Σε ένα από τα πολλά αντιρωσικά κείμενα που έχει δημοσιεύσει το περιοδικό “Αυτολεξεί” μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής, η σύγκρουση ανάμεσα στις δύο χώρες παρουσιάστηκε ως ένας “αντιαποικιακός” πόλεμος που διεξάγουν οι Ουκρανοί κόντρα στην παραδοσιακή ρωσική επικυριαρχία.i Ακολουθώντας το νήμα αυτής της ανάλυσης, και προεκτείνοντας την τρόπον τινά, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι στην Ουκρανία αυτή την στιγμή εκτυλίσσεται το τρίτο κύμα των αγώνων εναντίον της αποικιοκρατίας. Η συνέχιση της διαδικασίας αποαποικιοποίησης που ξεκίνησε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και δεν σταμάτησε ακόμη και μέσα στη δεκαετία του 1980, που τώρα στρέφεται ενάντια στα ίδια τα υποκείμενα της αποαποικιοποίησης, τα πρώην θύματα της δυτικής αποικιοκρατίας. Αυτές είναι οι χώρες που κατά την πρώτη περίοδο της ανόδου του τριτοκοσμικού εθνικισμού , αποτέλεσαν τους προνομιακούς ιδεολογικούς φορείς , αλλά και τους βασικούς υλικούς υποστηρικτές της προσπάθειας που έκαναν οι λαοί του Τρίτου Κόσμου να απεξαρτηθούν από τα πολιτικά και οικονομικά δεσμά του ιμπεριαλισμού.
Στην πορεία βέβαια οι καταπιεσμένοι δεν αποδείχτηκαν περισσότερο ενάρετοι από τους δυνάστες τους, όπως έγραψε κάποτε ο Bertrand Russell, και τα λεγόμενα αντι-ιμπεριαλιστικά καθεστώτα καλλιέργησαν τις δικές τους δομές κρατικής καταπίεσης κι ετεροκαθορισμού.ii Εκμεταλλευόμενη το κύρος που είχε συσσωρεύσει ως η κατ’ εξοχήν προστάτιδα δύναμη των ανίσχυρων λαών, η Σοβιετική Ένωση επενέβηκε με ωμότητα στην Ουγγαρία το 1956, προκαλώντας σύγχυση στους κύκλους των κομμουνιστών αντι-ιμπεριαλιστών , οι οποίοι γνώριζαν από την ιδεολογική τους κατήχηση ότι οι εισβολές και οι απρόκλητες στρατιωτικές επιθέσεις συνήθως ήταν έργο του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού της Δύσης. Στο ίδιο μήκος κύματος, όπως σωστά παρατηρούν οι Arrighi & Wallerstein, πολλά από τα καθεστώτα της περιφέρειας που προέκυψαν μέσα από μαζικά κινήματα εθνικής απελευθέρωσης, χρησιμοποίησαν το άλλοθι της διεξαγωγής της ταξικής πάλης σε ένα “ανώτερο”, διεθνές επίπεδο , προκειμένου να απαιτήσουν από τους πληθυσμούς τους την αναστολή κάθε οργανωμένης εκδήλωσης κοινωνικής πάλης στο εσωτερικό τους.iii
Όσοι αρνήθηκαν να συμμορφωθούν κατηγορήθηκαν ότι αποτελούν την Πέμπτη Φάλαγγα του ιμπεριαλισμού, όργανα των δυτικών συμφερόντων που με τη δράση τους υπονόμευαν την ανεξαρτησία που τόσο πρόσφατα είχαν κατακτήσει οι λαοί της περιφέρειας. Για να μην αναφερθούμε εδώ στο δαιδαλώδες μωσαϊκό εθνοτήτων και ευρύτερων φυλετικών συσσωματώσεων, που στην Αφρική για παράδειγμα, σβήστηκαν από τον χάρτη και ξαφνικά βρέθηκαν να ανήκουν σε διαφορετικά, και πολλές φορές ανταγωνιστικά “εθνικά” σύνολα, ως αποτέλεσμα του τεχνητού και ατελούς τρόπου με τον οποίο συντελέστηκε η απο-αποικιοποίηση στα περισσότερα μέρη του παγκόσμιου Νότου. Οι καταπιεσμένες αυτές φυλετικές ταυτότητες αποτελούν το εύφλεκτο υλικό το οποίο κάθε τόσο εκρήγνυται με την κατάλληλη υποδαύλιση απ’ τον ξένο παράγοντα, ώστε τα αφρικανικά κράτη να σπαράσσονται διαρκώς από φονικές εσωτερικές συγκρούσεις, οι οποίες στα μάτια του ανυποψίαστου δυτικού παρατηρητή εμφανίζονται ως ακατανόητες και δεν τους επιτρέπει να ορθοποδήσουν.
