Αλεξάντερ Μπέρκμαν – Ο άνεργος
άρθρο που δημοσιεύθηκε το 1914 σε τεύχος του αναρχικού περιοδικού Mother Earth
Σε γενικές γραμμές, δεν υπάρχει κανένα ειλικρινές και ευφυές σχέδιο μεταξύ των μεταρρυθμιστών, οποιασδήποτε απόχρωσης, για την επίλυση αυτού του μεγάλου προβλήματος, ούτε υπάρχει κάποια δυνατότητα μιας ενδελεχούς και οριστικής επίλυσης της ανεργίας μέσα στα νομικά και βιομηχανικά όρια της σημερινής καπιταλιστικής κοινωνίας. Η ανεργία δεν είναι σποραδικό φαινόμενο της σύγχρονης ζωής. Είναι σύμφυτη με τον χαρακτήρα και τον τρόπο λειτουργίας του βιομηχανικού μας συστήματος. Ο άνεργος άνθρωπος είναι πάντα μαζί μας και οι βιομηχανικές κρίσεις ή η στασιμότητα, που απομακρύνουν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους, για μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα, από το πεδίο της εργασίας, είναι γεγονότα τακτικής και αναπόφευκτης επανάληψης.
Οι αιτίες της ανεργίας είναι γελοία απλές, όμως είναι ελάχιστα κατανοητές. Οι κοινωνιολόγοι, οι πολιτικοί οικονομολόγοι και οι ρεφορμιστές έχουν καταφέρει να προκαλέσουν τέτοια σύγχυση, ώστε τα πραγματικά γεγονότα του προβλήματος να έχουν σχεδόν θαφτεί κάτω από μια μάζα φανταστικών θεμάτων που αφορούν το δασμολόγιο, τα προβλήματα του χρήματος, την αυστηρότητα της αγοράς και παρόμοιες παρεκκλίσεις. Ωστόσο, οι θεμελιώδεις αιτίες που διέπουν όλα αυτά τα λεγόμενα προβλήματα και, πάνω απ’ όλα, το πρωταρχικό πρόβλημα της συνεχούς ανεργίας σε σχετικά μικρή κλίμακα και της περιοδικής ανεργίας για μεγάλες μάζες εργαζομένων είναι πάρα πολύ εμφανείς. Ο παραγωγός, στερούμενος το πλήρες ισοδύναμο του προϊόντος του, δεν μπορεί να το εξαγοράσει. Ως αποτέλεσμα, τα προϊόντα συσσωρεύονται στα χέρια των μη παραγωγών, μέχρις ότου φτάσει ένα σημείο όπου η παραγωγή σταματά. Έτσι, κλείνουν οι μύλοι και τα εργοστάσια και οι άνθρωποι μένουν άνεργοι.
Με άλλα λόγια, όταν έχει παραχθεί πολύ φαγητό, ρουχισμός και στέγη, ο παραγωγός μένει χωρίς δουλειά και έτσι είναι καταδικασμένος να στερηθεί τα ίδια τα πράγματα από τα οποία έχουμε τη μεγαλύτερη αφθονία. Δηλαδή, όσο περισσότερο πλούτο παράγει ο εργαζόμενος, τόσο φτωχότερος γίνεται. Όσο περισσότερα τρόφιμα υπάρχουν, τόσο μεγαλύτερη γίνεται η πείνα. Όσο περισσότερα προϊόντα συσσωρεύονται, τόσο μεγαλύτερη γίνεται η στρατιά των ανέργων.
Σίγουρα το πρόβλημα αυτό δεν είναι απλό. Εντούτοις, η ύπαρξή του αποτελεί παρωδία για κάθε ανθρώπινη λογική.
Η μόνη δυνατή λύση συνίσταται στο να λαμβάνει ο παραγωγός την πλήρη αξία του προϊόντος του ή το ισοδύναμό του. Αυτό συνεπάγεται τον τερματισμό της καπιταλιστικής παραγωγής για το κέρδος και την οργάνωση της συνεταιριστικής κοινωνικής παραγωγής για τη χρήση.
Μια τέτοια αλλαγή στα ίδια τα θεμέλια της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι αναπόφευκτη, τόσο για λόγους κοινωνικής αναγκαιότητας, όσο και λόγω της αυξανόμενης ταξικής συνείδησης και αλληλεγγύης της εργασίας. Αν και αναπόφευκτη, η υλοποίησή της θα απαιτήσει σημαντικό χρόνο.
Εν τω μεταξύ, οι άνεργοι κατά εκατοντάδες χιλιάδες περιφέρονται στους δρόμους των βιομηχανικών μας κέντρων, πολλοί από αυτούς άστεγοι και πεινασμένοι. Τι γίνεται σε αυτό το θέμα από τους άρχοντες της ζωής ή από τις δημοτικές, κρατικές και εθνικές κυβερνήσεις; Πρακτικά δε γίνεται τίποτα. Ακόμα και τα εργατικά συνδικάτα, όπως και τα όργανα του σοσιαλιστικού κόμματος δεν ξέρουν να προσφέρουν καλύτερη λύση από την ανάγκη μιας νέας νομοθεσίας. Και ενώ οι νέοι νόμοι συζητούνται, προτείνονται, ψηφίζονται και θεσμοθετούνται, στη συνέχεια ασκείται βέτο ή κηρύσσονται αντισυνταγματικοί, για να συζητηθούν ξανά, να τροποποιηθούν και να ψηφιστούν και τελικά να κριθούν ανεφάρμοστοι ή αδύνατο να εφαρμοστούν. Στη συνέχεια δημιουργούνται τμήματα εργασίας και διορίζονται επίτροποι, για να “ερευνήσουν διεξοδικά” την όλη κατάσταση και να καταγράψουν τους ανέργους κατά επάγγελμα, αριθμό, εθνικότητα, φύλο, ηλικία και χρώμα. Ενώ, λοιπόν οι μήνες και τα χρόνια περνούν σε αυτό το παιχνίδι δωροδοκίας των ακριβοπληρωμένων πολιτικών και των μεταρρυθμιστών, τι πρέπει να κάνουν πια οι άνεργοι, οι πεινασμένοι και οι άστεγοι; Πώς θα επιβιώσουν;
Σίγουρα, κάθε πεινασμένος άνθρωπος έχει δικαίωμα στο ψωμί. Έχει δικαίωμα να το απαιτήσει, γιατί το δικαιούται βάσει νόμων πιο ιερών από κάθε ανθρώπινο καταστατικό. Το δικαιούται βάσει των νόμων της ανθρώπινης ανάγκης, της αυτοσυντήρησης. Και όποιος τολμήσει να αρνηθεί σε έναν πεινασμένο άνθρωπο το ψωμί, ας προσέξει. Η Μαρία Αντουανέτα, αν θυμόμαστε καλά, περιφρόνησε την απαίτηση του παρισινού όχλου, όταν αυτός φώναζε για ψωμί. Πιθανότατα μετάνιωσε τελικώς για την αλαζονεία της, όταν ο ίδιος “όχλος” της πήρε το κεφάλι σε αντάλλαγμα.
Πηγή: marxists.org