Η πολιορκία της Sidney Street
Το παρακάτω κείμενο διηγείται την ιστορία της πολιορκίας ενός διαμερίσματος της οδού Sidney στο Λονδίνο, όπου διέμεναν οι δυο τελευταίοι εναπομείναντες Λετονοί αναρχικοί της συμμορίας Liesma, από την λονδρέζικη αστυνομία, την Scotland Yard και δυνάμεις του Βρετανικού Στρατού, υπό την καθοδήγηση του Ουίνστον Τσόρτσιλ. Το ημερολόγιο την ημέρα εκείνη έγραφε 3/1/1911.
Το πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύτηκε στα Αγγλικά, στο περιοδικό Return Fire και στο ιντερνετικό ψηφιακό αναρχικό αρχείο The Anarchist Library.
Στην αυγή του 20ου αιώνα, η δουλοπαροικία στη ρωσική αυτοκρατορία καταργήθηκε και μεγάλες μάζες των κατοίκων της υπαίθρου μετατράπηκαν σε βιομηχανικούς εργάτες. Ήταν μια εποχή μεγάλης δυσαρέσκειας για την υπάρχουσα κοινωνική τάξη πραγμάτων, με πολύ έντονες ταξικές διαφορές, ενώ το 1905 ξέσπασε εξέγερση ενάντια στο τσαρικό καθεστώς. Αυτό που ακολούθησε ήταν μια μεγάλη καταστολή κατά των ριζοσπαστών, με πολλές ανακρίσεις, βασανιστήρια, εκτελέσεις και τρομοκρατία. Πολλοί πήγαν στην εξορία απλά για να γλιτώσουν.
Εξαιτίας αυτού, μέχρι το τέλος της δεκαετίας, η βρετανική πρωτεύουσα του Λονδίνου περιγραφόταν από τον Λετονό ιστορικό Pauls Bankovskis ως «κατακλυσμένη από ένοπλους μέχρι τα δόντια αναρχικούς, που είχαν έρθει από όλη την Ανατολική Ευρώπη και που δεν ιερό και όσιο».
Η πολιορκία της οδού Sidney είναι στενά συνδεδεμένη με τη λαογραφία και τι αφηγήσεις σχετικά με τον «Peter τον Ζωγράφο», ένα από τα πολλά ψευδώνυμα του Λετονού αναρχικού Janis Zhaklis. Είναι πράγματι συζητήσιμο αν ο Janis συμμετείχε είτε στην πολιορκία, είτε στα γεγονότα που την προκάλεσαν άμεσα. Ωστόσο, υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες για τα άτομα που επιβεβαιωμένα ενεπλάκησαν, και έτσι, μια ματιά στο ιστορικό του Janis θα μας βοηθήσει να αποκτήσουμε μια εικόνα των καιρών.
Ο «Peter ο Ζωγράφος», που ονομάστηκε έτσι μετέπειτα στη ζωή του λόγω της δουλειάς του ως διακοσμητής, καθώς και ως καλλιτέχνης, γεννήθηκε στη Λετονία το 1883. Κατά τη διάρκεια των γεγονότων του 1905, ήταν μαχητικό μέλος της Μαχητικής Οργάνωσης της Ρίγας (του Λετονικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος). Με αυτή την ομάδα συμμετείχε στην έφοδο στις Κεντρικές Φυλακές της Ρίγας (Οκτώβριος 1905), την πιο σύγχρονη φυλακή της τσαρικής Ρωσίας εκείνη την εποχή, στους ζοφερούς τοίχους της οποίας εκτελέστηκαν εκατοντάδες επαναστάτες. Δύο από τους φυλακισμένους συντρόφους τους σώθηκαν από βέβαιο θάνατο στην επιδρομή. Μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 1906, πήγε σε μια άλλη αποστολή επίθεσης στο Τμήμα Μυστικής Αστυνομίας της Ρίγας μέσα στην Κεντρική Αστυνομική Διεύθυνση, και πάλι με σκοπό να απελευθερώσουν αιχμάλωτους μαχητές. Έξι απελευθερώθηκαν. Ένας από αυτούς ήταν ο Φριτς Σβάαρς, που αργότερα λέγεται ότι βρισκόταν μέσα στο πολιορκημένο διαμέρισμα στην οδό Sidney.