Τούτο φυσικά δεν σημαίνει ότι οι προαιώνιες αυτές φυλετικές ομάδες είναι με κάποιον τρόπο “τεχνητά” υποσύνολα που κατασκευάστηκαν από τους ξένους επικυρίαρχους σαν ένα μέσο για να πλήξουν την συνοχή και την σταθερότητα των αντι-ιμπεριαλιστικών κρατών. Αντίθετα, τις πιο πολλές φορές, η αίσθηση του ανήκειν σε μια φυλή προϋπάρχει της επίπλαστης πολιτικής ταυτότητας του έθνους-κράτους. Ωστόσο, από την φύση του , ο αντι-ιμπεριαλισμός ως πολιτικό πρόταγμα θέτει το ζήτημα του τερματισμού της πολυδιάσπασης , της συνένωσης ετερόκλητων δυνάμεων προκειμένου να γίνει δυνατή η αντίσταση στην υπέρτερη ισχύ του ιμπεριαλισμού και η τελική απελευθέρωση από την επιρροή του. Από αυτή την άποψη, το τίμημα για την αποτίναξη του ζυγού της αποικιοκρατίας ήταν η αναπαραγωγή νέων καταπιεστικών ιεραρχιών στο εσωτερικό της κοινωνικής ολότητας. Εκεί που η απο-αποικιοποίηση συντελέστηκε μέσα από μια διαδικασία επαναστατικής σοσιαλιστικής οικοδόμησης, τα επιμέρους υποσύνολα της κοινωνικής ολότητας , μπορούσαν να γίνουν ισότιμα μέρη ενός ευρύτερου και ισχυρότερου συνόλου. Όμως ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις η ενσωμάτωση πολλές φορές ήταν οδυνηρή για τους λαούς πυ είχαν διατηρήσει μια πιο παραδοσιοκρατική κοινωνική δόμή στις κοινότητες τους και τώρα καλούνταν να υποστούν έναν ταχύρρυθμο κομμουνιστικό “εκσυγχρονισμό” , αποβάλλοντας κρίσιμα στοιχεία της φαντασιακής, πολιτισμικής ταυτότητας τους (π.χ. οι μουσουλμανικές δημοκρατίες του Καυκάσου στην ΕΣΣΔ).iv
Με δεδομένα τα παραπάνω, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι η διαλεκτική του ιμπεριαλισμού είναι αμείλικτη. Κόντρα στην μεταμοντέρνα και πολύ μοδάτη απαξίωση κάθε έννοιας αντίστασης στον συστημικό ιμπεριαλισμό, η πραγματικότητα είναι ότι οι επαναστάσεις έχουν απόλυτη ανάγκη να προστατευτούν από τους εξωτερικούς κινδύνους, όπως έχουν ανάγκη να θωρακιστούν από τις δυνάμεις που απεργάζονται την παλινόρθωση του παλιού στο εσωτερικό. Οι επαναστάσεις δεν ξεσπούν ούτε νικάνε στο κενό και η ιστορία μας έχει δείξει ξανά και ξανά ότι η τελευταία γραμμή άμυνας του κατεστημένου βρίσκεται στη σφαίρα των διακρατικών σχέσεων. Όλες σχεδόν οι επαναστάσεις που μπόρεσαν να επικρατήσουν υπέστησαν εισβολές από ξένους στρατούς οι οποίοι προσπάθησαν να επιτύχουν εκεί που απέτυχε η εγχώρια άρχουσα τάξη και να στραγγαλίσουν τα επαναστατικά κινήματα στη γέννηση τους. Το να ισχυρίζεται λοιπόν κάποιος ότι η επίκληση του ιμπεριαλιστικού κινδύνου είναι απλώς ένα ιδεολογικό προκάλυμμα πίσω απ’ το οποίο οι αντι-ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις κρύβουν την αυταρχική τους πολιτική, φανερώνει έλλειψη ιστορικής γνώσης και κατανόησης των βασικών παραμέτρων από τις οποίες συναρτάται η αντισυστημική πολιτική πράξη.
