“…οι φτωχοί είναι οι μαύροι της Ευρώπης”.
Manuel Gonzales Prada
I
Το ιδιαίτερο γνώρισμα της συνθήκης των προσφύγων από ταξικής άποψης είναι η ολοσχερής εξάλειψη των ιδιοτήτων της προηγούμενης κοινωνικής θέσης τους. Η ολοκληρωτική αποκόλληση τους από το πλέγμα των θεσμισμένων κοινωνικών σχέσεων στο οποίο συμμετείχαν στη χώρα καταγωγής τους και ο βίαιος επανακαθορισμός της κοινωνικής υπόστασης τους σε μια de facto προλεταριακή κατάσταση. Από αυτή την άποψη, ο πρόσφυγας είναι ο άνθρωπος χωρίς τάξη, χωρίς καθορισμένη ταξική ταυτότητα. Το γεγονός αυτό θέτει σε κίνηση μια διαλεκτική αντίφαση που, από την μία, καθιστά τους πρόσφυγες ως κοινωνική ομάδα εκτεθειμένους στις διαθέσεις των ελίτ που επιθυμούν να τους χρησιμοποιήσουν σαν εργαλεία για την ευόδωση των δικών τους πολιτικών ή οικονομικών συμφερόντων και, από την άλλη, τους μετατρέπει σε δυνητικούς συμμάχους των καταπιεσμένων στην προσπάθεια τους να καταργήσουν τις συνθήκες που συντελούν στον ετεροκαθορισμό τους. Η υποχώρηση της ταξικής ταυτότητας δεν επιφέρει βέβαια κενό, ή την αναστολή λειτουργίας στη σφαίρα παραγωγής της υποκειμενικότητας. Σε πρώτη φάση τα σημασιολογικά πεδία του αυτοκαθορισμού που εγκαταλείπονται από το ταξικό φαντασιακό καταλαμβάνονται από τις εθνικές, εθνοτικές ή θρησκευτικές φαντασιακές σημασίες που επανακάμπτουν δυναμικά, ή αναδεικνύονται στο μοναδικό σταθερό σημείο αναφοράς για την υποκειμενικότητα όταν εκείνη βρίσκεται μέσα σε μια κοινωνική συνθήκη που είναι ρευστή και ακαθόριστη, όπως συμβαίνει με την περίπτωση του πρόσφυγα/μετανάστη που είναι διαρκώς σε κίνηση. Εφόσον, οι κρατικές πρακτικές διαχείρισης των προσφυγικών ροών “αντικειμενοποιούν” τούτα τα εθνολογικά γνωρίσματα και επιδιώκουν να επιβάλλουν τον διαχωρισμό ανάμεσα στους νεοφερμένους και την κοινωνία υποδοχής ως δύο ριζικές ετερότητες, δύο “πράγματα” σαφώς οριοθετημένα και ασύμβατα μεταξύ τους, η κοινωνική ταυτότητα του πρόσφυγα σίγουρα θα τείνει προς την γκετοποίηση. Προς την εσωτερίκευση αυτής της εικόνας που έρχεται από-τα-έξω και την περιχαράκωση της από τον έξω κόσμο. Στο βαθμό ωστόσο που εκφεύγουν από αυτή την επίσημη πολιτική καταστολής και “αντικειμενοποίησης” των μεταναστευτικών ρευμάτων, τα λίγα υποκείμενα που αναζήτησαν και κατόρθωσαν να ενσωματωθούν σε εναλλακτικές δομές κοινωνικής ενσωμάτωσης και φιλοξενίας που συνήθως αναπτύσσονται σε συνάρτηση με το ευρύτερο ανταγωνιστικό ταξικό κίνημα, φαίνεται ότι μπόρεσαν να υπερβούν τα όποια κατάλοιπα ετερονομίας, να ενσωματωθούν σε αυτές τις δομές και να συμμετάσχουν ενεργά στους θεσμούς και τις διαδικασίες συλλογικής αυτοδιεύθυνσης, αναπτύσσοντας βαθμιαία συνείδηση της ταξικής συλλογικότητας στην οποία λάμβαναν μέρος. Άρχισαν όλο και περισσότερο να κατανοούν εαυτούς ως μετανάστες με κοινή μοίρα και αλληλεξαρτώμενα