“Νεοφεμινισμός” όπως…”Μάθε παιδί μου γράμματα”
Κάθε μέρα και κάτι καινούριο, κάθε μέρα και ένα ατελείωτο “Εμπρός Πίσω”. Βρίσκομαι και πάλι στη πολύ περίεργη θέση, ως ετεροφυλόφιλος άνδρας, να πρέπει να σχολιάσω θέματα που αφορούν κυρίως τις γυναίκες και τις θηλυκότητες και για τα οποία αναγνωρίζω ότι είναι αυτές που θα έπρεπε να έχουν τον πρώτο λόγο. Και ευτυχώς είδα με ικανοποίηση τα πολύ γρήγορα αντανακλαστικά που έχουν αναπτυχθεί πλέον στην κοινωνία και ιδιαίτερα σε αυτό το κομμάτι του πληθυσμού, που βάλλεται πιο άμεσα και πιο καίρια από αυτόν τον σάπιο, ακροδεξιό υπερορθόδοξα χριστιανόπληκτο πατριαρχικό καπιταλισμό στον οποίο πρέπει να επιβιώσουμε, μέσα σε αυτό το δύσμορφο τερατούργημα που ονομάζεται “Ελληνικό Κράτος”. Αφού λοιπόν τοποθετήθηκαν έγκαιρα και έγκυρα οι γυναίκες, οι θηλυκότητες, ατομικά και συλλογικά, ας πάρω σειρά κι εγώ, που θεωρώ τον εαυτό μου “σύμμαχο” του φεμινισμού, από μια προνομιακή ας πούμε θέση.
Σήμερα το ελληνικό κράτος ζήτησε από δεκάδες, εκατοντάδες ίσως κορίτσια και θηλυκότητες, που τα περισσότερα είναι πάνω-κάτω στην ηλικία των 17 χρόνων, τα οποία μπορεί κρυφά να έχουν υποστεί την κακοποίηση και τον βιασμό, ακόμη και ανάμεσα στο οικογενειακό τους περιβάλλον, να διαβάσουν και να εξεταστούν στο μάθημα της Έκθεσης για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις, επάνω σε ένα κείμενο που λίγο-πολύ τους έλεγε να μην είναι “νεοφεμινίστριες” και να μην βλέπουν τον εαυτό τους ως θύμα -ή εν δυνάμει θύμα- κακοποίησης, αλλά να είναι “παραδοσιακές φεμινίστριες”, χαρωπές και δυναμικές, δηλαδή να θέλουν και να προσπαθούν να μοιραστούν θέσεις εξουσίας και προνόμια με τους άνδρες. Το κείμενο χρησιμοποιεί φυσικά τα λόγια από κάποια “πραγματική, παραδοσιακή φεμινίστρια”, ως αντίθεση μάλλον στις γνωστές “βίγκαν λεβιές μπαχαλοσατανίστριες” που έλεγε ο Μπογδάνος. Το κείμενο που παρατέθηκε έχει τίτλο “Φεμινισμός και Νεοφεμινισμός” , και αποτελεί απόσπασμα συνέντευξης κάποιας Μπελίντα Κανόν στην εφημερίδα “Το Βήμα” (φυσικά, που αλλού;). Το παραθέτω:
“…Για την Μπελίντα Κανόν ο νεοφεμινισμός οδηγεί σε σύγκρουση ανδρών και γυναικών, γεγονός καταστροφικό. «Ο κλασικός φεμινισμός του 20ού αιώνα, τον οποίο εξέφρασε η Σιμόν ντε Μποβουάρ, μαχόταν για την ισότητα ανδρών και γυναικών αντιμετωπίζοντάς τους ως άτομα, ως ανθρώπους. Στον 21ο αιώνα, και κυρίως μετά το 2010, βλέπουμε την ανάδειξη του “φεμινισμού της διαφοροποίησης”, ενός ρεύματος που επιμένει στις διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, τις οποίες θεωρεί αγεφύρωτες. Προφανώς και υπάρχουν διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, όμως στις περισσότερες εκφάνσεις της ζωής μας είμαστε άτομα, άνθρωποι που δρούμε: είμαι συγγραφέας, είμαι εκπαιδευτικός, είμαι ορειβάτης, είμαι κηπουρός. Είμαι δηλαδή ένας άνθρωπος που ασχολείται με αυτές τις δραστηριότητες, όχι πρωτίστως μια γυναίκα που ασχολείται με όλα αυτά. Σήμερα, οι νεοφεμινίστριες προτάσσουν διαρκώς ότι οι γυναίκες είναι μια ομάδα θυμάτων, η οποία διατρέχει μονίμως τον κίνδυνο να υποστεί βία κάθε μορφής, όχι διακρίσεις εις βάρος τους αλλά βία, επειδή είναι γυναίκες. Αυτό το νέο ρεύμα εγγράφεται στο δημόσιο διάλογο περί ταυτοτήτων: είμαι γυναίκα, αυτή είναι η ταυτότητά μου. Και αυτομάτως, είμαι θύμα. Είναι τόσο έντονος αυτός ο διάλογος περί θύματος ώστε ενίοτε το να είσαι θύμα γίνεται εύσημο, πρόκειται για ιδεολογία που εκφράζεται ως “πάθος για θυματοποίηση”».