Από την άλλη, οι ταξικοί ανταγωνισμοί στις υποτελείς κοινωνίες της περιφέρειας είναι εύκολο να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης και προέκταση της διαμάχης ανάμεσα σε αντιτιθέμενα γεωπολιτικά συμφέροντα. Πρόκειται γι’ αυτό που σ’ ένα παλιότερο κείμενο είχα αποκαλέσει “εξωτερικότητα”. Ένα κέντρο εξωτερικό από το τοπικό σύστημα εξουσίας , στο οποίο τα αντιπολιτευόμενα κινήματα της περιφέρειας και ημι-περιφέρειας μπορούν να προσφύγουν για να ζητήσουν την παροχή πολυεπίπεδης συμβολικής, πολιτικής και υλικής συμπαράστασης στον αγώνα που διεξάγουν. Αντίθετα, στις καπιταλιστικές μητροπόλεις τα αντισυστημικά κινήματα είναι απομονωμένα κι επαφίενται αποκλειστικά στις δικές τους δυνάμεις για την τελική επικράτηση τους στον κοινωνικό ανταγωνισμό.v
Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του Ευρωμαϊντάν, η παρέμβαση της πιο επιθετικής μερίδας της υπερεθνικής ελίτ στα τεκταινόμενα της κοινωνικής πάλης στην Ουκρανία ήταν εντελώς απροκάλυπτη. Η πρεσβεία των ΗΠΑ στο Κίεβο είχε μετατραπεί σε αρχηγείο της εξέγερσης κι επίκεντρο της δραστηριότητας των αντικαθεστωτικών, ενώ αμερικανοί πολιτικοί αξιωματούχοι με επίσημη ιδιότητα όπως ο γερουσιαστής Μακαίην και η υφυπουργός εξωτερικών Β. Νούλαντ επισκέφτηκαν το Μαϊντάν και στήριξαν με την παρουσία τους την εκστρατεία για αλλαγή καθεστώτος. Στον αντίποδα, ουδείς ψέλλισε έστω μια λέξη αποδοκιμασίας ή διαμαρτυρίας για το όργιο καταστολής , την σωματική βία και τις μαζικές φυλακίσεις με τις οποίες το γαλλικό κράτος μπόρεσε τελικά να καταπνίξει την παρατεταμένη λαϊκή εξέγερση των Κίτρινων Γιλέκων.vi Κατά την άποψη μου, ο βαθμός αυτοτέλειας στον οποίο μπορούν να υπολογίζουν τα ταξικά υποκείμενα, η ικανότητα τους να δρουν ελεύθερα από την εξωτερική επιβολή, είναι μια πολύ πιο αξιόπιστη ένδειξη για να διαπιστώσει κανείς αν μια κοινωνική ολότητα ανήκει στην ιμπεριαλιστική ελίτ του καπιταλισμού, απ’ ότι θα ήταν μια απλή στατιστική καταγραφή και παράθεση των οικονομικών δεικτών και του ποσοστού του παγκόσμιου ΑΕΠ που μια χώρα έχει στην κατοχή της.
