Proletkult, εντυπώσεις
Στον Νέο Σύντροφο
Σαν τον γίγαντα που είναι σκαλισμένος στην πέτρα,
στους τρελούς ιμάντες στάσου και οδήγα,
άσε τους τροχούς να συνεχίσουν να γυρνάνε,
συγκλίνουν πιο πολύ τώρα οι γραμμές μας,
είσαι ένας νέος κρίκος που σφυρηλατήθηκε εδώ μέσα –
Μην φοβάσαι!(i)
Ξεκίνησα να διαβάζω το Proletkult με κάποια επιφύλαξη αφού το βιβλίο το συνοδεύουν κάποια διαπιστευτήρια αντικουλτούρας, που είναι δίκοπο μαχαίρι για κάθε έργο που θέλει να τηρεί μια κριτική στάση προς το υπάρχον. Κι αυτό γιατί μόλις ένα κριτικό λογοτεχνικό κείμενο εκληφθεί σαν η αφετηρία για έναν νέο δημιουργικό κανόνα, ευθύς αμέσως γίνεται το ίδιο σημείο αναφοράς για την σταδιακή ανύψωση μιας νέας ορθοδοξίας. Και αυτό είναι κάτι που συνήθως δεν είναι καν μέσα στις προθέσεις του συγγραφέα. Είναι πιο πολύ έργο των μεταπρατών της τέχνης, των παρατρεχάμενων σχολιαστών στις εφημερίδες και τα φιλολογικά περιοδικά.
Το Proletkult μας μεταφέρει στην Μόσχα του 1927 κι έχει σαν ήρωα τον Alexander Bogdanov. “Ποιον;”, θα ρωτήσουν οι περισσότεροι από εσάς και θα έχετε δίκιο. Ο Bogdanov ήταν ένας από εκείνους τους μαρξιστές διανοούμενους που ανήκαν στους πρώιμους πυρήνες των ρώσων σοσιαλιστών, ένας επαναστάτης σύντροφος του Λένιν, του Τρότσκυ, ακόμα και του “σύντροφου Κόμπα” (Στάλιν), στα δύσκολα χρόνια της εξορίας και της παρανομίας. Δεν πέρασε όμως μαζί τους το κατώφλι της εξουσίας, ούτε γράφτηκε το όνομα του με μεγάλα γράμματα στα βιβλία της ιστορίας πίσω από τη λέξη “Επίτροπος του Λαού”. Από νωρίς ο Bogdanov έπεσε σε δυσμένεια για τις αιρετικές του απόψεις, για την μείξη ιδεαλισμού και μαρξισμού που πρέσβευε, απομονώθηκε απ’ τον Λένιν και την κλίκα του και τελικά εκδιώχτηκε από το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Ο Bogdanov, είχε ιδρύσει μαζί με τον Λουνατσάρκσι τις πρώτες ομάδες της Proletkult, του καλλιτεχνικού κινήματος που ήθελε να καλλιεργήσει μια προλεταριακή αισθητική στις τέχνες, έναν νέο τροπο ερμηνείας του κόσμου για τους εξεγερμένους εργάτες , απαλλαγμένο από τις ηθικές και πολιτισμικές προκαταλήψεις της μπουρζουαζίας. Κυρίως ήθελε να τους μάθει να σκέφτονται για τον εαυτό τους, μιας και στα γραπτά του Bogdanov συναντά κανείς ξανά και ξανά την πεποίθηση ότι η εξέλιξη της τεχνικής εμπλουτίζει την χειρωνακτική εργασία με νέες διανοητικές λειτουργίες και την εξομοιώνει βαθμιαία στα βασικά της χαρακτηριστικά με τα σύνθετα καθήκοντα ενός επικεφαλής, ενός οργανωτή.(ii) Η ιστορία είχε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την μαζική ανάπτυξη του διανοητικού επιπέδου των εργατών και η Proletkult θα αναλάμβανε ακριβώς να επισπεύσει αυτή την εξέλιξη. Έτσι, και ο Bogdanov και ο Λουνατσάρσκυ , τουλάχιστον στην αρχή, υπερασπίστηκαν την ανάγκη που είχε το κίνημα της προλεταριακής κουλτούρας να αναπτύσσεται και να εξελίσσεται αυτόνομα και ανεξάρτητα απ’ το Κράτος, ως ζωντανό κύτταρο αλλά κι ως κριτική συνείδηση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ίσως εδώ να διαφαίνεται ο βασικός λόγος για τον οποίο οι Wu Ming επέλεξαν να κάνουν τον Bogdanov βασικό ήρωα του έργου τους, επειδή υπερασπίστηκε την αυτονομία της τέχνης, αλλά όχι και την αυτιστική αντίληψη της “τέχνης για την τέχνη”, που τόσο συχνά συναντάμε στην εποχή μας.
