Βλέποντας κανείς τον συλλογικό και ατομικό πολιτικό λόγο στο αναρχικό ρεύμα σε σχέση με τα έργα στην Ακρόπολη μπορεί λογικά να αναρωτηθεί: από πού κι ως που αρνητές ενός ολόκληρου πολιτισμού εξουσίας και εκμετάλλευσης μπορούν να υπερασπίζονται την αξία μνημείων που υπάρχουν διαμέσου και προς επίρρωση αυτού του πολιτισμού;
Αν γυρίσουμε στο τότε, τα μνημεία της ακρόπολης φτιάχτηκαν ως η ματαιόδοξη επίδειξη ισχύος μιας «ιμπεριαλιστικής» πόλης-κράτους προς τα μέσα και προς τα έξω. Ως προπαγανδιστικό εργαλείο ενός δημοκρατικού ηγεμόνα μιας δουλοκτητικής κοινωνίας. Συνδέθηκαν με μια οργανωμένη θρησκεία. Κατανάλωσαν παράλογους πόρους. Δημιούργησαν οικονομικά σκάνδαλα. Και φυσικά χτίστηκαν από δούλους.
Ακόμα χειρότερα, τέτοια μνημεία στο σήμερα γίνονται συμβολική προμετωπίδα της εθνικής συνείδησης. Κρίκοι που ενώνουν τα αλλοπρόσαλλα φαντασιακά που συνθέτουν την εθνική μοναδικότητα. Η θέα προς τα παγανιστικά ερείπια χιλιετιών εθνοφυλετικής συνέχειας του Ελληνισμού είναι προνομιακή από το χριστιανικό άστυ που περικλείει τον λόφο.
Όλα αυτά ισχύουν, αλλά όχι μόνο αυτά.
Και η οπτική γωνία που επιλέγει κανείς , το κριτήριο αξιολόγησης μιας συνθήκης δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με το ιδεολογικό του στίγμα αλλά και την ιεράρχηση που κάνει ανάμεσα στο φάσμα προτεραιοτήτων που του ξεδιπλώνει το ιδεολογικό του στίγμα.
Γιατί από μια άλλη οπτική η Ακρόπολη, και αντίστοιχα κάθε απόδειξη της δημιουργικής δύναμης του ανθρώπινου συλλογικού, και πιο συγκεκριμένα των εκμεταλλευόμενων τάξεων, είναι και απόδειξη των δυνατοτήτων τους, ακόμα κι όταν αυτές βρίσκονται κάτω από το μαστίγιο. Είναι επίσης το σύνολο της γνώσης που κατακτήθηκε και είναι μέρος της σημερινής συλλογικής γνώσης. Και από μια σκοπιά παγκόσμιας κληρονομιάς μνημείων η κάθε Ακρόπολη αφαιρεί σύνορα και διαγράφει εθνοφυλετικές συνέχειες αντί να τις επιβεβαιώνει. Και να μην την δει κανείς ως ένα στοιχείο κοινότητας μιας πόλης που δυστυχώς φιλοξενεί (αλλά δεν αποτελεί) κράτος; Πόλης που κτίστηκε και κατοικείται από εργαζόμενο και εκμεταλλευόμενο κόσμο και λιγότερο πολυφυλετική σε σχέση με την αρχαία Αθήνα των δούλων.
Όλες αυτά ισχύουν επίσης.
Το ερώτημα όμως ποια από όλες είναι η κυρίαρχη δεν υπάρχει από μόνο του. Υπάρχει πάντα σε σχέση με τις προτεραιότητες που θέτει κάθε υποκείμενο, πολύ περισσότερο πολιτικά ενεργά επαναστατικά υποκείμενα. Στην συγκεκριμένη συγκυρία που η κυβέρνηση παρεμβαίνει, και στο όνομα των όποιων σκοπιμοτήτων της, απειλεί την ακεραιότητα ενός τέτοιου μνημείου, είναι σημείο που οι προτεραιότητες δεν μπορούν να αποφεύγουν τον καθορισμό τους. Κανείς δεν θέλει να μπαίνει σε διλήμματα κι ούτε δουλειά των αναρχικών είναι να παίρνουν θέση στο πως το κράτος διαχειρίζεται τα asset του. Αυτή τη φορά όμως αναφερόμαστε σε ενέργειες με ιστορικές συνέπειες και σε σύμβολα που από την φύση τους ξεπερνούν τις συγκυρίες.
Αν δούμε την ακρόπολη υπό την ιδεολογική προτεραιότητα αποδόμησης ενός συμβόλου εθνικής συνέχειας, τότε μάλλον οι παρεμβάσεις της Μενδώνη κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση με συνέπεια. Όχι τόσο για την πραγματική ζημιά που κάνουν στο μνημείο αλλά και γιατί καταφέρνουν να απαξιώσουν το συμβολικό του κύρος με την νεοελληνική αισθητική του «κάνε μια απευθείας ανάθεση να ρίξεις μερικά τσιμέντα στον ιερό βράχο».
