με αφορμή τον χθεσινό αστυνομικό τραγέλαφο με τους πίνακες των Πικάσο και Μοντριάν, θυμηθήκαμε μια αντίστοιχη υπόθεση το 2015 στην Γαλλία και τις τότε αντιδράσεις.
Δεν μπορούσε να το πιστέψει η ακριβοθώρητη Αν Μπαλτασαρί, πρώην διευθύντρια του παριζιάνικου μουσείου Πικάσο, πως ο ζωγράφος είχε χαρίσει σε κάποιον “άξεστο και ακαλλιέργητο” συνταξιούχο 271 έργα του, τα οποία μάλιστα ο εν λόγω κύριος κρατούσε κλεισμένα σε μια υγρή αποθήκη χωρίς να τα “αξιοποιήει” εδώ και 44 χρόνια. Την ίδια αγανακτισμένη απορία εξέφρασε και ο Εισαγγελέας ο οποίος πρότεινε την ενοχή του κατηγορουμένου γιατί με τις πράξεις του διέπραξε “αδίκημα σε βάρος της ανθρωπότητας (!) στερώντας τον κόσμο της ιστορίας της τέχνης από αυτά τα αριστουργήματα”. Η μεγαλύτερη αγανάκτηση εκφράστηκε φυσικά από την πλευρά των διαπιστευμένων στο καλλιτεχνικό ρεπορτάζ που αδυνατούσαν να συγχωρέσουν —ή να κατανοήσουν— κάποιον φτωχό “ανθρωπάκο” που εγκατέλειψε μια περιουσία 85 εκατομμυρίων ευρώ (εδώ ο δημοσιογραφικός τονισμός) σε ένα γκαράζ, χωρίς να την “εκμεταλλευτεί”. Η αγανάκτηση όλων έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν αυτός ο απλός άνθρωπος με το όνομα Πιερ Λε Γκενέκ, ο οποίος παρουσιάστηκε στο δικαστήριο φορώντας ένα παλιό μλου τζιν των 10 ευρώ, αναφέρθηκε κατά την απολογία του στα έργα ως “ένα μάτσο από παλαιά χαρτιά” τα οποία “του χαρίστηκαν χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις”.
Γιατί εξεγέρθηκαν λοιπόν οι αγανακτισμένοι; Γιατί οι εξοργισμένες πένες απαιτούν την παραδειγματική τιμωρία του —όπως άλλωστε ζήτησε και ο εισαγγελέας: 5 χρόνια φυλακή; Ας μη γελιόμαστε. Δεν είναι η ευαισθησία για την υψηλή τέχνη (που άλλωστε ουδέποτε κατάλαβαν) αλλά η μνησικακία απέναντι σε ό,τι τους στερεί την ηδονοβλεπτική θέα του απρόσιτου. Το μένος αυτών των ημιμαθών κρετίνων που αρέσκονται στο να μουσειοποιούν το πολιτιστικό αποτύπωμα αυτού που ήταν κάποτε το στίγμα μιας ελεύθερης δημιουργικής υποκειμενικότητας, και το οποίο μη μπορώντας ποτέ να συναισθανθούν (καθώς είναι λειτουργικά ανελεύθεροι) συνήθισαν να ταριχεύουν, να πουλούν σαν διακοσμητικό αξεσουάρ σαλονιών, να μισούν όπως μισούν ό,τι ποτέ δεν θα μπορέσουν να αγγίξουν.
Για αυτούς, τα έργα του Πικάσο ως τέτοια είναι όντως κάποια παλιόχαρτα, για τα οποία αν έλειπε η υπογραφή στην καλύτερη περίπτωση θα αδιαφορούσαν· αν δεν τα χλεύαζαν —όπως συνηθίζουν— με προκλητικά φασίζοντες αντιδιανοουμενισμούς τουτέστιν “τι μουντζούρες είναι αυτές που κοκορεύονται για τέχνη”. Είναι όμως για αυτούς όντως όντα τα εκατομμύρια δολάρια που παζαρεύεται η ανταλλακτική τους αξίας καθώς και ο αστραφτερός κόσμος των “ευγενών” της δημοπρασιακής ολιγαρχίας.
Αν η εποχή του χρηματοπιστωτικού μεγαλείου επιχείρησε να αντικαταστήσεις τις ήδη πλαστές βεβαιότητες της ανταλλακτικής αξίας με την ακόμα υψηλότερη συγκάλυψη του εμπορίου του ίδιου του μέσου του εμπορίου (δηλαδή του χρήματος), ο “κόσμος” της άλλοτε ανθιστάμενης στην γενικευμένη αλλοτρίωση τέχνης φαίνεται πως έχει για τα καλά προσαρμοστεί στο γενικό νόμο της ολική αντιστροφής. Για την τέχνη, ως έχει σήμερα, δεν προοιωνίζεται κανένα μέλλον άξιο του ονόματός της.