Ταξίδι στην άκρη της νύχτας.
«Τα δάση που ονειρεύεσαι καίγονται τα χαράματα /φεύγουν οι φίλοι ένας-ένας, τους παίρνει το ασανσέρ / η χλόη γίνεται άχυρο κι η νιότη μνήμη χλόης / τα δάση που ονειρεύεσαι καίγονται τα χαράματα / μπουζούκι και μπετόν αρμέ – κάτω απ’ αυτή την μπότα / μεγαλώσαμε / όμως θέλω να ξέρεις / δεν κλαίω δεν τραγουδάω δεν ελπίζω τίποτα / μόνο αποχαιρετάω τούτο το χρυσάφι που κυλάει χωρίς επιστροφή / απ’ τις δικές μας φλέβες στα ξένα χρηματοκιβώτια»
Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Ραγισμένο Ταμπούρλο, ύψιλον, 2006
Στο απέραντο δάσος του Αμαζόνιου, ένας βιόκοσμος πολύ μεγαλύτερος από την έκταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον οποίο ζουν δεκάδες χιλιάδες είδη φυτών και ζώων, ανεξερεύνητες ακόμα ομάδες ανθρώπων, σε αυτόν το μικρό «πλανήτη» που παράγει το 40% του οξυγόνου ολόκληρης της γης και μάς δίνει ακόμα το δικαίωμα να αναπνέουμε, χάνονται κάθε χρόνο 30 χιλιάδες στρέμματα, για να δημιουργηθούν βοσκότοποι, ορυχεία και εξέδρες άντλησης πετρελαίου.
Κι όμως, τα δάση εκείνης της Αμερικής είναι τα μόνα τόσο εκτεταμένα στον πλανήτη. Γιατί αυτή η πλευρά της ηπείρου είχε την «τύχη» να κατακτηθεί από τους λιγότερο καπιταλιστικά «ανεπτυγμένους» Πορτογάλους (που δίψαγαν μόνο για χρυσό) και όχι από τους Βρετανούς, τους Ολλανδούς και τους Γάλλους. Γιατί τους πέντε τελευταίους αιώνες της μεγάλης κατακτητικής επιδρομής, οι περιοχές της βόρειας Αμερικής, των ΗΠΑ και του Καναδά, κυριολεκτικά σαρώθηκαν από τις φωτιές που έβαλαν οι Ευρωπαίοι «επενδυτές», με σκοπό να φτιάξουν βοσκότοπους, να αφανίσουν και να διώξουν τους ιθαγενείς.
Μέχρι το 1901, στις ΗΠΑ και στον Καναδά, το μεγαλύτερο μέρος των δασών είχε καταστραφεί. Το γεγονός ώθησε το νεαρό τότε εργατικό κίνημα στις πρώτες οικολογικές του διαμαρτυρίες. Όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μακ Κίνλεϊ δολοφονήθηκε από τον αναρχικό Λίον Ζόλγκος, ο διάδοχος του, Θεόδωρος Ρούζβελτ, τρομαγμένος μην πάθει κι αυτός το ίδιο, πέρασε στο σύνταγμα των ΗΠΑ αυστηρές διατάξεις προστασίας όσων δασών είχαν απομείνει. Σχεδόν ταυτόχρονα ακολούθησε και ο Καναδάς. Τα δάση που υπάρχουν σήμερα στην Βόρεια Αμερική είναι αυτά που προστατεύτηκαν συνταγματικά από τότε.
Στην Ελλάδα, το Σεπτέμβρη του 2023, το τοπίο χρωματίζεται από ερειπιώνες: φωτιά και λάσπη. Δεν είναι μόνο τα δάση που καίγονται, οι πεδιάδες που πλημμυρίζουν, αλλά και η εικόνα μας κοινωνίας που μοιάζει να μετεωρίζεται μεταξύ αδιαφορίας και παραλογισμού. Σε αυτή την «έρημο», κυβέρνηση, κράτος και κοινωνική πλειοψηφία, εν πλήρη συναυτουργία, δεν πρωτοτυπούν. Πέρα από κάθε στοιχείο και λογική, κατηγορούν τους πρόσφυγες πως βάζουν τάχα στο διάβα τους φωτιές, μιλούν για «εχθρούς του έθνους», για «πράκτορες» και «εμπρηστές», όπως κάποτε ένας αυτοκράτωρ στην Ιαπωνία που κατηγόρησε και εκτέλεσε 100 αναρχικούς ως υπευθύνους για τον μεγάλο σεισμό που έπληξε τη χώρα.
Κι όταν η μπόρα φτάνει στον κάμπο, γνωρίζοντας πως τα δις της αντιπλημμυρικής υποκρισίας έχουν διοχετευτεί αφειδώς στις τσέπες του γνωστού «πεθερού», κι ότι τα γιοφύρια τους, που χτίστηκαν από «σκυρόδεμα» τοπικών μαυρογιαλούρων, θα καταρρεύσουν στην πρώτη στάλα, σπάνε ασθμαίνοντας τα αναχώματα μπας και το κύμα δεν φτάσει στις πόλεις, μπας και περιορίσουν τη ζημία· κάνοντας μεγαλύτερη ζημία. Σε λίγο, όπως προέβλεψε ο Μπρεχτ, θα κατηγορήσουν τον ποταμό για τη βιαιότητά του.
