Στην δημοκρατία (τους) υπάρχουν μόνο αδιέξοδα
-“Δύο έθνη, που μεταξύ τους δεν υπάρχει επικοινωνία ούτε συμπάθεια – που αγνοούν τόσο πολύ το ένα τις συνήθειες, τις σκέψεις και τα αισθήματα του άλλου, σαν να ζούσαν σε διαφορετικές γεωγραφικές ζώνες ή σαν να κατοικούσαν σε διαφορετικούς πλανήτες. Που ανατρέφονται διαφορετικά, θρέφονται με διαφορετικές τροφές, ταξινομούνται με διαφορετικούς τρόπους, και δεν κυβερνιώνται από τους ίδιους νόμους”.
-“Οι πλούσιοι και οι φτωχοί”.
Benjamin Disraeli, “Two Nations”
Σε μερικές ημέρες από σημερα, θα διεξαχθεί ξανά το μεγάλο πανηγύρι της “δημοκρατίας”, όταν οι πληβείοι θα συρθούν ξανά στις κάλπες για να διαλέξουν οι ίδιοι τους αφέντες τους για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Σύσσωμα τα συστημικά ΜΜΕ μας εξορκίζουν να προσέλθουμε στην κάλπη , επειδή αν δεν το κάνουμε, θα είναι σαν να παραχωρούμε στους “άλλους” το δικαίωμα να αποφασίσουν για λογαριασμό μας. Αμέσως γίνονται αντιληπτά σε τούτο το φαντασιακό σχήμα, τα υλικά όρια μέσα στα οποία παίρνει σάρκα και οστά η νομική αφαίρεση της φιγούρας του ψηφοφόρου. Μια κοινωνική μη-οντότητα, που έχει μια ανταγωνιστική, ή σχεδόν εχθρική, σχέση με το σύνολο. Γραπώνεται απο την ψευδαίσθηση της απόλυτης αυτοτέλειας μιας κοινωνικής μονάδας, που θυμίζει την αυτοτέλεια του ναυαγού που βρίσκεται μόνος πάνω σε μια σχεδία και αφήνεται να τον παρασέρνουν τα κύματα της θάλασσας προς όποια κατεύθυνση εκείνα θέλουν, και γι’ αυτό δεν δέχεται να παραχωρήσει σε κανέναν το δικαίωμα να επιλέξει για εκείνον/η. Διότι κάθε απόφαση και κάθε επιλογή που δεν έχει τον ίδιο/α ως έσχατο σημείο αναφοράς δεν μπορεί παρά να είναι μια κακή απόφαση. Έτσι, απορρίπτει εξ ορισμού την έννοια της κοινωνικής αλληλεγγύης ως αποφασιστικού κριτηρίου που διαμορφώνει την πολιτική συμπεριφορά του, εφόσον μια πολιτική της αλληλεγγύης περιστρέφεται πιο πολύ γύρω απο το ζήτημα της ανάγκης που βρίσκεται έξω και πέρα απ’ το πεδίο της απόφασης.
