηρικτές αυτής της στρατηγικής λογαριάζουν χωρίς τον «ξενοδόχο», δηλαδή το κράτος και τους κατασταλτικούς του μηχανισμούς. Είναι δεδομένο πως η αστική τάξη είναι διατεθειμένη να καταστείλει κάθε ελευθεριακό εγχείρημα που αντιπαρατίθεται στον υπάρχοντα κυριαρχικό κοινωνικό σχηματισμό, ο οποίος διασφαλίζει τα προνόμια των λίγων εις βάρος των πολλών. Στην ίδια παγίδα πέφτουν με περισσή απερισκεψία και αφέλεια οι πασιφιστές, υποστηρίζοντας πως μια κοινωνία ειρήνης δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της βίας, δηλαδή της επανάστασης. Η προλεταριακή αντι-βία και η κοινωνική επανάσταση είναι όμως οι λογικές συνέπειες και οι επιβεβλημένες οδοί που επιτάσσει η αδιαλλαξία της αστικής τάξης και η άρνησή της να υποχωρήσει αποδεχόμενη οικειοθελώς την κατάλυση της ταξικής κοινωνίας.
Η αναγκαιότητα της ομοσπονδιακής οργάνωσης των αναρχικών κομμουνιστών
Η ελλαδική πραγματικότητα απέδειξε με εμφανή τρόπο τις συνέπειες που επιφέρει η απουσία της πολιτικής οργάνωσης των αναρχικών. Τα black blocs, οι χαλαρές αφορμαλιστικές ενώσεις ατόμων, αλλά και οι αναρχικές συλλογικότητες που δρούσαν ασυντόνιστα και απομονωμένα, απέτυχαν να επιταχύνουν τις επαναστατικές προεργασίες. Έτσι, οι αναρχικοί βρέθηκαν στην πραγματικότητα απροετοίμαστοι σε μια εκρηκτική στιγμή της ιστορίας, τον Δεκέμβρη του 2008, αλλά και –σε μικρότερο ίσως βαθμό- στη διετία των αντιμνημονιακών διαδηλώσεων και των απεργιακών κινητοποιήσεων κατά τα έτη 2010-2012, αδυνατώντας να διαχειριστούν τη διάχυτη κοινωνική οργή και τη γενικευμένη απαξίωση του πολιτικού συστήματος, ώστε να μετατρέψουν την εξέγερση (Δεκέμβρης 2008) σε κοινωνική επανάσταση, διότι δε διέθεταν ούτε αξιόμαχες και συνεκτικές πολιτικές οργανώσεις, ούτε οριζόντια μαχητικά ταξικά σχήματα (βλ. σωματεία βάσης), αλλά ούτε και κάποιο επαναστατικό πρόγραμμα να αντιπροτείνουν. Αυτές τους οι ανεπάρκειες τούς οδήγησαν να χάσουν δύο σημαντικά ραντεβού της ιστορίας ή σωστότερα να μην μπορέσουν να τα αξιοποιήσουν πλήρως. Όμως, οι αδυναμίες του παρελθόντος αποτιμήθηκαν και εξήχθησαν χρήσιμα συμπεράσματα, ώστε στο επόμενο ιστορικό ραντεβού οι αναρχικοί να είναι περισσότερο έτοιμοι και ικανοί να ανταποκριθούν στα ιστορικά καθήκοντα της επαναστατικής ταξικής πάλης. Με λίγα λόγια, σημαντικό κομμάτι των αναρχικών αναγνώρισε την αναγκαιότητα για τη δημιουργία μιας συνεκτικής αναρχικής πολιτικής οργάνωσης, την αναγκαιότητα για την ομοσπονδιακή οργάνωση των αναρχικών.
Ο καπιταλισμός ανακυκλώνει το πολιτικό του προσωπικό σε μια προσπάθεια να απορροφήσει τους εσωτερικούς κραδασμούς που προκαλούν οι εσωτερικές του αντιφάσεις, οι οποίες κορυφώνονται μέσα από την καπιταλιστική κρίση. Επιχειρεί να αποσπάσει με ανέφελο για την άρχουσα τάξη τρόπο τη συναίνεση της κοινωνικής βάσης προς το κυρίαρχο πολιτικό και οικονομικό καθεστώς και τις αντιλαϊκές πολιτικές που αυτό επιβάλλει. Όλες οι μαριονέτες του αστικού πολιτικού συστήματος βρίσκονται στο παιχνίδι και ανάλογα με τις απαιτήσεις του κεφαλαίου περιμένουν να καθίσουν στον κυβερνητικό θώκο της κρατικής διαχείρισης και να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα του ντόπιου και του διεθνούς κεφαλαίου. Μόνο οι αναρχικοί δεν έχουν ρίξει ακόμα τα χαρτιά τους. Και πρέπει να το κάνουν άμεσα, διότι η συντελούμενη εξόντωση της κοινωνικής πλειοψηφίας μέσα από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές δε θα κοπάσει μέχρι να ξελασπώσει την αστική τάξη από το αδιέξοδο στο οποίο βρέθηκε για άλλη μία φορά. Δεν αποκλείεται βέβαια και το ενδεχόμενο να μας στραγγαλίσει μια πολεμική σύρραξη τοπικών ή ακόμα και πιο διευρυμένων διαστάσεων, αφού ο πόλεμος αποτελεί πάντοτε μια διαθέσιμη λύση στο συρτάρι του καπιταλισμού, ειδικά για το ξεπέρασμα των κρίσεων, αφού είναι σε θέση να καταστρέψει σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο, να διαμορφώσει καινούριες αγορές με επιχειρηματικές