Η 18η Μπρυμαίρ του Στέφανου Κασσελάκη
«20 χρόνια έλεγχα το κόμμα για να μου το πάρει, σε ένα απόγευμα, ο Τσουκάτος»
Άκης Τσοχατζόπουλος (1996) Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ
«ο επόμενος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει είναι περισσότερο μορφωμένος από τον κύριο Τσίπρα, πρέπει να είναι εξίσου ή περίπου γοητευτικός όσο ο κύριος Τσίπρας, πρέπει να μπορεί να σταθεί στο εξωτερικό καλύτερα από τον κύριο Τσίπρα και πρέπει εσωτερικά μέσα στην Ελλάδα, οι αγορές να μην νιώθουν ότι απειλούνται από επιλογές τις οποίες θα κάνει».
Δημήτρης Μαύρος (MRB), 4 Ιουνίου 2023
Και εκεί που στο καφενείο του σύντροφου Μπαγιώρη, πίνοντας φτηνό τσίπουρο και ανάλατο μεζέ (μην τους ανέβει η πίεση), οι μπαρμπάδες της κομματικής νομενκλατούρας «τα είπανε, τα συμφωνήσανε»: να αφήσουνε το μαγαζί στην καχεκτική ανιψούλα —που την παντρέψαν πρόσφατα με παιδί απ’ το χωριό— και την επικαρπία στον μεσόκοπο εξάδελφό της (λέγε με Ευκλείδη), εκεί που είχανε αποφασίσει το μαγαζί να χωριστεί υποδειγματικά (70 – 30) και να κρατηθεί με την μικρή του πελατεία μέχρι να πάρουνε σύνταξη, νά σου πετιέται (σαν άλλη Ρωμιοσύνη σε ριάλιτι σόου) ένας ξεχασμένος ανιψιός από «το Αμερική», που τον έπιασε ξαφνικά νοσταλγία για «το πατρίδα» (βρε το μαλακισμένο), και τους θέτει έξαφνα το δίλλημα: «Θέλετε να τσακίσουμε τον ανταγωνισμό; Θέλετε να κάνουμε το μαγαζί μας great again; Δώστε να το τρέξω εγώ! Γιατί μόνο εγώ μπορώ να ρίξω τον τρισκατάρατο τον γιο του Αποστάτη!». Δευτερόλεπτα μετά και πάνδημη η πλατεία αναφωνεί: ο Στεφ να το πάρει, ο Στεφ να το πάρει! Τι να κάνουν τώρα τα παππούδια μπροστά σε τέτοια λαϊκή απαίτηση;
Και κάπως έτσι, χωρίς δίκες της Μόσχας, χωρίς εκτοπίσεις και γκούλαγκ, η νομενκλατούρα ηττήθηκε με 2 ευρώ το κεφάλι, με τον πιο αναίμακτο τρόπο στην «κομμουνιστική» ιστορία. Στις μέρες μας δεν χρειάζεται να κάνεις πραξικόπημα, όπως ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης, να καταλύσεις την εσωτερική «δημοκρατία», όπως ο Στάλιν, ο Μαο, ο Κύρκος ή ο Τσαουσέσκου, μπορείς να χρησιμοποιείς την ίδια τη «δημοκρατία» ενάντια στον φορέα της. Ο ξάδελφος από το Αμέρικα δεν ενσαρκώνει την μεταπολιτική (sic), όπως τον κατηγορούν, είναι η ίδια η πολιτική στις έσχατες συνέπειές της. Γιατί τι άλλο είναι σήμερα η πολιτική, μετά τις αλλεπάλληλες ήττες και τους οργιώδης συμβιβασμούς της παράταξης των «ηττημένων», πέρα από ένα α-νόητο παιχνίδι διαχείρισης συμβολισμών· μια διαρκής διαφημιστική καμπάνια οδοντόκρεμας, που επιχειρεί μανιωδώς να συγκαλύψει το γεγονός πως, πίσω από τις ετικέτες, ΟΛΕΣ οι οδοντόκρεμες είναι ίδιες!
