Δυο αφορισμοί περί πολιτικής με αφορμή την 6η Δεκέμβρη, του Σωτήρη Λυκουργιώτη
Ι.
Τίποτα πια δεν μπορεί να αναχθεί στη σφαίρα του πολιτικού παιχνιδιού χωρίς την άμεση αυτογελοιοποίησή του. Η έκπτωση του πολιτικού σε ένα ανόητο παιχνίδι διαχείρισης συμβολισμών —για το οποίο όσο περισσότερο μελάνι χύνεται τόσο περισσότερο φανερώνεται η κενότητά του— δεν αποτυπώνει μόνο τους δομικούς μετασχηματισμούς και τις κεντροβαρείς αλλαγές του θεσμικού αλλά και την ιδεολογική κενοδοξία της χρηματοπιστωτικής «αποτελεσματικότητας» ως μοναδικού αξιολογικού του ορίζοντα. Γι’ αυτό και οποιαδήποτε πολιτική θέση, όσο προσεκτικά διατυπωμένη και διαλεκτικά υποψιασμένη, είναι καταδικασμένη σε ελάχιστο διάστημα να μην αντέχει τον εαυτό της στον καθρέφτη. Ίσως γι’ αυτό οι σύγχρονοι πολιτικολογίζοντες γράφουν τόσο μανιωδώς και τόσα πολλά. Είναι η νευρασθενική τους επιδίωξη να καλύψουν με θόρυβο ό,τι έγραφαν πριν από λίγο καιρό. Ίσως για αυτό επιστρέφει συνεχώς το μοτίβο της «προδοσίας», η φιγούρα μιας εσωτερικής υπονόμευσης, ενός πισώπλατου μαχαιρώματος, στο οποίο αποδίδονται οι επαναλαμβανόμενες πολιτικές χίμαιρες. Η πολιτική μπορεί σήμερα να τραφεί μόνο ως αντιπολιτευόμενη εξαπάτηση˙ μια ακάλυπτη επιταγή που προσεύχεται να μην φτάσει ποτέ στο ταμείο.
ΙΙ.
Από καιρό έχει γίνει απολύτως διαφανές πως η πολιτική εναλλαγή δεν μπορεί να σηματοδοτήσει οποιαδήποτε ουσιώδη αλλαγή στην κοινωνία. Η απαραίτητη συναίνεση στις λειτουργίες του πολιτικού θιάσου δεν γίνεται πια με όρους ελπίδας —αφού καμία παράταξη δεν μπορεί να υποσχεθεί με σοβαρότητα το οτιδήποτε— αλλά με όρους πορνογραφίας. Η πολιτική ελίτ διαφημίζει τις καθημερινές ρουτίνες της όπως ο σελέμπριτι τραγουδιστής της πολιτιστικής βιομηχανίας προβάλει την παρουσία του σε κοσμικές συναντήσεις και φιλανθρωπικά γκαλά. Οι πολιτικοί διεκδικούν πια απροκάλυπτα την εναλλαγή ως δικαίωμα συμμετοχής τους στο προσκήνιο. Οι θορυβώδεις κενόλογες αψιμαχίες, οι συγκρούσεις, οι αντιπαραθέσεις, τα παιχνίδια παρασκηνίου για τη νομή των θέσεων διοίκησης που διαρρέουν ως πικάντικο κουτσομπολιό εξυπηρετούν αυτόν και μόνο το σκοπό. Ο εσμός των σκανδάλων διαφθοράς και διαπλοκής αντί να δημιουργήσουν το προσδοκώμενο αίσθημα απέχθειας, αντιστρέφονται περίτεχνα με ιντριγκαδόρικη σκηνοθεσία, δημιουργώντας μια πορνογραφική ταύτιση των τηλεθεατών. Όπως ο ήρωας ενός ριάλιτι σόου που παλεύει για την παραμονή του σε μια αφιλόξενη ζούγκλα εκλιπαρώντας για την ψήφο των θεατών, έτσι και ο πολιτικός είναι αναγκασμένος να πουλήσει την ίδια του την καθημερινότητα. Ο θεατής – ψηφοφόρος που ζει