ευκαιρίες υπέρογκης κερδοφορίας, να εκμεταλλευτούν οι καπιταλιστές πρώτες ύλες και εργάτες με εντελώς περιφρονητικούς και εξοντωτικούς όρους, ώστε το κεφάλαιο, εν τέλει, να μπορέσει να ανασυγκροτηθεί και να αναπτυχθεί μετά από μια εκτενή περίοδο καταστροφής, εκκινώντας τον επόμενο κύκλο συσσώρευσης, πατώντας πρώτα πάνω στα πτώματα του διεθνούς προλεταριάτου. Ως τελευταία εφεδρεία του καπιταλισμού στέκει ο φασισμός, ο στρατιωτικοποιημένος νεοφιλελευθερισμός δηλαδή, που αποδέχεται τον ρατσισμό ως κοινωνικό νόμο. Ακόμα δεν έχει αναδειχθεί σε ρόλο κεντρικού πολιτικού διαχειριστή, με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις (π.χ. Ουκρανία). Το κεφάλαιο του αναθέτει προς το παρόν πιο επικουρικούς και περιφερειακούς ρόλους, καθότι το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε καθοδική πορεία σε διεθνή κλίμακα. Τέλος, όσον αφορά τις επαναστατικές προτάσεις που περικλείονται στην εξουσιαστική οικογένεια, υπάρχει ένα ευρύ φάσμα της επαναστατικής αριστεράς. Κόμματα πρωτοπορίας, με μακροπρόθεσμο στόχο την πολιτική επανάσταση, τη σύσταση ενός συγκεντρωτικού κράτους και την όρθωση ενός κρατικού καπιταλισμού υπό την ηγεσία μιας ανερχόμενης γραφειοκρατίας «επαγγελματιών» επαναστατών, η οποία θα αποκαθηλώσει την αστική τάξη από το θρόνο της, απλώς για να γίνει η επόμενη προνομιούχα τάξη, μέσα από τον καθαγιασμό των μέσων για την επίτευξη του τελικού σκοπού και την αποδοχή ενός εκχυδαϊσμένου υλισμού, άμεσα συνυφασμένου με την αντίληψη περί γραμμικής εξέλιξης της ιστορίας. Έτσι, ο σοσιαλισμός, ιδωμένος από τη σκοπιά των λενινιστών, λογαριάζεται ως το ενδιάμεσο στάδιο της υποτιθέμενα γραμμικής πορείας προς τον κομμουνισμό.
Η αποδιοργάνωση συνεχίζει, όμως, να ταλανίζει το αναρχικό κίνημα μέχρι σήμερα. Σημαντικές ευθύνες για αυτήν την κατάσταση μπορούν να αποδοθούν στην προβληματική θεώρηση που συνεχίζουν να έχουν πολλοί αναρχικοί σχετικά με το άτομο και το αυτεξούσιό του, αποστρεφόμενοι εν τέλει την οργάνωση, διότι τάσσονται κατά της υπευθυνότητας, της πειθαρχίας, αλλά και κατά του επαναστατικού προγράμματος, θεωρώντας πως αυτά τα σημεία αποτελούν προαγγέλους του μπολσεβικισμού. Αρκετοί αναρχικοί κομμουνιστές περιέγραψαν αυτό το φαινόμενο ως τη λογική του ανεύθυνου ατομικισμού.
Ο αναρχισμός δεν είναι ένα ιδεαλιστικό πολιτικό ρεύμα, δεν είναι κάποια αφηρημένη ιδέα, ούτε αποσκοπεί σε μια φανταστική ουτοπία. Είναι ένα κίνημα γεννημένο από τις αναγκαιότητες της υλικής πραγματικότητας που βιώνουν οι από τα κάτω. Ένα κίνημα που έχει τις ρίζες του στην εργατική τάξη, τις δυνάμεις της οποίας καλείται να οργανώσει, ως μέρος της, ώστε το ίδιο το προλεταριάτο να «εισβάλλει» στην ιστορία και να αυτοκαταργηθεί ως εκμεταλλευόμενη τάξη, καταλύοντας εν τέλει την ταξική διαστρωμάτωση και τον κρατικό δεσποτισμό, για να ανοίξει τον δρόμο για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, την εργατική αυτοδιαχείριση και την κοινοτική αυτοδιεύθυνση.
Η ομοσπονδιακή οργάνωση συνιστά μια πρόταση επίλυσης του προβλήματος του κατακερματισμού και της αποδιοργάνωσης των αναρχικών. Η αναρχική ομοσπονδία πρέπει να αναλάβει να εξωτερικεύσει το δυνατό χαρτί του αναρχισμού, το δημιουργικό του πλαίσιο, το κομμουνιστικό του πρόταγμα, επιδιώκοντας τη σύνταξη ενός επαναστατικού προγράμματος που θα είναι ικανό να απαντήσει σε βασικά ερωτήματα όλου του φάσματος της καθημερινής ζωής και των ανθρώπινων υλικών αναγκών, σχηματοποιώντας, έτσι, με απτό και κατανοητό τρόπο την οργανωτική δομή της ελευθεριακής κομμουνιστικής κοινωνίας, έστω και προσεγγιστικά, αφού κανείς δεν μπορεί να σταθμίσει, ειδικά εκ των προτέρων, όλες τις συνθήκες που ενδέχεται να προκύψουν. Η συνοχή της οργάνωσης συνάδει με την αποτελεσματικότητά της. Αυτό σημαίνει πως η αυξημένη συνοχή της οργάνωσης μπορεί να συμβάλλει στην αποτελεσματικότερη διάδοση των αναρχικών προταγμάτων στην κοινωνία.