Ο έτερος Λουδοβίκος του Μεγάρου Μαξίμου, τρόμαξε. Και ο τρόμος του ήταν το καύσιμο που χρειαζόταν ο εξ Αμερικής εξάδελφος για να καταλάβει τα θερινά της Κουμουνδούρου. Θέλει «φαμφάρες και τυμπανοκρουσίες», έλεγε ο Βολτέρος, μόνο που εδώ τις φαμφάρες δεν τις εκστομεί ο «έφιππος Λόγος» (εδώ γελάμε) αλλά οι εσωτερικοί και εξωτερικοί εχθροί του. Οι εχθροί του που, τρομαγμένοι και υποχωρούντες, γίνονται ακούσια οι μεγαλύτεροι χορηγοί του. Κι όμως, ακόμα προσπαθούν να καταλάβουν από «που τους ήρθε ο εξάδελφος», ποια «συμφέρονται κρύβονται από πίσω»: οι «Ρότσιλντ», οι «Αμερικάνοι», μήπως ο «ίδιος ο Τσίπρας»;
Όχι· δε θα χρειάζονταν περισπούδαστες θεωρίες, για ξένους δάκτυλους, κρυφούς συμβούλους και εξωθερμικές παρεμβάσεις, αν είχαν διαβάσει λίγο Μαρξ. Αλλά κανένας τους, με εξαίρεση ίσως τον εξάδελφο Ευκλείδη, δεν έκανε ποτέ τον κόπο να διαβάσει δυο αράδες. Βέβαια «αυτά τα πράγματα είναι πολύ παλαιά», που έλεγε ο ποιητής, αυτοί κληρονόμησαν το μαγαζί από τους μπαμπάδες τους και αρέσκονται να ξεφυλλίζουν μόνο Αλτουσέρ, Μπάντιου και διάφορα τέτοια άρλεκιν για σαχλοκούδουνες εναλλακτικές Μπάρμπι και Κεν.
Αν, λέω αν, είχαν διαβάσει λίγο Μαρξ θα ήξεραν πως η Ιστορία μισεί την ξινίλα, την βαλτωμένη αοριστία, απεχθάνεται την ήττα, την άνευρη κωλυσιεργία, θα ήξεραν πως η ιστορία ξερνάει όσους θέλουν να διατηρούν κεκτημένα μπας και σώσουν τη βολή τους, γιατί όπως θα έλεγε (σεξιστικά) ο Νίτσε, η Ιστορία δεν θα παντρευτεί ποτέ τον μίζερο σιδηροδρομικό υπαλληλάκο, θα καβαλήσει —τρέμοντας σύγκορμη— το άλογο του ιππότη. Αν είχαν διαβάσει λοιπόν Μαρξ θα ήξεραν γιατί η Ιστορία αγαπά τους τολμηρούς, τους «ιερόσυλους», αυτούς που αφοδεύουν πάνω στην παράδοση, αυτούς που πίσω από το λαμπερό χαμόγελο του νικητή, κάτω από το ατσαλάκωτο κουστούμι του μάνατσερ, φορούν τη στολή του Σούπερμαν, αυτούς που ποντάρουν τα πάντα στο 32 κόκκινο…
Αν είχαν διαβάσει λίγο Μαρξ δεν θα κατηγορούσαν το Κασσελάκη για «μεταπολιτική» (αυτή την νεόκοπη αστική πίπα) θα ήξεραν πως η ΙΔΙΑ η πολιτική είναι το πρόβλημα, πως η ΙΔΙΑ η πολιτική είναι το «ολικά ψευδές», το εποικοδόμημα, το συγκαλυπτικό πέπλο της ιδεολογίας. Αν είχαν διαβάσει Μαρξ θα ήξεραν —βέβαια— τι σημαίνει ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ, θα γνώριζαν πως στον αντεστραμμένο κόσμο του φετιχισμού της ανταλλακτικής αξίας κερδίζουν στο τέλος, μόνο, τα χρηματιστήρια, και θα αναζητούσαν έναν «άλλο κόσμο», εφικτό, στο έδαφος της υλικής πραγματικότητας.
Αλλά, αυτοί, μέσα στον εδραιωμένο κόσμο της ήττας, λασπωμένοι πατόκορφα με την ατυχή διαχείριση του αστισμού, ενοχικοί με το προπατορικό αμάρτημα μιας προδιαγεγραμμένης πιρουέτας —που παρουσίασαν ως «έντιμο συμβιβασμό»—, ήθελαν απλά να κρατήσουν τις προνομιακές σεμνές θεσούλες τους στον κόσμο της πολιτικής, στο κόσμο του τίποτα.
Σαν να τελείωσαν όλα, σαν η ιστορία να τελείωσε, σαν μην ήθελαν να κουνηθεί τίποτα· αρχαίοι, μαζί, και νέοι Ελεάτες… Αυτό ήθελαν.
Μόνο που (η τσούλα) η Ιστορία δεν αγαπά αυτούς που την ξεχνούν.
Υ.Γ. το κείμενο έχει προδήλως χιουμοριστική γλώσσα, χάριν γλαφυρότητας, περιγράφει πράγματα και καταστάσεις και δεν επιδιώκει να προσβάλει ή να μειώσει κανένα συγκεκριμένο πρόσωπο.