Στη συνέχεια, ο Janis πήγε στη Φινλανδία, όπου συμμετείχε σε απαλλοτρίωση της Τράπεζας του Ελσίνκι -τα περισσότερα χρήματα πήγαν σε επαναστατικές σοσιαλιστικές οργανώσεις- και στη συνέχεια κατευθύνθηκε στη Γερμανία για να προμηθευτεί περισσότερα όπλα. Ωστόσο, ο Janis σταδιακά απογοητευόταν από τους Σοσιαλδημοκράτες και έλκονταν από τις αναρχικές ιδέες. Όταν το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Λετονίας θέλησε να εγκαταλείψει τον ένοπλο αγώνα υπέρ του κοινοβουλευτικού, συνίδρυσε την αναρχική-κομμουνιστική ομάδα «Εξίσου – Με Λέξεις και Πράξεις!» για να συνεχίσει τη μάχη. Αφού η ομάδα έχασε δύο μέλη (Anna Caune και Karlis Krievin’sh), που σκοτώθηκαν από την αστυνομία κατά τη διάρκεια μιας πολιορκίας, ο Janis δραπέτευσε στο εξωτερικό με τον Fritz και έναν άλλο μαχητή της οργάνωσης, γνωστό ως Hartmanis ή «Puika», ο οποίος πήρε επίσης μέρος στα γεγονότα στο Λονδίνο.
Είναι γνωστό ότι ο Janis συμμετείχε σε περισσότερα ταξίδια (και απαλλοτριώσεις) στις ΗΠΑ, την Ελβετία και τη Γαλλία, πριν φτάσει στην Αγγλία. Στον μεθυστικό υπόκοσμο του Λονδίνου, ίδρυσε μια αναρχική ομάδα, τη «Liesma» (ή «Flame» στα αγγλικά – Φλόγα). Κάτι στο οποίο εστίαζαν οι μετανάστες (αναρχικοί, σοσιαλδημοκράτες και άλλοι) ήταν η συγκέντρωση κεφαλαίων και πόρων, ώστε να στείλουν χρήματα σε συγγενείς ή φίλους που είχαν μείνει χωρίς «τροφοδότη» μετά τα γεγονότα του 1905, επίσης να αγοράσουν όπλα, να εκδώσουν παράνομα έντυπα και να τα μεταφέρουν πίσω στη Λετονία. Για το σκοπό αυτό έγιναν πολλές επιτυχημένες ληστείες. Για παράδειγμα, ένας από τους μαχητές που αργότερα θεωρήθηκε ότι ήταν στην πολιορκία, ο Jazeps Sokolovs, δούλευε σε διάφορα κοσμηματοπωλεία. Κάθε φορά που άφηνε τη δουλειά του για την επόμενη, το προηγούμενο κατάστημα απαλλοτριωνόταν – ωστόσο η αστυνομία δεν μπορούσε να αποδείξει τη σχέση!
Τα ίχνη της πορείας όσων έγιναν γνωστοί ως η η “συμμορία” που κατέληξε να λάβει μέρος στη σύγκρουση της Sidney Street μπορούν να εντοπιστούν σε δύο ληστείες που απέτυχαν. Η πρώτη, τον Ιανουάριο του 1909, στο γραφείο πληρωμών ενός εργοστασίου στο Βόρειο Λονδίνο, ονομάστηκε από τον Τύπο ως «Το Αίσχος του Τότεναμ» και κορυφώθηκε σε μια ένοπλη αστυνομική καταδίωξη έξι μιλίων στην κοιλάδα Lea. Το δεύτερο και πιο θανατηφόρο περιστατικό ήταν στις 16 Δεκεμβρίου του 1910. Η ομάδα είχε νοικιάσει ένα σπίτι δίπλα σε ένα κοσμηματοπωλείο στην περιοχή Houndsditch, στο City του Λονδίνου και άρχισε να διαπερνάει τον τοίχο για να αποκτήσει πρόσβαση στο κατάστημα κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ωστόσο, η αστυνομία ειδοποιήθηκε λόγω του θορύβου και εμφανίστηκε για να κάνει έρευνα. Οι ριζοσπάστες άνοιξαν πυρ για να εξασφαλίσουν τη διαφυγή τους, σκοτώνοντας τρεις αξιωματικούς και τραυματίζοντας σοβαρά άλλους δύο. Μέχρι σήμερα, αυτές παραμένουν οι βαρύτερες απώλειες που υπέστη ποτέ η Μητροπολιτική Αστυνομία σε οποιοδήποτε μεμονωμένο περιστατικό. Ωστόσο, ενώ προσπαθούσε να ξεφύγει από το αδιέξοδο, ο “Puika” πιάστηκε από έναν από τους αστυνομικούς – ο σύντροφος τραυμάτισε τον επιτιθέμενό αστυνομικό πολλές φορές επάνω στην μάχη και οι υπόλοιποι τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν, αλλά κάπου ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά ο Puika χτυπήθηκε στην πλάτη από φίλια πυρά. Στη συνέχεια, η συμμορία κατάφερε να μεταφέρει τον Puika για τρία τέταρτα του μιλίου σε ένα διαμέρισμα στο East End, αλλά δυστυχώς πέθανε εκεί την επόμενη μέρα.
