ΕΣΕ Θεσσαλονίκης – Αποτίμηση και αναστολή λειτουργίας της τοπικής
Στη Θεσσαλονίκη η ΕΣΕ συγκροτήθηκε το 2005. Ένας πολύ περιορισμένος αριθμός συντρόφων και συντροφισσών, που είχαν σχέσεις αμοιβαίας εκτίμησης λόγω της κοινής τους συμμετοχής σε διάφορες συλλογικότητες του ελευθεριακού χώρου, με πρωτοβουλία ενός συντρόφου που βρισκόταν σε επικοινωνία με την ΕΣΕ Αθήνας, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα για τη συγκρότηση της νέας τοπικής.
Η τοπική συγκροτήθηκε μετά από έναν κύκλο συζητήσεων, με κοινές παραδοχές τις ελευθεριακές αξίες και την ανάγκη για μια ταξική προοπτική στην επαναστατική δράση. Όλοι κι όλες μοιραζόμασταν την ανάγκη για συνδικαλιστική οργάνωση και δράση στο πεδίο της εργασίας μας, μια που όλες και όλοι ήμασταν εργαζόμενες κι εργαζόμενοι. Όλοι κι όλες επίσης, ακολουθούσαμε την αναρχική αντίληψη σε σχέση με την επανάσταση, την αντίληψη δηλαδή ότι η επανάσταση δεν είναι προϊόν του προγράμματος κάποιας πολιτικής οργάνωσης που λειτουργεί ως πρωτοπορία, αλλά αποτέλεσμα της δράσης της ίδιας της κοινωνίας, των εκμεταλλευόμενων, μέσω των δικών τους κοινωνικών οργανώσεων. Στο πλαίσιο του καπιταλισμού, η πάλη στο οικονομικό πεδίο ήταν, κατά τη γνώμη μας, ικανή να προκαλέσει πλήγματα στο σύστημα, με απόβλεψη στην επαναστατική γενική απεργία. Η οργάνωση σε ελευθεριακά συνδικάτα είναι η οργανωτική μορφή που μπορεί να εξυπηρετήσει αυτόν τον στόχο. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα συνδικάτα αυτά είναι ρεφορμιστικά και περιορίζονται σε κλαδικά αιτήματα ή μια στενά οικονομική οπτική του αγώνα. Είναι όμως η μορφή μέσω της οποίας μπορεί να συγκροτηθεί μαζικά ένα επαναστατικό υποκείμενο, εντός της κοινωνίας, όχι υπεράνω ή απέναντί της.
Σύντομα η συνέλευση άνοιξε και περιέλαβε στους κόλπους της ευρύτερο αριθμό μελών, όλες και όλους με παρόμοιες πολιτικές αφετηρίες σε σχέση με την αρχική της σύνθεση. Ο στόχος παρέμενε, σε όλο το διάστημα της ύπαρξης της ΕΣΕ, η μαζικοποίησή της με την ένταξη εργαζόμενων που έχουν ταξική αντίληψη και διάθεση για δράση, χωρίς πολιτικά προαπαιτούμενα. Δεν ήταν, δηλαδή, ποτέ προϋπόθεση για να μπει κάποιος ή κάποια στην ΕΣΕ να είναι αναρχική ή αναρχικός, ακόμα κι αν πολλοί και πολλές από μας είμαστε. Είχαμε σε κάθε στιγμή απόλυτη επίγνωση ότι οι στόχοι της ΕΣΕ είναι ανέφικτοι, αν θέσουμε τέτοια στεγανά, και μοιραζόμασταν όλοι κι όλες την απέχθεια για τον σνομπισμό και την υπεροψία που χαρακτηρίζει άλλες συλλογικότητες και πολιτικές αντιλήψεις όταν αντιμετωπίζουν την «κανονική» κοινωνία. Η ίδια η λειτουργία της συνέλευσης αποκλείει τις άτυπες ιεραρχίες και την αίσθηση ανεπάρκειας που μπορεί να εμποδίσει τα νέα μέλη να διατυπώνουν τις σκέψεις τους.
Τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της, η τοπική της Θεσσαλονίκης συμμετείχε και στήριξε δεκάδες τοπικούς συνδικαλιστικούς αγώνες, απέκτησε σχέσεις με εργάτες/-τριες στα εργοστάσια που βρίσκονταν σε αγώνα, κάλεσε, σε κάποιες περιπτώσεις με μεγάλη επιτυχία, ευρύτερες συνελεύσεις για εργατικά ζητήματα διακλαδικού ενδιαφέροντος, όπως το ασφαλιστικό Γιαννίτση, οργάνωσε καμπάνιες για εργατικά ζητήματα (κυριακάτικη αργία, σεζόν στα κάτεργα του τουρισμού, εργασιακά δικαιώματα και εορταστικό ωράριο, απλήρωτες υπερωρίες κλπ), ήρθε σε σύγκρουση με τον γραφειοκρατικό συνδικαλισμό, λόγω και έργω. Τα μέλη της πρωτοστάτησαν συνειδητά στην προσπάθεια δημιουργίας κλαδικών σωματείων με ελευθεριακά χαρακτηριστικά, αυτά που τώρα ονομάζουμε σωματεία βάσης, δραστηριοποιήθηκαν στον κλάδο της εκπαίδευσης, προσπαθώντας να δημιουργήσουν δεσμούς και οργανωτικές βάσεις για τις και τους ελευθεριακούς εκπαιδευτικούς στη δημόσια και την ιδιωτική εκπαίδευση και συμμετείχαν δραστήρια στα σωματεία του κλάδου τους.
Αυτό το οποίο με σιγουριά μπορεί να πιστωθεί ως επιτυχία της ΕΣΕ είναι η απενοχοποίηση του συνδικαλισμού και του ταξικού λόγου στο πλαίσιο του ελευθεριακού χώρου, που ως τότε χρησιμοποιούσε τις έννοιες αυτές περίπου ως συνώνυμα του ρεφορμισμού. Σήμερα έχει εμπεδωθεί σε τέτοιο βαθμό στη θεωρία η ανάγκη ταξικής διάστασης στον αγώνα, που κάθε πολιτική ομάδα που σέβεται τον εαυτό της επικαλείται τον ταξικό αγώνα, ακόμα και αν ό,τι κάνει είναι στενά και κεντρικά πολιτικό.
Κι αν, σε γενικές γραμμές, τα παραπάνω είναι όσα προσπαθήσαμε και ορισμένα τα οποία καταφέραμε, πάμε τώρα να δούμε τι δεν καταφέραμε, ίσως γιατί δεν το προσπαθήσαμε αρκετά, ίσως γιατί μας εμπόδισαν παράγοντες ανεξάρτητοι από τις δυνάμεις μας.
Όταν συγκροτήθηκε η ΕΣΕ είχαμε απόλυτη επίγνωση ότι αποτελούσε ένα πρόπλασμα, μια μικρογραφία αυτού που έπρεπε να γίνει, ώστε να επιτύχει τους στόχους της: ένα μαζικό, διακλαδικό στην αρχή, πολυκλαδικό στη συνέχεια, ελευθεριακό συνδικάτο. Το πρόβλημα είναι ότι η ΕΣΕ παρέμεινε, σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής της, αυτό το πρόπλασμα.
