Η κρίση της εργασίας ως βασικός πυλώνας ερμηνείας της κρίσης
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο πέμπτο τεύχος της πολιτικής επιθεώρησης Κοινωνικός Αναρχισμός με τίτλο «Προλετάριοι όλων των χωρών, τέρμα η δουλειά!»[1])
Ο εργάτης αισθάνεται ότι είναι ο εαυτός του έξω από την εργασία του, και όταν εργάζεται αισθάνεται έξω από τον εαυτό του. Νιώθει άνετα όταν δεν εργάζεται. Κι όταν εργάζεται δεν νιώθει άνετα. Κατά συνέπεια, η εργασία του δεν είναι εθελοντική, αλλά καταναγκαστική. Και η καταναγκαστική εργασία δεν είναι η ικανοποίηση μιας ανάγκης, αλλά μονάχα ένα μέσο για να ικανοποιήσει ανάγκες εκτός της εργασίας. Ο αλλότριος χαρακτήρας της φαίνεται καθαρά από το γεγονός ότι μόλις πάψει να υπάρχει σωματικός ή άλλος εξαναγκασμός η εργασία αποφεύγεται σαν πανούκλα.
Καρλ Μαρξ
Έχει περάσει σχεδόν μια δεκαετία από την τελευταία σπείρα της παγκόσμια χρηματοπιστωτικής κρίσης και ακόμα τα κύματα επιμένουν να δονούν το οικοδόμημα με αμείωτη ένταση. Σαφείς ενδείξεις πως κάτι πιο βαθύ από μια απλή κρίση επενδυτικής εμπιστοσύνης υπονομεύει το βασίλειο της Δανιμαρκίας.
Η ιστορία του καπιταλισμού μάς δίδαξε κάτι που συνηθίζουμε πολλές φορές να ξεχνούμε· πως πέρα από την επεξεργασία των μετρήσιμων δεδομένων μιας κρίσης είναι εξίσου σημαντική —αν όχι σημαντικότερη— η ανάλυση των πραγματικών, ουσιαστικών αιτιών της. Γιατί, η «πραγματικότητα» των αριθμών είναι τόσο αντικειμενική όσο και η προβολή των ιστορικών αξιώσεων της αστικής επιστήμης πάνω στην πραγματικότητα: τη γνωρίζει στον βαθμό και με τον τρόπο που μπορεί να αξιοποιηθεί προς όφελός της. Δεν υπαινισσόμαστε πως είμαστε αντιμέτωποι με κάποια πανούργα σκηνοθεσία των κυρίαρχων ελίτ, για τις οποίες τόσο συχνά μιλούν οι εραστές των θεωριών συνωμοσίας, αλλά πως υπάρχει η αναγκαιότητα για μια υποψιασμένη θέαση της αλήθειας, για μια κριτική της ιδεολογίας. Και αν σήμερα υπάρχει ένα πεδίο του ανθρώπινου πνεύματος που μπορεί να του αποδοθεί η προτεραιότητα της ιδεολογικής μεθόδου διαμέσου της οποίας παραμορφώνονται και συγκαλύπτονται τα πραγματικά συμφέροντα και οι ανθρώπινες επιδιώξεις, αυτό είναι η οικονομία.
Η μάχη για την ερμηνεία της κρίσης από την πλευρά των καταπιεσμένων είναι μια μάχη ενάντια στην οικονομική ιδεολογία και, ως εκ τούτου, απαιτεί το ξήλωμα των βασικών αφηγήσεων των προνομιούχων τάξεων. Απαιτείται οι μείζονες ερμηνείες της κρίσης που θέλουν να θεραπεύσουν την καπιταλιστική οικονομία να παρουσιαστούν στο φως της αναλήθειάς τους, έτσι ώστε να αποκαλυφθούν οι πραγματικές ταξικές, πολιτικές και οικονομικές επιδιώξεις τους. Η μάχη ενάντια στον καπιταλισμό είναι και η μάχη ενάντια στις καπιταλιστικές ερμηνείες της κρίσης του. Και αυτό, όχι για λόγους μιας βλακώδους «ιδεολογικής ηγεμονίας», αλλά γιατί από την έκβαση αυτή της μάχης διακυβεύεται η υλική πτυχή του ζητήματος.
Ο καπιταλισμός, όπως και κάθε ανθρώπινο οικοδόμημα που για να λειτουργήσει απαιτεί την ενεργή συμμετοχή των υποκειμένων που δρουν σε αυτό, εκτός από τις κανονιστικές αρχές και τους οικονομικούς του νόμους, προϋποθέτει έναν υψηλό βαθμό θετικής ή —έστω— αρνητικής συναίνεσης. Και με τον όρο αρνητική συναίνεση εννοούμε τη θέση κάποιου που, ενώ απορρίπτει τον καπιταλισμό ως σύστημα, αδυνατεί να πιστέψει και, άρα, να στρατευτεί στη ρεαλιστικότητα οποιουδήποτε σχεδίου υπέρβασής του. Με άλλα λόγια, ο καπιταλισμός μπορεί και επιβιώνει των δομικών του κρίσεων, όχι μόνο γιατί αποτελεί μια καλά εδραιωμένη σχέση κοινωνικής και οικονομικής εξουσίας, αλλά γιατί λόγω της μαζικής συναίνεσης επιβεβαιώνεται συνεχώς ως ανατροφοδοτούμενη μηχανή. Η συναίνεση στον καπιταλισμό προσομοιάζει ιδεοτυπικά με την πίστη στον Θεό στις μονοθεϊστικές θρησκείες, ο οποίος θεωρείται κύριος των δεινών αλλά ταυτόχρονα και η μόνη πηγή σωτηρίας. Αντίστοιχα, τα δομικά αδιέξοδα του συστήματος στον καπιταλιστικό μονοθεϊσμό μπορεί να αναγνωρίζονται ως αίτια της κρίσης, συγχρόνως όμως η ίασή τους ανατίθεται και πάλι στους ειδικούς της καπιταλιστικής ορθοδοξίας. Αν λάβουμε υπόψιν μας αυτήν την παράμετρο, αντιλαμβανόμαστε την κομβική σημασία της μάχης για την ερμηνεία της κρίσης.
Ας ξεκαθαρίσουμε όμως κάτι εξαρχής. Η θέση μας ενάντια στον καπιταλισμό δεν προκύπτει από κάποια επιστημονική ή αντικειμενική βεβαιότητα, αλλά από μια αξιακή-ηθική θέση. Την άρνηση της ανθρώπινης εκμετάλλευσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι στεκόμαστε ιδεαλιστικά απέναντι στην πραγματικότητα, πως αρνούμαστε την ερμηνευτική αξία των επιστημονικών εργαλείων (παρά τη μερικότητά τους) και των βασικών ποσοτικοποιημένων στοιχείων της κρίσης. Γνωρίζουμε, όμως, πως η ερμηνεία τους τίθεται ενώπιον ενός αξεπέραστου ορίου, και αυτό είναι το όριο κάθε οικονομικής ή/και κοινωνικής θεωρίας: το σημείο αφετηρίας της. Γιατί, παρά την περί του αντιθέτου διακήρυξη των θετικών επιστημών, καμία θέαση της αλήθειας από τη σκοπιά ενός υποκειμένου δεν δύναται να υπερβεί τις εγγενείς παραμορφώσεις και στρεβλώσεις που αυτή ενέχει. Και αν αυτή η παρατήρηση είναι σήμερα γενικώς παραδεκτή ακόμα και για την εντός εργαστηρίου πειραματική επιστήμη —αφού από τον καιρό του Λαβουαζιέ και του Νεύτωνα οι φυσικοί επιστήμονες ασυνείδητα επέλεγαν την ερμηνευτική αναπαράσταση των φυσικών παρατηρήσεων με «νόμους» πιστά αντίγραφα των κυρίαρχων κοινωνικών κοσμοειδώλων—, πόσο μάλλον για την κοινωνική ή οικονομική επιστήμη, εντός της οποίας ο βαθμός μεθοδολογικής αυθαιρεσίας είναι πολλαπλάσιος. Μόνο μια υποψιασμένη κριτική των ιδεολογικά παραμορφωμένων ερμηνειών μπορεί να μας δώσει πτυχές μιας αλήθειας απαλλαγμένης —εν μέρει— από τους ειδικούς σκοπούς της εκάστοτε ερμηνείας.
Το παρόν άρθρο επικεντρώνεται πρωτίστως στο ζήτημα της εργασίας ως βασικού πυλώνα της σημερινής καπιταλιστικής κρίσης και, δευτερευόντως, στις ιδεολογικές ερμηνείες της τελευταίας. Απαιτείται, όμως, μια συνοπτική έκθεση των βασικών ιδεολογικών αφηγημάτων, ακριβώς επειδή η άρθρωσή τους σχετίζεται με τον πυρήνα μιας εναλλακτικής ερμηνείας αλλά και με μια στρατηγική απάντηση από τη σκοπιά των καταπιεσμένων.