Αν η πολιτική της απόφασης, με τους θεαματικούς όρους που εκφράζεται και τα αφηρημένα ηθικιστικά επιχειρήματα που επικαλείται για να δικαιολογήσει την ύπαρξη της, είναι απαραίτητο να επικυρωθεί μεμονωμένα από το εγωιστικό άτομο-ψηφοφόρο, η οργανική πολιτική της ανάγκης που παίρνει ως αφετηρία το ταξικό ανήκειν, γίνεται αντιληπτή ως η πρώτη ύλη για την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνικής σχέσης, όχι ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, αλλά ανάμεσα στους ίδιους τους προλετάριους. Γι’ αυτό και δεν απαιτεί τόσο μιαν απόφαση, με την έννοια της κατάφασης μιας κυρίαρχης ατομικότητας, αλλά περισσότερο μια συνειδητή προσχώρηση, την αναγνώριση της ατομικότητας μας μέσα στην ατομικότητα των άλλων. Με αυτό , δεν εννοώ βέβαια την ανάθεση του καθορισμού των ανάγκων μας σε κάποιον ανεξάρτητο πολιτικό φορέα, ένα κόμμα που θα στέκεται πάνω από εμάς και μ’ αυτόν τον τρόπο θα επιβάλλει μια βεβιασμένη συγκεντρωτική ιδεολογική προσέγγιση ως προς τις ετερόκλητες επιθυμίες, τις ανάγκες και τα συμφέροντα του προλεταριάτου. Διότι αν η αυθόρμητη συλλογικοποίηση των αναγκών και των επιθυμιών μας είναι μια διαδικασία που έχει απομείνει ημιτελής, τότε η υποχρεωτική ενότητα από-τα-πάνω που μπορεί να εγγυηθεί ένα πολιτικό κόμμα είναι αχρείαστη και ανεπιθύμητη.i
Η ενότητα αυτή δεν θα έχει σαν βάση της την αλληλεγγύη, που μπορεί να είναι μόνο ηθελημένη, αλλά τον ωμό καταναγκασμό. Αν πάλι το μεμονωμένο υποκείμενο αποκλειστεί με κάποιον τρόπο από τη διαδικασία καθορισμού των δικών του κοινωνικών αναγκών, αν οι αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες απορριφθούν επειδή είναι συνώνυμες με την “αστάθεια”, την υπερβολή και την επιπολαιότητα που οι ελίτ κατά κανόνα αποδίδουν στις μάζες, τότε δεν υπάρχει άλλη επιλογή από την προσφυγή σε κάποιου είδους “αντικειμενικής” γνώσης, “επιστημοσύνης” ούτως ειπείν. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι προλετάριοι δεν είμαστε τίποτε περισσότερο από αριθμοί, από στατιστικές κατηγορίες κι ομαδοποιήσεις που θυσιάζονται στο βωμό μιας ανώτερης κυβερνητικής σκοπιμότητας. Έτσι, όταν γράφω ότι η πολιτική της ανάγκης θα πρέπει να είναι για τους προλετάριους πάνω απ’ την πολιτική της απόφασης, εννοώ αρχικά ότι η στοιχειακή δύναμη της ανάγκης είναι τέτοια που αψηφά τα εφημερα θεμέλια πάνω στα οποία συγκροτείται κάθε φορά η ατομική απόφαση. Ή μάλλον, η ανάγκη ως τέτοια , πάντοτε εμπεριέχει και τελικά αφομοιώνει την έννοια της επιθυμίας. Για να το πούμε διαφορετικά, με τον ίδιο τρόπο που η επιθυμία, στην πιο υψηλή της ένταση, μετατρέπεται σε πιεστική ανάγκη, έτσι και η βιολογική ανάγκη εκδηλώνεται σε ένα οντολογικό πεδίο που κινείται σύμφωνα με τους δικούς του νόμους, οι οποίοι είναι ανεξάρτητοι απο την ατομική επιλογή. Κατά δεύτερο, η πολιτική της αλληλεγγύης, όπως την ορίσαμε πιο πάνω, είναι αδύνατο να εκπορεύεται από ένα πολιτικό κόμμα. Κι αυτό γιατί τα κόμματα αντιλαμβάνονται και αλληλεπιδρούν με την κοινωνία μέσα από στατιστικές κατηγορίες και άψυχες ομαδοποιήσεις.
Σίγουρα, θα ήταν σφάλμα να υποτιμήσουμε την επίδραση που είναι σε θέση να έχουν οι εκλογές στη διαμόρφωση του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Σε ένα προηγούμενο στάδιο της ιστορικής εξέλιξης του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, η θεσμική διάκριση ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά, έκφραζε μια ιδεολογική διαφωνία και αντανακλούσε δύο διαφορετικά πλάνα για την αναπαραγωγή του συστήματος. Παρ’ όλα αυτά, οι ταξικές δυνάμεις που συσπειρώνονταν γύρω απ’ αυτούς τους δύο ιδεολογικούς πόλους έχουν υποστεί μια αξιοσημείωτη μεταμόρφωση, με την αριστερά να βγαίνει φανερά ηττημένη από αυτή τη διαδικασία μακροϊστορικής μετάλλαξης των παραγωγικών συντελεστών του καπιταλιστικού συστήματος. Από την άλλη, ο δεξιός πόλος μετασχηματίστηκε μέσα στο πλαίσιο της δικής του, ενδοκαπιταλιστικής λογικής. Μετεξελίχτηκε σε ένα αμιγώς ταξικό κόμμα, φορέας μιας μισανθρωπικής αντίληψης και μιας αυταρχικής νοοτροπίας αναφορικά με το ζήτημα της αναπαραγωγής κι επέκτασης των θεσμισμένων κοινωνικών ιεραρχικών.
