Αmaya:Γιατί τίποτε δεν χαρίστηκε ποτέ στους καταπιεσμένους του Κόσμου.
Από την Κύπρο μας έρχεται το θεατρικό κείμενο Αμάγια, μέσα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων ενός αυτοδιαχειριζόμενου εγχειρήματος. Μιας αυτοδιαχειριζόμενης έκδοσης. Η ιστορία; Μα τόσο απλή όσο και σύνθετη συνάμα. Εξελισσομένης της Προσφυγικής Κρίσης μία οικογένεια, επιχειρεί να περάσει μετά από πολλές περιπέτειες τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να φτάσει έτσι στην πολυπόθητη(;) γη της σωτηρίας – όπως φαντάζει τουλάχιστον στα μάτια αυτών των ανθρώπων η Ευρώπη. Εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν τα παράνομα κυκλώματα μεταφοράς και διακίνησης ανθρώπων, ο πατέρας μένει τελικά πίσω, ενώ οι περιπέτειες μόλις φαίνεται να ξεκινούν με την άφιξη της μικρής Αμάγια και της μητέρας της σε ευρωπαϊκό έδαφος. Θα υπάρξει φροντίδα τελικά για εκείνες και αν ναι, από ποιους; Θα μπορέσει επίσης να αποφευχθεί μιά πιθανή απέλαση αφενός αλλά και να επανασυνδεθεί η οικογένεια αφετέρου; Το Αμάγια είναι ένα ξεκάθαρα στρατευμένο έργο. Προσοχή όμως! Όχι ένα στρατευμένο έργο που ο “ξύλινος” θεωρητικίζων λόγος του θα ευαγγελιζόταν το πρόταγμα μιάς γενικόλογης Ανατροπής και Ελευθερίας! Αντίθετα , το μινιμαλιστικό αυτό δράμα, χωρισμένο σε λίγες μόλις σκηνές, εκεί που εστιάζει, δεν είναι τόσο τα μεγαλόπνοα πολιτικά προγράμματα, όσο η συνθήκη της ευθύνης. Ευθύνης που ηθικά δεν γίνεται αναγνωρίσιμη στην πράξη των διάφορων μηχανισμών και που παραμένει παντελώς εξαφανισμένη στις δραστηριότητες των επί χρήμασι διακινητών της ελπίδας. Η ευθύνη, αυτή η αυθόρμητη μέριμνα και τάση, να στηρίξουμε τον Άλλο και όχι να τον καταστρέψουμε ή να τον αφήσουμε να χαθεί, έρχεται ως μιά ισχυρή υπαρξιακή επιλογή κάποιων προσώπων για τα οποία η ανθρωπιά και η αλληλεγγύη είναι πολύ πιο σημαντικά από την ασφάλεια και την αφ υψηλού αδιαφορία που θα συνιστούσε η πίστη στην δραστηριότητα και την εμπιστοσύνη πρός του θεσμούς μιάς επιμέρους χώρας ή υπερεθνικών μηχανισμών σαν την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε κάποια από αυτά τα πρόσωπα υπερισχύει και ένα ακόμη ισχυρό οντολογικά, υπαρξιακό χαρακτηριστικό. Αυτό της μνήμης και της επιστροφής στο παρόν -με νέα πρόσωπα- των τραγικών βιωμάτων του παρελθόντος όπως συμβαίνει σε χαρακτήρες σαν εκείνον της γιαγιάς, και τις ενθυμήσεις για τους δικούς της εξαναγκαστικούς ξεριζωμούς. Μέσα από την σπαρακτική παρουσία της Αμάγια και της οικογένειας της, και τις αποφάσεις-γενναιόφρονες και ανιδιοτελείς τέτοιες- που παίρνουν οι άνθρωποι που έχουν δεσμευτεί να φροντίσουν τόσο το κορίτσι όσο και την οικογένεια, ξεδιπλώνεται μπροστά μας, όλο το δράμα αλλά και η δυνατότητα ενός φωτός που αχνοφέγγει στις ψυχές των ανθρώπων του παρόντος-όσων τουλάχιστον έχουν επιλέξει να βγαίνουν συνειδητά έξω από την βολή της θεαματικής ψευδαίσθησης ενός, κατά συνθήκην μόνον δίκαιου κόσμου, και να ρίχνονται στην υπεράσπιση των πιο αδύναμων.
Στον υπαρκτό μινιμαλισμό των πέντε τμημάτων του-καθώς και η εισαγωγή τουλάχιστον στο γραπτό κείμενο θεωρώ ότι είναι εξίσου ουσιαστική- “Εισαγωγή”, “ταξίδι”, “Στεριά”, ‘Βλέμμα” και “Ζωή” ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη/θεατή τόσο το δράμα των πολλών -ροές ανθρώπων σε διαρκή κίνηση που παράγονται και εξαφανίζονται στα χάσματα που δημιουργεί η κρατική και η καπιταλιστική συνθήκη του σήμερα- όσο και η αποφασιστική παρουσία των λίγων εκείνων αρωγών στο δράμα των άλλων , που βρίσκονται εκεί για να δράσουν και να βοηθήσουν. Εκείνων που βρίσκονται πέρα από τα κενά των τόπων και των χρόνων για να προσλάβουν τον άλλο ως συγκοινωνό και μέτοχο μιάς ουσίας αξεπέραστης. Μιάς ουσίας που δεν αξίζει και δεν πρέπει -αναλαμβάνοντας την ευθύνη τόσο των εαυτών μας όσο και των υπόλοιπων άλλων,- να χαθεί μέσα στις συμπληγάδες των πολέμων, του σκοταδιού και των φαντασμάτων που γεννά απανταχού η κυριαρχία και οι εξουσίες της.
Το Αμάγια είναι ένα πόνημα που αναφέρεται σε τέτοιους ανθρώπους αλλά η δύναμη του έγκειται-ακόμη περισσότερο-ότι είναι και γραμμένο, από τέτοιους ανθρώπους.
” Κάποιες ιστορίες δεν ειπώθηκαν ποτέ, εκείνοι και εκείνες που τις έζησαν, δεν είχαν χρόνο για χάσιμο ούτε για παίνεμα, έπρεπε να τρέξουν, να πράξουν.
να γίνουν η ιστορία , οι στιγμές ,η ζωή.
Περνάει η ζωή, περνάει…” Απόσπασμα από την εισαγωγή του Αμάγια.
Νομίζουμε ό,τι ήδη σε αυτή την μία φράση μπορούμε τα δούμε όλα όσα είναι ο πυρήνας του έργου και ίσως κάποιοι από εκείνους που αναφέρεται αλλά και από εμάς τους ίδιους, τους εαυτούς μας.