Οι λέξεις σοσιαλισμός και κομμουνισμός έχουν το ίδιο νόημα. Δηλώνουν μια κατάσταση της κοινωνίας στην οποία ο πλούτος της κοινότητας, δηλαδή η γη και τα μέσα παραγωγής, διανομής και μεταφοράς, αποτελούν συλλογική ιδιοκτησία, ενώ η παραγωγή υποτάσσεται στις ανθρώπινες ανάγκες και όχι στο κέρδος.
Επειδή ο σοσιαλισμός είναι ένα ιδανικό για την πραγμάτωση του οποίου πασχίζουμε, είναι φυσικό να υπάρχουν κάποιες διαφορές απόψεων όσον αφορά τη μελλοντική κοινωνία. Εφόσον ζούμε sτον καπιταλισμό, είναι φυσικό οι ιδέες που έχουν πολλοί άνθρωποι για τον σοσιαλισμό να επηρεάζονται από τις εμπειρίες τους στη ζωή υπό το παρόν σύστημα. Δεν πρέπει να εκπλησσόμαστε από το γεγονός ότι ορισμένοι που αναγνωρίζουν ότι το παρόν σύστημα είναι βλαβερό, στερούνται, εντούτοις, του φαντασιακού υλοποίησης της δυνατότητας κατάργησης όλων των θεσμών της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ωστόσο, δεν μπορεί να υπάρξει πραγματικό πλεονέκτημα στην οικοδόμηση ενός “σοσιαλισμού κατά το ήμισυ”. Ένας συνδυασμός σοσιαλισμού και καπιταλισμού θα παράγει κάθε είδους αδικία, δυσκολία και σπατάλη. Όσοι τυχαίνει να υποφέρουν από τις ανωμαλίες, θα αγωνίζονται συνεχώς για την επιστροφή στο παλιό σύστημα.
Ο πλήρης και ολοκληρωμένος σοσιαλισμός συνεπάγεται τη συνολική κατάργηση των χρημάτων, της αγοράς, της πώλησης και του μισθολογικού συστήματος. Σημαίνει ότι η κοινότητα πρέπει να αναλάβει το καθήκον της παροχής όλων των πραγμάτων που χρειάζονται και επιθυμούν οι άνθρωποι, σε μεγαλύτερο βαθμό από εκείνον που αυτοί χρειάζονται, καθώς και του εφοδιασμού των ανθρώπων με αυτά τα πράγματα, όταν και όπως οι ίδιοι απαιτούν.
Κάθε σύστημα που διατηρεί το σύστημα αγοράς και πώλησης συνεπάγεται την απασχόληση τεράστιων τμημάτων του πληθυσμού σε μη παραγωγικές εργασίες. Επιτρέπει, λοιπόν, να εκτελείται η παραγωγική εργασία από ένα μέρος των ανθρώπων, ενώ υπόλοιπο μέρος ξοδεύει την ενέργειά του στη διατήρηση καταστημάτων, στον τραπεζικό τομέα, στη δημιουργία διαφημίσεων και σε όλες τις ποικίλες εξελίξεις του εμπορίου, όπου απασχολούνται στην πραγματικότητα περισσότερα από τα δύο τρίτα των ανθρώπων σήμερα.
Δεδομένου του χρηματικού συστήματος, το μισθολογικό σύστημα είναι αναπόφευκτο. Εφόσον τα απαραίτητα και επιθυμητά πράγματα είναι διαθέσιμα μόνο επί πληρωμή, τότε εκείνοι που εργάζονται πρέπει να πληρώνονται, για να μπορούν να αποκτήσουν τα μέσα για την επιβίωσή τους. Το μισθολογικό σύστημα περιλαμβάνει θεσμούς όπως η σύνταξη γήρατος, η ασφάλιση ασθενείας και ανεργίας, οι συντάξεις χηρείας ή τα βοηθήματα για τους φτωχούς, πιθανόν και άλλους αρκετούς θεσμούς. Αυτοί οι θεσμοί εμπεριέχουν μεγάλο αριθμό ανθρώπων που αποκόβονται από την παραγωγική εργασία, για να επιτελέσουν καθαρά διοικητική εργασία. Έτσι, παράγεται άχρηστος μόχθος και ταυτόχρονα αυξάνεται το βάρος των μη παραγωγών που συντηρούν οι παραγωγικοί εργαζόμενοι.
Επιπλέον, διατηρούνται κοινωνικές συνθήκες που δεν είναι αρμονικές με την κομμουνιστική αδελφότητα. Το σύστημα των μισθών κάνει τη ζωή του εργαζομένου επισφαλή. Η καταβολή των μισθών δίνει την εξουσία στον κάθε υπεύθυνο να απολύει εργάτες.
Όσο υφίσταται το χρηματικό σύστημα, κάθε παραγωγική επιχείριση θα πρέπει να λειτουργεί στη βάση της μίσθωσης. Επομένως, θα τείνει να στοχεύει στην πρόσληψη όσο το δυνατόν λιγότερων εργαζομένων, προκειμένου να δαπανά λιγότερα στους μισθούς. Θα τείνει, επίσης, να απολύει τον λιγότερο αποτελεσματικό εργαζόμενο, ο οποίος, όταν είναι άνεργος, γίνεται ακόμη λιγότερο αποτελεσματικός. Έτσι, μια τάξη ανέργων τείνει να διευρύνεται.
Η ύπαρξη ενός μισθολογικού συστήματος οδηγεί σχεδόν αναπόφευκτα σε άνισους μισθούς. Υπερωρίες, μπόνους, υψηλότερη αμοιβή για εργασία που απαιτεί ειδικά προσόντα. Οι ταξικές διακρίσεις συνίστανται αποκλειστικά στις διαφορές εκπαίδευσης, υλικής άνεσης και περιβάλλοντος.
Η αγοραπωλησία από την κυβέρνηση ανοίγει την πόρτα στην επίσημη διαφθορά. Για τον έλεγχο αυτής της κατάστασης δημιουργούνται θέσεις υψηλών μισθολογικών απολαβών, ώστε όσοι τις καταλαμβάνουν να έχουν πάρα πολλά να χάσουν, σε περίπτωση που κάνουν μικροκλοπές ή χρηματίζονται.
Πηγή: https://www.marxists.org/archive/pankhurst-sylvia/1923/future-society.htm
Μετάφραση και επιμέλεια κειμένου: Ευριπίδης Καλτσάς