Αμιγώς ταξικό, με την έννοια ότι απευθύνεται σε μια πολύ πιο μικρή, αλλά ως εκ τούτου συμπαγή και συνεκτική βάση προνομιούχων κοινωνικών ομάδων. Η σημερινή ΝΔ που ηγείται του νεοφιλελεύθερου μπλοκ εξουσίας, είναι ένα κόμμα όπου ο πολιτικός του λόγος συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με τον εκλογικό. Με άλλα λόγια, είναι αυτό που λέει και λέει αυτό που είναι, σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ που μάταια πασχίζει να συμβιβάσει μια δήθεν αριστερή πολιτική ταυτότητα με την πιο απροκάλυπτη νεοφιλελεύθερη κυβερνητική πρακτική. Η σημερινή ΝΔ είναι το κόμμα των νικητών της κοινωνικής σύγκρουσης που εκτυλίχθηκε το ταραχώδες διάστημα απ’ το 2008 μέχρι το 2015. Η επίγνωση αυτού του θριάμβου, μαζί με τον τρόμο μην τυχόν επαναληφθούν οι εμφυλιοπολεμικές αντιπαραθέσεις της μνημονιακής περιόδου, αποτελούν τους βασικούς ιδεολογικούς άξονες που καθορίζουν την πολιτική οδοστρωτήρα που εφαρμόζει το “κόμμα της αριστείας” ενάντια στα ετεροκαθοριζόμενα στρώματα.
Στον αντίποδα, έχουμε μια αριστερά που διστάζει να πει ακόμη και το όνομα της. Για να το πούμε διαφορετικά, ενώ η ΝΔ συμπεριφέρεται γενικά κι εκφέρει πολιτικό λόγο που αρμόζει σε έναν υπερήφανο τοποτηρητή των προνομίων του νεοφιλελεύθερου μπλοκ εξουσίας, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη υποστεί μια πολιτική συντριβή η οποία του στερεί το δικαίωμα να διατείνεται ότι μιλάει στο όνομα των εργαζόμενων τάξεων που πληγήκανε ανεπανόρθωτα, κι εξακολουθούν να πλήττονται άμεσα από τα κυβερνητικά μέτρα αναδιάρθρωσης του συστήματος της οικονομίας αγοράς σε μια ακόμη πιο συγκεντρωτική βάση. Όχι χωρίς λόγο, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι υποχρεωμένος να δηλώνει αφηρημένα ότι είναι το “κόμμα των πολλών”, ένας ισχυρισμός που δεν απέχει και πολύ απ’ το να παραδέχεται ότι το ιδεολογικό στίγμα του εξαντλείται στο γεγονός οτι πολύ απλά δεν είναι η ΝΔ.