Για την Κανόν, αντιθέτως, ο φεμινισμός είναι ένα κίνημα χαρούμενο, «ένα κίνημα που ωθεί τις γυναίκες να αποκτήσουν περισσότερη ισχύ, να διεκδικούν την ισότητα με τους άνδρες. Όταν προτάσσουμε το φύλο, ή το χρώμα του δέρματος ως ταυτότητα, επί της ουσίας επιμένουμε σε χαρακτηριστικά μας τα οποία δεν μπορούμε να αλλάξουμε. Οι “κλασικές” φεμινίστριες επιμένουμε στα χαρακτηριστικά που μπορούμε να αλλάξουμε, επιμένουμε στην ελευθερία, στη δυνατότητα να αλλάξουμε τα πράγματα. Αντιθέτως, ο νεοφεμινισμός και οι θεωρίες ταυτότητας φύλου επιμένουν σε ένα είδους ντετερμινισμού, τον οποίο εμείς επιδιώκουμε να ξεπεράσουμε»”.
Ας υποθέσουμε (καθώς πιθανότατα δεν ισχύει ακριβώς για όλους μας) ότι οι περισσότεροι από εμάς αναγνωρίζουμε τον ρόλο και το περιεχόμενο της κρατικής (“δημόσιας”) εκπαίδευσης σε ένα αστικό-καπιταλιστικό καθεστώς, ως έναν κύριο πυλώνα της αναπαραγωγής του συστήματος, με τον κομβικό ρόλο να εμποτίζει τα νεαρά παιδιά με την ιδεολογία και τις αξίες του. Οπότε θα έλεγε κανείς: “Τι διαφορετικό περίμενες;”. Ωστόσο, εδώ πλέον έχουμε κάτι που ξεφεύγει πολύ μακρύτερα από αυτό το πλαίσιο. Την εποχή που θρηνούμε παραπάνω από μια γυναικοτονία τον μήνα κι ακόμη περισσότερες υποθέσεις βιασμών, κακοποίησης, trafficking και μαστροπείας -οι οποίες μάλιστα συγκαλύπτονται για όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα γίνεται από το Κράτος με την συμμετοχή του παρακράτους- το Υπουργείο Παιδείας αποφάσισε να πείσει τα νεαρά κορίτσια (και αγόρια) για ακριβώς το αντίθετο από αυτό που βιώνουν καθημερινά (και κάποιες εξ αυτών μάλιστα στο πετσί τους): Πως η Πατριαρχία δεν είναι -και κυρίως ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΤΙΛΗΠΤΗ ΩΣ- μια συνθήκη δομικής καταπίεσης κεντρική μέσα στο εξουσιαστικό σύστημα, που έχει ως στόχο να κρατάει με κάθε τρόπο την γυναίκα υποταγμένη και υποδεέστερη του άνδρα, με σκοπό την πολλαπλή εκμετάλλευσή της, ακόμη και με τίμημα την ίδια της την ζωή. Αλλά, αντίθετα, πως πρόκειται απλά για ένα “παιχνίδι ισχύος” στο οποίο και οι γυναίκες μπορούν να πάρουν μέρος, αν είναι “χαρούμενες” και διεκδικητικές. Και αυτή είναι η μορφή που ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ να έχει ο φεμινισμός, ο καλός, ο παραδοσιακός. Όχι ο…”νεοφεμινισμός”, που μάλλον, κατά τον αρθρογράφο (και ίσως την κυρία Κάνον, δεν είμαι σίγουρος που τελειώνει η εκτίμηση του διαμεσολαβητή και που ξεκινάει η ίδια η ιδέα της θεωρητικού) θέλει να διαβρώσει τον κοινωνικό ιστό και να οδηγήσει σε έναν κοινωνικό εμφύλ(λ)ιο.
Για να καταλάβουμε μάλιστα την σοβαρότητα και το μέγεθος, μέσα σε όλα τα άλλα, του ηθικού εκβιασμού αυτής της απόπειρας εξαναγκαστικού ποτίσματος συντηρητικής προπαγάνδας με “φεμινιστικό” προσωπείο στα νεαρά παιδιά, ας σκεφτούμε πως όλο αυτό έγινε σε ένα μάθημα όπου ο/η εξεταζόμενος/η κινδυνεύει να βγει “εκτός θέματος” αν δεν πάει με τον τυφλοσούρτη της παπαγαλίας, βάζοντας ουσιαστικά το ίδιο το μέλλον των σπουδών του/της σε κίνδυνο, μετά από 12 χρόνια κόπων και προσπαθειών. Είναι πραγματικά να σε πιάνει αηδία.