Οι βασικές ιδεολογικές ερμηνείες της κρίσης
Κάθε ερμηνεία της κρίσης, όσο χρονικά περιορισμένος κι αν είναι ο εστιακός φακός της, είναι κατ’ ουσία μια συνολική (επαν)ερμηνεία του καπιταλισμού ή προϋποθέτει μια τέτοια. Υπάρχουν αρκετές ερμηνευτικές απόπειρες της κρίσης που ξεπήδησαν τα τελευταία χρόνια. Άλλες μείζονες, που οριοθετήθηκαν από βασικούς πυλώνες της κοινωνικής διαχείρισης, και άλλες περιθωριακές, που κλήθηκαν να παίξουν ειδικούς ρόλους σε συγκεκριμένες συνθήκες. Αυτό που θα προσπαθήσω να καταδείξω είναι πως, πάρα το γεγονός ότι οι διαφορές τους μοιάζουν πολλές φορές αγεφύρωτες, οι θεωρίες αυτές δεν είναι αντικρουόμενες αλλά, αντίθετα, συνηγορούν υπέρ κοινών υλικών επιδιώξεων. Και όχι μόνον αυτό, αλλά η ίδια η φαινομενική τους αντιπαράθεση εγγυάται την οριστική έκβαση της μάχης υπέρ του κεφαλαίου. Θα προσπαθήσω, παρά τις πολλές παραλλαγές, να σχηματοποιήσω τις θεωρίες αυτές σε δυο βασικές κατηγορίες. Στην πρώτη, κατατάσσω τις διάφορες κριτικές στον νεοφιλελευθερισμό με νεο-κεϋσιανή χροιά, οι οποίες εξηγούν την κρίση με το περίφημο επιχείρημα της υποκατανάλωσης, ενώ στη δεύτερη, τις διάφορες εθνικές ή νεο-σοβινιστικές ερμηνείες, που εστιάζουν στις ειδικές μορφές που παίρνει η σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη μορφή κεφαλαίου σε σχέση με τις οικονομίες των διαφόρων κρατών και τον περίφημο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Είναι προφανές ότι αυτή η τυπολόγηση έχει ένα βασικό μειονέκτημα καθώς δείχνει να αγνοεί υβριδικές μορφές εξηγήσεων που παίρνουν στοιχεία και από τους δύο τύπους ερμηνειών. Ευελπιστώ να φανεί πως συμπεριλαμβάνω και αυτές τις εκδοχές στο γενικό πλαίσιο χωρίς να χαθεί το ουσιαστικό τους περιεχόμενο.
Νέο-κεϋνσιανισμός, αντι-νεοφιλελευθερισμός και θεωρίες της υποκατανάλωσης
Από την εποχή της πετρελαϊκής κρίσης στα μέσα της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές της επόμενης, οπόταν άρχισε να γίνεται σαφές ότι η πολιτική στροφή της συνολικής αμφισβήτησης του παρεμβατικού κράτους[2] αποκτούσε μόνιμα χαρακτηριστικά και οι επιπτώσεις της λεγόμενης νεοφιλελεύθερης πολιτικής (μαζικές απολύσεις, κοινωνία των 2/3, δομική ανεργία, αποβιομηχάνιση, περιθωριοποίηση κ.ά.) άρχισαν να γίνονται ορατές, σπάζοντας την αρχική ευφορία και διευρύνοντας την κοινωνική δυσαρέσκεια, μια σειρά από παρόμοιες κριτικές άρχισαν να αρθρώνονται. Με νωπές όμως τις μνήμες των αποτυχιών του κεϋνσιανού μοντέλου και ειδικότερα την αποτυχία του να υπερβεί την κρίση του ’70[3] αλλά και την προφανή αδυναμία του να ενσωματώσει χωρίς κλυδωνισμούς τις καινοτομίες του αυτοματισμού και της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης,[4] κανένας δεν αναφερόταν ακόμα ρητά στον Κέυνς.
Η αποτυχία της σοβιετικής μεταρρυθμιστικής στροφής τη δεκαετία του ’80, η οποία οδήγησε και στην τελική πολιτική κατάρρευση του οικοδομήματος, έδωσε στον νεοφιλελευθερισμό την ευκαιρία μιας νέας άνοιξης, καθώς οι χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ ζητούσαν εναγωνίως εκείνη την πολιτική που θα τους υποσχόταν τον καπιταλιστικό παράδεισο μια ώρα αρχύτερα. Όμως, σε λιγότερο από μια δεκαετία και με προεξέχουσα τη Ρωσία το 1998, όλες σχεδόν οι πρώην σοβιετικές οικονομίες κατέρρευσαν, οδηγώντας μάλιστα κάποιες φορές σε κοινωνικές εξεγέρσεις και συνθήκες εμφυλίου πολέμου.
Οι εμπειρίες αυτές οδήγησαν σε μια αναθέρμανση της κεϋνσιανής θεωρίας, καθώς δημιουργήθηκε η πεποίθηση πως μια ισχυρή κρατική παρέμβαση θα δυσκόλευε τη βίαιη και ληστρική συγκέντρωση πλούτου στα χέρια μιας μικρής ελίτ, θα απέτρεπε τη δημιουργία οικονομικών πυραμίδων και, άρα, την τελική κατάρρευση της οικονομίας. Πράγματι, μετά τα τραγικά γεγονότα στις χώρες του πρώην κρατικού καπιταλισμού, φάνηκε να δικαιώνεται η βασική παρατήρηση του Κέυνς περί των αιτιών της μεγάλης ύφεσης. Η απόλυτη ελευθερία των μεμονωμένων καπιταλιστών να συσσωρεύουν όλο και περισσότερο πλούτο κατακτώντας ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς, λειτουργεί αντίθετα προς τα συμφέροντα του συνολικού συστήματος της φιλελεύθερης οικονομίας, ή όπως χαρακτηριστικότερα το διατύπωσε ο ίδιος ο Κέυνς: οι καπιταλιστές, αν τους αφήσουμε ελεύθερους, θα καταστρέψουν τον καπιταλισμό.
Παρόλα αυτά, η αναβίωση της κεϋνσιανής υπόθεσης ήταν αρκετά ασθενική στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Έπρεπε να περάσουν άλλα είκοσι χρόνια και η χρηματοπιστωτική κρίση να χτυπήσει γερά την καρδιά της υπερδύναμης, ώστε οι νεο-κεϋνσιανές φωνές να σηκώσουν ανάστημα και να εξαπλωθούν σχεδόν σε όλες τις περιοχές της γης όπου έσκασε το κύμα της κρίσης. Στην τελευταία αυτή εξέλιξη συνέβαλε καθοριστικά και η πολιτική διάσωσης των μεγάλων τραπεζών και των ασφαλιστικών ταμείων με κρατικό χρήμα, η οποία πανηγυρίστηκε από ορισμένους —εντελώς λανθασμένα κατά τη γνώμη μας— ως το τέλος του νεοφιλελευθερισμού. Ειδικότερα, στις χώρες των PIGS όπου η κρίση οδήγησε σε διεθνή οικονομική επιτροπεία, οι διάφορες νέο-κεϋνσιανές φωνές, υπό τον μανδύα της αντίθεσης στην επιβαλλόμενη λιτότητα και με σημαία την τόνωση της ενεργούς ζήτησης, παρουσιάστηκαν ως η μόνη εναλλακτική στην εξωτερικώς επιβαλλόμενη πολιτική.
Υπάρχουν φυσικά πολλές και αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους νεο-κεϋνσιανές και αντι-νεοφιλελεύθερες θεωρίες. Οι διαφοροποιήσεις τους, όμως, δεν είναι ουσιαστικές, καθώς, παρά τις διαφορές τους στο επίπεδο του λόγου και τα ειδικά πολιτισμικά μοτίβα που ενσωματώνει κάθε αφήγηση, συγκροτούνται πάνω σε κοινές δομές και παραδοχές. Ας προσπαθήσουμε να σταχυολογήσουμε ορισμένα κοινά μοτίβα:
Α) Σε αντίθεση με τις παραδοσιακές κεϋνσιανές πολιτικές που διατυπώθηκαν σε μια εποχή έντονων κρατικών προστατευτισμών, οι νεο-κεϋνσιανές θεωρίες αποδέχονται το γεγονός ότι η παρούσα κρίση έχει παγκόσμια διάσταση (λόγω της διογκούμενης, διεθνοποιημένης μορφής της σημερινής αγοράς) και ότι, συνεπώς, απαιτείται για την επιβολή μιας νέας κεϋνσιανής πολιτικής μια διακρατική-παγκόσμια οικονομική ρύθμιση. Κάποιοι έχουν ονομάσει αυτό το μοντέλο διεθνή μηχανισμό ανακύκλωσης πλεονασμάτων, όπου τα τοπικά πλεονάσματα θα πηγαίνουν σε άμεσες επενδύσεις σε ελλειμματικές περιοχές. Αντίστοιχης λογικής είναι και οι κάθε λογής προτάσεις για διεθνή αμοιβαιοποίηση ή κούρεμα των κρατικών χρεών, μια ιδέα που είχε πάρει τη μορφή κινήματος την προηγούμενη δεκαετία σε σχέση με τα υπερχρεωμένα κράτη των πρώην αποικιών. Η νέα διατύπωση του επιχειρήματος δεν έχει βέβαια μια τέτοια «ανθρωπιστική» διάσταση, καθώς διατυπώνεται για οικονομίες ενταγμένες στο οικονομικό δίκτυο του «πρώτου κόσμου». Το επιχείρημα μιας τέτοιας πρότασης βασίζεται στην κεντρική υπόθεση της κεϋνσιανής θεωρίας περί αναγκαιότητας διάχυσης των πλεονασμάτων, με στόχο την εξισορρόπηση του συστήματος και την αποτροπή των κρίσεων. Η θέση αυτή εντοπίζει την αιτία της κρίσης όχι στη συσσώρευση πλούτου και ιδιοκτησίας (που με τη σειρά της ενεργοποιεί αναπόφευκτα τον νόμο της πτωτική τάσης του ποσοστού κέρδους) αλλά στη μη αναδιανομή των χρηματικών πλεονασμάτων.
