Δουλεύοντας για το «Ατελείωτο Ελληνικό Καλοκαίρι». Από τις “Κινήσεις για την Ταξική Αυτονομία“.
Οι «New Worker Times» συνομίλησαν με εργαζόμενους στην τουριστική σεζόν. Παρακάτω ακολουθούν τα όσα μας είπαν:
Δεν εργαζόμαστε με «συνθήκες μεσαίωνα»[….] ούτε «εκβιαζόμαστε» ούτε «εξαναγκαζόμαστε» να κάνουμε πράγματα που δεν επιθυμούμε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων μας[….] έχουμε κέφι και διάθεση για δουλειά[….] αντιμετωπίζουμε την εργασία μας σαν δική μας δουλειά [….] έχουμε πολύ καλές συνθήκες εργασίας και καλές οικονομικές απολαβές[….] οι συνθήκες εργασίας μας, δεν είναι συνθήκες «μεσαίωνα» ούτε υφιστάμεθα «βασανιστήρια».
Θα πίστευε κανείς μια συνέντευξη που λέει τέτοια πράγματα; Το παραπάνω απόσπασμα ήταν από την πιο ψεύτικη «αυθόρμητη δήλωση» εργαζομένων της τελευταίας δεκαετίας για τις συνθήκες εργασίας στο beach bar στη Ρόδο.
Το ξέρουν και οι πέτρες. Η δουλειά στην καλοκαιρινή σεζόν συνεπάγεται ατελείωτα ωράρια χωρίς ρεπό, άθλιες συνθήκες διαβίωσης, εργοδοτικούς εκβιασμούς, ψυχολογική εξόντωση μέχρι και σωματική βία. Από την οικογενειακή επιχείρηση μέχρι την ξενοδοχειακή μονάδα, όλη η βιομηχανία του τουρισμού, η ναυαρχίδα της εγχώριας οικονομίας, στηρίζεται στην βαθιά εκμετάλλευση των μεταναστών και των ντόπιων νέων εργαζομένων. Αλλά ας μην τα λέμε εμείς. Σε αυτό το άρθρο παραθέτουμε άλλη μια κατάθεση εμπειρίας εργαζομένων που έχουν βιώσει στο πετσί τους τι εστί δουλειά σεζόν.
Κατερίνα, 32 ετών, σερβιτόρα
“Δούλεψα σεζόν για 5 συνεχόμενα καλοκαίρια. Μετά τον COVID δεν ξαναδούλεψα”
Εργαζόμουν στη Μύκονο από τα 23 μου, για 5 καλοκαίρια, από το 2014 μέχρι το 2019. Σπούδαζα παράλληλα και την υπόλοιπη χρονιά είχα περιορισμένο χρόνο για να εργαστώ, επομένως ήταν κάτι που με βόλευε. Ίσως πολλοί να επιλέγουν να δουλεύουν σεζόν γι’ αυτό το λόγο, επειδή δηλαδή συμπυκνώνουν χρήμα, χρόνο και κούραση. Συνήθως είναι άτομα νεαρής ηλικίας, ενώ οι μεγαλύτεροι συνήθως είναι από παλιά. Είναι πιο δύσκολο να σε πάρουν μετά τα 30. Για τα πιο υποβαθμισμένα πόστα, όπως η λάντζα, επιλέγονται μετανάστες από βαλκανικές χώρες. Βέβαια, τα αφεντικά στη Μύκονο έχουν μια παραπάνω προτίμηση σε όσους ανήκουν στην αλβανική κοινότητα, καθώς εκείνοι μένουν στο νησί και έχουν σπίτια σε αυτό.
Οι εργοδότες δεν σου καλύπτουν την διαμονή, κι έτσι η συγκατοίκηση με άλλον κόσμο γίνεται μονόδρομος. Το ενοίκιο των 300 ευρώ το μήνα θεωρείται μια «καλή περίπτωση» που μπορεί να σου τύχει. Έχει χρειαστεί να συγκατοικήσω με 3-4 άτομα. Χαμός γινόταν εκεί μέσα. Έχει χρειαστεί σε σεζόν να κοιμάμαι στο ίδιο κρεβάτι με άλλη συνάδελφο.
