ένας αφορισμός για τον έρωτα και την εξουσία πάνω στην ταινία τού Αργύρη Παπαδημητρόπουλου
SUNTAN_ Ηλιογάβαλος. Ήλιος ο έκπτωτος διάβολος. Πρωθιερεύς του αρχαίου παγανισμού. Ήλιος ο «Διόνυσος»· μέθυσος γλεντζές του έρωτα και της ιερογαμίας. Ήλιος που καίει τα δέρματα και αφήνει τις πληγές ανοιχτές. Αν νομίζετε πως τόσοι αιώνες πουριτανισμού κατάφεραν να σβήσουν το παγανιστικό υπόστρωμα της αρχαίας γιορτής, είστε γελασμένοι. Ο Διόνυσος θα επιστρέφει όσο ο ήλιος θ’ ανατέλλει την αυγή, όσο η άνοιξη θα υπόσχεται το θερισμό. Θα επιστρέφει φορώντας τις αιώνιες μάσκες του: όμορφος, νέος, πανηδονιστής, διεθνής και αντιεξουσιαστής. Ποίος μπορεί να αντισταθεί στο κάλεσμά του; Μόνο που οι χρόνοι της αντιδραστικής μαθητείας, δίπλα στους κήρυκες της ηθικής, γέμισαν το σύγχρονο άνθρωπο με ενοχές· τη βαθύτερη πηγή της δυστυχίας του. Αυτή είναι η γενέθλια σχισμή κάθε μεγάλης τραγωδίας. Η εσωτερική σύγκρουση του ενστίκτου με την ηθική νόρμα που σμιλεύει το δράμα και οδηγεί απευθείας στην άβυσσο. Δεν υπάρχει τίποτα διαφορετικό στους ήρωες του Αισχύλου, του Σέξπιρ ή του Ντοστογιέφσκι που να μην βασανίζει την ψυχή αυτού του άσημου γιατρού. Είναι η πρωταρχική αντίθεση της ελευθερίας με την εξουσία, της
κοινωνίας που θυσίασε τη ζωή στο όνομα της προόδου, με τη ζωή που, σε πείσμα της προόδου, καταφέρνει να βλαστήσει. Γιατί όση ζωή και να θυσιάσαμε πάνω στα λευκά σεντόνια του πολιτισμού, πάντα αυτή θα εισβάλει απροειδοποίητα και θα μας προκαλεί με το τυραννικό βλέμμα της μεγάλης υπόσχεσης. Ανήμποροι εμείς θα την ακολουθούμε για να την πιάσουμε στην απόχη. Μόνο που αυτή θα ξεφεύγει διαρκώς όπως το νερό μέσα από τα δάχτυλά μας. Κι όσο θα μας ξεφεύγει, τόσο θα μας τυραννά. Γι’ αυτό και είμαστε καταδικασμένοι να τη σκοτώνουμε ξανά και ξανά, μπας και κάνουμε «δικό μας» —έτσι νομίζουμε— το νεκρό της σώμα. Όμως εκεί, πάνω απ’ το πτώμα της Ζωής, θα συνειδητοποιούμε, σαν ήρωες μεγάλης τραγωδίας, τί έχουμε σκοτώσει. Το ασύλληπτο αδιέξοδο που μας εγκλώβισαν οι Ολύμπιοι δυνάστες, το φρικτό τέλος (χωρίς κάθαρση) που είμαστε καταδικασμένοι να πληρώνουμε· να βράζουμε αιώνια στην κόλαση, γιατί κάποτε λησμονήσαμε τις σπονδές στο Διόνυσο, σε αυτόν το μεγάλο θεραπευτή.