Β) Θεωρούν πως βασική ευθύνη για την οικονομική κρίση έχουν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές των τελευταίων σαράντα ετών που κατέστησαν τα κράτη και τους διεθνής μηχανισμούς ανίσχυρους ως προς την πυροσβεστική αντιμετώπιση έκτακτων προβλημάτων, δίνοντας απεριόριστους βαθμούς ελευθερίας στην αυτορρύθμιση της αγοράς, η οποία, εξαιτίας των αντιφάσεών της, έχει την τάση να… απορρυθμίζεται τάχιστα. Θεωρούν, κρίνοντας αναδρομικά, πως η λεγόμενη νεοφιλελεύθερη οικονομική στροφή στις αρχές των δεκαετιών του ’70 και του ’80 (που ξεκίνησε με την κατάρρευση του συστήματος του Bretton Woods) ήταν το αποτέλεσμα της αδηφάγας εμμονής του μεγάλου κεφαλαίου για περισσότερα κέρδη, στο οποίο οι κρατικοί κανονισμοί έθεταν αντι-μονοπωλιακούς περιορισμούς. Η στροφή αυτή, θεωρούν, διέλυσε μακροπρόθεσμα την παραγωγική βάση της οικονομίας και οδήγησε αναπόφευκτα τόσο στην κατάρρευση των κρατικών εσόδων όσο και στην πτώση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Παρομοίως, η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση αποδόθηκε στην ηθική απληστία των διαχειριστών του διεθνούς χρηματοπιστωτισμού, στους οποίους θυροκολλήθηκαν ξανά χαρακτηρισμοί βγαλμένοι από τον μεσοπόλεμο: τοκογλύφοι, παρασιτικό κεφάλαιο κ.ά.[5]
Γ) Πιστεύουν ότι η αντίστροφη πορεία ενίσχυσης της ενεργούς ζήτησης με άμεσες δημόσιες χρηματικές πριμοδοτήσεις, παρά την αυτονόητη χρηματική απαξία, θα δημιουργήσει πολλαπλασιαστικό αντίκτυπο στην οικονομική μεγέθυνση, με αποτέλεσμα την υπέρβαση της παρούσας κρίσης (και κάθε κρίσης με παρόμοια χαρακτηριστικά) και την ταυτόχρονη αύξηση της απασχόλησης και της γενικής κοινωνικής ευημερίας.
Ας δούμε, όμως, συνοπτικά τι ξεχνούν τέτοιου είδους θεωρήσεις:
Ι) Η πολιτική στροφή κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 μπορεί να έγινε οικονομική σημαία ηγετών όπως ο Ρήγκαν, η Θάτσερ ή ο Πινοσέτ και οικονομολόγων όπως ο Φρίντμαν, δεν αποτέλεσε, όμως, μια στενά πολιτική απόφαση. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, θα περιοριζόταν στο πλαίσιο μερικών μόνο χωρών. Αντίθετα με όσα ισχυρίζονται οι νεο-κεϋνσιανές αφήγησης, η νεοφιλελεύθερη στροφή ήταν μια αναγκαστική στρατηγική του καπιταλισμού, αφού η συστηματική αποτυχία του παρεμβατικού κράτους (ειδικότερα από τις αρχές του ’70) να στηρίξει τις κοινωνικές υποδομές χωρίς να συσσωρεύσει δυσβάσταχτα ελλείμματα (τα οποία δημιουργεί λόγω του εσωτερικού δανεισμού και, δευτερευόντως, του εξωτερικού), είχε οδηγήσει σε στασιμοπληθωρισμό και μεγάλη οικονομική επιβράδυνση. Παράλληλα, η εισαγωγή των καινοτομιών του αυτοματισμού δεν ήταν παρά μια αυτονόητη στρατηγική των βιομηχανιών, που ήθελαν να παραμείνουν ανταγωνιστικές μέσα στις νέες συνθήκες. Είναι παράλογο να πιστεύει κανείς πως θα μπορούσε οποιοδήποτε καπιταλιστικό κράτος να περιορίσει την είσοδο του αυτοματισμού στην παραγωγή υπό τον φόβο της αύξησης της ανεργίας. Κάτι τέτοιο, εκτός των άλλων, θα ήταν προφανώς άμεσα αυτοκτονικό για το κεφάλαιο (του οποίου το κράτος, ας μην το ξεχνάμε, είναι η πολιτική του μορφή).
ΙΙ) Ως προς τις αιτίες της παρούσας κρισιακής σπείρας, οι θεωρίες αυτές κατηγορούν συνήθως τη λεγόμενη χρηματοπιστωτική επέκταση, μια στρατηγική του κεφαλαίου που ακολουθήθηκε κυρίως μετά το 2000 και βασίστηκε στην αλματώδη ανάπτυξη και απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών προϊόντων και, κυρίως, των παραγώγων. Αποτέλεσμα ήταν η διοχέτευση τεράστιων κεφαλαίων στη χρηματιστηριακή αγορά και η δημιουργία ενός πεδίου εικονικής κερδοφορίας πολλαπλάσιου των παραδοσιακών τομέων της οικονομίας. Μια τέτοια πολιτική ήταν, λένε, λανθασμένη καθώς οδήγησε, αφενός, στην απαξίωση της παραγωγικής βάσης και, αφετέρου, στη δημιουργία τεράστιων χρηματιστηριακών φουσκών. Αυτό που ξεχνούν, ωστόσο, είναι πως αυτή η επέκταση ήταν η μόνη λογική (αν και απέλπιδα) στρατηγική απέναντι στην οικονομική πραγματικότητα των δεκαετιών 70 και 80, μια πραγματικότητα συνεχούς πρώτης της παραγωγικότητας και διαρκώς ανεμικής έως και μηδενικής ανάπτυξης. Ευελπιστούσαν πως η εξαργύρωση της προσδοκώμενης μελλοντικής κερδοφορίας, το οικονομικό άλμα προς τα εμπρός (Κλίντον), θα αλλάξει το οικονομικό κλίμα[6] και ότι η ώθηση του εικονικού χρήματος θα αναστρέψει τις συνέπειες της συνεχούς πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Με άλλα λόγια, ο δυτικός καπιταλισμός ήλπιζε πως θα επιβιώσει με πίστωση. Δεν ήταν, λοιπόν, η εκλιπούσα ηθική των golden boys αλλά τα δομικά αδιέξοδα του καπιταλισμού που υπαγόρευσαν την πιστωτική επέκταση της τελευταία δεκαπενταετίας, και αυτό φαίνεται να το παραβλέπουν οι θιασώτες του Κέυνς.
ΙΙΙ) Υπάρχει επίσης και μια ιδεολογική στρέβλωση ως προς τη βασική ιστορική τους αναφορά. Η περίοδος του παρεμβατικού κράτους που χαρακτηρίστηκε (τουλάχιστον στην αρχή) από υψηλή ανάπτυξη και πολύ χαμηλή ανεργία, βασίστηκε σε παράγοντες εντελώς συγκυριακούς, όπως η καταστροφή σε υποδομές και σταθερό κεφάλαιο που έφεραν οι παγκόσμιοι πόλεμοι. Επίσης, η συνθήκη αυτή περιορίστηκε —καθόλου τυχαία— σε μικρές και προστατευμένες οικονομικές ζώνες (κυρίως σε χώρες της δυτικής Ευρώπης,) οι οποίες μπορούσαν να αιμοδοτούν το παρεμβατικό σύστημα εξ αιτίας της προνομιακής τους θέση στον διεθνή οικονομικό καταμερισμό. Όταν οι συγκυριακές αυτές συνθήκες παρήλθαν, οι παρεμβατικές οικονομίες οδηγήθηκαν πολύ γρήγορα σε τρομακτικά ελλείμματα, στασιμοπληθωρισμό και μηδενική ανάπτυξη. Το παράδειγμα της Ιαπωνίας είναι ίσως το πλέον χαρακτηριστικό. Το οικονομικό της θαύμα κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, με τους αλματώδεις ρυθμούς ανάπτυξης και τις γενναίες κοινωνικές παροχές, οδηγήθηκε ταχύτατα σε μαρασμό και, όταν έγινε σαφές πως η οικονομική μεγέθυνση δεν ήταν δυνατόν να κρατιέται σε τόσο υψηλά ποσοστά εις το διηνεκές, αμφισβητήθηκε πολιτικά. Αν δεν θέλουμε σήμερα να εθελοτυφλούμε, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως το λεγόμενο «κοινωνικό» κράτος, που στη δύση έγινε το ιδεολογικό όχημα της σοσιαλδημοκρατίας, αποδείχθηκε ότι μπορούσε να υπάρχει μόνον σε μια συγκυριακή οικονομική συνθήκη όπου η παραγωγική βάση, είτε λόγω καταστροφής (πόλεμος) είτε λόγω άλλης παραγωγικής «καθυστέρησης», ερχόταν σε προφανή αναντιστοιχία με τη διαθέσιμη καινοτομία. Αλλά αυτή η συγκυρία, όπως θα δούμε και παρακάτω, δεν μπορεί να αλλάξει τη βασική πορεία της καπιταλιστική οικονομίας, πολλώ δε μάλλον να θεραπεύσει τις κύριες αντιφάσεις της.