Η αστυνομία ανακάλυψε το διαμέρισμα και το πτώμα την ίδια ημέρα. Στην σορό του Puika βρέθηκε ένα πλαστό διαβατήριο, έγγραφα της «Φλόγας» και οδηγίες για ηλεκτρική πυροδότηση εκρηκτικών. Τόσο ο Janis όσο και ο Fritz είχαν ζήσει στο διαμέρισμα αυτό επίσης. Υπήρξε αντίκτυπος κατά των μεταναστών από την Ανατολική Ευρώπης στο East End, και η αστυνομία συνέλαβε γρήγορα αρκετούς άλλους Λετονούς αναρχικούς και άλλους επαναστάτες, προσφέροντας πλούσια ανταμοιβή για τη σύλληψη των κατονομαζόμενων υπόπτων που περιγράφονται από την Daily Mirror ως «δαίμονες με ανθρώπινη μορφή». Ένα δεκαπενθήμερο αργότερα, ένας πληροφοριοδότης που γνώριζε την κοινωνική και πολιτική σκηνή, είπε στην αστυνομία ότι γνώριζε πού βρίσκονταν οι τελευταίοι δύο ή τρεις καταζητούμενοι ληστές – στον αριθμό 100 της Sidney Street, στο Stepney.
Ένα ένοπλο αστυνομικό σώμα περικύκλωσε το σπίτι τη νύχτα της 2ας Ιανουαρίου του 1911 και περίμενε μέσα στο χιόνι. Στις 3:30 π.μ. της 3ης Ιανουαρίου, ο αστυνομικός επιθεωρητής ντετέκτιβ (DI) έβαλε έναν γείτονα να μπει στον αριθμό 100 με το πρόσχημα ότι επισκεπτόταν την σπιτονοικοκυρά σχετικά έναν άρρωστο φίλο του και όλοι τους απομακρύνθηκαν κρυφά από το σπίτι εκτός από τους άγνωστους υπόπτους, που κοιμόντουσαν στο μπροστινό δωμάτιο. Γύρω στα ξημερώματα ο D.I. δοκίμασε να πετάξει πετραδάκια στο παράθυρο για να τους ξυπνήσει, αλλά δεν πήρε απάντηση. Στη συνέχεια, καθώς μάζευε κι άλλα, ξέσπασαν πυροβολισμοί από τον επάνω όροφο και ένας λοχίας χτυπήθηκε. Ο D.I. έμεινε προφυλαγμένος σε μια παγωμένη υπόνομο για μισή ώρα, πριν σταματήσουν οι πυροβολισμοί και μετά έτρεξε για ενισχύσεις.
Φάνηκε πολύ γρήγορα ότι οι αναρχικοί στο σπίτι, με αυτόματα πιστόλια και άφθονα πυρομαχικά, ήταν πολύ καλύτερα οπλισμένοι από τη Μητροπολιτική Αστυνομία εκείνη την εποχή, με τα απαρχαιωμένα τουφέκια της. Οι αστυνομικοί έκαναν έκκληση στη Scotland Yard για βοήθεια, η οποία με τη σειρά της ζήτησε βοήθεια από τον Υπουργό Εσωτερικών, που εκείνη την εποχή ήταν ο Ουίνστον Τσόρτσιλ. Ο Τσόρτσιλ έστειλε πολλούς στρατιώτες από τον Πύργο του Λονδίνου για να ενισχύσουν τον αστυνομικό κλοιό που μετρούσε διακόσια άτομα και ο ίδιος έφτασε στη σκηνή γύρω στο μεσημέρι για να διευθύνει την επιχείρηση. Σε αυτό το σημείο η μάχη ήδη μαινόταν για πάνω από τέσσερις ώρες και χιλιάδες πυροβολισμοί είχαν ήδη εκτοξευθεί. Τα ΜΜΕ ήταν παρόντα. Στην πραγματικότητα, ήταν προφανώς μια από τις πρώτες περιπτώσεις ζωντανής κάλυψης, που γυρίστηκε από το Pathé News. Τελικά η αστυνομική δύναμη αυξήθηκε σε τουλάχιστον 1.500 άνδρες, ενώ ένα πλήθος τουλάχιστον διπλάσιο σε μέγεθος συγκεντρώθηκε για να παρακολουθήσει από το δρόμο και τις στέγες.