Κάθε προσπάθεια συγκρότησης αναρχικής ομοσπονδίας, με σαφή και ομοιογενή πολιτικό προσανατολισμό, συμβουλεύεται αναπόφευκτα την πλατφορμιστική παράδοση, η οποία στην πραγματικότητα αποτελεί την εξέλιξη της οργανωτικής σκέψης και πράξης του Μιχαήλ Μπακούνιν. Ειδικότερα, η αναρχική ομοσπονδία πρέπει να διαρθρώνεται πάνω στις εξής θεμελιώδεις αρχές:
Α) Θεωρητική Ενότητα: Η αναρχική ομοσπονδία πρέπει να συγκροτείται στη βάση κοινά συμφωνημένων θεωρητικών αρχών, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη χάραξη της τακτικής και της στρατηγικής της οργάνωσης. Η θεωρία, λοιπόν, αποτελεί τον κατευθυντήριο μοχλό της δραστηριότητας της οργάνωσης, γι’ αυτό και είναι απαραίτητη η συνεκτικότητά της και η αποδοχή της από τα μέλη της οργάνωσης. Η θεωρία είναι η αρχή των πάντων για την αναρχική ομοσπονδία, καθώς είναι αυτή που διαφυλάττει τη σύνδεση μέσων και σκοπών. Οι κοινώς αποδεκτές θεωρητικές αρχές, ανταποκρινόμενες στις ανάγκες της εργατικής τάξης, θα αποτελέσουν το υλικό για τη σύνταξη του επαναστατικού προγράμματος για τη μετάβαση στην ακρατική και αταξική κοινωνία του ελευθεριακού κομμουνισμού. Γι’ αυτόν τον λόγο, η ειδική αναρχική οργάνωση, η αναρχική ομοσπονδία πρέπει να συγκροτείται στη βάση των αρχών του αναρχικού κομμουνισμού.
Β) Τακτική Ενότητα: Η τακτική ενότητα είναι κομβικής σημασίας για την ενοποίηση των δράσεων της αναρχικής ομοσπονδίας, ώστε να μην αναπτύσσονται αντιπαραβαλλόμενες τακτικές, οι οποίες μπορούν να ζημιώσουν την προπαγάνδιση του αναρχικού προτάγματος, προκαλώντας σύγχυση στην κοινωνική βάση. Οι τακτικές οφείλουν να εκπορεύονται από τις θεωρητικές αρχές. Πάντως, δεν είναι σε καμία περίπτωση αμετάβλητες, καθώς οι υπάρχουσες συνθήκες μπορεί να αλλάζουν τόσο μέσα στο χρόνο όσο και ανά τόπους. Συνεπώς, μπορεί να υπάρχει μια σχετική ελαστικότητα αναφορικά με την τακτική ενότητα, χωρίς ωστόσο να υπάρχει παραγνώριση της γενικής θεώρησης της οργάνωσης και του συνολικού πλαισίου σχεδιασμού της τακτικής της. Είναι, επίσης, σαφές πως ο τακτικός σχεδιασμός της αναρχικής ομοσπονδίας οφείλει να αναπροσαρμόζεται κατά αντιστοιχία των αλλαγών που ορίζουν οι εκάστοτε συνθήκες διεξαγωγής της κοινωνικής και ταξικής σύγκρουσης.
Γ) Συλλογική Υπευθυνότητα: Αυτό το σημείο είναι το πιο παρεξηγήσιμο για πολλούς αναρχικούς λόγω των αφορμαλιστικών τους καταλοίπων, των αντι-οργανωτικών τους αγκυλώσεων και ιδιαίτερα εξαιτίας της σημαντικής απουσίας υπευθυνότητας και πειθαρχίας που χαρακτηρίζει τουλάχιστον τους αναρχικούς που αντιτίθενται στην οργάνωση. Με τον όρο συλλογική υπευθυνότητα ορίζεται η ευθύνη της ομοσπονδίας ως συλλογικού σώματος για την πολιτική και επαναστατική δραστηριότητα κάθε μέλους της. Αντίστοιχα, κάθε μέλος της ομοσπονδίας είναι υπεύθυνο για την πολιτική και επαναστατική δραστηριότητα της ομοσπονδίας. Υπάρχει, δηλαδή, μια αμφίδρομη σχέση υπευθυνότητας μεταξύ του συνόλου και του μέλους της ομοσπονδίας, διασφαλίζοντας, έτσι, την εύρυθμη λειτουργία της οργάνωσης, αλλά και την προώθηση των δραστηριοτήτων της, με σκοπό η δράση της να έχει συνέπεια και συνέχεια στο χρόνο. Η αρχή της συλλογικής υπευθυνότητας παρέχει απαντήσεις στο φλέγον ζήτημα της πειθαρχίας των αναρχικών, που τρομάζει τόσο πολύ τους αναρχικούς ατομικιστές, διότι λαμβάνεται εσφαλμένα ως η αρχή του μπολσεβικισμού. Μέσω της συλλογικής υπευθυνότητας, αναπόσπαστο στοιχείο της οποίας είναι και η υπευθυνότητα των μελών της οργάνωσης, διαμορφώνεται η επαναστατική αυτοπειθαρχία. Πρόκειται για την εθελούσια πειθαρχία των οργανωμένων αναρχικών, οι οποίοι αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως οργανικό κομμάτι των οργανώσεων στις οποίες συμμετέχουν. Δε μιλάμε, λοιπόν, για μια πειθαρχία η οποία επιβάλλεται εξωτερικά από κάποιο ηγετικό σώμα, ούτε για μια πειθαρχία που προσομοιάζει στη λειτουργία του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Βασική αρχή των αναρχικών είναι η εθελοντική οργάνωση, η ελεύθερη ένωση και η ελεύθερη αποχώρηση. Η παρουσία διαφωνιών δεν εξαναγκάζει σε καμία περίπτωση τους διαφωνούντες να εφαρμόσουν μια απόφαση, αρκεί οι κινήσεις στις οποίες επιλέξουν τυχόν να προβούν να μην υποσκάπτουν τις συλλογικές αποφάσεις της οργάνωσης, δρώντας αντιπαραθετικά προς αυτήν.