ΙV) Καμία κεϋνσιανή θεωρία δεν μπορεί να απαντήσει σε ένα πολύ βασικό ερώτημα που άπτεται της κεντρικής της επιδίωξης: την τόνωση της ενεργούς ζήτησης μέσω της επιδίωξης της καθολικής απασχόλησης. Εδώ, προκύπτει αβίαστα ένα ερώτημα, καθώς η ανταγωνιστική παρουσία της σύγχρονης παραγωγής προϋποθέτει την εισαγωγή υψηλής τεχνολογικής καινοτομίας που, με τη σειρά της, συμπιέζει ένα μεγάλο μέρος της ανθρώπινης εργασίας. Καμία οικονομία πλήρους απασχόλησης δεν μπορεί σήμερα να έχει ανταγωνιστική παραγωγική βάση και αυτό είναι κάτι που το γνωρίζουν καλά οι θιασώτες του σύγχρονου καπιταλισμού. Μπορεί η παραγόμενη δομική ανεργία να μειώνει την τελική κερδοφορία του κεφαλαίου (και αυτό τροφοδοτεί ξανά τα αίτια της κρίσης υπερσυσσώρευσης), όμως κανένα κεφάλαιο δεν μπορεί υπερβεί τη βασική λογική του …αυτοκτονώντας. Διότι μόνο ως αυτοκτονία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η μη εισαγωγή της διαθέσιμης καινοτομίας μια δεδομένη στιγμή, αφού, την ίδια στιγμή, κάτι τέτοιο θα πράξει ο τοπικός ή/και ο διεθνής ανταγωνισμός.
Ο νεο-κεϋνσιανισμός έχει έναν αντίποδα. Τον νεοφιλελευθερισμό. Αντίθετα, όμως, προς την κοινώς διαδεδομένη πεποίθηση πως κεϋνσιανισμός και φιλελευθερισμός αντιπροσωπεύουν δύο αντιτιθέμενα στρατόπεδα με αγεφύρωτες διαφορές, η αλήθεια είναι διαφορετική. Αν φέρουμε στο νου μας την ιστορική εμπειρία του 20ού αιώνα και αν αφαιρέσουμε τον μεσοπρόθεσμο θόρυβο, μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε πως και οι δύο αυτές πολιτικές που δείχνουν να εναλλάσσονται σε μια ιστορική τραμπάλα, δεν είναι τίποτ’ άλλο από ένας μηχανισμός ρύθμισης και απελευθέρωσης της αγοράς και του κεφαλαίου ανάλογα με τις εκάστοτε παραγωγικές αναγκαιότητες του καπιταλισμού. Αν υποθέσουμε πως πραγματικός στόχος του καπιταλισμού είναι η διαρκής επέκταση, αυτή η στρατηγική δείχνει να ρυθμίζεται από μια ιστορική ισορροπία μεταξύ των πολιτικών απελευθέρωσης της αγοράς και επιβολής περιορισμών στην αλληλοδιαδοχή τους. Ως ένα αόρατο πνεύμα της οικονομικής ιστορίας, ο καπιταλισμός έχει εφεύρει μια ρυθμιστική κάνουλα για να εξισορροπεί διαδοχικά το σύστημα. Όταν οι παρεμβατικές πολιτικές καθηλώνουν την επέκταση μέσω των περιορισμών, μόνη λύση φαντάζει η απελευθέρωση της αγοράς, και όταν η απορυθμισμένη αγορά υπεισέρχεται σε κρίση, έρχονται οι κρατικοί περιορισμοί για να τη συμμαζέψουν. Επιπρόσθετα, η αντιπαράθεση φαίνεται να δημιουργεί ένα έξοχο πολιτικό δίπολο, που λειτούργησε εκτονωτικά σε όλες τις κρίσεις που χαρακτήρισαν τον αιώνα. Η ίδια η πολιτική (και όχι μόνο οικονομική) ισορροπία του καπιταλισμού επέβαλε αυτήν τη διπολική διαμόρφωση, η οποία προστάτευσε τον ίδιον τον καπιταλισμό από κάθε απόπειρα εκ θεμελίων αμφισβήτησής του. Η ιδεολογική προστασία του καπιταλισμού και κάθε συστήματος κυριαρχίας δεν είναι, όμως, όπως εξηγήσαμε, μόνο πολιτική ή εικονική αλλά και υλική. Γιατί, σε τελική ανάλυση, η επιτυχία ενός συστήματος που βασίζεται στην οικονομική ευημερία, κρίνεται στον βαθμό συναίνεσης που είναι σε θέση να αποσπάσει. Θέλουμε να πιστεύουμε πως αυτή η ικανότητα συναίνεσης έχει κάποια φυσικά όρια πέραν των οποίων θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως αρχίζει μια καθολική αμφισβήτηση. Θέλουμε να πιστεύουμε. Αν αναλογιστούμε, βέβαια, την «εθελοντική» αλληλοσφαγή σχεδόν 200 εκατομμυρίων προλετάριων στους δύο παγκοσμίους πολέμους, μπορούμε να αντιληφθούμε τον βαθμό κρισιμότητας αυτής της ιδεολογικής συναίνεσης.
Εθνικές ερμηνείες της κρίσης: οικονομικός σοβινισμός και θεωρίες οικονομικής εξάρτησης.
Ας δούμε τώρα, κάπως συνοπτικά, τη δεύτερη βασική κατηγορία θεωριών εξήγησης της κρίσης. Εδώ έχουμε αρκετές παραλλαγές της παλαιάς εθνοκεντρικής ρητορικής, με στοιχεία ενός απαρχαιωμένου αντι-ιμπεριαλισμού και ενός νεόκοπου σοβινισμού, που απαντάται κυρίως σε περιφερειακές οικονομίες, των οποίων η εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση καθορίζεται μεν εν μέρει από το τυπικό καπιταλιστικό δίπολο που αναπτύξαμε προηγουμένως, αλλά προκαθορίζεται δυναμικά από τη γεωπολιτική μάχη συμφερόντων μεταξύ των προστάτιδων μεγάλων δυνάμεων. Η γεωπολιτική ισορροπία δεν καθορίζει μόνο την εξωτερική αλλά και την εσωτερική πολιτική. Η θέση του κράτους στον διεθνή εμπορικό καταμερισμό, οι γεωπολιτικές και εμπορικές του συμμαχίες, οι σφαίρες επιρροής και οι βαθμοί συμμετοχής μια αγοράς στην ανοιχτή διεθνή αγορά χωρίς δασμούς, καθορίζουν το πλήρες οικονομικό πρόγραμμα. Εδώ, οι εξηγήσεις της κρίσης ποικίλουν από κράτος σε κράτος. Το σχήμα, όμως, έχει παντού εκπληκτικές ομοιότητες. Το αίτιο της κρίσης αποδίδεται στη διεθνή θέση της χώρας και στον βαθμό εξουσίας που έχουν πάνω στην οικονομία της οι διάφοροι διεθνικοί οργανισμοί και οι μεγάλες οικονομικές δυνάμεις. Κοινός εχθρός είναι πάντα η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και οι διεθνείς ελίτ που τη διοικούν. Συνήθης —αν και δεν χαρακτηρίζει όλες τις περιπτώσεις— είναι και η συνύπαρξη με τυπικές θεωρίες συνωμοσίας. Σε αυτή την αφήγηση, τα αντικρουόμενα ταξικά συμφέροντα εντός της χώρας εξαλείφονται, καθώς θεωρούνται στην καλύτερη περίπτωση δευτερεύοντα (ενώ στη χειρότερη επικίνδυνα!), αφού ο στόχος είναι η κοινή πάλη όλων, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, ενάντια στον εξωστικό εχθρό.
