25 χρόνια Trainspotting στην ελληνική επικράτεια, του Δήμου Βοσινάκη
Ήταν Οκτώβρης του 1996 όταν η βόμβα με το όνομα Trainspotting έσκαγε στους ελληνικούς κινηματογράφους. Η ταινία είχε ήδη σπάσει τα ταμεία σε Ευρώπη και Αμερική και το ελληνικό κοινό ανυπομονούσε να δει περί τίνος πρόκειται. Το έργο που σκηνοθέτησε ο Danny Boyle βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του Σκοτσέζου συγγραφέα Irvine Welsh, που πέρασε ένα σεβαστό τμήμα της ζωής του με περιθωριακά άτομα που μοιάζουν υπερβολικά στους χαρακτήρες των έργων του. Οι εμπειρίες και οι παραστάσεις του Welsh ήταν τόσο δυνατές που δεν εξαντλήθηκαν εκεί, αλλά απλώθηκαν ομαλά και σε κάποια από τα επόμενα βιβλία του (Ecstasy, Κόλλα, Πορνό), επιβεβαιώνοντας το ρητό που θέλει τον συγγραφέα να γράφει το ίδιο βιβλίο σε όλη του τη ζωή.
Τί ήταν το Trainspotting και γιατί προκάλεσε τόσο ντόρο; Το 1993, εκδόθηκε το βιβλίο του Welsh. Οι περιπέτειες των ηρώων, το διαρκές φλερτ με τον κίνδυνο, τα προσωπικά μπλεξίματα του καθενός και το εκκωφαντικό αδιέξοδο που περίμενε τους πάντες στο τέλος του τούνελ, έδωσαν μία cult υπόσταση στο γραπτό. Τρία χρόνια αργότερα, το σωτήριο έτος 1996, το βιβλίο έγινε σενάριο και μετατράπηκε σε παγκόσμια κινηματογραφική επιτυχία. Το θέμα της ταινίας ήταν πιασάρικο, βλέπε drugs στα 90ς, αν και ταινίες με κεντρικό θέμα τα ναρκωτικά και το αλκοόλ υπάρχουν πολλές. Ανήκω στην παραδοσιακή κατηγορία ανθρώπων που πιστεύουν ότι σχεδόν πάντα το βιβλίο είναι προτιμότερο από την ταινία, αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι εδώ έγινε ποιοτική δουλειά. Η ωμότητα αυτής της νεαρής παρέας Σκοτσέζων, οι σπαρταριστές περιπέτειες της καθημερινότητας, τα κωμικοτραγικά στοιχεία και η καταιγιστική ταχύτητα της αφήγησης, ήταν όλα εδώ. Καμία ερμηνεία δεν υστερεί, το soundtrack (Iggy Pop, New Order, Blur, Pulp, Underworld) κουμπώνει άψογα και ο θεατής παρακολουθεί, με όρεξη και προβληματισμό ταυτόχρονα, τους άξιους εκπροσώπους της χημικής γενιάς του techno να φλερτάρουν με το κενό και να ξοδεύουν τα νιάτα τους ψάχνοντας μανιωδώς το μεγάλο κόλπο που θα τους αλλάξει επίπεδο.
Στην πραγματικότητα, η ταινία έκανε κλικ στις καρδιές των νέων που μπορούσαν να προβλέψουν ότι το αστικό μέλλον τους είναι καταδικασμένο να στριφογυρίζει αιώνια γύρω από την αίσθηση της ματαίωσης, τις προσωρινές χαρές και τις αναπόφευκτες λύπες που εμπεριέχει μέσα της η εύθραυστη ανθρώπινη φύση. Όλα αυτά, μαζί με την ανεργία, τις δύσκολες σχέσεις, τις φιλίες που δεν αντέχουν στο χρόνο, την αποστροφή στις παλαιότερες γενιές, την παγίδα της απότομης μετάβασης στο στρατόπεδο της σοβαρότητας και την παρουσία της βίας, συνθέτουν ένα έργο που χαρακτήρισε απόλυτα την εποχή του. Ήταν η γενιά που ζούσε παθιασμένα για το σήμερα, χωρίς να χαμπαριάζει ότι αυτό ακριβώς το πάθος της ναρκοθετεί τις επόμενες δεκαετίες της. Όπως είναι λογικό, το περιεχόμενο της ταινίας προκάλεσε διεθνείς αντιδράσεις, συζητήσεις και αυστηρές κριτικές, κάτι αναμενόμενο για το θέμα που πραγματεύεται. Η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου, δεν ένιωθε βολικά να μιλάει για τέτοια θέματα το 1996, πόσο μάλλον να παρακολουθεί καλλιτεχνικές δημιουργίες που θέτουν το περιθώριο στο επίκεντρο.
Η υπερσυντηρητική Ελλάδα, έκανε ένα βήμα παραπάνω. Στις 18/10/1996, ο εισαγγελέας Ισίδωρος Ντογιάκος μαζί με συνοδεία εκπροσώπων της αστυνομίας, χρειάστηκε να δει δύο φορές την ταινία σε κινηματογράφο της Αθήνας για να αποφανθεί αν το περιεχόμενό της «διαφημίζει τις ναρκωτικές ουσίες»! Το ενδεχόμενο της σύλληψης του ιδιοκτήτη/ενοικιαστή της αίθουσας και της απαγόρευσης του έργου συγκέντρωνε πολλές πιθανότητες. Τελικά, η Ελλάδα γλύτωσε το σκοταδιστικό ρεζιλίκι και η κινητικότητα των αρχών οδήγησε στην εκτόξευση του ενδιαφέροντος του κοινού. Σήμερα, μπορεί να έχουν περάσει 25 χρόνια αλλά το Trainspotting διατηρεί τη νεανική ζωντάνια του. Γιατί; Είναι άμεσο, ενσαρκώνει την punk αισθητική, έχει την υπέροχα άθλια σκηνή με τη «χειρότερη τουαλέτα της Σκωτίας», διαθέτει δίψα για ζωή (lust for life) και την «Αγία Ηγουμένη», μακράν το καλύτερο παρατσούκλι ντίλερ όλων των εποχών…