συλλογικά συμφέροντα και λιγότερο σαν Αφγανούς, Σύρους, ή ότι άλλο, που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την ιδιοποίηση κι εκμετάλλευση σπάνιων κοινωνικών πόρων.i Αν υπάρχει ένα συμπέρασμα άξιο λόγου που μπορεί να συναχθεί από αυτή την παρατήρηση, είναι πως η κοινωνική πρακτική σίγουρα δεν καθορίζει μονοσήμαντα το περιεχόμενο της υποκειμενικότητας, δηλαδή δεν την “κατασκευάζει”, αλλά σίγουρα επενεργεί και αλληλεπιδρά με αυτήν προκειμένου να διαμορφώσει από κοινού τα βασικά γνωρίσματα της κοινωνικής ταυτότητας, ταξικής ή όχι. Αν η κρατική καταστολή και η υγειονομικής φύσης διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος από το Κράτος επικρατήσει, η γκετοποίηση και η χειραγώγηση των μεταναστών από τις ελίτ πολύ γρήγορα θα είναι μια μη-αναστρέψιμη διαδικασία. Θα δημιουργήσει έναν εφεδρικό στρατό εξαθλιωμένων λούμπεν-προλετάριων, απόλυτα εξαρτημένων κι έτοιμων σε κάθε στιγμή να αναλάβουν δράση για να υπερασπιστούν τα ταξικά ή γεωπολιτικά προνόμια των ελίτ του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, ακόμα και σε βάρος των συμφερόντων των ταξικών υποκειμένων του ανταγωνιστικού κινήματος, με το οποίο δεν θα μοιράζονται κοινά συμφέρονται κι επιθυμίες.ii Κατά μία έννοια, ο θεσμοποιημένος κρατικός ρατσισμός και η πολεμική αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ζητήματος που επιφέρει, συνιστούν μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, εφόσον το μόνο που καταφέρνουν είναι να κατασκευάσουν τον φαντασιακό “εχθρό” μπροστά στην επέλαση του οποίου δήθεν οχυρώνουν την “πολιορκημένη” κοινωνική ολότητα.
II
Από μια άποψη, η φιγούρα του πρόσφυγα/ μετανάστη είναι το αρχετυπικό υπόδειγμα του ξεριζωμένου προλετάριου που άγεται και φέρεται από τις αδυσώπητες δυνάμεις του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Της ατυχούς έκβασης που μπορεί να έχει για τον καθένα μας ο καθημερινός αγώνας για επιβίωση, στην περίπτωση που οι αγωνιώδεις προσπάθειες μας να “τα καταφέρουμε” δεν στεφθούν με επιτυχία. Αναλαμβάνοντας δράση για να υπερασπίσει εκείνους που δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, το ταξικό ανταγωνιστικό κίνημα την ίδια στιγμή προασπίζεται τα ταξικά υποκείμενα που δραστηριοποιούνται μέσα στο πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο του. Εμπλέκεται στην κοινωνική πάλη προκειμένου να διασφαλίσει ότι κανένας προλετάριος δεν θα έχει στο μέλλον την ίδια τύχη με τους μετανάστες, ότι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν θα καθιερωθούν σαν μόνιμο χαρακτηριστικό στην κοινωνικη μορφολογία της ετερόνομης κοινωνικής ολότητας. Ότι δεν θα γίνουν οι προνομιακοί χώροι επιμελητειακής διαχείρισης εκείνων των τμημάτων του προλεταριακού πληθυσμού που ο καπιταλισμός θα απορρίψει ως μη-αναγκαία και πλεονάζοντα.