Θα ήταν πιστεύω περιττό να εξηγήσω εδώ το πώς τέτοιες οπτικές δεν έχουν καμία απολύτως αναλυτική αξία εντός του σύγχρονου καπιταλισμού. Οι λόγοι, όμως, ανάπτυξης και εξάπλωσης τέτοιων αφηγημάτων οφείλουν να εξηγηθούν και, εν τέλει, στο μέτρο που επιδιώκουμε μια άλλη εξήγηση της κρίσης, να αποδομηθούν. Τι είναι αυτό που αναζωπυρώνει τέτοιες θεωρίες στις μέρες μας;
Θα πρέπει να σκεφτούμε τον ιστορικό ρόλο του κράτους. Συνηθίζουμε να λέμε πως το κράτος είναι η πολιτική μορφή της αγοράς, τι σημαίνει όμως αυτό; Στον ύστερο μεσαίωνα, η πόλη-κράτος αποτέλεσε τον πρώτο πολιτικό ρυθμιστή της αγοράς. Όσο όμως η αγορά εξαπλωνόταν και η κυριαρχία της αστικής τάξης υπερφαλάγγιζε τη φεουδαρχία, ξεπερνώντας τα όρια των μικρών αγορών στις πόλεις, έπρεπε να εφευρεθεί μια νέα πολιτική μορφή, ικανή να αναμορφώσει τις νομικές σχέσεις κατά τα πρότυπα της εμπορικής συναλλαγής. Αυτή η μορφή ήταν το νεωτερικό εθνικό κράτος, που μπορεί να πάτησε πάνω σε ορισμένες παλιές αυτοκρατορίες (άλλες βέβαια τις διέλυσε), αλλά, στην πραγματικότητα, αποτέλεσε μια εντελώς νέα μορφή οργάνωσης της κοινωνίας. Στις μέρες μας, με τους ταχύτατους ρυθμούς ενοποίησης των αγορών, είναι προφανές πως το παλιό έθνος κράτος αμφισβητείται, καθώς η διεθνοποιημένη αγορά, προκειμένου να λειτουργήσει ως τέτοια, αφενός απαιτεί τη δημιουργία υπερκρατικών ρυθμιστικών μηχανισμών και, αφετέρου, τη σταδιακή μεταφορά (σε αυτούς τους μηχανισμούς) λειτουργιών των παλιών κρατών. Η αίσθηση ότι στα παλιά έθνη κράτη θα παραμείνουν οι πολιτισμικές λειτουργίες (γλώσσα, παιδεία, κουλτούρα, θρησκεία κ.ά.), ό,τι δηλαδή συγκροτούσε την εθνική ιδεολογία, δίνει ακόμα την ψευδαίσθηση μιας συνέχειας. Όμως, όσο υπάρχει καπιταλισμός που ενοποιεί το υπέδαφος της αγοράς, η παραμένουσα τυπική κυριαρχία των κρατών δεν μπορεί παρά να είναι παροδική. Όπως το εθνικό κράτος κατήργησε κάποτε τις παλιές κοινότητες για να εγκαθιδρύσει το laissez-faire, έτσι και τώρα το έθνος κράτος μοιραία θα καταργηθεί προς όφελος ευρύτερων πολιτικών δομών. Η γέννηση, λοιπόν, αφηγημάτων υπεράσπισης ενός εθνικού καπιταλισμού δεν εκφράζει τίποτα παραπάνω από την απέλπιδα αντίδραση σε μια διαδικασία παγκοσμιοποίησης των αγορών, διακηρύσσοντας την πίστη της σε μια προστατευμένη οικονομία στο πλαίσιο του εθνικού ζωτικού χώρου. Παρόμοιες ιδεολογίες εκφράζουν τα συμφέροντα τμήματος των εθνικών ελίτ που συνθλίβονται από τον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Η συγκρότηση εθνικιστικών κινημάτων που μιλούν υπέρ της ενίσχυσης του έθνους κράτους δεν αποτελεί έναν συγκεκαλυμμένο αντικαπιταλιστικό πόλο απέναντι στην παγκοσμιοποίηση των αγορών, αλλά έναν νοσταλγικό καπιταλισμό προηγούμενης εποχής. Η επανεμφάνιση μιας εθνικιστικής ιδεολογίας τη στιγμή που το έθνος κράτος καταργείται από την ίδια τη δυναμική του καπιταλισμού, αποτελεί τον επιθανάτιο ρόγχο του και σε καμία περίπτωση δεν συνιστά μια δυνάμει αντικαπιταλιστική δυναμική.
Μια εναλλακτική θεώρηση: η εργασία ως κεντρικός πυλώνας της κρίσης
Έγινε νομίζω σαφές πως οι κυρίαρχες αφηγήσεις για τα αίτια της κρίσης δεν αποτελούν παρά μορφές της καπιταλιστικής ιδεολογίας, που σκοπό έχουν περισσότερο να συγκαλύψουν παρά να αποκαλύψουν τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος. Και ως τέτοιες, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αποτελέσουν τη βάση για την ανάπτυξη μιας αντικαπιταλιστικής κριτικής του υπάρχοντος. Για να αναζητήσουμε μια τέτοια βάση, θα πρέπει να επιχειρήσουμε να διαυγάσουμε την κρίση από την οπτική του βασικού θεμελίου του καπιταλισμού και του βασικού του εμπορεύματος: την εργασία.
Ποια είναι, λοιπόν, η σχέση της εργασίας με την καπιταλιστική κρίση; Και λέγοντας εργασία, αναφερόμαστε καταχρηστικά στην ετερόνομη εκδοχή, δηλαδή στην εμπορικά εκμεταλλεύσιμη μορφή της, η τιμή της οποίας καθορίζεται από την αγορά. Όπως μαρτυρούν όλα τα στοιχεία σε παγκόσμιο επίπεδο, ήδη από τη δεκαετία του ’60, και παράλληλα με τη συνεχώς εντεινόμενη πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, υπάρχει μια σταθερή μείωση της εργασίας. Αυτό δεν σημαίνει πως οι άνθρωποι δουλεύουν λιγότερο (στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο), αλλά πως το συνολικό ποσό της ανθρώπινης εργασίας από την οποία (και μόνο) παράγεται υπεραξία κινείται καθοδικά. Και αυτό συμβαίνει παρά την αύξηση του παγκοσμίου ΑΕΠ ή την ένταξη νέων αγορών (π.χ. Κίνα) στο παγκόσμιο σύστημα εμπορίου και συναλλαγών.
Αυτή η μείωση συνεπιφέρει μια δομική κρίση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης σε όλο τον κόσμο. Η αναλογία εργαζομένων/συνταξιούχων, η οποία μειώνεται σταθερά καθ’ όλη τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών, δεν οφείλεται κυρίως στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής (αύξηση παρανομαστή) καθότι αυτή σχεδόν αμελητέα, αλλά στη μείωση της εργασίας (μείωση αριθμητή). Και αν αυτή η διαπίστωση είναι πλέον κοινός τόπος στις περισσότερες αναλύσεις, υπάρχει διαφωνία ως προς το αίτιό της. Αρκετοί αναλυτές θεωρούν τη μείωση της εργασίας ως το κυρίαρχο αίτιο της συνεχιζόμενης καπιταλιστικής κρίσης (δηλαδή της μείωσης του ποσοστού κέρδους), ενώ άλλοι ως το αποτέλεσμά της. Υπάρχουν αρκετά μοντέλα που με απλές ή και εξισώσεις που έχουν προταθεί τα τελευταία χρόνια για να εξηγήσουν το φαινόμενο. Είναι, όμως, βέβαιο πως μια ανάλυση του καπιταλισμού δεν μπορεί να βασίζεται σε απλά ντετερμινιστικά μοντέλα, που παρέχουν κατά κύριο λόγο αμφιμονοσήμαντες εξηγήσεις της μορφής «αίτιο-αποτέλεσμα», αλλά σε πιο προσεκτικές και συνολικές αναλύσεις. Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση στο ερώτημα για το ποιοι έχουν δίκαιο και ποια είναι η πρωταρχική αιτία της καπιταλιστικής κρίσης δεν πρέπει να αφορά κυρίαρχα τους ανθρώπους της εργασίας. Αντίθετα, η συζήτηση αυτή μπορεί να εγκλωβίσει την εργατική τάξη σε μια αδιέξοδη αντιπαράθεση για το ποια στρατηγική θα δώσει λύση στο πρόβλημα του καπιταλισμού· μια αντιπαράθεση που, από κάθε πιθανή έκβασή της, ο κόσμος της εργασίας θα βγει χαμένος.
Ας σταθούμε για λίγο εδώ. Η κρίση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης παίρνει σήμερα παγκόσμιες διαστάσεις. Οι τρύπες των ασφαλιστικών ταμείων υπολογίζονται σε πολλαπλάσιες των αντίστοιχων τραπεζικών. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η βασική αιτία της κρίσης τους είναι η μείωση της βασικής πηγής χρηματοδότησής τους, δηλαδή της εργασίας. Ποια είναι, όμως, η βάση της κρίσης της εργασίας; Το γεγονός ότι, μέσα στον κύκλο της καπιταλιστικής παραγωγής, συμμετέχουν πολύ λιγότεροι άνθρωποι, δεν σημαίνει ότι αυτοί δεν δουλεύουν, αλλά ότι δουλεύουν στο περιθώριο της αγοράς εργασίας. Αυτή η διαδικασία πήρε ραγδαίες διαστάσεις μετά τη νεοφιλελεύθερη στροφή. Με βασικό σκηνικό τις χώρες της Λατινικής Αμερικής των προηγούμενων δεκαετιών, οι μεγάλες οικονομικές κρίσεις ρυθμίστηκαν από την εξουσία πετώντας ένα τεράστιο τμήμα της εργατικής δύναμης εκτός εργασίας. Έτσι, ένα σημαντικό τμήμα του εργατικού δυναμικού αναγκάστηκε, προκειμένου να επιβιώσει, να εργάζεται σε δουλείες χωρίς ασφάλιση και δικαιώματα. Οι λεγόμενες κοινωνίες των 2/3, όπου το 1/3 του πληθυσμού χάνει την πρόσβασή του στην αγορά εργασίας, επεκτάθηκαν τάχιστα σε όλο τον πλανήτη. Στον πρώτο κόσμο, τα ποσοστά της δομικής ανεργίας είναι μεγαλύτερα από ποτέ, ενώ σε πολλές χώρες η πολυδιαφημιζόμενη εξισορρόπηση της ανεργίας είναι απλά τεχνητή, καθώς βασίζεται στην απορρύθμιση της αγοράς εργασίας μέσω της ελαστικής απασχόλησης και της θεσμοποιημένης ανασφάλιστης σχέσης. Εκεί που δούλευε ένας, τώρα δουλεύουν δύο με τον μισό μισθό.