Ίσως μάλιστα η αντίληψη που είχε ο Bogdanov για την αμφισημία της σχέσης ανάμεσα στην πολιτική και την τέχνη, να αντικατοπτρίζει ως έναν βαθμό τον τρόπο που η κολλεκτίβα αντιλαμβάνεται τον ρόλο της στα πολιτικά πράγματα του σήμερα. Κι αν ο προλετάριος στις μέρες μας δεν είναι μια εύκολα αναγνωρίσιμη κοινωνική φιγούρα, ο φορέας μιας κοινωνικής ταυτότητας με σταθερά γνωρίσματα και σαφώς καθορισμένες κοινωνικές αναφορές, η προλεταριακή τέχνη δεν μπορεί με τη σειρά της να συνίσταται στην στερεοτυπική εξύμνηση μιας προϋπάρχουσας εικόνας για την επαναστατική τάξη. Είναι και η ίδια ένα θεωρητικό εργαλείο διερώτησης γύρω απο την ταυτότητα του σύγχρονου υποκειμένου της επανάστασης κι ως τέτοιο, μιλάει πιο πολύ για τα πράγματα που δεν είναι το προλεταριάτο και λιγότερο για αυτά που είναι. Θα μπορούσε κανείς να την παρομοιάσει με μια εικόνα του αρνητικού, όπως είναι η πλευρά του αρνητικού στα παραδοσιακά φωτογραφικά φιλμ, που πίσω απ’ τον πολύχρωμο καμβά της φωτογραφίας αποτυπώνουν μιαν άλλη διάσταση των πραγμάτων, κρυφή, άχρωμη και ανομολόγητη.
Ο Bogdanov αισθάνεται απόλυτα αλλοτριωμένος απέναντι στην πολιτική μορφή της επανάστασης που ο ίδιος βοήθησε να έρθει στην εξουσία. Το νέο “εργατικό” καθεστώς τον περιφρονεί και τον θεωρεί απόβλητο. Ωστόσο, ο ίδιος διατηρεί αναλλοίωτη την πίστη του στα σοσιαλιστικά ιδανικά. Στην κλινική που διευθύνει επιχειρεί να υλοποιήσει τον σοσιαλισμό στο πιο στοιχειακό επίπεδο, εκείνο της φυσιολογίας. Η τεχνική των μεταγγίσεων αίματος, της οποίας ο Bogdanov υπήρξε ένας απ’ τους πρωτοπόρους, αποβλέπει να εφαρμόσει έναν βιολογικό κολλεκτιβισμό που θα ενώσει τους ανθρώπους με δεσμούς αίματος σε έναν μεγάλο συλλογικό οργανισμό. Από αυτή τη συναλλαγή όλοι βγαίνουν αμοιβαία κερδισμένοι. Οι γηραιότεροι διατηρούν τη φρεσκάδα των ζωτικών τους λειτουργιών με τακτικές μεταγγίσεις αίματος από νεότερους δότες, ενώ οι νεότεροι επωφελούνται από την γενετική μνήμη του αίματος των μεγαλυτέρων, από τα αντισώματα και τις άμυνες που φέρει εντός του χάρη στις παλαιότερες αναμετρήσεις του με ιούς και μικρόβια κάθε είδους. O Bogdanov ο “μιαρός”, ο αμετανόητος εχθρός της σοβιετικής εξουσίας, είναι πρόθυμος να θυσιάσει την ίδια τη ζωή του για να αποδείξει τα ευεργετικά αποτελέσματα της μεθόδου του και να σώσει τη ζωή της Ντένι. Ενός κοριτσιού που ανέλαβε να βοηθήσει και τώρα βλέπει σιγά, σιγά να ξεψυχά μέσα στα χέρια του. Στο μυαλό του “αντεπανάστατη” Bogdanov τα δύο αυτά πράγματα είναι αδιαχώριστα. Δεν υπάρχει επαναστατική θεωρία έξω απ’ τις αλληλέγγυες κοινωνικές σχέσεις και την σωματική υλικότητα τους. Σε αυτό το πνεύμα πρέπει να κατανοήσουμε και την απάντηση που δίνει ο Bogdanov στον βοηθό του Βλάντος για την ενότητα μεταξύ ιατρικής και ιδεολογίας. Όταν ο θετικιστής Βλάντος αποδοκιμάζει την μέθοδο του ως αντιεπιστημονική και του υπενθυμίζει ότι η λύση για τη σωτηρία της Ντένι είναι “ιατρικό πρόβλημα, όχι ιδεολογικό”, ο Bogdanov ανταπαντά ότι, “Μια μέρα θα καταλάβετε ότι τα δύο πράγματα δεν διαχωρίζονται”.(iii)
