Με τη θλιβερή αφορμή του τρομακτικού σεισμού στην Τουρκία και τη Συρία, δημοσιεύω εδώ σε δική μου πρόχειρη μετάφραση το συναισθηματικά φορτισμένο ποίημα-καταγγελία που είχε γράψει ο Βολταίρος το 1756, έπειτα από μια μεγάλη φυσική καταστροφή της εποχής του, τον σεισμό που προκάλεσε την ολική καταστροφή της Λισαβόνας και οδήγησε σε εκατόμβες θυμάτων ανάμεσα στους κατοίκους της.i Ο Βολταίρος καταφέρεται εδώ με αγανάκτηση ενάντια σε εκείνους τους θρασύτατους θεολόγους, που επειδή ανησυχούσαν ότι οι καταστροφές υπέσκαπταν την αίγλη του “ουράνιου ηγεμόνα” και των επί της γης πολιτικών αντιπροσώπων του, και υποδαύλιζαν τις φλόγες της εξέγερσης εναντίον τους, έσπευδαν να κατηγορήσουν τους ανθρώπους ότι , με κάποιο τρόπο, ήταν υπαίτιοι για την δυστυχία που τους είχε επιφυλάξει η μοίρα. Ερμήνευαν τις φυσικές καταστροφές ως σημάδια ότι ο Θεός ήταν δυσαρεστημένος με τα “δημιουργήματα” του. Ο πόνος και ο θάνατος ήταν το αναπόφευκτο τίμημα που έπρεπε να πληρώσουν για την αμαρτία. Μόνο η μετάνοια, το ηθικό αυτομαστίγωμα και η τυφλή αφοσίωση στις εντολές της Εκκλησίας μπορούσαν να αποτρέψουν την μακάβρια επανάληψη μιας παρόμοιας θεομηνίας.
Κόντρα σε αυτό το μισανθρωπικό πνεύμα, ο Βολταίρος διακήρυξε οτι καμία δικαιοσύνη δεν υπάρχει στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η φύση. Όντας δέσμιος των πολιτισμικών ορίων της εποχής του, ο Βολταίρος δεν διακήρυξε τον θάνατο του Θεού, αλλά υποστήριξε ότι αν εκείνος ήταν ο “τεχνήτης”, ο νοήμων κατασκευαστής της πλάσης, τότε ήταν προφανές ότι είχε αποχωρήσει στο παρασκήνιο, αμέσως αφού είχε ολοκληρώσει το έργο του. ‘Ηταν ένας απών Θεός, που είχε βάλει σε κίνηση τους σιδερένιους νόμους της φύσης κι έπειτα κάθησε αναπαυτικά στην πολυθρόνα του και παρακολουθούσε αμέτοχος – ίσως και ανήμπορος – τις περιπέτειες και τις ατελεύτητες δοκιμασίες των ανθρώπων.
Η απάντηση του Βολταίρου σε αυτό το πρόβλημα είναι ότι ο άνθρωπος πρέπει να σώσει τον άνθρωπο. Μια απάντηση που είναι και σήμερα επίκαιρη, μιας και οι θεσμισμένες εξουσίες έχουν νίψει πλέον τας χείρας τους από την υποχρέωση να μεριμνούν για την ευημερία των υπηκόων τους. Οι φυσικές καταστροφές, όπως λόγου χάρη ο σεισμός ή μια πανδημία, είναι φυσικές ως προς τα γενεσιουργά αίτια τους, αλλά η καταστροφική τους διάσταση έλκει τις ρίζες της από την πολιτική. Τα κακοφτιαγμένα, ετοιμόρροπα κτήρια, οι ελλείψεις στα μέσα περίθαλψης, οι εξουθενωμένοι, υποστελεχωμένοι διασώστες, είναι όλα συμπτώματα μιας εξουσίας που αδιαφορεί για τις συνθήκες ζωής των προλετάριων. Που έχει σαν μοναδικό σκοπό της να τους εκμεταλλεύεται, ή να τους εξορίζει για να ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας.