Κρίσιμος παράγοντας για την εξουσία είναι, ασφαλώς, η συναίνεση του πληθυσμού. Η συναίνεση επιτυγχάνεται, αφενός, με την ηθική θεοποίηση της εργασίας. Η εργασία δεν παρουσιάζεται απλά ως ένα καλό ανάμεσα στα άλλα, μα ως η ουσία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος που δεν εργάζεται πρέπει να αισθάνεται παρίας. Σε αυτή την ηθική συνέβαλε φυσικά και η θεσμική αριστερά, από τη ρητορική της οποίας είχε προ πολλού εξαφανιστεί κάθε κριτική της εργασίας. Η άλλη όψη της ηθικοποίησης της εργασίας είναι το φόβητρο του κοινωνικού περιθωρίου στο οποίο οδηγεί η ανεργία. Έτσι, το υποκείμενο συναινεί σε μορφές απασχόλησης χωρίς δικαιώματα με τρομερά χαμηλή αντιμισθία. Οι νέες εργασιακές σχέσεις χαρακτηρίζονται σε όλον τον κραταιό δυτικό κόσμο από τεράστια ποσοστά μερικής απασχόλησης. Σύμφωνα με στοιχεία απ’ όλους τους οργανισμούς, περίπου το 2/5 των σημερινών θέσεων εργασίας αφορούν θέσεις μερικής απασχόλησης. Η συναίνεση αποσπάται, αφετέρου, με την τεχνητή μείωση του «ενεργού πληθυσμού» που επιτυγχάνουν οι διάφορες πολιτικές δια βίου μάθησης καθώς και τα προγράμματα συνεχούς επανακατάρτισης ανέργων, με μοναδικό σκοπό την ψυχολογική διαχείριση του φαινομένου.
Παράλληλα, η ρατσιστική ρητορική ενάντια στην απειλή που εκφράζουν οι μετανάστες λειτουργεί ως μοχλός οικονομικής συμπίεσης του ημερομισθίου. Οι μετανάστες, βεβαίως, δεν απειλούν τις δουλειές των ντόπιων, αλλά ανταγωνίζονται γι’ αυτές που κινούνται εκτός των νομικών θωρακίσεων που υφίστανται για τους πολίτες. Οι μετανάστες κάνουν εξ ορισμού δουλειές εκτός του παραδοσιακού κύκλου εργασιών, στο περιθώριο της νομιμότητας ή και στο επίπεδο μιας θεσμοποιημένης παρανομίας, όπως στις ΗΠΑ. Τα διαφορετικά όμως επίπεδα νομιμότητας μεταξύ των εργαζομένων (ντόπιων και μεταναστών) λειτουργούν ως συντηρητές της παγιωμένης ανισότητας και πυραμίδας, εξασφαλίζοντας τη συναίνεση στη διαχείριση της κρίσης της εργασίας προς όφελος των αφεντικών.
Δεδομένης της συνεχιζόμενης νεοφιλελεύθερης στροφής και της ολοένα ταχύτερης εισαγωγής καινοτομιών (ο κύκλος απαξίωσης των οποίων βαίνει διαρκώς μειούμενος), βρισκόμαστε σε μια διαρκή και εντεινόμενη κρίση της εργασίας. Όπως συνηγορούν όλα τα στοιχεία, το πραγματικό μέγεθος της συνολικής απασχόλησης μειώνεται σταθερά. Το κρίσιμο αυτό γεγονός για την εξήγηση της κρίσης, γίνεται συστηματική προσπάθεια να συσκοτιστεί, ακριβώς γιατί μια τέτοια ολέθρια αλήθεια δεν μπορεί να «πουληθεί πολιτικά στις πλατείες μάζες», όπως ομολόγησε κυνικά ένας παλαιός διευθυντής της Παγκόσμιας Τράπεζας. Όλοι οι γνωστοί οικονομολόγοι ανεξαιρέτως, ακόμα και οι κατ’ όνομα μαρξιστές, προσποιούνται πως η μείωση της απασχόλησης είναι βραχυπρόθεσμο αποτέλεσμα της κρίσης και πως η αλλαγή πολιτικής προς τη μία ή την άλλη πλευρά της γνωστής τραμπάλας (νεο-κεϋνσιανισμός — νεοφιλελευθερισμός) θα φέρει ξανά: δουλειές, δουλειές, δουλειές.
Στον αντίποδα, όλα τα δεδομένα που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας συνηγορούν υπέρ δύο βασικών συμπερασμάτων. Πρώτον, ότι η κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού είναι διαρκής και βασίζεται στο αξεπέραστο εμπόδιο υπέρβασης των συνεπειών του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Διότι, όσες τεχνικές λύσεις κι αν έχουν επιστρατευτεί κατά καιρούς, από τις πολιτικές ήπιου κρατικού παρεμβατισμού μέχρι την πλήρη αμφισβήτηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής (κρατικός καπιταλισμός), από την ιδιωτικοποίηση όλων των υποδομών, την αγοραία εξάπλωση/εμπορευματοποίηση όλων των πτυχών της καθημερινής ζωής, τον πόλεμο και τη μαζική καταστροφή υποδομών μέχρι την ολοκληρωτική χρηματοπιστωτική επέκταση με τη συστηματική κεφαλαιοποίηση της μελλοντικής κερδοφορίας, δεν έχουν καταφέρει να ανακόψουν την διαρκή καθοδική πορεία. Η παρατήρηση πως, παρά την εντυπωσιακή του ανάπτυξη, ο καπιταλισμός βρίσκεται σε διαρκή κρίση, απόρροια της εξάρτησής του από τις συνέπειες των δομικών του αντιφάσεων, είναι σήμερα πιο ξεκάθαρη από ποτέ. Τα στοιχεία που συνοψίχζει το σχετικά πρόσφατο άρθρο του Esteban Maito[7] είναι εντυπωσιακά. Με γνωστά πλέον τα στοιχεία από το 1870 αιώνα, μπορούμε να δούμε μια σχεδόν γραμμική πτώση του ποσοστού κέρδους[8] από το 41 στο 9%. Ο μέσος ρυθμός προδίδει μια ποσοστιαία μείωση της τάξης του 2,1% ανά δεκαετία, πράγμα που, αν συνεχιστεί με παρόμοια ένταση, συνηγορεί υπέρ της πρόβλεψης πως τα ξεσπάσματα της κρίσης το επόμενο διάστημα θα παρουσιάζουν διαρκώς αυξανόμενη συχνότητα, ενώ δεν είναι καθόλου απίθανο να επιχειρηθούν κινήσεις πολιτικού πανικού, όπως λόγου χάρη ένας παγκόσμιος πόλεμος. Οι καταπιεσμένοι του πλανήτη θα πρέπει να βρίσκονται σε εγρήγορση και διαρκή προετοιμασία για την αποτροπή μιας τέτοιας δυσοίωνης προοπτικής.