Και φυσικά προκύπτουν και προβλήματα από τη διαφορά ωραρίου που έχουμε μεταξύ μας, καθώς όταν ο συγκάτοικός σου χρειάζεται να ξυπνήσει διαφορετική ώρα για να δουλέψει, ενδεχομένως να επηρεαστεί και ο δικός σου ύπνος από διάφορες παρεμβολές, πχ μπορεί να σε ξυπνά ο ήχος του κινητού του άλλου. Υπάρχουν, επίσης, και θέματα με την καθαριότητα..
Το ωράριο που θα εργαστείς διαφέρει ανάλογα με το μαγαζί. Εγώ δούλευα σ’ ένα εστιατόριο που άνοιγε στις 17.30 κι τελειώναμε 01:30 μίνιμουμ με 04:00 τα ξημερώματα. Σε γενικές γραμμές, αυτό ήταν το ωράριο, με εξαίρεση κάποιες περιπτώσεις που μας είχαν φωνάξει για κάποιες έξτρα εργασίες πριν τη δουλειά, οι οποίες και ήταν απλήρωτες. Αυτό ίσως ισοσταθμιζόταν κάπως από τα tips, που ήταν σχετικά καλά.
Δουλεύεις και τις 7 μέρες της εβδομάδας, ενώ τα συνολικά ρεπό σου από τον Ιούνη μέχρι το Σεπτέμβρη είναι το πολύ τρία. Για νυχτερινά και προσαυξήσεις δεν το συζητάμε καν. Φυσικά, τα ένσημα που σου κολλάνε είναι μισά. Αν ερχόντουσαν ελεγκτές, έπρεπε να κρυβόμαστε και να παριστάνουμε τους πελάτες. Και φυσικά αυτά τα ανεχόμασταν λόγω των tips.
Στη Μύκονο, τους πελάτες τους σιχαινόσουνα. Γιατί ό άλλος, που ερχόταν να τον σερβίρεις μπορεί να ήταν κάποιος πρίγκιπας στα Αραβικά Εμιράτα, κάποιος εφοπλιστής Έλληνας, κάποιο φωτομοντέλο, κλπ. Τέτοιου τύπου πελάτες σύχναζαν εκεί. Η μουσική έπαιζε σε φουλ ένταση, με αποτέλεσμα να ηχεί στα αφτιά σου σε τέτοιο σημείο που εγώ είχα πάθει και μερική ρήξη τυμπάνου. Οι πελάτες χόρευαν πάνω στα τραπέζια, πάταγαν τους αστακούς με τα παπούτσια, λουζόντουσαν με σαμπάνιες, γδυνόντουσαν, έκαναν σεξ στις τουαλέτες.. Συνέβαιναν τέτοια πράγματα σε μεγάλο βαθμό. Υπήρχαν πελάτες που είχαν θωπεύσει εργαζόμενες. Στο μαγαζί υπήρχε και άνθρωπος, από το επιτελείο των αφεντικών, ο οποίος κάθε φορά που έπινε γινόταν μια γλίτσα και μισή. Του είχα πει να μαζευτεί κάποιες φορές. Δεν απουσιάζει από κανένα χώρο εργασίας αυτό εν τέλει.. Δυστυχώς.
Γενικά, δύσκολα καταγγέλλει κάποιος τον εργοδότη του στη σεζόν γιατί φοβάται τις συνέπειες. Καταγγελία σημαίνει το να κλείνεις την πόρτα στη δουλειά. Όχι μόνο για το συγκεκριμένο μαγαζί που κατήγγειλες αλλά και για άλλα. Γενικά, όλοι κάνουμε τουμπεκί μέχρι εκεί που δεν αντέχουμε άλλο. Αυτή είναι η συνθήκη, δυστυχώς. Κανονικά αυτοί θα έπρεπε να ψάχνουν υπαλλήλους με το κιάλι..