μέσα από την ηδονοβλεπτική θέαση των απρόσιτων ηρώων, παίρνει συνεχώς θέση «υπέρ ή κατά» σε κάθε δεδομένη στιγμή έχοντας την εθιστική ψευδαίσθηση πως είναι παράγοντας που διαμορφώνει την έκβαση. Η αυξανόμενη ένταση και η συχνότητα της συμμετοχής δεν αφήνει κανένα κενό χρόνο για αναστοχασμό πάνω στην προφανή ανοησία των εναλλαγών, ενώ η απειλή της ποινής του κοινωνικά αποσυνάγωγου (για αυτόν που αρνείται την ψήφο) λειτουργεί ως διαρκής δαμόκλειος της συμμετοχής. Στον αντίποδα, η «ιδεολογικοποίηση» της απάθειας είναι η άλλη όψη του ίδιο νομίσματος και όχι η διέξοδος καθώς τις περισσότερες φορές λειτουργεί ως αναδραστική αφύπνιση του ίδιου του πολιτικού˙ ως αίτημα συνολικότερης ανανέωσης, εισόδου νέων και «άφθαρτων» προσώπων, δημιουργίας νέων κομμάτων. Η κοινωνική απογοήτευση οδηγεί τον πολιτικό θίασο σε ακόμα μεγαλύτερη γελοιοποίηση, σε τρικ που ανεβάζουν την αγωνία, με σκοπό την αναγέννηση του ενδιαφέροντος για την πολιτική. Η πολιτική απόρριψη της πολιτική η οποία κάποτε αποδόθηκε (λανθασμένα) στον αναρχισμό —ή, ως αντιδιαστολή, κάθε τέτοια στάση κατονομάστηκε ως αναρχική—, όχι μόνο δεν εγγυάται την υπέρβαση της σκηνοθεσία αλλά λειτουργεί συχνά ως καταλύτης της ανανέωσης. Σε μια εποχή που η φαντασμαγορία του πολιτικού στέκεται ακόμα όρθια ως κενό κέλυφος της μεγάλης συγκάλυψης των πραγματικών σχέσεων εξουσίας, η μόνη στάση που διασώζεται είναι αυτή που αρνείται να αποδεχτεί τις συνέπειες αυτού του πέπλου. Με άλλα λόγια, όσο τα πραγματικά κέντρα αποφάσεων μετατίθενται όλο και υψηλότερα η πραγματική πολιτική (νοούμενη ως αντίσταση) ακολουθεί αντίστροφη πορεία˙ γίνεται ζητούμενο της καθημερινής ζωής. Αν κάποτε η συμμετοχή στη «μεγάλη αρένα του πολιτικού» ήταν η ταυτότητα του πολιτικού υποκειμένου, σήμερα η συμμετοχή στη «γιορτή της δημοκρατίας» είναι συνώνυμη της αποπολιτικοποίησης. Δεν έχει κανείς παρά να σκεφτεί το τί αποτελεί την καθημερινή διελκυστίνδα στις δημόσιες αντιπαραθέσεις για να διαπιστώσει πως η περίφημη τεχνική του αποπροσανατολισμού, από το «πραγματικό πρόβλημα» δεν είναι συγκυριακή αλλά ο κανόνας. Γιατί ακόμα και όταν κάποιος με ιερή αγανάκτηση διαμαρτύρεται για την χειραγωγούμενη επικαιρότητα του «αποπροσανατολίζει» από το πραγματικό, υπερασπίζει ένα «πραγματικό» που είναι ήδη αποπροσανατολιστικό. Μόνο μια πολιτική πράξη ακτιβισμού που θα φέρει το αισθητικό φορτίο μιας τέχνης απαλλαγμένης από το προφανές, απρόβλεπτης και υπονομευτικής, εισβολέας και ταυτόχρονα αρνητής της δημοσιότητας, αρνητής κάθε ψευδαίσθησης συμμετοχής, μπορεί να ανοίξει μικρές ρωγμές αμφισβήτησης.