Η κυριαρχία μιας τέτοιας προτεραιότητας και άρα η επιλογή αυτής της αφήγησης ως κυρίαρχη είναι λάθος για πολλούς λόγους.
Ο πρώτος και καλύτερος είναι ακριβώς το ότι απαξιώνοντας το μνημείο με τέτοιον τρόπο πραγματικά αποδομείται το εθνικιστικό στοιχείο, από μια πλευρά όμως ιδιαίτερα αρνητική από ριζοσπαστική σκοπιά. Για το κράτος, στις σημερινές συνθήκες η κυρίαρχη αφήγηση είναι αυτή των πολιτιστικών μνημείων ως οικονομικά asset. Είτε για «δουλειές» στο εσωτερικό των καθεστωτικών διαπλοκών είτε για τον τουρισμό είτε για το κρατικό χρέος. Ο νεοφιλελευθερισμός χρησιμοποιεί ευκαιριακά τις εθνικιστικές μαγεύσεις και ποτέ δεν τις αντιλαμβάνεται σαν κάτι περισσότερο από εργαλεία ενίσχυσης της κοινωνικής συναίνεσης στα σχέδιά του. Η Μενδώνη, ο Κορρές, το Υπουργείο πολιτισμού, η κυβέρνηση κάνουν μπίζνες με τον πολιτισμό όχι ιδεολογία.
Κι από ότι φαίνεται η απομάγευση του ιερού βράχου γίνεται χαλαρά ανεκτή από τις εθνικόφρονες μάζες. Θα περίμενε κανείς να έχει γίνει χαλασμός για την ιεροσυλία κι όμως κατά κύριο λόγο ο «διεθνισμός» συγκινήθηκε περισσότερο με τα «έργα» από τους “ιδεολογικά αρμόδιους”.
Η «αβάδιστη» μετατροπή κάθε είδους εθνικών συμβόλων σε εμπορεύματα και επικοινωνιακά πυροτεχνήματα δεν έχει αναλυθεί καθόλου πειστικά από όσους θεωρούν την εθνική συνείδηση όχι ως ένα από τα αντίβαρα της ταξικής (που προφανώς είναι) αλλά ως κύριο ανασταλτικό της παράγοντα, σήμερα, εδώ που ζούμε. Και σίγουρα όποιος θεωρεί τα σύμβολα γενικά ως το κρίσιμο μέτωπο πάλης κατά του εθνικισμού περισσότερο κι από την υλική συνθήκη του φόβου της βάσης για το κοινό μέλλον, είναι μάλλον ιδεαλιστής – αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.
Οφείλουμε να υπερασπιστούμε και την έννοια και τις υλικές εκφράσεις αυτού που λέγεται πολιτισμική κληρονομιά όπου και να βρίσκεται. Και να τα υπερασπιστούμε ως τέτοια, ως συλλογική παγκόσμια κληρονομιά που πρέπει να προστατευτεί και να κληρονομηθεί σε επόμενες γενιές όσο πιο άθικτη και προστατευμένη γίνεται.
Αν αυτό, όπως και πάρα πολλά άλλα μπορεί να μας φέρνει στο ίδιο διεκδικητικό πλαίσιο με αντίπαλες ιδεολογίες και δυνάμεις ούτε αυτό σημαίνει τίποτα από μόνο του. Αυτό που ορίζει το ελευθεριακό ρεύμα πολιτικής σκέψης δεν είναι αποκομμένες διεκδικήσεις που η καθεμιά με έναν ψυχαναγκαστικό και σχεδόν θρησκευτικό τρόπο πρέπει να περικλείει καθαυτό το πολιτικό μας όλον σε χιλιάδες όμοια αντίγραφα. Η ελευθεριακή σκέψη περιλαμβάνει εκτός από το τι πρέπει να γίνει, και το πώς και το γιατί. Αν το πώς και το γιατί πρέπει να προστατευτεί ένα μνημείο, δεν επαρκεί για να διαφοροποιήσει τον αναρχικό λόγο και το διακύβευμα του από όποιον άλλον επίσης συμφωνεί στην προστασία του, τότε δεν φταίει ο λόγος, ούτε το διακύβευμα, (ούτε και η κοινωνική βάση που θα «παραπλανηθεί»), αλλά μάλλον η ικανότητα των πολιτικών υποκειμένων που τα εκφράζουν.
Σε τελική ανάλυση αυτά τα ερείπια κάποιοι δούλεψαν πολύ σκληρά για να τα χτίσουν.
Άνθρωποι, τηρουμένων των αναλογιών, της δικής μας τάξης
Το προϊόν του κόπου τους δεν μπορεί να πάει ακόμα περισσότερο χαμένο.