Πολλή δουλειά, πολλή κούραση, πολύ ξενύχτι, πολλή ένταση από τη δουλειά, με συνέπεια μετά να μη μπορείς να κοιμηθείς εύκολα. Επίσης, ρουτινιάζεις, δεν έχεις προσωπική ζωή και είσαι μακριά από φίλους. Εγώ ήμουν τυχερή, αλλά γενικά στο συγκεκριμένο νησί παίζουν και άλλες καταστάσεις πολύ πιο άγριες , όπως το να δουλεύεις σε μαγαζιά που πρέπει να πατάς στην καυτή άμμο για να σερβίρεις, να έχεις σπαστό ωράριο, να έχεις πρόστιμα αν κάνεις κάποιο λάθος πάνω στη δουλειά. Είναι μύθος ότι έχεις χρόνο να κάνεις διακοπές παράλληλα με τη δουλειά. Ακόμα και στις σχέσεις που δημιουργείς στη σεζόν, είτε φιλικές είτε ερωτικές, υπάρχει αυτό το καθεστώς της χρονικής πίεσης. Πρέπει να γίνονται όλα γρήγορα. Ο κόσμος κάνει καταχρήσεις γιατί κάπως πρέπει να αποφορτιστεί.
Όποιος θέλει να πάει σεζόν… καλά θα κάνει να το σκεφτεί πολύ καλά πρώτα, να δει αν έχει τις ψυχικές αντοχές για κάτι τέτοιο. Κι αν έχεις περάσει και κάποια ηλικία σου βγαίνει εντονότερα η σωματική καταπόνηση. Εγώ δηλαδή απέκτησα διάφορα σωματικά προβλήματα, όπως αυχενικό.
Μετά τον COVID δεν ξαναδούλεψα. Απ όσο ξέρω, πέρα απ’ τη δυσκολία του ότι έπρεπε να φορούν όλη την ώρα μάσκα οι εργαζόμενοι και να κάνουν τεστ ή να είναι εμβολιασμένοι, έπεσαν κι άλλο τα μεροκάματα. Το κακό παράγινε. Κοιμόντουσαν 8 άτομα στο ίδιο σπίτι. Όλες εξαντλούνταν ψυχικά και σωματικά, ενώ κάποιοι εμφάνιζαν τενοντίτιδες στα χέρια, φλεβίτιδες στα πόδια, κλπ. Είχαμε συνάδελφο που δούλευε ενώ είχε παράλληλα γαστρεντερίτιδα. Νομίζω ότι ο κόσμος από ένα σημείο και μετά απλά κατάλαβε ότι δεν πολυαξίζει η σεζόν. Πιθανότατα να προτιμά να κάτσει στον τόπο του, ούτως ώστε να μην έχει και τα αυξημένα έξοδα ενοικίου που υπάρχουν στη σεζόν, τα οποία δε τα πληρώνει κανείς. Ανάμεσα στην ψυχική του υγεία και τα χρήματα, ο κόσμος επιλέγει το πρώτο.
Μάρκελλος, 33 ετών, μάγειρας.
“Μια φορά δούλεψα σεζόν και το μετάνιωσα”
Δούλεψα πρώτη φορά σεζόν το καλοκαίρι του 2021. Ήμουν 31 ετών και ο βασικός λόγος που πήγα να δουλέψω εποχικά ήταν η ανάγκη να μαζέψω γρήγορα λεφτά. Θα δούλευα σαν μάγειρας σ’ ένα μαγαζί στην Κύθνο από τις αρχές Μαΐου μέχρι τα μέσα του Σεπτέμβρη. Τη δουλειά την βρήκα από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη, που ήταν και σεφ του μαγαζιού, με τον οποίο είχαμε δουλέψει στο παρελθόν σε άλλο μαγαζί στην Αθήνα.
Μόλις έφτασα στο νησί, τ’ αφεντικό μας έβαλε όλους να κάνουμε τα μαστορέματα του μαγαζιού όπως βαψίματα, στοκαρίσματα και κουβαλήματα. Μετά από αυτά έπιασα κανονικά τηγάνι. Για τους πρώτους δυο μήνες δούλευα δώδεκα ώρες την ημέρα, εφτά στα εφτά χωρίς ρεπό. Τον Ιούλιο κατέφθασε ο περισσότερος κόσμος στο νησί και τότε ξεκίνησε ο κακός χαμός.
Δούλευα όλη την ημέρα. Ξεκίναγα 8.30 το πρωί και τελείωνα 2.30 το βράδυ, έχοντας μόνο μισή ώρα διάλλειμα. Στο διάστημα αυτό, έτρεχα να προλάβω να κάνω ένα μπάνιο και να κλείσω για λίγο τα μάτια μου.