Οι συγκεντρωμένες κρατικές δυνάμεις πυροβολούσαν από τα παράθυρα απέναντι σπιτιών. Ένα ρεπορτάζ εκείνης της εποχής για τους «Ντεσπεράντος» της συμμορίας ισχυριζόταν ότι «ήταν μια περίεργη απόδειξη του θανατηφόρου στόχου των δολοφόνων το ότι ούτε ένα τζάμι δεν έσπασε στα απέναντι παράθυρα. Οι σφαίρες είχαν περάσει όλες μέσα από το άνοιγμα πάνω από τα κεφάλια των στρατιωτών και των αστυνομικών καθώς ήταν ξαπλωμένοι».
Κατόπιν πρότασης του Τσόρτσιλ, ένα τάγμα του πυροβολικού μεταφέρθηκε στη σκηνή της δράσης για να ανατινάξει τους αναρχικούς, καθώς και ένα στρατιωτικό απόσπασμα Μηχανικών του Στέμματος, για να αποκτήσει πρόσβαση στο σπίτι σκάβοντας μια υπόγεια σήραγγα.
Ωστόσο, στο τέλος, πριν αναπτυχθεί κάποιο από αυτά τα δύο, με κάποιο τρόπο ξέσπασε φωτιά μέσα στο σπίτι, που βρισκόταν υπό πολιορκία, γύρω στη 13:00. Ένας δημοσιογράφος σε μια κοντινή ταράτσα ισχυρίστηκε ότι είδε ένα πίδακα αερίου να καίγεται στον πρώτο όροφο, οδηγώντας τους να υποθέσουν ότι η φωτιά μπορεί να ήταν ένα σχέδιο που προοριζόταν για αντιπερισπασμός, ώστε οι δύο αναρχικοί να μπορέσουν να διαφύγουν από το πίσω μέρος του σπιτιού. Μια άλλη εικασία ήταν ότι μια σφαίρα μπορεί να χτύπησε κάποιον σωλήνα αερίου, κάτι που μέχρι σήμερα παραμένει ασαφές.
Ο καπνός έγινε πιο δυνατός και, ενώ οι πυροβολισμοί συνεχίζονταν και από τις δύο πλευρές, φλόγες άρχισαν να τυλίγουν το σπίτι. Μέχρι τώρα τα βόλια από τους φερόμενους ληστές έρχονταν μόνο από τον κάτω όροφο. Αν και η πυροσβεστική ήταν στο σημείο, ο Τσόρτσιλ (ο οποίος ισχυρίστηκε ότι είχε περάσει μια σφαίρα από το καπέλο του εκείνη την ημέρα, αν και τον άφησε αβλαβή, κάτι που αμφισβητήθηκε) τους εμπόδισε να αντιμετωπίσουν τη φωτιά. «Όχι, αφήστε τους να καούν οι γαμημένοι!» φέρεται να είπε.
Υπάρχουν διαφορετικές αφηγήσεις για το τι συνέβη στη συνέχεια. Σε μια αφήγηση, γύρω στις 2 μ.μ., καθώς η φωτιά δυνάμωνε, ακούστηκαν ένας ή δύο τελευταίοι πυροβολισμοί από το ισόγειο της οδού 100 Sidney Street, και θεωρήθηκε ότι οι αναρχικοί αυτοκτόνησαν. (Εκείνη την εποχή, ωστόσο, τα μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι τα δύο πτώματα βρέθηκαν αργότερα στην κουζίνα πίσω από το σπίτι.) Παραθέτουμε κάτι από τη δεύτερη αφήγηση: «Ένας ένοπλος έγειρε έξω από το παράθυρο, πιθανώς για να πάρει ανάσα, και πυροβολήθηκε στο το κεφάλι, μετά ο άλλος –μια φλεγόμενη φιγούρα– σκαρφάλωσε στην προεξοχή του παραθύρου, ενώ το πλήθος των χιλιάδων ανθρώπων έβγαλε μια κραυγή φρίκης. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, μετά από ένα ξέσπασμα πυροβολισμών, έπεσε προς τα πίσω στο δωμάτιο και γρήγορα η φωτιά κατέκαψε το σπίτι, καθώς η οροφή και τα δάπεδα κατέρρευσαν ανάμεσα σε ένα βρυχηθμό φλογών.»