Η “μετα-δημοκρατική” αυτή ταυτότητα του κόμματος της αριστεράς δεν οφείλεται μονάχα σε μια στρατηγική εγκατάλειψης των βασικών σημαινόμενων της προλεταριακής ιδεολογίας, ενδεικτικής του οπορτουνισμού που χαρακτηρίζει τον τρόπο σκέψης της πολιτικής ηγεσίας του κόμματος. Ανταποκρίνεται τρόπον τινά και στο υλικό υπόβαθρο του κοινωνικού ανταγωνισμού στην εποχή της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας, όπου τα εργαζόμενα στρώματα δεν συγκροτούν ένα ενιαίο κοινωνικό υποκείμενο με μια διακριτή ταξική ταυτότητα, αλλά κατακερματίζονται από μια πολλαπλότητα ταυτοτήτων και μια ποικιλομορφία στον τρόπο με τον οποίο κατανοούν το ταξικό συμφέρον τους. Από αυτή την άποψη, ένα κομματικό μόρφωμα που θέλει να λέει ότι τάσσεται με το μέρος της καταπιεσμένης κοινωνικής πλειοψηφίας είναι υποχρεωμένο ως ένα βαθμό να καταφεύγει σε μετα-δημοκρατικούς τρόπους πολιτικού αυτοπροσδιορισμού. Αυτό γίνεται ρίχνοντας το βάρος της κομματικής ταυτότητας περισσότερο στο εκλογικό επικοινωνιακό στοιχείο, που τείνει να αντιμετωπίζει τους ψηφοφόρους ως μεμονωμένες έωλες μονάδες που έχουν καταστεί ισότιμες διαμέσου της απόσπασης τους από το ιεραρχικό κοινωνικό περιβάλλον που τους καθηλώνει, υποβαθμίζοντας παράλληλα το αμιγώς πολιτικό στοιχείο που βρίσκεται σε άμεση σχέση με τα ταξικά συμφέροντα και τις υλικές ανάγκες της κοινωνικής βάσης του.
Άλλο ένα δείγμα του μεταδημοκρατικού ιδεολογικού χυλού στον οποίο δείχνει να τσαλαβουτάει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το μεγαλόσχημο προεκλογικό σύνθημα “να γυρίσουμε την πλάτη στην αδικία”, που αποβλέπει να γυρίσει την ταξική πάλη 200 χρόνια πίσω, στα χρόνια που ο Saint-Simon και οι ουτοπικοί σοσιαλιστές προέτρεπαν τους καπιταλιστές να απαρνηθούν την “πλεονεξία” τους και να δεχτούν να διαθέσουν λίγο απ’ τον πλούτο τους προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τα ευγενή μοντέλα πειραματκής κοινωνικής οργάνωσης που εκείνοι είχαν καταστρώσει για να ανακουφίσουν τους φτωχούς. Τα γράφω αυτά διότι σε μια άδικη κοινωνία, η δικαιοσύνη μπορεί να υπάρξει μονάχα μέσα από μια συλλογική ρήξη με το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα, τους θεμελιώδεις θεσμούς, δομές και όρους της ιδεολογικής και υλικής αναπαραγωγής του. Κι αυτό γιατί η αδικία, που συνιστά ενδημικό στοιχείο του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, δεν οφείλεται βέβαια σε κάποιο σφάλμα που έγινε στην μοιρασιά, ή στην αβλεψία των κυβερνόντων, που κατά τα άλλα έχουν στο μυαλό τους πώς να υπηρετήσουν ένα “γενικό συμφέρον”, που στον καπιταλισμό απλώς δεν υπάρχει. Η αδικία παράγει ανισότητα και η ανισότητα αποκρυσταλλώνεται σε ιεραρχικές σχέσεις δύναμης που ως κύρια λειτουργία τους έχουν να διασφαλίζουν τους υλικούς όρους της πρωταρχικής ανισότητας στην οποία οφείλουν την ίδια την ύπαρξη τους. Ως εκ τούτου, αυτές οι θεσμοποιημένες σχέσεις ετεροκαθορισμού ούτε “μεταρρυθμίζονται”, ούτε μπορούν να γίνουν περισσότερο ανεκτές για τα υποτελή στρώματα μέσω ενός πνεύματος αλληλοκατανόησης ανάμεσα στις τάξεις, εφόσον η διατήρηση της ευημερίας των από πάνω προϋποθέτει και συνεπάγεται την επιδείνωση της φτωχοποίησης των από κάτω.