III
Η μόνιμη επωδός που επαναλαμβάνει τελετουργικά σύσσωμη η νεοφιλελεύθερη ιδεολογική ορθοδοξία είναι ότι οφείλουμε να μετατρέψουμε την κρίση σε “ευκαιρία”. Και πράγματι φαίνεται ότι οι ελίτ των επαγγελματιών πολιτικών που κατέχουν την πολιτική δύναμη στο σύστημα της αντιπροσωπευτικής “δημοκρατίας” ανέλαβαν να κάνουν πράξη τα κηρύγματα τους. Στα νησιά του βορείου Αιγαίου φτιάχνεται αργά αλλά σταθερά μια βιομηχανία του εγκλεισμού, ένας πολιτικοοικονομικός μηχανισμός που δυνητικά μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την τόνωση της κερδοφορίας του ελληνικού κεφαλαίου και την ένταξη των δομών αυτών στα κυκλώματα καπιταλιστικής αναπαραγωγής στον ελλαδικό χώρο. Έχοντας σαν πρόσχημα την επιτακτική ανάγκη της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, ο υπουργός μετανάστευσης και ασύλου προχώρησε σε απευθείας ανάθεση στους κατασκευαστικούς κολοσσούς ΤΕΡΝΑ, ΑΚΤΩΡ και ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ των ιδιαιτέρως πλουσιοπάροχων συμβάσεων για το έργο της κατασκευής των στρατοπέδων συγκέντρωσης με ευρωενωσιακή χρηματοδότηση.iii Οι όμιλοι αυτοί ανέλαβαν να στρατευτούν από κοινού στην “πατριωτική προσπάθεια” και να συγκροτήσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα την αναγκαία υποδομή για την υλοποίηση της κρατικής και υπερεθνικής πολιτικής της ΕΕ του εγκλεισμού σε μαζική κοινωνική κλίμακα. Αν τα υπερμοντέρνα Airbnb καταλύματα και οι χλιδάτες βίλες δίπλα στις παραλίες της αθηναϊκής ακτογραμμής με το διεθνές πελατολόγιο τους, συνιστούν την αστραφτερή πλευρά της καπιταλιστικής, real-estate ανάπτυξης, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού, ένα real-estate για τους φτωχούς και τους απόβλητους της παγκοσμιοποίησης ούτως ειπείν.
Επιπλέον όταν οι “κλειστές δομές” αποπερατωθούν και τεθούν κανονικά σε λειτουργία είναι πιθανό ότι θα στρέψουν ένα μεγάλο μέρος της τοπικής παραγωγής των νησιών προς τα κέντρα κράτησης, είτε μιλάμε για τον πρωτογενή τομέα και τα προϊόντα που θα διατίθενται στα στρατόπεδα για τη σίτιση των τροφίμων (γεωργία, κτηνοτροφία), ή για την παροχή ανθρώπινου δυναμικού που θα στελεχώσει τις διάφορες υπηρεσίες που χρειάζονται οι δομές για να λειτουργήσουν χωρίς προβλήματα. Για παράδειγμα, δεν είναι καθόλου απίθανη η συγκρότηση ενός ειδικού σώματος ανθρωποφυλάκων, διακριτού από την ήδη επιβαρυμένη αστυνομία, επιφορτισμένων με την μόνιμη επάνδρωση του προσωπικού φύλαξης των μονάδων κράτησης. Η εξέλιξη αυτή θα πρόσφερε στη νεολαία των νησιών “μοναδικές ευκαιρίες” για μόνιμη απασχόληση, την οποία η συστημική αναδιάρθρωση έχει μετατρέψει σε είδος υπό εξαφάνιση. Από την άλλη, στα πρότυπα του ιδιωτικοποιημένου συστήματος μαζικού εγκλεισμού των ΗΠΑ, που αποτελεί μοντέλο του θεσμού της νομιμοποιημένης δουλείας στο σύγχρονο κόσμο, οι κρατούμενοι θα μπορούν να χρησιμοποιούνται για εκτέλεση καταναγκαστικής εργασίας, με την οποία θα διεκπεραιώνουν παραγγελίες για λογαριασμό των μεγάλων εταιρειών του ιδιωτικού τομέα με μηδαμινό κόστος παραγωγής.iv Οι τριτοκοσμικές ελληνικές επιχειρήσεις θα μπορούσαν έτσι να επανακάμψουν και να αποκαταστήσουν το “συγκριτικό πλεονέκτημα” τους (άλλη μια αγαπημένη έκφραση του νεοφιλελέ κατεστημένου) που θα τους επέτρεπε να επιβιώσουν στο διεθνή ανταγωνισμό.