Η προστασία από τις θεομηνείες, η αποτελεσματική συλλογική άμυνα απέναντι στις αδυσώπητες δυνάμεις της φύσης ήταν ο λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι αρχικά σχημάτισαν τις πρώτες κοινωνίες κι αποφάσισαν να ζήσουνε ο ένας δίπλα στον άλλον. Όμως οι κομισάριοι του διεθνοποιημένου καπιταλισμού αρνούνται να αναγνωρίσουν τούτη την στοιχειακή, ζωτική παρόρμηση. Τα αφύσικα, τυραννικά τους καθεστώτα δεν διστάζουν να θυσιάσουν ανθρώπινες ζωές στον αιματοβαμμένο βωμό του κεφαλαίου και να ενθαρρύνουν τον κανιβαλισμό σαν το πιο ενδεδειγμένο πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς. Η δική τους είναι μια εξουσία βάρβαρη και οπισθοδρομική. Όχι γιατί επιδιώκει να αναβιώσει κάποιο υπέρλαμπρο παρελθόν που δεν υπήρξε ποτέ, αλλά γιατί ορθώνει την κτηνώδη δύναμη της ως ανυπέρβλητο εμπόδιο μπροστά στην πραγμάτωση των δυνατοτήτων που κυοφορεί η εποχή μας.
Για τον Βολταίρο, η λύση στο δίλημμα του απόντος θεού (deus absconditus), του αγνωστικισμού που διέπει τις διεργασίες της φύσης, της αδιαφορίας της για τις έννοιες του “καλού” και του “κακού”, είναι η ανάπτυξη των συλλογικών δυνάμεων του ανθρώπου. Αν η φύση στερείται νοήματος , αν δεν εξυπηρετεί κάποιον ανώτερο σκοπό, τότε πρέπει να τεθεί κάτω από ανθρώπινη διαχείριση. Ο άνθρωπος ήταν προορισμένος να δώσει στη φύση νόημα και να ενσωματώσει τις λειτουργίες της στα μεγαλεπίβολα σχέδια του. Στις μέρες μας, γνωρίζουμε πλέον καλά ότι αυτό το φαντασιακό καθυπόταξης της φύσης , στην πιο ακραία εκδοχή του, μπορεί να επισύρει βαρύ τίμημα. Να καταστρέψει το πλανητικό οικοσύστημα του οποίου είμαστε μέρος και να υπονομεύσει ακόμα και τις συνθήκες που είναι απαραίτητες για τη φυσική επιβίωση μας πάνω σε τούτο τον πλανήτη. Η αντεστραμμένη όψη όμως αυτού του τεχνοεπιστημονικού εξουσιαστικού ήθους και έθους, είναι η νεοπαγανιστική αποθέωση μιας “φύσης-τιμωρού”, μιας μυστικιστικής, πλανητικής οντότητας που εξολοθρεύει κι εκδικείται τα ανθρώπινα παράσιτα που απειλούν να την καταστρέψουν. Από την μεριά μου, όπως ο Ηρόδοτος, δεν θέλω ούτε να εξουσιάζω, ούτε να εξουσιάζομαι από τη φύση. Αγαπώ τη φύση όταν με θρέφει σαν μάνα στοργική, αλλά επαναστατώ κι αντιστέκομαι, όταν ξεσπά επάνω μου την τυφλή οργή της.
Ποίημα για την καταστροφή της Λισαβόνας
Ω, εσείς δυστυχισμένοι θνητοί! Εσύ σκοτεινή γη που πενθείς!
εσύ φοβισμένη μάζωξη της ανθρωπότητας!
[…]
Ελάτε, εσείς οι φιλόσοφοι που κραυγάζετε, “Όλα είναι καλά”,
και στοχαστείτε τούτη την καταστροφή ενός κόσμου.
Ιδού τα κουρέλια και τα αποκαϊδια της δικής σας ράτσας,
αυτή η μητέρα και το παιδί της, σωριασμένοι πάνω στα χαλάσματα,
αυτά τα σκόρπια ανθρώπινα άκρα, θαμμένα κάτω από μαρμάρινες κολώνες,
Οι εκατό χιλιάδες που καταβρόχθισε η γη,
ξεσκισμένοι και καταματωμένοι, ακόμη σπαρταρούν,
ενταφιασμένοι κάτω απ’ τις φιλόξενες σκεπές τους,
με ανείπωτο βασανιστήριο τελειώνουν τις ζωές τους.
