Ο Νίκος Κοεμτζής ήταν Έλληνας συγγραφέας, που το 1973, επί χούντας, σκότωσε με σουγιά τρεις ανθρώπους (ανάμεσά τους δύο αστυνομικούς) και τραυμάτισε άλλους οκτώ μέσα στο νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα της Αθήνας» στην Κυψέλη, επειδή παρενόχλησαν τον μικρό αδελφό του την ώρα που χόρευε ένα τραγούδι που είχε ζητήσει παραγγελιά. Καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο και οκτώ σε ισόβια, ενώ έμεινε στη φυλακή για 23 χρόνια.
Ο Νίκος Κοεμτζής γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1938 στο Αιγίνιο Πιερίας και ήταν γιος του Παναγιώτη και της Αναστασίας Κοεμτζή, οι οποίοι, λόγω της συμμετοχής τους στο ΕΑΜ επί Κατοχής, υπέστησαν διώξεις από τις κρατικές αρχές κατά την μεταπολεμική περίοδο.
Τον Φεβρουάριο του 1973 μόλις είχε αποφυλακιστεί, μετά από καταδίκη του για μικροκλοπές. Το Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 1973, πήγε με την παρέα του σε αποκριάτικο γλέντι στο νυχτερινό κέντρο Νεράιδα της Αθήνας στην Κυψέλη, όπου τραγουδούσε ο Καρουσάκης, για να διασκεδάσουν. Ο αδελφός του, ο Δημοσθένης, έκανε παραγγελιά τις Βεργούλες του Μάρκου Βαμβακάρη και σηκώθηκε να χορέψει. Ο τραγουδιστής ενώ στην αρχή του προγράμματος είχε ζητήσει να μην υπάρξουν παραγγελιές, τελικά ανακοίνωσε από το μικρόφωνο πως το επόμενο τραγούδι που θα πει είναι παραγγελιά.
Η ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ
Η ορχήστρα άρχισε να παίζει, αλλά η πίστα δεν άδειασε. Κάποιοι από τους θαμώνες του κέντρου συνέχισαν να χορεύουν, αγνοώντας ότι το τραγούδι ήταν «παραγγελιά».
Στο μαγαζί όμως, βρισκόντουσαν και δύο ασφαλίτες.
Ενώ ο Δημοσθένης χόρευε, ξαφνικά σηκώθηκαν οι δύο ασφαλίτες οι οποίοι γνώριζαν τη συγγένεια του ατόμου που «έκανε την παραγγελιά» με τον Κοεμτζή, ο οποίος είχε απασχολήσει στο παρελθόν τις αρχές και είχε στοχοποιηθεί λόγω των πολιτικών θέσεων μελών της οικογένειας του.
Ο Κοεμτζής θόλωσε και σηκώθηκε για να υπερασπιστεί την τιμή του αδελφού του και ξεκίνησε το μακελειό. Το μανιακό ξέσπασμα του, ήταν η απάντηση στην προσβολή που δέχτηκε, επειδή κάποιοι θαμώνες δεν σεβάστηκαν την παραγγελιά του αδελφού του. Το αποκριάτικο γλέντι κατέληξε σε σφαγή.
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ
Οι αστυνομικοί ήταν δύο, ο ένας υπηρετούσε στην Υπηρεσία Πληροφοριών της Υποδιευθύνσεως Γενικής Ασφαλείας Αθηνών της Αστυνομίας Πόλεων και ο άλλος υπηρετούσε στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Προαστείων Πρωτευούσης της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής. Ο τρίτος που δολοφονήθηκε σηκώθηκε να χορέψει μαζί με τον Δημοσθένη. Αυτοί μάλωσαν και όταν ο Νίκος Κοεμτζής έβγαλε τον σουγια οι αστυνομικοί προσπάθησαν να τους χωρίσουν για να αποφευχθεί κάποιος τραυματισμός, αλλά ο Νίκος θυμωμένος με την εμπλοκή των αστυνομικών ρίχτηκε εναντίων τους και σκότωσε με σουγιά τους τρεις ανθρώπους (τους δύο αστυνομικούς, και άλλο ένα άτομο από την παρέα τους), τραυματίζοντας άλλους οκτώ. Στην ανάκριση υποστήριξε πως θόλωσε το μυαλό του από το ποτό και νόμιζε ότι θα σκότωναν τον αδελφό του.
Αργότερα, όταν ρωτήθηκε γιατί είχε τόσο μένος εναντίον των αστυνομικών, είπε: «Γιατί κάθε τόσο με τραβάγανε στην Ασφάλεια. Με ρίχνανε σε ένα δωμάτιο, πετούσανε νερό μέσα και με είχανε τρεις – τέσσερις ημέρες νηστικό, χωρίς να έχω κάνει τίποτα. Τώρα σκοτώνουμε και δε δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν, μου έλεγαν».
Καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο και οκτώ φορές σε ισόβια, για ανθρωποκτονίες από πρόθεση. Το 1977 η ποινή του μετατρέπεται σε ισόβια. Ηταν ο πρώτος που γλίτωσε τη ζωή του με την κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα, οπότε η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια.
Η ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΗ
Αποφυλακίστηκε από τις φυλακές Πατρών στις 29 Μαρτίου του 1996 μετά από 23 χρόνια συνεχούς φυλάκισης. Λόγω της εποχής, των οικογενειακών του φρονημάτων και του ποινικού του ιστορικού αρχικά πέρασε πολύ άσχημα μέσα στη φυλακή.
Μετά την αποφυλάκισή του πουλούσε την αυτοβιογραφία του έξω από τα δικαστήρια της Ευελπίδων και τις Κυριακές στο Μοναστηράκι υπογράφοντας αφιερώσεις στην πρώτη σελίδα. Το βιβλίο ξεκινά με τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο Αιγίνιο Πιερίας και την κακοποίηση που υπέστη ο πατέρας του απλώς επειδή ήταν κομμουνιστής, όπως και ο ανάπηρος βετεράνος παππούς του, από τους χωροφύλακες, προτού μιλήσει για τις δικές του περιπέτειες και τα σκληρά χρόνια της φυλακής.
Το 2009, μετά από μια βραδιά παρουσίασης του βιβλίου του, ο Δήμος Αθηναίων του έδωσε άδεια να το πουλάει στο κέντρο. Έγραψε επίσης ποιήματα από τα οποία φαίνεται, όπως και ο ίδιος είχε δηλώσει, ότι μετάνιωσε για την πράξη του. Πέθανε στις 23 Σεπτεμβρίου 2011 στο Μοναστηράκι, σε ηλικία 73 ετών. Ο θάνατός του προήλθε από έμφραγμα, που έπαθε την ώρα που πουλούσε βιβλία στο τραπεζάκι του.
ΠΗΓΗ: wiki, tvxs, Μηχανή του χρόνου