Δ) Φεντεραλισμός: Η αναρχική οργάνωση πρέπει να λάβει τη μορφή ομοσπονδίας. Η φεντεραλιστική δομή εξυπηρετεί τον συντονισμό των αναρχικών ομάδων, τη μεταξύ τους επικοινωνία και συνεργασία στη βάση κοινών θεωρητικών αρχών, τακτικών και στρατηγικών. Αυτή η δευτεροβάθμια μορφή αναρχικής οργάνωσης μπορεί να απεμπλέξει τους αναρχικούς από τους περιορισμούς που τους επιβάλλει η τοπικά οριοθετημένη δράση τους, υφαίνοντας ένα γεωγραφικά εξαπλωμένο πλέγμα δράσεων, το οποίο θα προωθεί συστηματικά έναν κοινό σκοπό. Για την επιτυχία της κοινωνικής επανάστασης είναι απαραίτητη προϋπόθεση η ευρεία αναρχική παρουσία σε διαφορετικές περιοχές, ώστε οι κατά τόπους επαναστατικές δράσεις να ενωθούν σε ένα ενιαίο πλαίσιο. Επιπλέον, η προπαγανδιστική ισχύς του αναρχικού προτάγματος και του επαναστατικού προγράμματος συνακόλουθα, διευκολύνεται σίγουρα από τον συντονισμό των αναρχικών σε μία ομοσπονδιακή οργάνωση, η οποία θα αναλάβει να κοινωνήσει την αναρχική αντιπρόταση ως ένα διακριτό συλλογικό σώμα, το οποίο θα μπορέσει να καταστεί με αυτόν τον τρόπο περισσότερο αναγνωρίσιμο από τις υποτελείς μάζες. Η φεντεραλιστική οργάνωση μπορεί να βοηθήσει τις επιμέρους αναρχικές ομάδες να ωριμάσουν και να ζυμωθούν πολιτικά, αλλά και να αναβαθμίσουν ή να διευρύνουν τις δραστηριότητές τους αξιοποιώντας τους κοινούς θεωρητικούς, αλλά και υλικούς πόρους, που αποτελούν συλλογικό κτήμα της ομοσπονδίας. Οι αναρχικοί απορρίπτουν λόγω αρχής τον κομματικό συγκεντρωτισμό, διότι καταστρατηγεί την ανεξαρτησία και την πρωτοβουλία των ατόμων και των ομάδων, διαμορφώνοντας σχέσεις ιεραρχίας και εξουσίας στο εσωτερικό της οργάνωσης. Γι’ αυτό, προτιμούν την οριζοντιότητα και την αυτοοργάνωση της ομοσπονδιακής δομής.
Μπορούμε να αντλήσουμε χρήσιμα στοιχεία για την οργανωτική στρατηγική των αναρχικών από την πλατφορμιστική παράδοση, αλλά και από τον εσπεσιφισμό, που αποτελεί μια πλατφορμιστική τάση που έχει ιδιαίτερη απήχηση στις αναρχικές ομοσπονδίες της Λατινικής Αμερικής. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του εσπεσιφισμού είναι η τακτική της «κοινωνικής εισχώρησης», η οποία ορίζει τη συμμετοχή των αναρχικών οργανώσεων σε λαϊκά κινήματα (αλλά και τη δημιουργία τέτοιων κινημάτων), έχοντας έναν διττό στόχο. Πρώτο και κύριο, τη συμμετοχή και την όξυνση των μαζικών αγώνων και σε δεύτερο, αλλά εξίσου σημαντικό, βαθμό τη ριζοσπαστικοποίηση του αγωνιζόμενου υποκειμένου, την προώθηση της οριζοντιότητας των αγώνων και την προπαγάνδιση του επαναστατικού προγράμματος των αναρχικών κομμουνιστών και της αντίστοιχης στρατηγικής τους στους μαζικούς αγώνες.
Παρόλα αυτά, μπορούν να εντοπιστούν ορισμένες σημαντικές διαφωνίες με τον κλασικό πλατφορμισμό. Διαφωνίες αναφορικά με την ύπαρξη τοπικών γραμματειών που αναλαμβάνουν τη θεωρητική και τακτική καθοδήγηση των μελών της οργάνωσης, καθώς, έτσι, σχηματίζεται ένα ηγετικό κλιμάκιο στο εσωτερικό της οργάνωσης, παρά το γεγονός ότι αυτό αναλαμβάνει να εφαρμόσει τις συλλογικές αποφάσεις του συνεδρίου της ομοσπονδίας, διατελώντας, έτσι, έναν υποτιθέμενα διαχειριστικό και τεχνικό ρόλο. Οι περισσότεροι αναρχικοί κομμουνιστές, σήμερα, δε συμφωνούν με το πλειοψηφικό μοντέλο λήψης αποφάσεων των πλατφορμιστών, διότι θεωρούν την ψηφοφορία ως έσχατη λύση για τη λήψη αποφάσεων των αναρχικών, δίνοντας σαφή προτεραιότητα στην ομοφωνία και τη σύνθεση των απόψεων και όταν αυτό δεν είναι εφικτό, στη συναίνεση. Επιπλέον, η αυτοδιάλυση των επιμέρους ομάδων και ο μετασχηματισμός τους σε τοπικές οργανώσεις της πλατφορμιστικής ομοσπονδίας, πρόκειται να προκαλέσει καταστροφικές συνέπειες, δεδομένης της παραδοσιακής δομής των αναρχικών ομάδων στον ελλαδικό χώρο, οι οποίες έχουν τη μορφή συλλογικοτήτων. Μια τέτοια κίνηση δε θα επέτρεπε κανένα πισωγύρισμα σε μια ενδεχόμενη διάλυση ή διάσπαση της ομοσπονδίας. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως η δημιουργία μιας ομοσπονδίας αναρχικών είναι πάντα ένα πείραμα. Τέλος, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, είναι εύλογα εκφρασμένος ο προβληματισμός πως η τακτική ενότητα θα πρέπει να έχει ορισμένες δικλείδες ελαστικότητας, δεδομένης της ποικιλομορφίας των συνθηκών, αλλά και του συσχετισμού δυνάμεων, που αφορούν κάθε τόπο ξεχωριστά. Γι’ αυτό, άλλωστε, προκρίνεται η αυτονομία και η πρωτοβουλία δράσεων των τοπικών περιφερειών της ομοσπονδίας, με βασική προϋπόθεση όμως τον σεβασμό των αρχών και της λειτουργίας της ίδιας της οργάνωσης.