Περάσανε 112 χρόνια από τότε που «τα παιδιά του κάμπου κυνηγούσαν τους αστούς» και ως τραγική ειρωνεία ο αριθμός 112 συμπυκνώνει την επιχειρησιακή λειτουργία του κράτους έκτακτης ανάγκης. Το μήνυμά του σαφές: εκκενώστε τα πάντα! Φύγετε. Είστε ινδιάνοι, ιθαγενείς, ο τόπος σας πρέπει να κατακτηθεί! Το κράτος απειλεί ειρωνικά τους υπηκόους του πως «θα σταθεί δίπλα τους». Ένα τέρας που μετατρέπεται σταδιακά σε έναν μηχανισμό διαχείρισης καταστροφών, που σαν τα ατέλειωτα κεφάλια της λερναίας Ύδρας αλλάζει απλά τα ονόματά της: «οικονομική», «κοινωνική», «οικολογική», «υγειονομική», «μεταναστευτική» κ.τ.κ. Το κράτος έκτακτης ανάγκης δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς κρίση· χωρίς άλλοθι για την ανάληψη κατασταλτικών πρωτοβουλιών, ειδικών νομοθετημάτων και έκτακτων οικονομικών σχεδιασμάτων.
Δεν πρόκειται λοιπόν εδώ περί επιχειρησιακής ανικανότητας, αφού οι σημερινές μας τεχνικές και επιστημονικές γνώσεις για τη δασοπυρόσβεση, την πρόληψη πυρκαγιάς, την αντιπλημμυρική προστασία, την αντισεισμική θωράκιση, είναι υπεραρκετές για την αποφυγή καταστροφών τέτοιου μεγέθους· πρόκειται περί συνειδητού στόχου. Το κράτος, που με την συναυτουργία της κοινωνικής πλειοψηφίας, μετασχηματίστηκε σταδιακά από κράτος πρόληψης σε κράτος καταστολής, κράτος του λοχία, του ψάλτη και του χωροφύλακα, ένα κράτος που αποψίλωσε συστηματικά όλες τις δασικές υπηρεσίες, τις δημόσιες υπηρεσίες ύδρευσης και αποχέτευσης (για να παραδώσει το έργο τους σε αουτσορσινγκ εργολαβίες), είναι ένα κράτος που δεν μπορεί παρά να επιδιώκει την διαρκή κρίση για να επέμβει κατασταλτικά κατόπιν εορτής· να κατηγορήσει μετανάστες, πρόσφυγες και φτωχούς, τους έρημους θεούς του Ολύμπου, τα σύννεφα, το νερό, τη θάλασσα και τον κεραυνό, να κατηγορήσει την ίδια τη φύση που αυτοκαταστρέφεται! Ο σύγχρονος ηγεμών έχει, βλέπετε, κατανοήσει πλήρως τη φράση του Ταλεϋράνδου «Η τέχνη της πολιτικής είναι να προβλέπεις το αναπόφευκτο και να επισπεύδεις την εμφάνιση του». Όταν στο μηχανισμό σου έχεις πλέον μόνο μπάτσους, στρατιωτικούς και δικαστές, τι άλλο μπορείς να κάνεις; Όταν είσαι σφυρί, όλα τα βλέπεις πρόκες.
Ο πατήρ Μητσοτάκης είχε δηλώσει κάποτε πως το βασικό εμπόδιο στην ανάπτυξη της χώρας είναι «οι δασικές και οι αρχαιολογικές υπηρεσίες» που δεν αφήνουν καμία «επένδυση» να «ανθίσει». Ήξερε, σαν άλλος κατακτητής της αποικιοκρατίας, πως το μόνο που έχει να προσφέρει ο ύστερος καπιταλιστικός πολιτισμός, στην τελευταία φάση της παρακμής του, είναι φωτιά, λάσπη και θάνατο. Και έτσι ήταν πάντα, αυτός ήταν ο ίδιος πολιτισμός, κι ας προσπαθούν να πουν πως «ήταν κάποτε αλλιώς» οι φερέλπιδες παντιακοί της αντινεοφιλελεύθερης θολούρας, ο καπιταλισμός ήταν πάντα έτσι. Είτε τον σκοτώνουμε, είτε θα μας αφανίσει.
Στα χώματα που κάποτε έδιναν το ψωμί και το αλάτι, το σιτάρι και το γάλα, και τώρα μια απέραντη λίμνη σκεπάζει σπίτια, πρόβατα και —ποιος ξέρει— ίσως κάποιους απόκληρους, κολίγους του 21ου αιώνα, ο Μαρίνος Αντύπας δεν εκτελέστηκε τυχαία. Οι τσιφλικάδες έφεραν τους τοκογλύφους, οι τοκογλύφοι τους βιομήχανους, τους επενδυτές, τους χρηματιστές, τα γκολντεν μπόις της αρπαχτής, τους εκσυγχρονιστές και τους μαλακοκαύλιδες της αντιπαροχής, τα καζίνο και τα πεταμένα καρπούζια στις επιδοτούμενες χωματερές, τη «μεταφυσική του χρήματος» που κέρδισε «τη σάρκα του ροδάκινου».
«δεν κλαίω δεν τραγουδάω δεν ελπίζω τίποτα / μόνο αποχαιρετάω τούτο το χρυσάφι που κυλάει χωρίς επιστροφή / απ’ τις δικές μας φλέβες στα ξένα χρηματοκιβώτια»
—————————————-
Y.Γ. τη μέρα που η Ρώμη καιγόταν ο Νέρωνας έγραφε ένα ποίημα.
το κείμενο δημοσιεύτηκε στο 15ο τεύχος της εφημερίδας Ζερμινάλ