Και η Ντένι; Η αινιγματική κοπέλα που ισχυρίζεται ότι έρχεται από έναν άλλον κόσμο και σώζεται χάρη στη θυσία του αντι-ήρωα μας; Παρ’ όλο που είναι ψυχικά ασταθής, η Ντένι εκφέρει τον επαναστατικό λόγο στην καθολικότητα του. Ο προνομιακός χώρος της “καθαρής” ταξικής συνείδησης γίνεται εδώ ο ψυχικός κόσμος ενός ονειροπαρμένου κοριτσιού, που αδυνατεί να ενστερνιστεί τις αυστηρές διδαχές του καθεστώτος. Η παράνοια της όμως δεν είναι παρά μια τελειότερη εκδοχή του υπάρχοντος. Από αυτή την άποψη, η Ντένι αναδεικνύεται σε φωνή της κριτικής συνείδησης της σοβιετικής εξουσίας. Η φυγή της από την πραγματικότητα είναι ανάλογη προς τον βαθμό κατά τον οποίο η παραμορφωμένη κρατική μηχανή που έφτιαξαν οι μπολσεβίκοι συνιστά μια εκτροπή από τις ίδιες τις σοσιαλιστικές αρχές που υποτίθεται ότι πραγματώνει και υπερασπίζεται. Οι τακτικές υπενθυμίσεις μέσα στο βιβλίο ότι η ιστορία της οποίας γινόμαστε οι σιωπηροί μάρτυρες διαδραματίζεται κοντά στην επέτειο των δέκα χρόνων απ’ τον θρίαμβο της επανάστασης, εξυπηρετούν κατά την γνώμη μου ακριβώς αυτόν τον σκοπό. Μόλις δέκα χρόνια έχουν περάσει, ωστόσο αυτή η αγνή, νεαρή ψυχή, με το μυαλό της ολοκληρωτικά δοσμένο στα ιδανικά της επανάστασης, φαντάζει τώρα σαν τον κάτοικο ενός άλλου κόσμου που βρίσκεται πέρα από αυτή την γη, ψηλά στ’ αστέρια.
Συμπερασματικά, το Proletkult διαφοροποιείται ευχάριστα από τα βιβλία της εποχής του ως προς τη σοβαρότητα με την οποία προσεγγίζει την πρώτη ύλη που πραγματεύεται. Δεν βγάζει κοροϊδευτικά τη γλώσσα στους μπολσεβίκους, ούτε απορρίπτει υπερφίαλα τις προσπάθειες των ρώσων κομμουνιστών για να αναμορφώσουν ριζικά την καταπιεστική κοινωνία που είχαν κληρονομήσει. Εν ολίγοις, κρατάει μια υγιή απόσταση από τις αντιδραστικές ιδεολογικές φόρμουλες του νεοφιλελεύθερου ρεβιζιονισμού, ο οποίος όπως υπογράμμισε κάποτε ο Ζίζεκ, επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία ότι οποιοδήποτε όραμα για μια εκ βάθρων μεταρρύθμιση της κοινωνίας είναι εκ προοιμίου ύποπτο διότι φέρει μέσα της τα σπέρματα του πιο αποκρουστικού ολοκληρωτισμού.(iv) Γι’ αυτό άλλωστε και δίνουν βημα, μέσα από τις συναντήσεις του Bogdanov με κάποια από τα κορυφαία στελέχη της σοβιετικής κυβέρνησης, στους μπολσεβίκους να προφέρουν τα βασικά επιχειρήματα υπεράσπισης του κολοσσιαίου συλλογικού εγχειρήματος που ανέλαβαν να φέρουν σε πέρας. Μέσα απ’ τον διάλογο που εκτυλίσσεται ανάμεσα στον Bogdanov και την παλαιά φρουρά των ρώσων σοσιαλιστών , οι Wu Ming βρίσκουν τον χώρο να εκθέσουν τους δικούς τους πολιτικούς προβληματισμούς γύρω απ’ το περιεχόμενο της επαναστατικής διαδικασίας και επιχειρούν να σκιαγραφήσουν τη θέση του βιβλίου τους μέσα σ’ όλα αυτά. Μια θέση που το φέρνει μακριά από κάθε τύπου “ριζοσπαστική ορθοδοξία”, εφόσον κι ο Bogdanov μένει μακριά από την τροτσκιστική αντιπολίτευση, η οποία δεν είναι παρά το αντεστραμμένο είδωλο της σοβιετικής εξουσίας.
