Οι φυσικές καταστροφές και η «ιδεολογία» του ιδιώτη.
Στις αρχές του Απρίλη του 2019, μια πυρκαγιά έκαψε ένα από τα σημαντικότερα εγχώρια οικοσυστήματα, το δάσος της Στροφυλιάς στην Πελοπόννησο. Την ίδια ημέρα, χωρίς να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε έρευνα, ο Νομάρχης και ο επικεφαλής της Πυροσβεστικής απέδωσαν την πυρκαγιά σε εμπρησμό. Η ανακοίνωση της πυροσβεστικής, μάλιστα, προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, συνδέοντας το δόλιο κίνητρο των «οικοπεδοφάγων» με τη γνώση των τελευταίων πως βρισκόμασταν ακόμα «εκτός αντιπυρικής περιόδου» και, ως εκ τούτου, δεν είχαν «προσληφθεί ακόμα οι απαραίτητοι εποχιακοί πυροσβέστες».
Παρόμοιες αντιδράσεις των αρχών είναι τυπικές. Όλες οι πυρκαγιές αποδίδονται σε δόλιες επιδιώξεις οικοπεδοφάγων, υποχθόνιων εργολάβων και προαιώνιων εχθρών. Μόνο που η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Η συντριπτική πλειοψηφία των πυρκαγιών (όπως δείχνουν όλες οι σχετικές έρευνες) αρχίζει είτε από αμέλεια, είτε από αυτανάφλεξη είτε από βραχυκυκλώματα σε στύλους της ΔΕΗ. Μια από τις κύριες αιτίες είναι η καύση χορταριών, μια συνήθεια που —σχεδόν όλοι— οι ιδιοκτήτες αγροτεμαχίων συνηθίζουν βλακωδώς να έχουν. Η «εξήγηση» των αρχών για τα αίτια της καταστροφής βολεύει τους πάντες: την κοινωνία που δεν αισθάνεται καμία ενοχή για την καταστροφή του περιβάλλοντος αλλά και τις ίδιες τις αρχές που αποποιούνται κάθε ευθύνη.
Σχεδόν ένα μήνα μετά την πυρκαγιά πήγα μια βόλτα στο βόρειο τμήμα του δάσους που παραμένει ακόμα —ευτυχώς— ανέπαφο. Ήταν Κυριακή. Σε απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων συνάντησα πέντε παρέες που, κατά παράβαση κάθε λογικής, είχαν στήσει ψησταριές μέσα στο πυκνό πευκόδασος. Σταμάτησα και τους μίλησα. Με αγνόησαν ή μου μίλησαν προσβλητικά. Τους εξήγησα πως μια «ζωηρή» καύτρα αρκεί ώστε η φωτιά να φύγει από κάθε έλεγχο και πως, σε κάθε περίπτωση, όσο καλά αντανακλαστικά και να είχαν, δεν διέθεταν πουθενά νερό για να τη σβήσουν. Φωνή βοώντος. Πήρα την πυροσβεστική και μου είπε πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα.
Τις ίδιες μέρες, στα χωράφια της περιοχής, πέριξ του δάσους, οι κάτοικοι, παρά την απαγόρευση της περιόδου, καίνε συστηματικά τα χορτάρια τους. Κανένας γείτονας όμως δεν αντιδρά, όχι μόνο γιατί δεν θέλει να χαλάσει τις σχέσεις του αλλά γιατί το φαντασιακό ιδεολόγημα της κυριαρχίας του Ιδιώτη είναι η μόνο μορφή ελευθερίας που η σύγχρονη κοινωνία αντιλαμβάνεται ως τέτοια. Έτσι, όπως κάποιος μπορεί να δέρνει τη γυναίκα του και τα παιδιά του, έτσι μπορεί να καίει και τα χόρτα του, γιατί —γενικώς— μπορεί να κάνει ό,τι γουστάρει στο σπίτι Του και στο χωράφι Του, «να του βάλει φωτιά και να το κάψει, άμε θέλει!».