Παρά την επίπλαστη εικόνα ενός παγκόσμιου αποτροπιασμού για την εισβολή, την οποία καλλιεργεί επιμελώς ο μηχανισμός προπαγάνδας της υπερεθνικής ελίτ, το αδιαφιλονίκητο γεγονός είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία των κρατών του παγκόσμιου Νότου αντιμετωπίζει με κατανόηση την ανησυχία της Ρωσίας για την στρατιωτική της περικύκλωση από φανατισμένες αντιρωσικές δυνάμεις , ενώ επιρρίπτει την κύρια ευθύνη για τη σύγκρουση στον νατοϊκό επεκτατισμό. Στην ψηφοφορία που έγινε στην Γ.Σ. του ΟΗΕ για να αποφασιστεί η αποπομπή της Ρωσικής Ομοσπονδίας από το συμβούλιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα , μόλις 93 κράτη σε σύνολο 175 μελών ψήφισαν υπέρ της εκδίωξης της Ρωσίας. Πενήντα οκτώ κράτη απείχαν από τη διαδικασία, ενώ 24 ψήφισαν ενάντια στην τιμωρητική απομόνωση που θέλει να επιβάλει στην Ρωσία η υπερεθνική ελίτ.vii Όπως είδαμε πιο πάνω, εν μέρει αυτό συμβαίνει επειδή η περιφέρεια του συστήματος της οικονομίας της αγοράς αποτελείται πλέον από εδραιωμένες κρατικές οντότητες με τα δικά τους ιδιαίτερα γεωπολιτικά συμφέροντα, που είναι πολύ πιο έτοιμες να αποδεχτούν τέτοιου είδους συμπεριφορές που απορρέουν από μια σκληροπυρηνική αντίληψη της ρεαλπολιτίκ. Άλλωστε, το διεθνές περιβάλλον δεν είναι πια αυτό που ήταν τις δεκαετίες του 1960 και ’70. Δεν υπάρχουν πια εκείνοι οι φλογεροί επαναστάτες ηγέτες που, επικεφαλής τεράστιων κινημάτων , έσπρωχναν με τα λόγια και τις πράξεις τους προς τα αριστερά ολόκληρο το παγκόσμιο σύστημα και υποχρέωναν ακόμη και τους μετριοπαθείς αρχηγούς κρατών του παγκόσμιου Νότου να πάρουν θέση απέναντι στην επικυριαρχία του παγκόσμιου Βορρά. Ούτε υπάρχουν νεαρές και ιδεαλιστικές επαναστατικές δημοκρατίες , οπως ήταν κάποτε η Κούβα, για να στείλουν τους νέους τους να πεθάνουν στον βωμό του διεθνιστικού καθήκοντος, βοηθώντας έναν λαό στην άλλη άκρη του κόσμου να κερδίσει την ανεξαρτησία του (π.χ. Ανγκόλα).viii
Εξάλλου, αναρωτιέται κανείς αν μπόρεσε ποτέ κάποια επανάσταση να διαρρήξει όλους τους δεσμούς και να ανατρέψει στο σύνολο τους τις δομές που αναπαράγουν την ανισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής δύναμης στον διεθνοποιημένο σύστημα κυριαρχίας. Οι Κουβανοί δεν σταμάτησαν ποτέ να διαμαρτύρονται για το “άδικο” εμπάργκο που επέβαλαν οι ΗΠΑ ενάντια στην οικονομία τους. Σίγουρα, δεν υπάρχει τίποτε που να επιθυμούν περισσότερο απ’ το να αφεθούν ήσυχοι να αναπτύξουν τον κρατικό σοσιαλισμό τους, χωρίς να υφίστανται παρενοχλήσεις κι εκδικητικά αντίμετρα από την καπιταλιστική υπερδύναμη στα βόρεια σύνορα τους. Από την άλλη, η “αντιμπεριαλιστική” Βενεζουέλα δεν θα έλεγε όχι σε μια εμπορική συμφωνία για να πουλήσει το πετρέλαιο της στο στρατόπεδο των ιμπεριαλιστών (Eni, Repsol), μιας και το χρήμα κανείς δεν το εμίσησε, άσχετα με το τι διατείνεται η γνωστή παροιμία.ix