Όσον αφορά την ομοσπονδιακή οργάνωση των αναρχικών, στον αντίποδα του πλατφορμισμού στέκει η σύνθεση. Οι ομοσπονδίες σύνθεσης διατηρούν, όμως, αρκετά αφορμαλιστικά κατάλοιπα, καθώς συγκροτούνται με χαλαρούς οργανωτικούς δεσμούς προσπαθώντας να ενώσουν τους αναρχικούς όλων των τάσεων σε μία ομοσπονδιακή οργάνωση, επιδιώκοντας να διαφυλάξουν την αυτονομία και την πρωτοβουλία των ατόμων και των διαφορετικών τάσεων. Οι υποστηρικτές της σύνθεσης διατείνονται πως υπάρχει εγκυρότητα σε κάθε αναρχική σχολή σκέψης, γι’ αυτό και οι αναρχικοί πρέπει να εξετάσουν όλες τις διαφορετικές τάσεις του αναρχισμού και να τις αποδεχτούν. Αυτό σημαίνει πως μια ομοσπονδία σύνθεσης θα έχει ελαχιστοποιημένες συμφωνίες, όπου είναι δυνατόν να βρεθούν κοινοί τόποι τόσο στις θεωρητικές αρχές, όσο και στον τακτικό και στρατηγικό σχεδιασμό της οργάνωσης, αγνοώντας τα σημεία διαφοροποίησης. Επίσης, οι συνθετιστές απορρίπτουν την ανάγκη για την κατάρτιση ενός οργανωτικού αναρχικού προγράμματος, το οποίο θα είναι βασισμένο σε ξεκάθαρες θέσεις, προς χάριν της αναρχικής ενότητας και της αποδοχής της πολυτασικότητας. Το μοντέλο λειτουργίας των ομοσπονδιών σύνθεσης προβλέπει είτε την ελεύθερη δραστηριότητα κάθε ξεχωριστής τάσης στο εσωτερικό της οργάνωσης είτε τη μίνιμουμ σύνθεση των απόψεων των διαφορετικών τάσεων της ομοσπονδίας με σκοπό τη σύνταξη μιας συνθετικής πλατφόρμας, η οποία θα είναι αποδεκτή από το σύνολο των αναρχικών τάσεων.
Λόγω του ετερογενούς της χαρακτήρα μια ομοσπονδία σύνθεσης είναι αναγκασμένη να σχεδιάζει τις πολιτικές κινήσεις της μόνο στο επίπεδο της άρνησης και της στείρας αντιπαράθεσης στον καπιταλισμό και τον κρατισμό, χωρίς να αντιπροτείνει εναργώς μια εναλλακτική μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Η ενότητα που επικαλούνται οι συνθετιστές είναι στην πραγματικότητα πλασματική, καθώς οι διαφορετικές θεωρητικές αντιλήψεις, αλλά και οι αποκλίνουσες τακτικές και στρατηγικές προσεγγίσεις των διαφορετικών τάσεων αναπαράγουν εν τέλει τις επιμέρους διαφωνίες σε κεντρικό επίπεδο. Όσον αφορά τη θεωρία, οι διαφορετικές προσεγγίσεις σε μια ομοσπονδία σύνθεσης μπορούν να τη μετατρέψουν σε έναν φιλοσοφικό όμιλο ιδεολογικών αντιπαραθέσεων μεταξύ των διαφόρων τάσεων. Σχετικά με τη στρατηγική, η απουσία ενός κοινού σχεδιασμού συνεπάγεται πως ο καθένας μπορεί να πράττει όπως επιθυμεί, καθώς οι αποφάσεις της οργάνωσης δεν έχουν κάποια ιδιαίτερα δεσμευτική ισχύ. Στη χειρότερη περίπτωση, μάλιστα, οι τακτικοί και στρατηγικοί σχεδιασμοί των διαφορετικών τάσεων της ομοσπονδίας σύνθεσης μπορεί να αλληλοσυγκρούονται εάν είναι αντιπαραθετικοί μεταξύ τους. Μια τέτοια οργάνωση θα ήταν εξαιρετικά ευάλωτη στις διασπάσεις και θα είχε μικρό βαθμό επιρροής, λόγω της εσωτερικής της ανομοιογένειας, καταλήγοντας πολλές φορές να λειτουργεί μηχανιστικά, γεγονός που οδηγεί στην αποσύνθεση.
