ΠΟΙΟΝ
Ποιόν θὰ συλλάβει ἀπόψε ἡ ἀστυνομία
αὐτὸν ποὺ κλέβει τοῦ ἐργάτη τὸ φαΐ
κι ἀφήνει χωρὶς φῶς τὴ συνοικία
ποιός θὰ περάσει τὸ βράδυ σὲ κελί;
Ποιόν θὰ συλλάβει ἀπόψε ἡ ἀστυνομία
αὐτὸν ποὺ μένει σὲ σπιτάκι δανεικό
ποὺ σκάρωσε λίγα δενδρύλλια γιὰ φυτεία
καὶ ποὺ τσακίστηκε γιὰ ἕνα ἰδανικό;
Ποιόν θὰ συλλάβει ἀπόψε ἡ ἀστυνομία
αὐτὸν ποὺ ξόδεψε ἀπόψε μιὰ ζωή
πού ‘χει στ’ ἀμπάρια του ὅλη τὴν πρέζα τοῦ Αὐγεία
κι ὅλο το κράτους τοῦ βαράει προσοχή;
Ποιόν θὰ συλλάβει ἀπόψε ἡ ἀστυνομία
ποιόν θὰ χώσει σὲ κλουβὶ καγκελωτό
αὐτὸν ποὺ τρόμαξε λιγάκι την ταμεῖα
νὰ βγάλει τὸ κορίτσι του γιὰ παγωτό;
Ποιόν θὰ συλλάβει ἀπόψε ἡ ἀστυνομία
τὸ φτωχοδιάβολο ἢ τὸ μεγάλο ἀφεντικό
τίς μαριδοῦλες, τὸν αἱμοβόρο καρχαρία,
τὰ μαῦρα τάνκερ ἢ ἕνα μικρὸ πειρατικό;
«Ποιόν θὰ συλλάβει ἀπόψε ἡ ἀστυνομία;»
ἀναρωτιέται ἔντυπο, παλαιό, Ἀχαϊκό
ρωτάει ἡ Μάρθα, ἡ Ὄλγα κι ἡ Μαρία
κι ἂς εἶναι τὸ ἐρώτημα ἁπλά ρητορικό…
֎
Μὰ νὰ πῶς θὰ τελειώσει ἡ Ἱστορία
κι ἂς κρύβουνε τοῦ κόσμου το θυμό
τὸ ξέρουνε κι αὐτοί, καὶ ἡ ἀστυνομία:
«μὲ ΠΑΤΑΓΟ καὶ ὄχι μὲ λυγμό»
(Υ.Γ. συγνώμη Τόμας, ἀλλὰ ἔπρεπε…)