Η μικροαστική ιδεολογία του ιδιωτικού αυταρχισμού προβάλει ως το μοναδικό ψυχικό αποκούμπι του καταπιεσμένου που επειδή έχασε κάθε ελευθερία, επειδή παραχώρησε κάθε αυτονομία της ζωής του στην εξουσία του κεφαλαιοκράτη που στέκεται πάνω απ’ αυτόν, επιστρέψει την καταπίεση που δέχεται ως σαδομαζοχιστική ορμή πάνω στα «αντικείμενά του». Πάνω σ’ αυτό το ψυχικό υπόστρωμα οι εξουσίες, καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Του, δημιουργούν το αφήγημα της «αόρατης αιτίας». Στρατηγός άνεμος, ασύμμετρη απειλή, εξ ανατολών κίνδυνος.
Την ημέρα της πυρκαγιάς στο δάσος της Στροφυλιάς έπνεαν ιλιγγιώδης άνεμοι και η θερμοκρασία άγγιζε του 38 βαθμούς. Όμως ο υπεύθυνος της πυροσβεστικής δήλωσε βέβαιος για τον «δόλιο» εμπρησμό καθώς βρισκόμασταν εκτός αντιπυρικής περιόδου! (και άρα κάθε πυρκαγιά, γι αυτόν, ήταν αδύνατη). Με αντίστοιχο τρόπο στις πολεμοπατριαρχικές κοινωνίες ΚΑΘΕ ζήτημα που χρήζει συλλογικής αντιμετώπισης και απαιτεί επιστράτευση της ατομικής και συλλογικής προσπάθειας, ανάγεται σε ζήτημα καταστολής. Είναι η ίδια ιδεολογία, του μικροαστού άνδρα οικογενειάρχη, που πιστεύει πως κάθε ζήτημα στην οικογένεια του μπορεί να αντιμετωπιστεί με «λίγα χαστουκάκια».
Η μαζική προβολή αυτής της συνείδησης γίνεται καθολικό δόγμα της τάξης και της ασφάλειας. Όλα· από τις πυρκαγιές, τα ναρκωτικά, τα σκουπίδια, την κοινωνική βία, τη διαφθορά, τις επιδημίες, έως τη μετανάστευση, αντιμετωπίζονται με την παιδαριώδη συνταγή του λοχία: «πάρε δέκα κάμψεις…» Ως λογική συνέπεια των παραπάνω, αντί η καταστροφή της Στροφυλιάς να οδηγήσει στο αυτονόητο αίτημα να έχουμε επαρκής πυροσβέστες όλο το χρόνο και όχι εποχιακούς συμβασιούχους, οδηγεί στο: θέλουμε περισσότερους αστυνόμους για να πιάνουν τους «εμπρηστές». Αντί η τραγωδία στο Μάτι να οδηγήσει στο αυτονόητο αίτημα να πάψει επί τέλους η εκτός σχεδίου (και εντός δάσους) δόμηση και να ανοίξουν παντού αντιπυρικοί δρόμοι, οδηγεί ξανά στο αίτημα για περισσότερους μπάτσους και περισσότερους δικαστές για να «κρεμάσουν» τους υπευθύνους.
Τα στέκια των τοξικομανών στις μητροπόλεις δεν οδηγούν στο αίτημα κοινωνικών υποδομών, περισσότερων δομών ψυχικής στήριξης, δημόσιων χώρων και δράσεων διεξόδου, παιχνιδιού και ζωτικής έκφρασης αλλά οδηγούν στο αίτημα για ανασύνθεση ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας που θα «μπουκάρουν και θα καθαρίσουν την περιοχή, που θα τους χώσουν όλους φυλακή». Η μικροπαραβατικότητα στις φτωχές γειτονίες από εξαθλιωμένους ανθρώπους αντί να οδηγήσει στο αίτημα για προγράμματα στήριξης, εκπαίδευσης και επανένταξης, οδηγήσει στο αίτημα για περισσότερες περιπολίες και περισσότερες φυλακές.