Αρκετά κοντά στη λογική της σύνθεσης -αν και δεν αφορά την ομοσπονδιακή οργάνωση των αναρχικών- βρίσκεται το πολιτικό πλαίσιο των αναρχικών χωρίς επιθετικούς προσδιορισμούς, οι οποίοι καλούν σε ενότητα των αναρχικών στο παρόν, αποφεύγοντας τη σύνταξη ενός επαναστατικού προγράμματος που θα επεξεργαστεί, μεταξύ άλλων, κρίσιμα οργανωτικά ζητήματα της μετεπαναστατικής κοινωνίας, όπως η οργάνωση της παραγωγής και της διανομής για παράδειγμα. Η έλλειψη ενός επαναστατικού οργανωτικού προγράμματος οδηγεί αναπόφευκτα στο επιπόλαιο μοντέλο του σχήματος «βλέπουμε και πράττουμε» ή «θα τα βρούμε στην πορεία», αποδυναμώνοντας, έτσι, την επαναστατική προοπτική, κλονίζοντας ενώπιον των αναγκών των καταπιεσμένων και εκμεταλλευόμενων την απτότητα της αναρχικής δημιουργίας και τη δυνατότητα της υλικής πραγμάτωσης του ελευθεριακού κομμουνισμού.
Ανακεφαλαιώνοντας
Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, οι αναρχικοί οφείλουν να ξεπεράσουν τους σκοπέλους της αποδιοργάνωσης και του αφορμαλισμού. Υπάρχει ένας ολόκληρος πλούτος οργανωτικών παραδόσεων προς αξιοποίηση, στοιχεία του οποίου μπορούμε να προσαρμόσουμε στις τωρινές συνθήκες διεξαγωγής της κοινωνικής και ταξικής σύγκρουσης. Για να δημιουργήσουμε αξιώσεις για έναν συνολικό επαναστατικό και ελευθεριακό κοινωνικό μετασχηματισμό θα πρέπει αρχικά να αναβαθμίσουμε την πολιτική μας συγκρότηση και να ενισχύσουμε με όλες μας τις δυνάμεις τους ταξικούς σχηματισμούς των εργατών και τα κοινωνικά αντικαπιταλιστικά μέτωπα.
Για να έχει κοινωνική απήχηση σήμερα ο αναρχισμός, αλλά και πρακτικά αποτελέσματα αναφορικά με την οργάνωση και τους αγώνες των καταπιεσμένων και εκμεταλλευόμενων, είναι αναγκαίο να τοποθετηθεί εκ νέου και με εναργή τρόπο στις υλιστικές βάσεις του κλασικού κοινωνικού αναρχισμού και της ταξικής πάλης, καθώς και στη στρατηγική οδό του αναρχικού κομμουνισμού. Οι φιλοσοφικές, ατομικιστικές ή υπαρξιστικές και ουμανιστικές τάσεις που εμφανίστηκαν κατά καιρούς στο αναρχικό κίνημα δεν μπορούν να παράσχουν κάποια θεμελιώδη χειραφετική κατεύθυνση για την εργατική τάξη, είτε διότι προσεγγίζουν τον αναρχισμό εκκινώντας από μια ιδεαλιστική αφετηρία και εντάσσοντάς τον μέσα στα πλαίσια ενός εξωκοινωνικού και αμιγώς βιωματικού ατομοκεντρισμού, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στον βολονταρισμό χωρίς, όμως, να τον συναρτούν με την ταξική θέση των καταπιεσμένων, είτε επειδή η καθολικότητα των ανθρωπιστικών αρχών που διακηρύττουν φτάνει στο σημείο των διαταξικών συμβιβασμών και της μερικής ή συνολικής απαξίωσης της ταξικής πάλης.
Ήδη από τον Μιχαήλ Μπακούνιν, η οργάνωση της πλατειάς μάζας των καταπιεσμένων και εκμεταλλευόμενων και η ώθησή αυτής της μαζικής και συλλογικής δύναμης από μια συνειδητή μειοψηφία επαναστατών προς την κοινωνική επανάσταση για την κατάργηση του κράτους και των καπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης, τέθηκαν ως οι δύο κεντρικοί άξονες του αναρχισμού. Η μειοψηφία αυτή των αναρχικών αγωνιστών δεν αποσκοπεί ούτε να ελέγξει ή να ποδηγετήσει τους αγώνες και τους οργανισμούς πάλης των υποτελών στρωμάτων, ούτε έχει ως στρατηγικό στόχο την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας. Επομένως, ούτε υποκαθιστά τις μάζες όπως θα έπρατταν οι μπλανκιστές, ούτε κυριαρχεί επί αυτών όπως οι λενινιστές. Οι αναρχικοί προσπαθούν να δράσουν καταλυτικά, μέσω των πολιτικών οργανώσεων τους, στους ταξικούς και κοινωνικούς αγώνες, παρακινώντας τις προλεταριακές μάζες στην αυτοοργάνωση και την άμεση δράση, με τελικό στόχο την αυτοχειραφέτησή τους. Στόχος της ειδικής πολιτικής οργάνωσης των αναρχικών δεν είναι να κάνει το σύνολο του μαζικού κινήματος να αυτοχαρακτηρίζεται ως αναρχικό, αλλά να μεριμνά για τον ελευθεριακό προσανατολισμό των ταξικών και κοινωνικών αγώνων, καθώς και να επιστήσει στις μάζες τις χειραφετικές προοπτικές που ενέχει η συλλογική τους δύναμη μέσα από την αυτοοργάνωση.