Γι’ αυτό και η ΝΔ προελαύνει έχοντας χαράξει στα πολιτικά λάβαρα της την συστηματική εξόντωση των πιο αδύναμων στρωμάτων, την ουσιαστική εκδίωξη τους από την κοινωνία, με πρόσχημα την κατοχύρωση της “ελευθερίας επιλογής” για την νεοαστική τάξη.ii Αυτός ο “αυτοκαθορισμός” όμως , προϋποθέτει αντίστοιχη επάρκεια οικονομικών μέσων κι ως εκ τούτου, γίνεται αντιλητός από τους προλετάριους ως μια σειρά από περιφράξεις που, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, τους απαγορεύουν την πρόσβαση στα βασικά κοινωνικά αγαθά που μέχρι σήμερα θεωρούσαν ως δεδομένα.
Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, πώς μπορούμε άραγε να ερμηνεύσουμε την προτροπή να “γυρίσουμε την πλάτη στην αδικία”; Από την μία, το σύνθημα αυτό έχει το προτέρημα ότι τουλάχιστον λειτουργεί ως διαρκής υπενθύμιση του απεχθούς τετελεσμένου της ανισότητας και των οδυνηρών επιπτώσεων που έχει αυτή για το βιοτικό επίπεδο και την ποιότητα ζωής των ετεροκαθοριζόμενων στρωμάτων. Από την άλλη, λειτουργεί αποπροσανατολιστικά εφόσον διατείνεται ότι η δικαιοσύνη δεν είναι μια θετική έννοια που απαιτεί τη λήψη αντισυστημικών μέτρων για την οικοδόμηση μιας εναλλακτικής κοινωνικής τάξης πραγμάτων. Απεναντίας, θα έλεγε κανείς ότι η δικαιοσύνη τελικά δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια σειρά ηθικές επιλογές του υποκειμένου, η υποχρέωση μας απλώς να απέχουμε από κάτι “κακό”. Ότι αρκεί μια αττομική μεταστροφή, όπως γίνεται όταν κάποιος αποφασίζει να μην τρώει κρέας, να κάνει ανακύκλωση, ή να πηγαίνει στην εκκλησία τις Κυριακές. Φτάνει μόνο να επιλέξουμε το σωστό προϊόν από αυτά που διατίθενται στο εκλογικό σούπερ-μάρκετ.
Ας μην παρεξηγηθώ. Στο μυαλό μου, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι μια ακόμη τετραετία κάτω απ’ τη διακυβέρνηση των πατρικίων της ΝΔ, θα σημάνει έναν κοινωνικό Αρμαγεδδώνα για τους ανθρώπους της ταξης μας. Απλώς αυτό δεν συνεπάγεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, που έχει τον τυπικό ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έχει κάποια σχέση ή εκπροσωπεί με κατά κάποιον τρόπο, τις επιθυμίες και τα συμφέροντα των τάξεων που πλήττονται μαζικά από τη λαίλαπα της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, πέρα από το επίπεδο του πιο αφηρημένου κι έωλου συμβολισμού. Είναι φανερό ότι οι επικοινωνιακές αυτές αναφορές στους αδύνατους, δεν είναι παρά μια αμήχανη προσπάθεια από μέρους της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης να μην χάσει εντελώς την επαφή του με τον κόσμο της εγρασίας , γιατί εκεί μόνο μπορεί να παίξει μπάλα “εντός έδρας”. Δηλαδή, να κινηθεί προνομιακά και να αντλήσει τις ψήφους που έχει ανάγκη ώστε να παραμείνει ένα κόμμα με “κυβερνητική προοπτική”, όπως αρέσκονται να λένε οι εκλογολάγνοι επαγγελματίες διαμορφωτές της κοινής γνώμης.