Ένα δεύτερο συμπέρασμα που προκύπτει από τα δεδομένα και το οποίο, όπως θα προσπαθήσω να δείξω, είναι κατά τη γνώμη μου αλληλένδετο με το πρώτο, είναι ότι παρουσιάζεται μια προοδευτική μείωση της απασχόλησης. Αρκετοί ερευνητές έχουν καταδείξει τη διαρκή κρίση της εργασίας και τη συνακόλουθη κατάρρευση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης μετά τη νεοφιλελεύθερη στροφή της δεκαετίας του ’70. Χωρίς να αμφισβητούμε πως αυτή η δεκαετία είναι πράγματι κρίσιμη, καθώς η είσοδος του αυτοματισμού στην παραγωγή μείωσε σημαντικά την ποσότητα των βιομηχανικών εργατών (όπως αντίστοιχα και η είσοδος της πληροφορικής από τη δεκαετία του ’90 μέχρι και σήμερα στους τομείς των υπηρεσιών), μια τέτοια προσέγγιση κρύβει παγίδες. Είναι εύκολο να αποδοθεί η κρίση της απασχόλησης στην πολιτική σφαίρα των αποφάσεων. Στην πραγματικότητα, η πολιτική σφαίρα ακολούθησε τη μόνη δυνατότητα που είχε ο καπιταλισμός της περιόδου. Αναλύσαμε προηγουμένως το πώς η νεοφιλελεύθερη στροφή αποτέλεσε επιλογή επιβίωσης του καπιταλισμού και όχι στενά πολιτική απόφαση. Αν δεν ακολουθούσε αυτή τη στροφή, η Δύση θα είχε το τέλος των κρατών της πρώην κεντρικά σχεδιοποιημένης οικονομίας, που ως προς αυτή τη στροφή παρουσιάστηκαν διστακτικά. Ένας δεύτερος κίνδυνος είναι να παραγνωριστεί το γεγονός πως η πτώση της εργασίας αποτελεί εγγενή τάση του καπιταλισμού. Αυτή η παρατήρηση δεν μπορεί να γίνει άμεσα κατανοητή γιατί προσκρούει στην κοινή εμπειρία. Όμως, και εδώ τα δεδομένα είναι αμείλικτα. Με βάση τα στοιχεία της Employment Situation Release ο Kliman παρουσιάζει τον μέσο χρόνο ανεργίας στις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια.[9] Παρά την προφανή αντίφαση των στοιχείων με την κοινή αντίληψη που λέει πως «όσο ο καπιταλισμός αναπτύσσεται δημιουργεί περισσότερη απασχόληση», συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Η αντίφαση αυτή μπορεί να εξηγηθεί αν σκεφτούμε τη διάζευξη μεταξύ του άμεσου και του μακροπρόθεσμου στόχου, την αντιπαράθεση της οπτικής γωνίας μεταξύ του μεμονωμένου καπιταλιστή (ή διαχειριστή του κεφαλαίου) και του καπιταλισμού ως συνόλου (που εκφράζεται συνήθως από την πολιτική/θεσμική μορφή). Από αυτή τη σύγκρουση έχουμε την αντιπαράθεση δύο άρτιων αλλά εντελώς ετερογενών ορθολογικοτήτων. Ο μεμονωμένος διαχειριστής κεφαλαίου είναι αναγκασμένος για να επιβιώσει, να κατατροπώσει τον ανταγωνισμό. Αυτό σημαίνει πως είναι αναγκασμένος να επιδιώκει συνεχώς μικρότερο κόστος παραγωγής ανά μονάδα προϊόντος. Και αυτό τον οδηγεί σε δυο προφανείς επιλογές α) στην εισαγωγή καινοτομίας για αύξηση της παραγωγικότητας και β) στη συρρίκνωση του εργατικού κόστους (μείωση μισθών και απολύσεις). Δεν τίθεται φυσικά θέμα «καλού» ή «κακού» εργοδότη αλλά αναγκαιότητας επιβίωσης καθώς —όπως εύστοχα παρατηρεί ο Μαρξ στο Κεφάλαιο— ανά δέκα ανεξάρτητους παραγωγούς ενός προϊόντος θα επιβιώσει μόνον ο ένας· αυτός που θα συμπιέσει περισσότερο το κόστος παραγωγής και θα καταλάβει το σύνολο της αγοραστικής πίτας. Η βασική ανορθολογικότητα της καπιταλιστικής παραγωγής είναι, κατά τον Μαρξ, το γεγονός πως κάθε παραγωγός είναι αναγκασμένος εξ αρχής να στοχεύσει όχι σε κάποιο κλάσμα της ζήτησης αλλά στο σύνολο της αγοράς· πράγμα που εκ των πραγμάτων του δίνει μικρές πιθανότητες επιβίωσης. Αν δεν υπάρχουν, λοιπόν, περιορισμοί (δασμοί, ή/και φυσικοί περιορισμοί ανταγωνισμού), η αγορά τείνει φυσικά προς τη μονοπωλιακή της μορφή, της οποίας το πολιτικό σύστοιχο είναι ο ολοκληρωτισμός.
Στον αντίποδα του μεμονωμένου διαχειριστή κεφαλαίου, του μεμονωμένου δηλαδή καπιταλιστή, βρίσκεται ο καπιταλισμός ως σύνολο, που συνήθως εκπροσωπείται από την πολιτική του μορφή. Το κράτος, δηλαδή ο εν συνόλω σκεπτόμενος καπιταλισμός, γνωρίζει τη γενική ισχύ ενός πολύ βασικού μαρξικού νόμου (ανεξαρτήτως απ’ το αν μερικοί μαρξιστές προσπαθούν να αποδείξουν πως δεν ισχύει!): ότι η υπεραξία μπορεί να προέλθει ΜΟΝΟΝ από την ανθρώπινη εργασία και ότι η αύξηση της ανεργίας, εκτός από κοινωνικά προβλήματα, επιφέρει και τη μείωση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Σε αυτό αποσκοπούσαν πριν από μερικές δεκαετίες οι παρεμβατικές πολιτικές γενικής απασχόλησης και αύξησης της ενεργούς ζήτησης προτού αυτές εγκαταλειφθούν, καθώς, σε κάποια δεδομένη χρονική στιγμή, βρέθηκαν σε σύγκρουση με την ανεμπόδιστη κερδοφορία των μονοπωλίων. Στην αντιπαράθεση μεμονωμένης και συλλογικής οπτικής επικράτησε —ως ήταν φυσικό— η πρώτη.
Η εργατική τάξη απέναντι στον σύγχρονο καπιταλισμό
Οι παραπάνω διαπιστώσεις για την κρίση της εργασίας έρχονται ίσως σε αντίθεση με την κοινή εμπειρία, από την οποία αποκομίζεται η αίσθηση ότι σήμερα εργαζόμαστε πολλές ώρες και μάλιστα πολύ σκληρά. Αυτό όμως δεν είναι καθόλου αντιφατικό ως φαινόμενο. Η εξουθενωτική εργασία μιας μερίδας του πληθυσμού και η ταυτόχρονη έξοδος από την αγορά εργασίας ενός ολοένα διευρυνόμενου τμήματος της (ανεργία, επισφάλεια κ.λπ.) αποτελούν το ενιαίο σύμπλοκο της κρίσης της εργασίας και, σε έναν βαθμό, το μέτρο της ήττας του σύγχρονου εργατικού — επαναστατικού κινήματος.
Η συνειδητοποίηση των βασικών αντιφάσεων του καπιταλισμού οδήγησε πολλές φορές το επαναστατικό κίνημα σε ολέθριες επιλογές. Παρά την αίσθηση μιας οριακής ιστορικής στιγμής, ενός σημείου καμπής κατά το οποίο θα έπρεπε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, ωθήθηκε αντιστρόφως και φοβικά σε επιλογές αυτοχειρίας. Πολλά έχουν γραφτεί για να εξηγήσουν την επικράτηση του ρεφορμισμού, της σοσιαλδημοκρατίας και του σοβινισμού κάθε φορά που η καπιταλιστική μηχανή βρισκόταν μπροστά σε ιστορικά στρατηγικά αδιέξοδα. Και είναι, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μας, σαφές πως δεν πρέπει να αγνοηθεί και ο ψυχολογικός παράγοντας, αυτόν που ο Έριχ Φρομ θεματοποίησε ως φόβο (ατομικός ή συλλογικός) μπροστά στην ελευθερία. Πάνω, όμως, από τις πολιτικές ή ψυχολογικές ερμηνείες επικρέμαται η ίδια η διαμάχη για την ερμηνεία των βασικών αιτιών της καπιταλιστικής κρίσης, από την έκβαση της οποίας —θα το ξαναπούμε— θα κριθούν σε τελική ανάλυση οι υλικοί όροι μιας ακόμα ήττας ή νίκης.
Αν θέλουμε να σκιαγραφήσουμε μια τέτοια προοπτική, αν θέλουμε με άλλα λόγια να αντιστρέψουμε την κυρίαρχη προοπτική, θα πρέπει να δούμε την κρίση ως ευκαιρία! Όχι άλλη υπαναχώρηση στην αμυντική στάση μιας κοινωνικής διαπραγμάτευσης, για την οποία, άλλωστε, ο αντίπαλος έχει μονομερώς κηρύξει το τέλος της, όχι άλλο γάντζωμα στις κεκτημένες προπαίδειες και τα αυτάρεσκα αδιέξοδα μια παρασιτικής συμπόρευσης, όχι άλλη ηρωική ήττα σε μια εποχή που δεν έχουμε την πολυτέλεια για καμία ήττα, αλλά φυγή προς τα εμπρός.