Η οικονομική κρίση, που πυροδοτήθηκε από την απληστία για υπερσυσσώρευση κεφαλαίων από μια όλο και μικρότερη κάστα κεφαλαιοκρατών, αντί να οδηγεί στο αυτονόητο αίτημα αναδιανομής μετατίθεται σε ζήτημα διαφθοράς, ορισμένων λίγων κλεφτών και «λαμόγιων» που πρέπει να μπούνε πάλι στη φυλακή «για να μάθουν». Τα σκουπίδια που σχεδόν σε όλους τους δήμους στοιβάζονται σε άθλιους χυτά δεν οδηγούν στο αυτονόητο αίτημα της διαλογής στην πηγή και της καθολικής ανακύκλωσης / αξιοποίησής τους, αλλά σε μάχες χαρακωμάτων, για το ποια γειτονία θα φάει «το σκουπίδι» όλων των άλλων.
Το καθημερινό δράμα των προσφύγων που στοιβάζονται στα στρατόπεδα συγκέντρωση αντί να ενεργοποιήσει τους ψυχικούς μηχανισμούς της ανθρώπινης αλληλεγγύης και να οδηγήσει στην απαίτηση για παύση κάθε πολέμου και κάθε συμμετοχής σε αυτούς, οδηγεί στην απαίτηση για περισσότερα ναρκοπέδια, περισσότερες σιδερόφρακτες μεραρχίες στα σύνορα, φυλακές και καταστολή. Η αδιαφορία των παιδιών για το μάθημα στα σχολεία, η μελαγχολία και το άγχος, ακόμα και οι αυτοκτονίες, αντί να οδηγήσει στο αυτονόητο αίτημα αναμόρφωσης του εκπαιδευτικού συστήματος προς ένα σχολείο μαθησιοκεντρικό, ελευθεριακό, συμμετοχικό και αντιεξεταστικό, οδηγεί —αντίστροφα— σε αιτήματα για αύξηση της αυστηρότητας των δασκάλων, αύξηση της επιτήρησης, αύξηση της τιμωρίας, περισσότερες εξετάσεις και βαθμούς.
Το ατομικό αδιέξοδο της ιδεολογίας του Ιδιώτη οδηγεί πάντα, μονοσήμαντα, στην καταστολή ενός φαινομενικού αποτελέσματος χωρίς να αγγίξει την αιτία του. Γιατί η αιτία όλων των παραπάνω είναι ο ίδιος! Ο ατομιστής ιδιώτης (idiot) η συγκρότηση του οποίου αποτελεί το αξεπέραστο εμπόδιο προς κάθε ουσιαστική αλλαγή της κοινωνίας.
Γιατί η ιδεολογία του ιδιώτη είναι η καταστροφή της κοινότητας, η πυρίτιδα στα θεμέλια κάθε ψυχικού και υλικού ανθρώπινου δεσμού: όταν τα πάντα, ακόμα και οι άνθρωποι, πρέπει να ανήκουν σε κάποιον, υπάρχει χώρος για συλλογική ζωή;
Τα κοινωνικά κινήματα, όσα διασώζονται ακόμα μέσα στο πέλαγος της συλλογικής εξατομίκευσης, οφείλουν να αδιαφορήσουν ενεργητικά για τις αλλαγές στο πολιτικό εποικοδόμημα. Να συνειδητοποιήσουν πως κάθε πραγματική αλλαγή της κοινωνίας γίνεται ΜΟΝΟ «από τα κάτω». Απαιτεί αλλαγή παραδείγματος για να αλλάξουν οι ατομικές συνειδήσεις. Ο αγώνας δεν είναι εύκολος αφού ο εχθρός είναι πανίσχυρος, έχει μαζί του τις εκκλησίες, τις πατρίδες, τις οικογένειες, τα κανάλια, τις εφημερίδες, τα περιοδικά, έχει μαζί του την αστυνομία, το στρατό, τους συλλόγους «γονέων και κηδεμόνων»· είναι όμως ο μόνος αγώνας που έχει αξία να δώσουμε.