Κάπως έτσι, η (έστω σπάνια κι επιλεκτική) συμμετοχή στους αγώνες και οι υποσχέσεις για ριζικές ρήξεις του 2015, μετατράπηκαν σε ανώδυνα διαφημιστικά σλόγκαν το 2023.iii Η μετεξέλιξη αυτή του ΣΥΡΙΖΑ αποτυπώνει ανάγλυφα την καθολική στροφή προς ένα αυταρχικό μοντέλο εξουσίας που έχουν κάνει τα συστήματα της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης σε αυτό το ύστερο στάδιο εξέλιξης του συστήματος της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, κάτω από την αυστηρή επίβλεψη της χούντας των Βρυξελλών. Φυσικά, δεν ισχυρίζομαι ότι η αντιπροσωπευτική “δημοκρατία” στάθηκε ικανή σε οποιαδήποτε ιστορική εκδοχή της να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στη θεωρητική αρχή της “λαϊκής κυριαρχίας” από την μία, και τον συλλογικό αυτοκαθορισμό της κοινωνίας, από την άλλη. Ωστόσο, αν μέχρι σήμερα το πρόβλημα ήταν το “έλλειμμα δημοκρατίας” των αντιπροσωπευτικών οργάνων, στην περίοδο της μεταδημοκρατίας που διανύουμε, το έλλειμμα αυτό γίνεται αντιληπτό ως προτέρημα από τους οργανικούς διανοούμενους του συστήματος. Παρομοίως, η έννοια της κυβερνησιμότητας αποκτά προτεραιότητα σε σύγκριση με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, που τώρα πια αποτελεί παράγοντα “αστάθειας” κι εγκυμονεί κινδύνους για το σύστημα της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας.
Εξ ού και η άνεση με την οποία οι “εκλεγμένοι άρχοντες” της δημοκρατίας έδωσαν στον εαυτό τους το δικαίωμα να διορίζουν τους 50 από τους 300 βουλευτές την περίοδο του μνημονίου, αφού σε διαφορετική περίπτωση ο σχηματισμός κυβέρνησης θα γινόταν διαδικασία δυσκολότερη και από την επίλυση μιας διαφορικής μαθηματικής εξίσωσης. Συνέχεια αυτής πολιτικής της “δημοκρατίας” να επιλύει τα αδιέξοδα της με ακόμη μεγαλύτερες υπαναχωρήσεις απ΄τις καταστατικές αρχές και δεσυμεύσεις της, είναι και οι νόμοι για τον περιορισμό των απεργιών, των διαδηλώσεων κι εσχάτως, οι οριζόντιες δικαστικές απαγορεύσεις που επιβλήθηκαν στα κομματικά μορφώματα που απειλούσαν να προκαλέσουν διάπαση και διασπορά της δεξιάς ψήφου στις επερχόμενες εκλογές, μακριά από την εκλογική στρούγκα της ΝΔ.
Επίμετρο
Αν οι εργάτες κάποτε είχαν βρει την ιστορική θέση που τους αναλογούσε στις εθνικές εκλογές, αν μπορούσαν να υπολογίζουν στις οργανώσεις τους και στα μαζικά κόμματα που μιλούσαν στο όνομα τους, οι σύγχρονοι προλετάριοι είναι οι “άτακτοι” του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Είναι μια ορδή βαρβάρων, απογυμνωμένη, όπως γράφει ο Ζ. Μπάουμαν, “από οποιαδήποτε ικανότητα λήψης αποφάσεων είχε κατορθώσει να αποκτήσει κατά τα χρόνια της αλληλεξάρτησης κεφαλαίου-εργασίας”.iv Το σύστημα δεν μοιράζεται πια μαζί τους την εξουσία. Τους αποθέτει σαν ίζημα στον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας και στον βαθμό που μαζεύονται για να δράσουν από κοινού, ως ενιαίο συλλογικό υποκείμενο, αλληλεπιδρούν με τις θεσμισμένες εξουσίες μόνο απο-τα-έξω, με όρους μαζικού ξεσηκωμού κι εξέγερσης. Μήπως όμως μια ψήφος με γνώμονα την πρόκληση αναταραχής στα κέντρα λήψης αποφάσεων θα μπορούσε να δώσει μια ελπίδα σε αυτούς τους κακορίζικους του συστήματος της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς;