Η κατάσταση αυτή μου θύμισε εκείνη την θρυλική ταινία του Θόδωρου Μαραγκού, με τα τόσα διαφορετικά επίπεδα, το “Μάθε παιδί μου γράμματα” (1981), η οποία πραγματεύεται ουσιαστικά (πολλά περισσότερα από) τον στιγματισμό των κομμουνιστών και των οικογενειών τους στην Ελλάδα, για πολλές δεκαετίες μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου, ακόμη και μετά την -θεωρητική- μεταπολίτευση, καθώς και την διαγραφή -και το γράψιμο από την αρχή- της ιστορικής μνήμης του τόπου, ώστε να ωφεληθούν οι διαχρονικοί ιδεολογικοί και ταξικοί νικητές του Εμφυλίου Πολέμου και να εξαφανιστούν από την συλλογική ιστορική συνείδηση οι κομμουνιστές και οι αριστεροί αγωνιστές που έδωσαν το αίμα τους στον αγώνα για την απελευθέρωση. Όλα αυτά με φόντο ένα χωριό της ορεινής Αρκαδίας.
Στο peak της ταινίας έχουμε την σύγκρουση των γενεών και την νεανική εξέγερση απέναντι στον συντηρητισμό και το ψέμα, με την νεολαία του χωριού να παίρνει θέση και να αρνείται τον στιγματισμό της κομμουνίστριας συμμαθήτριάς τους και του πατέρα της, που διεκδίκησαν απλά και μόνο την ορατότητα του ονόματος και της ιστορίας του κομμουνιστή παππού/πατέρα τους στο νέο μνημείο των ηρώων/θυμάτων της Κατοχής που ανεγέρθηκε στην πλατεία του χωριού.
Είναι όμως η προτελευταία σκηνή (στο παρακάτω βίντεο στη 1 ωρα και 27 λεπτά περίπου) της ταινίας αυτή που μας αφορά εδώ: Σε αυτήν βλέπουμε τον συντηρητικό δεξιό διευθυντή του σχολείου (τον εξαιρετικό ηθοποιό και κομμουνιστή στην προσωπική του ζωή Βασίλη Διαμαντόπουλο σε κόντρα ρόλο) να πολώνει ακόμη παραπάνω το κλίμα, προσπαθώντας να αναγκάσει τους μαθητές (και την νεαρή κομμουνίστρια μαζί) να γράψουν έκθεση με θέμα “Ο πατριωτισμός των Ελλήνων”, με την υποσημείωση όμως πως, όποιος πολιτικοποιήσει (sic) το θέμα, θα μειωθεί η διαγωγή του και θα αποκλειστεί από τις πανελλήνιες εξετάσεις. Οι μαθητές σηκώνονται σύσσωμοι και αποχωρούν μαζί με την συμμαθήτριά τους σε ένδειξη αλληλεγγύης.
Τόσες δεκαετίες μετά, όσα κι αν φαίνεται να έχουν αλλάξει σε αυτόν τον τόπο, όσο “μπροστά” κι αν φαίνεται πως έχουμε προχωρήσει σε κάποια κοινωνικά ζητήματα, όσον ιδρώτα και αίμα κι αν έχουν ρίξει τα κινήματα των καταπιεσμένων για αυτόν τον σκοπό, ο ψυχισμός αυτού εδώ του ακροδεξιού, συντηρητικού και χριστιανόπληκτου κράτους -και των ιδιοκτητών του, των αστών- παραμένει πάντα ο ίδιος απέναντι σε όποιον θεωρούν εχθρό τους. Είτε επρόκειτο για τους κομμουνιστές των παλιών χρόνων, που αμφισβήτησαν την αστική κυριαρχία, είτε για τους αναρχικούς που μάχονται ενάντια σε κάθε μορφή καταπίεσης εδώ και τόσες δεκαετίες, τους μετανάστες που “δεν χωράνε πια” ούτε ως φθηνό εργατικό δυναμικό, είτε εν τέλει ενάντια στις ίδιες τις γυναίκες και τις θηλυκότητες ως σύνολο (και όχι μόνο απλά στις… “νεοφεμινίστριες”), οι οποίες, σε πείσμα των καιρών, τολμούν και μιλάνε με ξεκάθαρα λόγια πλέον για αυτό που τους συμβαίνει, όχι απλά ως “μεμονωμένα περιστατικά”, αλλά ως συστηματικά θύματα μιας δομικής σχέσης εξουσίας, επιβολής, καταπίεσης στον βαθύ πυρήνα του συστήματος αυτού, που ονομάζεται Πατριαρχία. Χρέος όλων μας είναι να σταθούμε στο πλευρό τους, ενάντια στο σκοτάδι και τον θάνατο.