Σε τούτους τους ψιθύρους που σιγοσβήνουν,
σε αυτό το αποκρουστικό θέαμα του ζόφου,
θα απαντήσετε: “Όλα αυτά είναι η έκφραση των σιδερένιων νόμων που δένουν τη θέληση του Θεού”;
Θα πείτε εσείς, με φωνή που υψώνεται πάνω απ’ αυτή την μάζα της τρεμάμενης σάρκας:
“Ο Θεός εκδικήθηκε: το τίμημα για την αμαρτία είναι ο θάνατος”;
Ποιο έγκλημα, ποια αμαρτία, συνέλαβαν με το νου τους αυτές οι νεαρές ψυχές
που βρίσκονται ματωμένες και ακρωτηριασμένες, ξαπλωμένες πάνω στο στήθος της μητέρας τους;
Μήπως η έκπτωτη Λισαβόνα είχε πιει απ’ το ποτήρι της αμαρτίας
πιο πολύ απ’ το Λονδίνο, το Παρίσι, ή την ηλιόλουστη Μαδρίτη;
Κι όμως εκεί οι άνθρωποι χορεύουν ανέμελοι, ενώ στη Λισαβόνα χάσκει η άβυσσος.
Εσείς, ήρεμοι θεατές του χαμού των αδελφών σας,
που δεν συγκινείστε απ’ αυτόν τον μακάβριο χορό του θανάτου,
με γαλήνη ερευνάτε την αιτία των συμφορών των άλλων,
αλλά η ηρεμία σας θα εξαφανιστεί μόλις τύχει η συμφορά να πέσει στα κεφάλια σας.
Η ανθρωπία σας θα επιστρέψει, και θα κλάψετε όπως εμείς,
όταν , ίδια με την κόλαση, η γη ανοίξει κάτω από τα πόδια σας,
τότε θα συμμεριστείτε τις αθώες εκκλήσεις μου και θα μάθετε πόσο δικαιολογημένη είναι η απόγνωση μου.
[…]
“Είναι η αλαζονεία”, λέτε, “η υπερηφάνεια,
που μας πείθει ότι θα έπρεπε να έχουμε μια καλύτερη μοίρα απ’ αυτή”.
Πηγαίνετε στις όχθες του Τάγου,
σκάψτε στα ερείπια αυτού του Αρμαγεδδώνα,
και ρωτήστε όσους πεθαίνουν
αν η υπερηφάνεια είναι που τους σπρώχνει να φωνάζουν προς τον ουρανό,
για βοήθεια και οίκτο σε όσους υποφέρουν.
“Όλα καλώς γίνονται”, λέτε, “και όλα γίνονται από ανάγκη”.
Νομίζετε αλήθεια ότι αυτό το σύμπαν θα ήταν σε χειρότερη μοίρα
χωρίς τον λάκο που κατάπιε τη Λισαβόνα;
[…]
Και μην βομβαρδίζετε την ταραγμένη μου καρδιά,
μ’ αυτούς τους αναλλοίωτους νόμους της ανάγκης,ii
αυτή την άσπαστη αλυσίδα σωμάτων, μυαλών και κόσμων.
Φαντασιώσεις των διανοουμένων, βαθυστόχαστες χίμαιρες!
Ο θεός κρατάει την αλυσίδα, αλλά δεν είναι ο ίδιος αλυσοδεμένος.
Γιατί, τότε, υποφέρουμε τόσο κάτω απ’ την κυριαρχία αυτού του δίκαιου άρχοντα;
Αυτός είναι ο κόμπος που χρειάζεται να λυθεί,
με το να αρνηθούμε τα δεινά μας, τα θεραπεύουμε;
Όλοι οι λαοί, τρέμοντας κάτω απ’ το χέρι του θεού,
έχουν αναζητήσει μάταια την ρίζα του κακού.