IV
Μιλάμε εδώ για τον εγκλεισμό γενικά ως θεσμό και όχι απλώς για τον εγκλεισμό των μεταναστών, διότι όταν οι υλικές υποδομές έχουν ολοκληρωθεί και οι οικονομικές σχέσεις εξάρτησης έχουν σταθεροποιηθεί, τότε θα έχει δημιουργηθεί μια ολόκληρη πολιτική οικονομία του φαινομένου του εγκλεισμού που θα μετατρέψει την μαζική κράτηση σε κερδοφόρο κλάδο της παραγωγής και θα δώσει στον θεσμό έναν αυτοτροφοδοτούμενο δυναμισμό που θα καταστήσει αυτοσκοπό την αναπαραγωγή του. Σε αυτό το σημείο οι μεταναστευτικές ροές θα πάψουν πλέον να συνιστούν πρόβλημα και θα γίνουν η αναγκαία πρώτη ύλη για τη λειτουργία αυτής της βιομηχανίας απο-ανθρωποποίησης. Κι επειδή οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις έχουν πάντοτε την ανάγκη να αναπτύσσονται, ο εγκλεισμός δεν θα αφορά πια μονάχα τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, αλλά θα επεκταθεί σε όλα εκείνα τα τμήματα του προλεταριάτου που εξορίζονται από την παραγωγή λόγω της αυτοματοποίησης και της δομικής τάσης του κεφαλαίου για την αποβολή της ζωντανής εργασίας από την παραγωγική διαδικασία. Θα καθιερωθεί δηλαδή ως το ενδεδειγμένο μέσο κρατικής διαχείρισης ενός πληθυσμού που είναι πλέον ανεπιθύμητος. Ενός τμήματος των ετεροκαθοριζόμενων στρωμάτων που ουσιαστικά έχει τεθεί εκτός των κυκλωμάτων της κοινωνικής αναπαραγωγής και δυσκολεύεται να διασφαλίσει τους υλικούς όρους της επιβίωσης του, εφόσον αδυνατεί να κερδίσει τα προς το ζην πουλώντας την εργασία του στις οικονομικές ελίτ του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Ήδη η ακραία φτώχεια στην οποία έχουν περιέλθει οι μετανάστες επιστρατεύεται από την κυρίαρχη ιδεολογία σαν πρόσχημα που μπορεί να δικαιολογήσει τον εγκλεισμό των προσφύγων, αφού τουλάχιστον μέσα στις “δομές” θα είναι σε θέση να έχουν πρόσβαση “σε ένα κρεβάτι κι ένα πιάτο φαγητό”. Εδώ πια βρισκόμαστε στο πεδίο των φαντασιακών σημασιών όπου η φιγούρα της ριζικής ετερότητας του εξαθλιωμένου “ξένου”, σαν μια απειλή που έρχεται από τα έξω για να αποσταθεροποιήσει την ετερόνομη κοινωνική ολότητα, συναντά και συγχωνεύεται με την συμβολική αναπαράσταση του φτωχού ως του εχθρού, που απειλεί να υπονομεύσει εκ των έσω τη συνοχή της παγιωμένης κοινωνικής ιεραρχίας. Εξάλλου, αν η φτώχεια είναι το σωρευτικό αποτέλεσμα των λαθεμένων επιλογών των θυμάτων της, αν δεν είναι παρά η χειροπιαστή απόδειξη του ελλείμματος που έχουν αυτά σε ικανότητες και φυσικά χαρίσματα, σε ριζική αντίθεση με εκείνους που “πέτυχαν”, τους “άριστους” του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, τότε η εξαθλίωση είναι όχι μόνο η επαρκέστερη απόδειξη, αλλά και η δίκαιη τιμωρία για τη φυσική κατωτερότητα που χαρακτηρίζει εκείνα τα ταξικά υποκείμενα που έχουν εκπέσει σε αυτή την κατάσταση. Αν η “αριστεία” οφείλει να επιβραβεύεται με την απόδοση τιμών και αξιωμάτων, η ανεπάρκεια και η ανικανότητα οφείλει να αντιμετωπίζεται με τον αυστηρότερο και πιο αμείλικτο τρόπο. Η ανάγκη για την προστασία του οικονομικού “δυναμισμού” και της “σφριγηλότητας” του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού, φαίνεται ότι επιβάλλει την οριστική εξάλειψη των αντιπαραγωγικών στοιχείων της κοινωνίας που επιβαρύνουν τους υπόλοιπους. Και οι φτωχοί είναι κατά το αδιαμφισβήτητο τεκμήριο της κοινωνικής θέσης τους, όντα αδύναμα, υποδεέστερα. Οφείλουν να υποταχτούν αδιαμαρτύρητα στις “φυσικές” κοινωνικές ιεραρχίες που καθιερώνει το σύστημα της οικονομίας της αγοράς μέσω της λειτουργίας του. Δεν έχει σημασία από αυτή την άποψη αν οι απόκληροι είναι μουσουλμάνοι ή χριστιανοί, μαύροι ή κίτρινοι, άνδρες ή γυναίκες. Εκείνο που είναι σημαντικό είναι ότι όλοι τους βρίσκονται στο τελευταίο σκαλοπάτι της πυραμίδας των ταξικών διακρίσεων. Αν οι μετανάστες δεν έχουν τίποτα επειδή είναι “ξένοι” που έρχονται από έναν άλλο κόσμο, οι φτωχοί είναι ξένοι στον τόπο τους επειδή ακριβώς δεν έχουν τίποτα. Με αυτόν τον τρόπο αποκτά βαθμιαία συνεκτικότητα το αποκρουστικό αφήγημα του ταξικού ρατσισμού, το αντιδραστικό κοινωνικό φαντασιακό των ελίτ του διεθνοποιημένου καπιταλισμού που “φυσικοποιεί” τις ταξικές διαφορές και τη θεσμοποιημένη κοινωνική ανισότητα.v
V
Πολύ συζήτηση έχει γίνει γύρω από το ζήτημα της στάσης που οφείλουν να κρατήσουν οι αναρχικοί απέναντι στις μαζικές διαμαρτυρίες που ξέσπασαν στα νησιά ενόψει της κατασκευής των κέντρων κράτησης μεταναστών σε Χίο και Μυτιλήνη. Ως συνήθως, οι απόψεις που εκφράστηκαν δημόσια ξεκινούν από την αφοριστική απόρριψη των κινητοποιήσεων ως συλλήβδην ξενοφοβικών και ρατσιστικών και φτάνουν μέχρι την ανοικτή προτροπή για συμμετοχή στις τοπικές λαϊκές εξεγέρσεις που περιλαμβάνουν από καθολικές γενικές απεργίες στα νησιά, μέχρι την βίαιη σύγκρουση και μάχες σώμα με σώμα με τις δυνάμεις καταστολής. Σίγουρα, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι οι διαμαρτυρίες εκφράζουν κάποιο αίσθημα αλληλεγγύης προς τους δοκιμαζόμενους μεταναστευτικούς πληθυσμούς, εφόσον καμία κινητοποίηση δεν έβαλε ως αίτημα το άνοιγμα των συνόρων και την ελεύθερη διέλευση από αυτά των μεταναστευτικών ροών. Από την άλλη, είναι εύκολο για εμάς να φανταστούμε μια ακόμα πιο τρομακτική αντίδραση από πλευράς των κατοίκων των νησιών. Για παράδειγμα, τα κέντρα κράτησης θα μπορούσαν να γίνουν δεκτά με ενθουσιασμό από έναν αποκτηνωμένο πληθυσμό ντόπιων που θα προσδοκούσε να αποκομίσει πλούσια οικονομικά οφέλη από τη λειτουργία τους και την εκμετάλλευση της καταναγκαστικής εργασίας που θα μπορούσαν να προσφέρουν οι τρόφιμοι του στρατοπέδου. Σε αυτή την περίπτωση, θα βρισκόμασταν πράγματι αντιμέτωποι με έναν συντελεσμένο εκφασισμό της κοινωνικής ολότητας, που θα είχε εντάξει την ύπαρξη των στρατοπέδων στα κυκλώματα αναπαραγωγής του κεφαλαίου στον ελλαδικό χώρο και θα είχε δημιουργήσει τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για την αφομοίωση του θεσμού του εγκλεισμού στο μείζον ετερόνομο κοινωνικό φαντασιακό. Προς το παρόν, η αντίδραση των κατοίκων βιώνεται από αυτούς σαν ρήξη με το κράτος και δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος σαν