Τα πτώματα στο σπίτι, όταν τελικά μπήκαν η πυροσβεστική και η αστυνομία (στην πραγματικότητα ένας πυροσβέστης πέθανε αφού κατέρρευσε ένα πλευρικό τοίχωμα πάνω σε πέντε από αυτούς) ήταν μη αναγνωρίσιμα. Μόνο από τη μαρτυρία της σπιτονοικοκυράς λέγεται ότι ήταν οι σύντροφοι Jazeps Sokolovs και Fritz Svaars.
Από τους συλληφθέντες αμέσως μετά τη ληστεία του Houndsditch, επτά δικάστηκαν τον Μάιο του 1911 (δύο γυναίκες και πέντε άνδρες). Τελικά μόνο πέντε προχώρησαν περισσότερο από την αρχική διαδικασία. Ωστόσο, προς αμηχανία του κατεστημένου -καθώς υποστηρίχθηκε ότι στη ληστεία συμμετείχαν τέσσερις άνδρες και μία γυναίκα- αν όλοι οι κατηγορούμενοι κρίνονταν ένοχοι, αυτό αυτόματα θα σήμαινε πως δεν θα είχε εμπλακεί ένας από τους νεκρούς της οδού Sidney. Αυτό θεωρήθηκε ότι θα ήταν δυνητικά επιζήμιο για τη φήμη και την περαιτέρω σταδιοδρομία του Τσόρτσιλ, και τελικά, λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων, όλοι οι κατηγορούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι με λίγη δημοσιότητα να δίνεται στο θέμα. Μία από τις δύο γυναίκες που κατηγορήθηκαν αρχικά, η L’uba Milstein, γέννησε στη συνέχεια το παιδί του Fritz Svaars.
Δεν υπήρξε κανένα σημάδι του λεγόμενου «ηγέτη» Janis ή «Peter ο ζωγράφος», παρά το γεγονός ότι έγινε το πιο καταζητούμενο άτομο στη Βρετανία από το 1911. Κάποιοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι βρισκόταν μέσα στο σπίτι στην οδό Sidney και δραπέτευσε με κάποιο τρόπο. Έκτοτε φημολογήθηκε ότι δραπέτευσε στην Αυστραλία. Εναλλακτικά, ένας κρατούμενος σε ένα γκουλάγκ της Σιβηρίας στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ισχυριζόταν ότι ήταν ο «Peter» και γνώριζε πολλές λεπτομέρειες για τα γεγονότα στο Λονδίνο… Οπωσδήποτε, ο Peter ο Ζωγράφος μετατράπηκε σε λαϊκό ήρωα γύρω από το East End του Λονδίνου και πέρα από αυτό – και τα πιστόλια Mauser που κρατούσαν οι πολιορκημένοι αναρχικοί στην οδό Sidney λέγεται πως ονομάστηκαν «Peter ο Ζωγράφος», κατά τη διάρκεια της ιρλανδικής εξέγερσης και του συνεπακόλουθου πολέμου για ανεξαρτησία από τη βρετανική κυριαρχία.
Σε άλλες επιπτώσεις του σκηνικού, η Μητροπολιτική Αστυνομία επανεξοπλίστηκε με πιο σύγχρονα όπλα, αφού ουσιαστικά είχε ηττηθεί από δύο ή τρεις αντιπάλους. Αυτή ήταν μια εισαγωγή στη θεαματικοποίηση των αστυνομικών επιχειρήσεων, σε συνεργασία με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, πριν ακόμη από τη σημερινή εποχή της δραματικής δημοσιογραφίας. Ο Τσόρτσιλ έπαιξε επίσης με την εικόνα του στην πρώτη γραμμή της μάχης, για να τονώσει τη δημοτικότητά του ως πολιτική διασημότητα.
Το 2006, χτίστηκε ένα σύμπλεγμα εργατικών κατοικιών στη γωνία της οδού Sidney και της Commercial Road και ονομάστηκαν Peter House και Painter House – προς μεγάλη ενόχληση του τοπικού συμβούλου και της Ομοσπονδίας Μητροπολιτικής Αστυνομίας.
Μια σκέψη στο μυαλό μας για τους μαχητές που κάηκαν ενώ προσπαθούσαν να φτάσουν με θάρρος στα αστέρια.