Η ιστορική εμπειρία μας έχει δείξει πως ο αυθορμητισμός των μαζών είναι ικανός να γεννήσει εξεγέρσεις και επαναστάσεις. Ωστόσο, ο αυθορμητισμός από μόνος του δεν αρκεί για την επιτυχή πλήρωση ενός κοινωνικού μετασχηματισμού, γι’ αυτό και όσα εξεγερτικά γεγονότα βασίστηκαν αμιγώς στον παράγοντα του αυθορμητισμού δεν μπόρεσαν να υπερβούν τον εφήμερο χαρακτήρα τους, ούτε να προχωρήσουν αρκετά το δημιουργικό σκέλος της επανάστασης. Τα κενά του αυθορμητισμού και του εξεγερτικού ενθουσιασμού καλείται να συμπληρώσει η οργανωμένη παρέμβαση της ειδικής αναρχικής οργάνωσης, μέσα από τη δράση της στους κόλπους των μαζικών κινημάτων, την καρτερικότητα της, την προσεκτική εξέταση των αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών, αλλά και των συσχετισμών δυνάμεων στη μαινόμενη ταξική πάλη, συγκεντρώνοντας τις προσπάθειές της στην καλλιέργεια της ταξικής συνείδησης και της αυτοοργάνωσης των μαζών, προωθώντας αδιάκοπα την υπόθεση του αναρχικού κομμουνισμού μέσα από ένα συνεκτικό πρόγραμμα δημιουργικής καταστροφής. Η οργανωμένη μειοψηφία των αναρχικών κομμουνιστών οφείλει να επαγρυπνεί διαρκώς και να είναι συνεχώς δρώσα τόσο στο επίπεδο της προπαγάνδας, της αγκιτάτσιας και της οργάνωσης της εργατικής τάξης με οριζόντιο και ακηδεμόνευτο τρόπο, όσο και στο πεδίο της αντεπίθεσης ενάντια στη βαρβαρότητα του κράτους και του κεφαλαίου διαμέσου της πολιτικά ζυγισμένης χρήσης της ταξικής αντι-βίας.
Αν μπορούμε να θέσουμε μια κρίσιμη προϋπόθεση και αιχμή για τον αγώνα των αναρχικών σήμερα, αυτή είναι η αξιοποίηση της στρατηγικής του οργανωτικού δυισμού. Ειδικότερα, κάθε αναρχικός που αναγνωρίζει την αναγκαιότητα της όξυνσης της ταξικής πάλης και αγωνίζεται για την κοινωνική απελευθέρωση των υποτελών στρωμάτων, οφείλει να οργανωθεί σε ταξικά σωματεία στους χώρους εργασίας του, να συγκροτήσει και να συμμετάσχει σε ταξικούς σχηματισμούς και αντίστοιχες πρωτοβουλίες (π.χ. οικονομικές ενώσεις ανέργων, φοιτητικά και μαθητικά συνδικαλιστικά σχήματα), όπως και να παλέψει μέσα από τις γραμμές κοινωνικών κινημάτων (π.χ. κοινωνικά κινήματα ενάντια στην οικολογική καταστροφή, υπεράσπισης της στέγασης και άλλων κοινωνικών αγαθών, αλληλεγγύης στους μετανάστες κ.α.). Ταυτόχρονα, να οργανωθεί επί της πολιτικής βάσης, με σκοπό την απαραίτητη σύνδεση των άμεσων υλικών αναγκών με τις ιστορικές ανάγκες και στόχους του προλεταριάτου, στην κατεύθυνση της κοινωνικής επανάστασης, της αναρχίας και του κομμουνισμού. Η έκκληση στην κοινωνική βάση να πυκνώσει τις γραμμές του επαναστατικού ταξικού αγώνα και η ευρεία προπαγάνδιση του προτάγματος του ελευθεριακού κομμουνισμού μέσα από ένα όσο το δυνατόν πιο σαφές και κατανοητό επαναστατικό πρόγραμμα, που να απηχεί τις ανάγκες και τις επιθυμίες της εργατικής τάξης λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες διεξαγωγής της ταξικής πάλης, πρέπει να είναι το επιστέγασμα των οργανωτικών μας προσπαθειών ως αναρχικών κομμουνιστών του μαζικού ταξικού κινήματος.
Σημειώσεις:
[1] Νέστορ Μάχνο, Πιοτρ Αρσίνοφ, Ίντα Μετ, Βαλέφσκυ, Λίνσκυ, “Η Οργανωτική Πλατφόρμα των Ελευθεριακών Κομμουνιστών, Ένα προσχέδιο για τη Γενική Ένωση Αναρχικών”, εκδ. Άρδην, 2004, σελ. 95
[2] Ντιέλο Τρούντα (Εργατική Υπόθεση): Αναρχοκομμουνιστική επιθεώρηση, η οποία εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1925 από ομάδα Ρώσων και Ουκρανών αναρχικών, εξόριστων στη Γαλλία. Η επιθεώρηση έφερε το ίδιο όνομα με την ομώνυμη πολιτική ομάδα των εξόριστων αυτών αναρχικών. Το 1926 δημοσιεύθηκε στη συγκεκριμένη επιθεώρηση η “Οργανωτική Πλατφόρμα της Γενικής Ένωσης Αναρχικών”, η οποία εισήγαγε επισήμως την αναρχική τάση του πλατφορμισμού.
[3] Η κοινωνική επανάσταση δεν είναι μια στατική διαδικασία που σηματοδοτείται απλώς από την ένοπλη αντιπαράθεση με τις δυνάμεις της κυριαρχίας, αλλά αποτελεί μια συνεχή διαδικασία ριζικού μετασχηματισμού του συνόλου της κοινωνίας προς αναζήτηση της ελευθερίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης για το κοινωνικό σύνολο και την ικανοποίηση των αναγκών του.