Τι την εμπόδισε να μαζικοποιηθεί;
Πρώτον: Η δυσκολία του εγχειρήματος. Ο συνδικαλισμός είναι δουλεία χρονοβόρα, κουραστική, μικρής κλίμακας και μακροπρόθεσμη. Ήταν απαραίτητη η παρουσία δίπλα σε κάθε εργατικό αγώνα, η μαζική και συνεχής απεύθυνση στο δρόμο και τους εργασιακούς χώρους, η προπαγάνδα μέσω δημόσιων τοποθετήσεων μικρής ή ευρύτερης απεύθυνσης, η οργάνωση ελκυστικών εκδηλώσεων που να απευθύνονται σε εργαζόμενες κι εργαζόμενους εκτός των τειχών του αναρχικού χώρου και τόσα άλλα…
Δεύτερον: Εξαιτίας της πολιτικής προέλευσης των μελών της, η ΕΣΕ Θεσσαλονίκης λειτουργούσε σταθερά ως εργατική συνιστώσα του αναρχικού χώρου της πόλης. Δεδομένης της έντονα πολιτικής ταυτότητας των σωματείων βάσης της πόλης, ούτε η σύμπραξη με αυτά στη δράση κατάφερε να απομακρύνει την ΕΣΕ από τις διαδικασίες του χώρου. Κι ενώ η σύνδεση με τον αναρχικό χώρο θα έπρεπε να έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα και να προσδιορίζεται από τους στόχους που η ΕΣΕ θέτει κάθε φορά, σε πολλές περιόδους της πορείας μας καταλήξαμε να ακολουθούμε την πολιτική ατζέντα που κυριαρχούσε στον χώρο, σαν μια ακόμα από τις πολλές πολιτικές του συλλογικότητες. Η συμμετοχή μας σε διάφορους θεματικούς συντονισμούς, όσο αναγκαία και αν φαινόταν σε ορισμένες κι ορισμένους από μας κατά περιόδους, έπαψε να λειτουργεί προωθητικά για τους δικούς μας στρατηγικούς στόχους.
Τρίτον: Αποτέλεσμα της παραπάνω στάσης αποτέλεσε η αδυναμία μας να πείσουμε τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες που εκ των πραγμάτων είναι πιο ανοιχτοί κι ανοιχτές απέναντι στον ελευθεριακό συνδικαλισμό, δηλαδή όσες κι όσους έχουν αναρχική πολιτική ταυτότητα, ότι η ΕΣΕ μπορεί να αποτελέσει το συνδικάτο τους. Μας αντιμετώπιζαν ως μία ακόμα πολιτική ομάδα, άρα, στο βαθμό που δραστηριοποιούνταν σε άλλες πολιτικές συλλογικότητες, δεν είχαν ανάγκη να προσεγγίσουν την ΕΣΕ. Και μάλλον δε φταίνε αυτοί ή αυτές. Όσο συχνά κι αν τονίζαμε ότι η ΕΣΕ είναι συλλογικότητα εργαζομένων κι όχι πολιτική οργάνωση, η στάση μας μάλλον μάς διέψευδε.
Τέταρτον: Σε διάφορες περιόδους η ΕΣΕ έμεινε σε στασιμότητα σε ό,τι αφορά τη συνδικαλιστική δράση λόγω περιορισμένου αριθμού μελών ή αυξημένων προσωπικών υποχρεώσεων που δεν επέτρεπαν την οργανική εμπλοκή τους στις διαδικασίες και τις δράσεις. Μεγάλο πλήγμα αποτέλεσε η περίοδος της οικονομικής κρίσης, που οδήγησε πολλά μέλη στη μετανάστευση στο εξωτερικό ή το εσωτερικό. Υπήρξαν πολλές και κρίσιμες αποχωρήσεις, οι οποίες δεν ήταν αποτέλεσμα διαφωνίας ή αδιαφορίας αλλά ανάγκης.
Πέμπτον: Οι αδυναμίες και τα λάθη που αναφέρθηκαν παραπάνω οδήγησαν σε μια αίσθηση ματαίωσης. Ορισμένα από τα μέλη, διαπιστώνοντας ότι οι δράσεις μας συχνά έδειχναν αναποτελεσματικές, καταλόγισαν την ευθύνη στις τακτικές, τη στρατηγική, τελικά την ίδια την ταυτότητα της ΕΣΕ ως συνδικαλιστικής οργάνωσης. Σταδιακά μετατοπίστηκαν οι ίδιοι προς άλλες πολιτικές αντιλήψεις, με αποτέλεσμα αρχικά να προσπαθήσουν να επαναπροσδιορίσουν τον χαρακτήρα της ΕΣΕ και, στη συνέχεια, να αποχωρήσουν.
Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε τώρα. Δεδομένων του αριθμού των μελών της τοπικής και της αποχής μας από τη δράση όλο το προηγούμενο διάστημα, η ΕΣΕ Θεσσαλονίκης αναστέλλει τη λειτουργία της. Σε κάθε περίπτωση η εμπειρία όλων μας στην ΕΣΕ δε μας επιτρέπει να απέχουμε από τους αγώνες που έρχονται.
Όλα όσα είπαμε ισχύουν.