μονοσήμαντα ξενοφοβική την μαζική αντίσταση μιας ολόκληρης κοινότητας στη δημιουργία μιας φυλακής, ενός κάτεργου για τους μετανάστες στο νησί τους. Η άρνηση αυτή μπορεί να γίνει ο τόπος δημιουργικής συνεύρεσης τους με τους αγωνιστές του αναρχικού χώρου ώστε απο κοινού να καθορίσουμε τους όρους της διεθνιστικής συνύπαρξης με τις μάζες των προσφύγων. Είναι ωραίο να διατυμπανίζουμε μαξιμαλιστικά σλόγκαν, αλλά ποιος αλήθεια μπορεί να εγγυηθεί ότι αν οι μετανάστες μεταφέρονταν στα νησιά για να ζήσουν ελεύθεροι ανάμεσα στους κατοίκους και χωρίς κανέναν περιορισμό, γρήγορα δεν θα φτάναμε σε μια ανοικτή αντιπαράθεση ανάμεσα στις κοινότητες των ντόπιων και των μεταναστών και στον ανταγωνισμό τους για την εκμετάλλευση και ιδιοποίηση σπάνιων πόρων; Έχουν άραγε η Χίος ή η Μυτιλήνη τις προϋποθέσεις για να απορροφήσουν και να θρέψουν με τα δικά τους μέσα τους πλεονάζοντες πληθυσμούς που θέλει να μεταφέρει εκεί το Κράτος; Πολλοί σύντροφοι ξεχνούν ότι ο διεθνισμός δεν είναι μόνον ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε όσους βρίσκονται τυπικά έξω απο τις εθνικά προσδιορισμένες κοινότητες στις οποίες είμαστε εγκλωβισμένοι, αλλά στην πράξη αφορά και τον τρόπο που συνυπάρχουμε και συμβιώνουμε μέσα σε αυτές τις κοινότητες. Την κοινωνική πάλη για τη δημιουργία δομών ισοκατανομής της πολιτικής και οικονομικής δύναμης που θα δημιουργήσει τις “αντικειμενικές” συνθήκες ώστε η άφιξη των προσφύγων να μην γίνεται αντιληπτή σαν υπαρξιακή απειλή από τα κατώτερα στρώματα της ετερόνομης κοινωνικής ολότητας που βιώνουν ήδη την καθημερινή οδύνη μιας επισφαλούς κοινωνικής συνθήκης που διαρκώς χειροτερεύει.
iΑνακοίνωση της Επιτροπής Εργαζομένων του πρώην ξενοδοχείου City Plaza, http://solidarity2refugees.gr/proin-ergazomeni-city-plaza-gia-tin-apokatastasi-tis-alithias/.
iiΑς πάρουμε για παράδειγμα την πρωτόγνωρη ένταξη των μαζικών προσφυγικών ρευμάτων ως επιλογή στο γεωπολιτικό οπλοστάσιο της Τουρκίας, η οποία χρησιμοποιεί κυνικά και απροκάλυπτα την συγκράτηση ή ενθάρρυνση των μεταναστευτικών ροών σαν πολιτικό εργαλείο για την εξυπηρέτηση των γεωπολιτικών της συμφερόντων. Σε αυτο το σημείο θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει ότι στο έδαφος της Τουρκίας έχουν καταλύσει τέσσερα εκατομμύρια πρόσφυγες από τη Συρία και συνακόλουθα κάθε κριτική που ασκείται ενάντια στο νεο-οθωμανικό καθεστώς θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το βάρος της ανθρωπιστικής καταστροφής που καλείται να αντιμετωπίσει. Δεν θα πρέπει όμως να μας διαφεύγει ότι η ίδια η Τουρκία ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τον πόλεμο στη Συρία, τον οποίο υποδαύλισε και ακόμα συντηρεί με όλα τα μέσα που έχει στη διάθεση της, πολιτικά, οικονομικά, στρατιωτικά και διπλωματικά.
iiihttps://www.alphafreepress.gr/2020/02/22/ellada/kleistes-domes-prosfygon-ksekinoun-ta-erga-gia-ta-kentra-sta-nisia-tou-aigaiou/.
vΓια την έννοια του ταξικού ρατσισμού, Ε. Τραβέρσο, Οι Ρίζες της Ναζιστικής Βίας (Εκδόσεις του 21ου), σελ. 139-153.