Στην κουζίνα δουλεύαμε 4 άτομα, δυο μάγειρες και 2 λαντζιέρηδες μαζί και τ’ αφεντικό που κλασσικά δεν έκανε τίποτα. Από την αρχή ζητήσαμε να φέρει ακόμη έναν μάγειρα γιατί δεν θα έβγαινε η δουλειά. Μετά από πίεση, έφερε τον αδελφό του να βοηθήσει.
Στο κομμάτι του μισθού είχα συμφωνήσει αρχικά 1300 ευρώ το μήνα, αλλά βλέποντας ότι η δουλειά ήταν πολύ περισσότερη, ζήτησα 200 ευρώ αύξηση, την οποία και πήρα. Παρόλα αυτά, αν τα βάλεις κάτω, με βάση τις ώρες που δούλευα το μεροκάματο έβγαινε 3 ευρώ την ώρα.
Το σπίτι που μας έδωσε το αφεντικό για να μείνει το προσωπικό ήταν πενταβρώμικο και δεν είχε δωμάτια. Είχαμε κρεμάσει κάτι σεντόνια σαν παραβάν, για να διαμορφώσουμε κάπως τη διαρρύθμιση του χώρου. Το δικό μου κρεβάτι βρισκόταν στην κουζίνα, ακριβώς δίπλα από το κοινόχρηστο πλυντήριο ρούχων, συνεπώς κάθε φορά χρειαζόταν να συνεννοούμαι με τους συγκατοίκους για το πότε πρέπει να βάζουν μπουγάδα. Επίσης κοιμόμασταν σε κάτι στρώματα, τα οποία το προηγούμενο διάστημα ήταν παρατημένα σε ταράτσες σπιτιών.
Μετά από μια εξαντλητική μέρα στην δουλεία αυτό που έχει ανάγκη ο καθένας και η καθεμία είναι η ιδιωτικότητα. Ένας προσωπικός χώρος για να ξεκουραστείς. Εμείς δεν είχαμε ούτε αυτό.
Κατά βάση ο κόσμος που δουλεύει σεζόν, είναι νεαρής ηλικίας. Για έναν νέο εργαζόμενο που δεν έχει ξαναδουλέψει και δεν έχει ξαναπιάσει χρήματα στα χέρια του, τα 5 και 6 χιλιάρικα μαζεμένα στο τέλος του φαίνονται πάρα πολλά. Αυτό όμως είναι μια αυταπάτη, γιατί στο τέλος το μεροκάματο βγαίνει το ίδιο ή και χειρότερο με αυτό που παίρνεις και στην Αθήνα.
Οι έλεγχοι του ΣΕΠΕ και του ΙΚΑ στο νησί ήταν ανύπαρκτοι. Είναι γνωστό ότι οι εργοδότες φροντίζουν να «λαδώνουν» τους ελεγκτές. Επίσης είναι καλά δικτυωμένοι μεταξύ τους μέσα από groups στο viber κι έτσι μαθαίνουν την ώρα που αποβιβάζονται στο νησί για έλεγχο.
Η «μαγική» εμπειρία της σεζόν τελείωσε 15 μέρες νωρίτερα από το συμφωνημένο, καθώς σηκώθηκα και έφυγα μετά από μια τραμπούκικη επίθεση με απειλή μαχαιριού που δέχτηκε συνάδελφος από τον αδελφό του αφεντικού.
Όταν αποφασίζεις ότι θα δουλέψεις σεζόν πρέπει να γνωρίζεις ότι θα στερηθείς για κάποιους μήνες τα αγαπημένα σου πρόσωπα και ότι θα βρεθείς σε ψυχολογική η σωματική κατάπτωση. Έχει πολλή ένταση, καθόλου ανάπαυση και λίγα λεφτά. Πιστεύω ότι δεν αξίζει να δουλεύεις σεζόν με αυτούς τους όρους. Μετά την πανδημία ο κόσμος το αντιλήφθηκε και τους γύρισε την πλάτη. Και για αυτό τον λόγο υπάρχει μεγάλη έλλειψη εργατικών χεριών στον κλάδο. Πάνω σε αυτή την νέα κατάσταση που έχει δημιουργηθεί μπορούμε να διεκδικήσουμε καλύτερους όρους εργασίας στην σεζόν.