Ίσως αυτός να ηταν και ο λόγος που η Κούβα από την αρχή κράτησε μια διφορούμενη στάση σε σχέση με την ρωσική εισβολή. Από την μία απέφυγε να επιρρίψει το σύνολο της ευθύνης για τον πόλεμο στην Ρωσία, αλλά παράλληλα τόνισε ότι το διεθνές δίκαιο αποτελεί ασπίδα προστασίας για τα πιο αδύναμα κράτη και γι’ αυτό θα πρέπει οι διατάξεις του να γίνονται σεβαστές απ’ όλους. Θα περίμενε κάποιος ότι αυτή η έμφαση στην αποτρεπτική ιδιότητα του διεθνούς δικαίου θα ήταν η πιο συνετή διπλωματική επιλογή για τα κράτη του παγκόσμιου Νότου, μιας και τα ίδια βρίσκονται διαρκώς αντιμέτωπα με το ενδεχόμενο μιας επιδρομής από την παγκόσμια αστυνομία του ΝΑΤΟ, που μπορεί να συνεπάγεται από μια περιορισμένης εμβέλειας στρατιωτική επιχείρηση, μέχρι την ολοκληρωτική κατάληψη μιας χώρας και την βίαιη αλλαγή καθεστώτος. Ας μην ξεχνάμε ότι η Ρωσία δεν δέχτηκε επίθεση στο έδαφος της , αλλά είναι εκείνη που εξαπέλυσε μια μεγάλης κλίμακας πολεμική επιχείρηση μέσα στην επικράτεια της Ουκρανίας. Σε αυτό το σημείο ωστόσο, θα πρέπει να ξαναθυμηθούμε πώς να “διαβάζουμε” πολιτικά έναν πόλεμο, αντί να τον ερμηνεύουμε μονάχα σαν ένα καταστροφικό συμβάν μέσα από ένα ηθικό και ανθρωπιστικό πρίσμα. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να μάθουμε να διακρίνουμε ξανά τους κοινωνικούς διαχωρισμούς ακόμη και μέσα στους κόλπους των εμπολέμων, τις ταξικές αντιφάσεις που διαπερνούν την κάθε πλευρά, τις κοινωνικοπολιτικές μεταβολές που επιφέρει, εκείνους που ωφελούνται απ΄τον πόλεμο, σε αντιδιαστολή με τα στρώματα που ματώνουν και πεθαίνουν κάθε μέρα για μια “εθνική ιδέα” που δεν τους αφορά. Θα πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε εκ νέου την κρυφή και αναμολόγητη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην επανάσταση από την μία, και την γεωπολιτική από την άλλη.
Για παράδειγμα, η θέση “ούτε με την Ρωσία, ούτε με το ΝΑΤΟ” είναι σίγουρα αξιοθαύμαστη από την άποψη της ηθικής αδιαλλαξίας που εκφράζει, της απροθυμίας της να υποκύψει σε ιδιοτελείς συμβιβασμούς. Από αυτήν άποψη, είναι σίγουρα η θέση που είναι πιο συνεπής με τις αρχές της αναρχικής κοσμοθεωρίας μας. Τι αξία έχει όμως τούτη η αφ’ υψηλού τοποθέτηση, όταν ο πόλεμος διεξάγεται ακριβώς με αυτό το διακύβευμα; Αν η Ρωσία αποσύρει αύριο τα στρατεύματα της χωρίς κανέναν όρο, αυτό αυτόματα θα σήμαινε ότι το ΝΑΤΟ θα μπορούσε να επεκταθεί στην Ουκρανία χωρίς εμπόδια, να ενσωματώσει τον ουκρανικό στρατό στις νατοϊκές δομές διοίκησης και να αναπτύξει επχειρησιακές βάσεις στα