Ο αναρχοσυνδικαλιστής Emile Pouget είχε γράψει ότι η ψήφος είναι σαν την προσευχή. Την κάνεις κι έπειτα περιμένεις τη λύτρωση που θα έρθει από ψηλά. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι οι προλετάριοι θα μπορούσαν να ψηφίσουν υπέρ κάποιου κόμματος που θα είχε πιθανότητες να εισέλθει σε μια κυβέρνηση συνεργασίας από θέση μειοψηφικού εταίρου, και να “εκβιάσει” με αυτό τον τρόπο μια αριστερή κυβέρνηση, η αποστολή τους θα τελείωνε τη στιγμή που το εν λόγω κόμμα θα έμπαινε στην κυβέρνηση. Οι ψηφοφόροι είναι πολυ απαραίτητοι όταν ένα κόμμα διεκδικεί την εξουσία μέσω εκλογών, είναι όμως εντελώς αχρείαστοι όταν μιλάμε για τον τρόπο με τον οποίο ασκείται έπειτα η κυβερνητική εξουσία. Γι’ αυτό και τα κόμματα είναι σαν τον Ιανό. Ικανά για την πιο αναξιοπρεπή δουλικότητα και την πιο γλοιώδη κολακεία κατά την προεκλογική περίοδο, όταν ικετεύουν για ψήφους, μεταμορφώνονται σε αδυσώπητους και διεφθαρμένους δυνάστες που κυβερνούν με σιδηρά πυγμή την επόμενη μέρα των εκλογών, έχοντας μάλιστα πίσω τους τα διαπιστευτήρια της “δημοκρατικής” ανόδου τους στην εξουσία. Το ζήτημα δεν είναι λοιπόν να εμμείνουμε σε μια δογματικά συνεπή θέση κατά των εκλογών. Είναι να κατανοήσουμε ότι χωρίς τις ταξικές και πολιτικές οργανώσεις τους, με έναν αναρχικό πολιτικό και ιδεολογικό πυρήνα που θα υπερασπίζεται την ταξική ανεξαρτησία τους, οι προλετάριοι είναι χαμένοι από χέρι και θα γίνουν έρμαια στις διαθέσεις των πολιτικών και οικονομικών ελίτ, είτε ψηφίσουν, είτε όχι.
i Για τον ορισμό της έννοιας του αυθόρμητου που χρησιμοποιώ εδώ , θα ήθελα να παραπέμψω τον αναγνώστη σε ένα παλιότερο κείμενο μου , όπου πραγματεύτηκα συνολικά το ζήτημα του αυθόρμητου ως υπόβαθρου και μεθοδολογίας της συλλογικής αναρχική δράσης, στο Θεωρία και Πρακτική της Άμεσης Δράσης στον Κοινωνικό Αναρχισμό, https://antisystemic.wordpress.com/2013/05/08/%ce%b8%ce%b5%cf%89%cf%81%ce%af%ce%b1-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%cf%80%cf%81%ce%b1%ce%ba%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ae-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%ac%ce%bc%ce%b5%cf%83%ce%b7%cf%82-%ce%b4%cf%81%ce%ac%cf%83%ce%b7%cf%82/.
ii Ας δούμε για παράδειγμα την ιδεολογική ρητορική που συνοδεύει κατά καιρούς την απόπειρα καθολικής μεταρρύθμισης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, ή την καθιέρωση του συστήματος voucher για τα δημόσια σχολεία, που αργά αλλά σταθερά θα οδηγήσει στον αφανισμό των κρατικών σχολείων στις λαϊκές περιοχές, λόγω έλλειψης χρηματοδότησης. Για περισσότερα πάνω σ’ αυτό το θέμα, Voucher για τα σχολεία ετοιμάζει η ΝΔ, https://tvxs.gr/news/ellada/telos-tis-dimosias-ekpaideysis.
iii Για την υπόγεια διαδρομή μέσα από την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ συναντήθηκε με το ανταγωνιστικό κίνημα, ακόμη και πριν τις πλατείες, βλέπε το Δ. Παπαδάτος-Αναγωνστόπουλος, Ο ΜαυροΚόκκινος Δεκέμβρης (Εκδόσεις Τόπος).
iv Ζ. Μπάουμαν, Ρετροτοπία (Νησίδες), σελ. 129.