Απέναντι στην κρίση της εργασίας με τα αυξανόμενα ποσοστά ανεργίας και κοινωνικής περιθωριοποίησης, τίθεται ένα εμφανές δίλημμα: ή λιγότερη εργασία για όλους ή μείωση των μισθών ώστε να διασωθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου. Αυτό δεν θα θεωρούνταν ασφαλώς δίλημμα σε μια ορθολογική, «δημοκρατική» κοινωνία, όπου η πλειοψηφία θα αξιολογούσε το συλλογικό της συμφέρον. Στις εποχές που ζούμε, όμως, η παράλογη ηθική της εργασίας έχει διαποτίσει ολόκληρη την κοινωνία. Σύμφωνα με μελέτη του ΟΑΣΑ (2012), το παγκόσμιο ΑΕΠ μπορεί να αναπαραχθεί με καθολική τρίωρη ανθρώπινη εργασία του ενεργού πληθυσμού. Αυτή η παρατήρηση μπορεί να διαβαστεί, βέβαια, διττά. Από την πλευρά των καπιταλιστών ως δυνατότητα περαιτέρω ανάπτυξης και από την πλευρά της εργατικής τάξης (αν πάψει να θεωρεί καλό πράγμα την ανάπτυξη!) ως αίτημα για την καθολική μείωση των ωρών εργασίας σε παγκόσμια κλίμακα. Σε μια ορθολογική κοινωνία, λοιπόν, δεν θα ετίθετο καν προς συζήτηση το κυνικό δίλημμα που έθεσε κάπως συγκεκαλυμμένα η επικεφαλής του ΔΝΤ, όταν διατύπωσε την πρόβλεψη πως η παρούσα κρίση θα οδηγήσει μάλλον… σε πόλεμο, παραβλέποντας βέβαια να μας δηλώσει ρητά πως το δίπολο είναι: είτε ριζική μείωση των ωρών εργασίας με κοινωνικοποίηση του πλούτου (δηλαδή, φυγή από τον καπιταλισμό) είτε αφανισμός του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού (δηλαδή, πόλεμος) για να επανέλθει ξανά η ανάπτυξη επί των ερειπίων.
Η έξοδος ενός μεγάλου τμήματος του κόσμου της εργασίας από την απασχόληση αποτελεί μια ιστορική πρόκληση για την εργατική τάξη στο σύνολό της. Όχι γιατί αυτό δεν έχει συμβεί στο παρελθόν, αλλά γιατί γίνεται συνειδητό πως πλέον αποτελεί μια κανονική, μη αναστρέψιμη λειτουργία του σύγχρονου καπιταλισμού. Αυτή η διαπίστωση οδηγεί αναπόδραστα σε νέα καθήκοντα, στον βαθμό που τα παραδοσιακά μέσα οργάνωσης και πάλης ήταν κατά κύριο λόγο προσανατολισμένα στον αγώνα για οικονομικές απολαβές, δικαιώματα, ελευθερία και αξιοπρέπεια μέσα στην εργασία. Τώρα πρέπει να οργανώσουμε και την έξοδο από την εργασία!
Τι μπορεί να σημαίνει σήμερα μια οργανωμένη έξοδος από την εργασία; Δεν μπορούμε εδώ παρά να κάνουμε ένα γενικό σκιαγράφημα. Σε πρώτη φάση, θα πρέπει να τεθεί ως προτεραιότητα η οργάνωση, σε νέα βάση και με νέες μορφές, των εκτός του καπιταλιστικού κύκλου εργατών. Άνεργοι, μετανάστες χωρίς χαρτιά, εκ περιτροπής απασχολούμενοι, σπουδαστές και εργαζόμενοι της μαύρης εργασίας θα πρέπει να βρουν τις δομές που θα εκφράσουν τα καθολικά τους αιτήματα και επιθυμίες. Αιτήματα όπως η ριζική και καθολική μείωση των ωρών εργασίας (τουλάχιστον στο ήμισυ του σημερινού), η πλήρης ισότητα μισθών και συντάξεων, ο δημόσιος έλεγχος και διεύθυνση των ασφαλιστικών ταμείων και των υποδομών υγείας, παιδείας, πολιτισμού κ.ά., κοινωνικός μισθός για όσους δεν μπορούν να εργαστούν, διαχείριση του δημόσιου χώρου και του συνόλου τού κοινωνικού πλούτου.
Σε δεύτερο επίπεδο και παράλληλα με το πρώτο, θα πρέπει να επιχειρηθεί ο δημόσιος εργατικός έλεγχος και η λειτουργία εκείνων των υποδομών του κεφαλαίου που εγκαταλείπονται ή απαξιώνονται από την αγορά. Η οργάνωση της παραγωγής για τις ανάγκες της κοινωνίας και η δημιουργία πλατιών εναλλακτικών δικτύων ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών. Δίκτυα στην παραγωγή και στις υπηρεσίες, με τελικό στόχο την πλήρη απεξάρτηση από τις υποδομές της αγοράς και του κεφαλαίου για ένα μεγάλο τμήμα των καταπιεσμένων.
Επίλογος
Στο πρώτο κεφάλαιο της Βίβλου, στη Γένεση, έχουμε την πιο χαρακτηριστική θεματοποίηση της ηθικής της ετερόνομης εργασίας. Εκεί, η κοπιώδης δουλειά εμφανίζεται ως η κατάρα του έκπτωτου ανθρώπου. Αυτή η βιβλική αλληγορία είναι δηλωτική δύο πραγματικοτήτων: πρώτον, ότι η προγενέστερη παραδείσια συνθήκη συνδέεται με την απουσία κοπιώδους εργασίας. Αυτή η πραγματικότητα, στην παράδοση και στις μυθολογίες των λαών, συνδέεται με την ανάμνηση μιας γενικής κοινωνικής ευημερίας και αφθονίας, η οποία ανάγεται χρονικά στο απώτατο κοινοτιστικό παρελθόν. Δεύτερον, πως η παρουσία μιας βλοσυρής κεντρικής εξουσίας —εδώ στη μυθοποιημένη και μονοπρόσωπη μορφή του Ιεχωβά— επιβάλει την κοπιώδη εργασία ως τιμωρία και διαρκές καθήκον. Έτσι, ο κόσμος της αφθονίας αντιστρέφεται ως προς τα περιεχόμενα και τις προτεραιότητές του, μετατρεπόμενος σε έναν κόσμο γενικής σπάνης και καταναγκαστικής εργασίας. Η αντιστροφή, ωστόσο, δεν έχει υλική βάση· τα δένδρα δεν παύουν να δίνουν άφθονους καρπούς και η γη δεν παύει να «ρέει μέλι και γάλα». Η αντιστροφή είναι ιδεολογική. Ο Ιεχωβά επιβάλει την αλλαγή της γενικής θέασης του παραδείσου διαμέσου της ενοχής. Οι άνθρωποι ντρέπονται επειδή είναι γυμνοί. Το βλέμμα του κόσμου μολύνεται από την ενοχή, ο φόνος και το έγκλημα για την κυριαρχία ξεσπούν και ο παράδεισος μετατίθεται για τη μετά θάνατον “ζωή”. Κι, όμως, ζούμε στον ίδιο ακριβώς κήπο της Εδέμ. Μόνο που για να γίνει παράδεισος ξανά, επιβάλλεται να απαλλαγούμε από την ενοχή της πτώσης, από το γενικό χρέος της εργασίας. Και είναι αυτή η συνειδητή άρνηση της ηθικής του δούλου που προϋποτίθεται σήμερα για την υπέρβαση της κρίσης· όλα τ’ άλλα, γνώση, αγαθά, τεχνολογία, υπάρχουν γύρω μας παντού εν αφθονία.
Σωτήρης Λυκουργιώτης
[1] Καταληκτική φράση του Μανιφέστου ενάντια στην εργασία των Gruppe Krisis
[2] Δεν χρησιμοποιούμε συνειδητά τον όρο κοινωνικό κράτος, καθώς τον θεωρούμε αντιφατικό. Το κράτος είναι πάντα εχθρός της κοινωνίας ακόμα κι αν παρουσιάζεται ως “φιλοκοινωνικό”.
[3] η οποία ξεκίνησε ως κατακόρυφη αύξηση των τιμών του πετρελαίου αλλά εξελίχθηκε ταχύτατα στην ευρύτερη κρίση του παρεμβατικού κράτους.
[4] η καθολική υιοθέτηση της οποίας ερχόταν σε προφανή ρήξη με τις πολιτικές καθολικής απασχόλησης.
[5] Ο όρος είναι βέβαια γλωσσικά πλεονασματικός καθώς κάθε κεφάλαιο είναι παρασιτικό. Παρασιτεί πάνω στο σώμα της ζωντανής εργασίας. Ο όρος παρασιτικό κεφάλαιο, που αποδίδεται στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, υπονοεί μια παρασιτικότητα δευτέρου επιπέδου, καθώς ο χρηματοπιστωτικός τομέας αντλεί υπεραξία από την αξιοποίηση —πραγματική ή φανταστική!— του λοιπού κεφαλαίου.
[6] βλέπεις, από τότε κυκλοφορούσε το βλακώδες δόγμα της οικονομικής αυτοεκπληρούμενης προφητείας διά της οποίας η οικονομία ανάγεται απλά σε θέμα …ψυχολογίας
[7] Maito, Esteban Ezequiel, 2014, “The Historical Transience of Capital: The downward trend in the rate of profit since XIX century”
[8] ο.π. βλέπε Σχήμα 1. (βλέπε ακόμα: Roberts, Michael , 2015, “The global crawl continues”, International Socialism, Issue: 147, καθώς και την μπροσούρα της Ομάδας ενάντια στον εκβιασμό της μισθωτής εργασίας, «Σκοτώνουν τ’ άλογο στη δουλειά και όταν γεράσουν τα θάβουν ιδίοις εξόδοις», γ’ έκδοση, 2015
[9] Βλέπε Andrew Kliman “”Η αποτυχία της καπιταλιστικής παραγωγής και οι αιτίες της μεγάλης ύφεσης”, εκδόσεις cognord, 2014
(εικόνα: Ο Λαοκόων και οι γιοί του, Ρώμη Museo Pio-Clementino, αγνώστου)