σύνορα με την Ρωσία.x Γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε, από την αρχή της εκστρατείας η ρωσική ελίτ διακήρυξε, μέσα από ορισμένες δεξαμενές σκέψης που παράγουν ιδεολογικό λόγο για λογαριασμό του καθεστώτος, ότι ο πόλεμος που εξαπέλυσε γίνεται περισσότερο για να αποκρουστεί η επιθετικότητα της Δύσης και λιγότερο επειδή η Ρωσία έχει κάτι να χωρίσει με τον λαό της Ουκρανίας (αν εξαιρέσει κανείς το ισχυρό και δραστήριο ουκρανικό νεοναζιστικό κίνημα που μισεί θανάσιμα οτιδήποτε ρωσικό).xi
Μάλιστα, το σύνθημα που επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία από την αρχή της κρίσης η ρωσική διπλωματία, ότι “οι ΗΠΑ είναι διατεθειμένες να πολεμήσουν μέχρι τον τελευταίο Ουκρανό”, δείχνει να υπαινίσσεται ότι στην πραγματικότητα η Ουκρανία δεν είναι παρά έρμαιο στις διαθέσεις των Αμερικανών. Ότι λειτουργεί σαν υποχείριο τους κι ότι ακόμη κι αν ήθελε να βρεθεί μια ειρηνική λύση στη διαμάχη με την Ρωσία, η υπερεθνική ελίτ που κινεί τα νήματα δεν πρόκειται να επιτρέψει μια προσέγγιση των δύο χωρών στο πεδίο της διπλωματίας. Από αυτό το ηθικό δίλημμα δεν υπάρχει εύκολη διαφυγή και μια θαυμαστή ηθική που όμως δεν μπορεί να βρει τρόπους για να εφαρμόσει τα προτάγματα της στον πραγματικό κόσμο, είναι στην ουσία της μια ηθική του αναχωρητισμού. Μια ηθική που επειδή φοβάται μήπως λερωθεί, διατρέχει τον κίνδυνο να επιτρέψει διά της απραξίας της να τελεστούν πράξεις και μακροϊστορικά γεγονότα που απομακρύνουν την κοινωνία ακόμη περισσότερο από τους αξιακούς κώδικες που εκείνη πρεσβεύει.
Τα κράτη του Τρίτου Κόσμου φαίνεται ότι κατανοούν τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην νομικίστικη ερμηνεία του τυπικού δικαιώματος στην αυτοάμυνα και στην ικανότητα να μπορεί κανείς να υπερασπιστεί έμπρακτα τον εαυτό του/της. Στα μάτια των μη-λευκών λαών το διεθνές δίκαιο δεν είναι παρά ένα εύπλαστο εργαλείο, ένα πολιτικό όργανο στα χέρια των ιμπεριαλιστών.xii Μια ιδεολογική κατασκευή που πολλές φορές χρησίμεψε σαν το καλύτερο άλλοθι για την ωμή επιβολή της κυριαρχίας της υπερεθνικής ελίτ και τη λεηλασία του πλούτου των λαών της περιφέρειας, χάρη στην χρήση μιας συντριπτικά υπέρτερης στρατωτικής δύναμης. Εξάλλου, όταν κάποιος αυτοανακηρύσσεται υπερασπιστής του διεθνούς δικαίου και αναγορεύει σε πεμπτουσία του δικαίου την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τούτο ισοδυναμεί με το ελεύθερο να παρεμβαίνει κανείς όπου θέλει, όποτε θέλει. Διότι αντικείμενο της δικαιοδοσίας του δεν είναι ο πολίτης κάποιου κράτους, ή το μέλος μιας κοινότητας, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος και επικράτεια του είναι δυνητικά ολόκληρη η οικουμένη.