Ο Ταιν είχε γράψει κάποτε ότι “για να κατανοήσουμε ένα έργο τέχνης ή έναν καλλιτέχνη, ή μιαν ομάδα καλλιτεχνών, θα πρέπει να αναπαραστήσουμε με ακρίβεια τη γενική κατάσταση του πνεύματος και των ηθών της εποχής στην οποίαν ανήκουν […] Όπως υπάρχει μια φυσική θερμοκρασία που με τις εναλλαγές της καθορίζει την ανάπτυξη τούτου ή εκείνου του είδους φυτών, έτσι υπάρχει και μια ηθική θερμοκρασία που με τις εναλλαγές της, επίσης, καθορίζει την παραγωγή τούτου ή εκείνου του είδους τέχνης”.(v) Η δική μας εποχή είναι η εποχή της αυτάρεσκης ειρωνείας και της επιδεικτικής ασέβειας, της υπεροψίας που περνά για πνευματική καλλιέργεια. Από αυτή την άποψη, το Proletkult είναι ένα βιβλίο που έρχεται σε ρήξη με τις εικονοκλαστικές φόρμουλες της εποχής μας, την εύπεπτη πολιτισμική κριτική τύπου Ουελμπέκ, που απ’ την μία καταρρακώνει αγέρωχα κάθε κοινωνική σύμβαση κι από την άλλη φιλοδωρείται με το βραβείο του Τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής από τον αρχηγό του γαλλικού αστικού κράτους, σαν επιβράβευση για το πολιτισμικό του έργο. Ή είναι ένα προμήνυμα που περιμένουμε καιρό, μια ένδειξη ότι οι καιροί επιτέλους αλλάζουν. Ότι η τέχνη δεν είναι πια ευχαριστημένη να μένει στο περιθώριο και να επιδίδεται σε έναν ατελείωτο διανοητικό αυνανισμό τη στιγμή που ο πόλεμος ενάντια στα υποτελή κοινωνικά στρώματα μαίνεται και γίνεται πιο άγριος με την κάθε μέρα που περνάει.
Αρχική εικόνα: ο Bogdanov και ο Λένιν παίζουν σκάκι στην εξορία , υπό το βλέμμα του οικοδεσπότη τους Γκόρκι (Κάπρι, 1908).
Υποσημειώσεις:
i Ποίημα του εργάτη Samobitnik που δημοσιεύτηκε στην Πράβδα το 1913. Ο Bogdanov το εκθιάζει σαν αντιπροσωπευτικό δείγμα της προλεταριακής αισθητικής την οποία πάλευε για να φέρει στον κόσμο το κίνημα της proletkult.
ii “Στην μηχανική παραγωγή οι βασικές διαφοροποιήσεις στη φύση της εργασίας αρχίζουν σιγά, σιγά να εξαφανίζονται. Τα ‘εργατικά χέρια’ δεν είναι πια απλώς χέρια, ο εργάτης δεν είναι ένα παθητικό όργανο που εκτελεί μηχανικά. Είναι υποτελής, αλλά ασκεί και ο ίδιος εξουσία πάνω στον ‘σιδερένιο σκλάβο’ του – την μηχανή. Όσο πιο περίπλοκη και τέλεια είναι η μηχανή, τόσο η εργασία του συνίσταται απλώς σε παρατήρηση κι έλεγχο. Ο εργάτης θα πρέπει να γνωρίζει όλες τις πτυχές και τις συνθήκες λειτουργίας της μηχανής του, και να παρεμβαίνει στην κίνηση της μόνο όταν είναι απαραίτητο. Ενώ τις αναπόφευκτες εκείνες στιγμές που η μηχανή δείχνει να κυριεύεται από καπρίτσια ή τρέλα, ο εργάτης οφείλει να επιδείξει γρήγορη αντίληψη, πρωτοβουλία και να δώσει τη λύση. Όλες αυτές είναι στοιχειώδεις και τυπικές ιδιότητες της εργασίας του οργανωτή και για να τις φέρει κανείς σε πέρας θα πρέπει να κατέχει γνώσεις, ευφυία, την ικανότητα για εφαρμοσμένη παρατήρηση, που είναι τα χαρακτηριστικά του οργανωτή”. Στο A. Bogdanov, Proletarian Poetry, https://www.marxists.org/archive/bogdanov/1923/proletarian-poetry.htm.
iii Wu Ming, Proletkult (Εκδόσεις των Συναδέλφων), σελ. 336.
iv Sl. Zizek, Μίλησε κανείς για ολοκληρωτισμό; (Scripta).
v Ιππ. Ταιν, Φιλοσοφία της Τέχνης (Εκδόσεις Γκοβόστη), σελ.11-12.