Ο αιώνιος νόμος κινεί όλα τα πράγματα,
οι βράχοι που γκρεμίζονται από την δύναμη του ανέμου,
και η γερή οξιά που καταστρέφεται απ’ την αστραπή,
δεν νιώθουν τα συντριπτικά χτυπήματα,
αλλά εγώ είμαι ζωντανός και νιώθω. Η κουρασμένη μου καρδιά,
κάνει έκκληση στους ουρανούς για κάποιου είδους ανακούφιση.
[…]
“Κι όμως”, λέτε, “η δυστυχία του ενός, είναι ευτυχία για τον άλλον”.
Σίγουρα, απ’ το πτώμα μου χίλια έντομα θα γεννηθούν,
κι όταν ο θάνατος δώσει τέλος στον πόνο μου, τι ανακούφιση θα είναι να φαγωθώ.
Θλιβεροί λογιστές της ανθρώπινης δυστυχίας,
δεν με παρηγορείτε. Το αντίθετο, βαθαίνετε πιο πολύ την πίκρα μου.
Στο πρόσωπο σας, βλέπω την μάταιη προσπάθεια,
να παρουσιάσετε τον φόβο σαν μια ψεύτικη ευτυχία.
[…]
Η φύση σιωπά – μάταια την επικαλούμαστε,
έχουμε ανάγκη έναν θεό που να μιλάει στους ανθρώπους,
μόνο εκείνος μπορεί να μας δώσει εξηγήσεις για τα έργα του,
να παρηγορήσει τους αδύναμους και να φωτίσει τους σοφούς.
[…]
Ο Leibniz δεν μας δίδαξε ποιες αόρατες θηλιές,
δένουν τις μικρές μας απολαύσεις με τέτοιον πόνο,
σε τούτο τον καλύτερο απ’ τους δυνατούς κόσμους,iii
σε αυτή την αταξία χωρίς τέλος, αυτό το χάος από συμφορές,
ούτε μας είπε γιατί οι αθώοι μαζί με τους ενόχους,
υποφέρουν το ίδιο από αυτό το αναγκαίο κακό.
[…]
Κάποια μέρα όλα θα ναι καλά – ιδού η ελπίδα μας,
Όλα είναι καλά στις μέρες μας – ιδού η ψευδαίσθηση μας.
Οι σοφοί με γέλασαν, μονάχα ο θεός έχει λογική.
Και στους στεναγμούς ακόμα είμαι ταπεινός, και μετρημένος στο μαρτύριο μου.
Δεν τολμώ να εξεγερθώ ενάντια στην Θεία Πρόνοια.
Κάποτε τραγουδούσα με λιγότερο μελαγχολική φωνή,
για την γλυκιά απόλαυση των χαριτωμένων νόμων της φύσης.
[…]
Κάποτε ένας χαλίφης στις τελευταίες του ώρες,
προσευχήθηκε στον θεό, τον οποίο αγαπούσε:
“Φέρνω σε σένα, μοναδικέ και παντοδύναμε βασιλέα,
εκείνο που, παρά την απεραντοσύνη σου, σου λείπει –
τα ελαττώματα μου, την μετάνοια, τον πόνο και την άγνοια”.
Θα μπορούσε να είχε προσθέσει την ελπίδα.
i Λέγεται ότι τα θύματα του μεγάλου αυτού σεισμού ήταν ανάμεσα στις 12.000 και 50.000 ψυχές.
ii Ο Βολταίρος εννοεί εδώ την φιλοσοφική έννοια της αναγκαιότητας κάθε είδους, που φαίνεται να δικαιώνει ηθικά ως μέρος μιας ευρύτερης και μεστής νοήματος διαδικασίας, ειδεχθή συμβάντα και γεγονότα που μόνο φρίκη προκαλούν σε εκείνον που τα παρατηρεί και προσπαθεί να τα ερμηνεύσει.
iii Εδώ ο συγγραφέας ειρωνεύεται τον στοχαστή Leibniz (1646-1716) και την αφελή αισιοδοξία που διέκρινε τις θεωρίες του. Χαρακτηριστική αξιωματική ρήση του Leibniz ήταν ότι ο άνθρωπος είχε την ευτυχία να ζει “στον καλύτερο απ’ όλους τους δυνατούς κόσμους”.