Αυτές είναι αλήθειες που οι λάοι στον παγκόσμιο Νότο τις έχουν εσωτερικεύσει βιωματικά, μέσα από τις τραυματικές δοκιμασίες στις οποίες τους έχει σύρει ξανά και ξανά ο ιμπεριαλισμός της υπερεθνικής ελίτ. Βλέπουν το ρήγμα που έχει χωρίσει στα δύο τις δυνάμεις που κυριαρχούν στην καπιταλιστική παγκοσμοποίηση και αντιλαμβάνονται ότι η νέα συνθήκη δημιουργεί πολύτιμο χώρο για διπλωματικούς ελιγμούς. Για έναν μεγαλύτερο βαθμό αυτονόμησης και ανεξαρτησίας από την ασφυκτική επιβολή των θεσμών της καπιταλιστικής υπερεθνικής διακυβέρνησης (G7, ΕΕ, ΝΑΤΟ, ΠΟΕ, ΔΝΤ). Και για όσους πουν ότι αυτά είναι πράγματα που ενδιαφέρουν μόνο τα κράτη και τις ελίτ που τα διαφεντεύουν, αρκεί νομίζω να παρατηρήσω ότι ο Λένιν έφτασε στην Ρωσία τον Απρίλη του 1917 με το σφραγισμένο τρένο που του είχε διαθέσει ο Κάιζερ, ο μεγαλύτερος απ’ όλους τους μιλιταριστές. Παρ’ όλα αυτά, οι χώρες-μέλη του κλειστού κλάμπ των G7 εξακολουθούν να ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής και διανομής, ενώ λειτουργούν σαν οι αιμοδότες του διεθνοποιημένου καπιταλισμού κυριαρχώντας πλήρως στα δίκτυα του χρηματοπιστωτικού τομέα.xiii Αν η στάση του Τρίτου Κόσμου απορρέει από μια γνήσια μεταστροφή στον γεωπολιτικό προσανατολισμό των λαών της περιφέρειας, ή συνιστά απλώς μια προσπάθεια για να εκμαιεύσουν μεγαλύτερες παραχωρήσεις από τα αφεντικά τους στον ανεπτυγμένο Βορρά, αυτό θα φανεί μόνο με τον χρόνο και είναι άρρηκτα συνυφασμένο με την έκβαση που θα έχει η ρωσική επιχείρηση στην Ουκρανία.
i A. Ivakhiv, Αποαποικιοποίηση και εισβολή στην Ουκρανία, https://www.aftoleksi.gr/2022/04/05/apoapoikiopoiisi-eisvoli-stin-oykrania/.
ii B. Russell, Unpopular Essays (Routledge), σελ. 56-63.
iii G. Arrighi, T. Hopkins, I. Wallerstein, Anti-Systemic Movements (Verso), σελ. 66.
iv M. Lebsky, Putin and the Project of a Big Russian Nation, https://cosmonautmag.com/2022/06/putin-and-the-project-of-a-big-russian-nation/#easy-footnote-5-6396.
v Π. Δράκος, Ο ιμπεριαλισμός πέθανε, ζήτω ο ιμπεριαλισμός!, Μαύρο & Κόκκινο, Τεύχος 1, Δεκέμβρης 2017, σελ. 110-112.
vi A. Kapsas, The Repression of France’s Yellow Vests Has Left Hundreds in Jail – And Crushed Freedom of Protest, https://jacobin.com/2020/11/gilets-jaunes-yellow-vests-protests-france-police-brutality.
vii https://news.un.org/en/story/2022/04/1115782.
viii Χ. Βιγιέγας, Κούβα & Αγκόλα: Ο Πόλεμος για την Ελευθερία (Διεθνές Βήμα).
ix https://www.reuters.com/business/energy/exclusive-us-let-eni-repsol-ship-venezuela-oil-europe-debt-sources-2022-06-05/.
x Δεν θα αναφερθώ εδώ καθόλου στην κατάσταση που επικρατεί στο εσωτερικό της Ουκρανίας, την άνοδο των νεοναζί και πώς αυτή συνδέεται με τους διωγμούς των ρωσόφωνων στην Ανατολή. Στο κείμενο τίθεται μόνο η γεωπολιτική διάσταση του πολέμου.
xi S. Karaganov, It Is Not About Ukraine, https://eng.globalaffairs.ru/articles/it-is-not-about-ukraine/.
xii Τ. Φωτόπουλος, Ο Πόλεμος κατά της “Τρομοκρατίας” (Γόρδιος).
xiii Είναι η Ρωσία Ιμπεριαλιστική;, https://avantgarde2009.wordpress.com/2014/07/17/is-russia-imperialist/.