Βιβλιογραφία:
-Νέστορ Μάχνο, Πιοτρ Αρσίνοφ, Ίντα Μετ, Βαλέφσκυ, Λίνσκυ, “Η Οργανωτική Πλατφόρμα των Ελευθεριακών Κομμουνιστών, Ένα προσχέδιο για τη Γενική Ένωση Αναρχικών”, εκδ. Άρδην, 2004
-Georges Fontenis, “Μανιφέστο του ελευθεριακού κομμουνισμού”, εκδ. Πρωτοβουλία Αναρχικών Κόσμος, 2012
-Γιόχαν Μοστ, “Η ελεύθερη κοινωνία – Μια πραγματεία για τις αρχές και την τακτική των κομμουνιστών αναρχικών (1884)”, εκδ. Ελευθεριακό Ιστορικό Αρχείο, 2016
-Τζαίημς Γκυγιώμ, “Ιδέες πάνω στην κοινωνική οργάνωση”, εκδ. Ελευθεριακό Ιστορικό Αρχείο, 2015
-Αλεξάντερ Μπέρκμαν, “Το αλφαβητάρι του αναρχισμού”, εκδ. Κατσάνος, 1983
-Γιώργος Μεριζιώτης, “Το ζήτημα της οργάνωσης”, 2η έκδοση, εκδ. Πρωτοβουλία Αναρχικών Κόσμος, 2011
-Γιώργος Μεριζιώτης, “Αρχές, στόχοι, θέσεις. Εγχειρίδιο ιστορικότητας, λόγου και δράσης. Σύνοψη του κοινωνικού αναρχισμού.”, εκδ. Πρωτοβουλία Αναρχικών Κόσμος, 2009
-Γιώργος Μεριζιώτης, “Οργάνωση και αγώνας για την αναρχία”, εκδ. Πρωτοβουλία Αναρχικών Κόσμος, 2009
-Anarchist Federation, “Πέρα από την αντίσταση: Ένα επαναστατικό μανιφέστο για τη νέα χιλιετία”, μτφρ. Αναρχική Συλλογικότητα Καθ’ Οδόν, εκδ. Αναρχική Συλλογικότητα Καθ’ Οδόν
-Lucien van der Walt, Michael Schmidt, “Black Flame: The Revolutionary Class Politics of Anarchism and Syndicalism (Counter–Power vol. 1)”, εκδ. AK Press, 2009
-Scott Nappalos, “Towards theory of political organization for our time”, εκδ. Zabalaza Books
-Karl Blythe, “Notes on anarchist organization & our revolutionary program”, εκδ. Zabalaza Books
-Federação Anarquista do Rio de Janeiro, “Social Anarchism and Organization”, μτφρ. Jonathan Payn, εκδ. Zabalaza Books
-Federação Anarquista do Rio de Janeiro, “Concentric Circles, The Especifista Concept of Concentric Circles in Anarchist Organization”, μτφρ. Jonathan Payn, εκδ. Zabalaza Books
-Collective Action, “Specifism Explained: The Social and Political Level, Organisational Dualism and the Anarchist Organisation”, εκδ. Zabalaza Books
-Federazione dei Comunisti Anarchici, “Comunisti Anarchici: Una questione di classe”, υπό έκδοση από τις Ελευθεριακές Εκδόσεις Κουρσάλ
Σύνδεσμοι στο διαδίκτυο:
– https://agitproplibcom.noblogs.org
– https://agitproplibcom.noblogs.org/?p=133
– https://agitproplibcom.noblogs.org/?p=152
– http://www.nestormakhno.info/greek/index.htm
– http://www.nestormakhno.info/greek/shantz-lilley.htm
– http://www.fdca.it/fdcaen/index.htm
– http://fdca-ellinika.blogspot.com/
– https://inmediasres.espivblogs.net/especifismo/
– http://halastor.blogspot.com/2014/02/blog-post_11.html
-http://www.anarkismo.net/article/28871?author_name=FAR&
– https://www.provo.gr/epanastatiko-anarxismo-kai-politika-kommata
-https://ngnm.vrahokipos.net/index.php/%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82-%CE%AC%CF%81%CE%B8%CF%81%CF%89%CE%BD/%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%AD%CE%BC%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%B7/923-2014-02-13-08-49-40
-https://ngnm.vrahokipos.net/index.php/%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82-%CE%AC%CF%81%CE%B8%CF%81%CF%89%CE%BD/%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/643-juan-gomez-cazas
-https://ngnm.vrahokipos.net/index.php/%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82-%CE%AC%CF%81%CE%B8%CF%81%CF%89%CE%BD/%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/789-huerta-grande-fau
-http://www.vrahokipos.net/old/theory/thrall.htm
-http://www.vrahokipos.net/old/theory/chile.htm
-http://www.vrahokipos.net/old/theory/fdca.htm
– https://anarchistplatform.wordpress.com
– https://libcom.org/thought/anarchist-communism-an-introduction
– http://libcom.org/thought/platformism-an-introduction
– https://libcom.org/library/specific-anarchist-group-wild-rose-collective
– https://libcom.org/library/practical-platformism-revolutionary-cadre-organisation
– https://libcom.org/library/question-neoplatformism-critiques-mystifications-solutions-roi-ferreiro
– http://blackrosefed.org/role-of-the-revolutionary-organization
Διαδικτυακό οπτικοακουστικό υλικό:
-https://www.youtube.com/watch?v=mnbnG2XK8OU
-https://www.youtube.com/watch?v=VIIHGGuslcM
-https://www.youtube.com/watch?v=Hi3PAggzomU
-https://www.youtube.com/watch?v=iKatZOxYLQk