Εργατική Τάξη: Η “κλασσική”/μαρξιστική προσέγγιση και οι αναρχικές “παρεμβάσεις” (2ο Μέρος)
Το παρακάτω κείμενο αποτελεί το δεύτερο μέρος ενός άρθρου του συντάκτη του Alerta.gr, Γιάννη Βολιάτη, για την αναρχική εφημερίδα “Μαυροκόκκινη Σημαία”. Το πρώτο μέρος του άρθρου δημοσιεύτηκε στο φύλλο Δεκέμβρη 2023 της εφημερίδας ενώ το δεύτερο μέρος περιλαμβάνεται στο τεύχος του Γενάρη του 2024 που μόλις κυκλοφόρησε.
Μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο μέρος του άρθρου ΕΔΩ
2ο μέρος: Μεσοστρώματα, συνεταιρισμοί και μετανάστες εργάτες
(Στο πρώτο μέρος του άρθρου, που δημοσιεύτηκε στο φύλλο Δεκέμβρη της εφημερίδας “Μαυροκόκκινη Σημαία”, δώσαμε έναν ορισμό της εργατικής τάξης σύμφωνα με τις κλασσικές/μαρξιστικές προσεγγίσεις αλλά και την αναρχική “παρέμβαση” επάνω τους. Σε αυτό το δεύτερο μέρος θα μιλήσουμε για κάποια κοινωνικά στρώματα περιμετρικά της εργατικής τάξης, τα οποία μπορεί να αποτελέσουν εν δυνάμει συμμάχους της απέναντι στην αστική τάξη. Επίσης θα αναφέρουμε λίγα πράγματα για το πιο υποτιμημένο κομμάτι της τάξης μας: Τους/τις μετανάστες/τριες εργάτες/τριες)
Η Εργατική Τάξη, από το τελευταίο τέταρτο του 20ου και μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, έχει υποστεί ίσως τις περισσότερες διασπάσεις από κάθε άλλη ιστορική περίοδο. Αυτό οφείλεται στις διάφορες μετατροπές στην καπιταλιστική οικονομία, όπως πχ. την ψηφιοποίηση και την είσοδο του διαδικτύου και των Η/Υ μαζικά στην παραγωγή (4η Βιομηχανική Επανάσταση), αλλά και την μεταφορά τεράστιου μέρος της πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής της (εργοστάσια, γεωργική παραγωγή) σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, όπου υπάρχουν πιο φτηνά εργατικά χέρια. Την ίδια ώρα, στον λεγόμενο Δυτικό Κόσμο έχει υπέρ-διογκωθεί ο τριτογενής τομέας -δηλαδή αυτός των υπηρεσιών και δει όσων χρίζουν επαγγελματικής εξειδίκευσης. Η επαγγελματική εξειδίκευση έχει δημιουργήσει, με την σειρά της, περεταίρω διαστρωμάτωση στο εσωτερικό της Εργατικής Τάξης, με μια αρκετά μεγάλη διαφοροποίηση μισθών, καθώς και τη διάκριση των εργαζομένων σε αυτούς του “μπλε κολάρου” (χειρώνακτες-ανειδίκευτοι), του “λευκού” (εργαζόμενοι σε γραφείο) και εσχάτως, τους λεγόμενους “ροζ” εργαζόμενους (υπηρεσίες, εξυπηρέτηση πελατών).
Επιπλέον, έχουν δημιουργηθεί πολλά μεσοστρώματα εργαζόμενων ανθρώπων που δεν μπορούν ασφαλώς να κατηγοριοποιηθούν ως κλασική Εργατική Τάξη, όπως ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτο-απασχολούμενοι, οι οποίοι όμως δεν ανήκουν ούτε στην αστική τάξη, ενώ ίσως να αποτελούν κατώτατο στρώμα της μικρο-αστικής τάξης. Και πάλι όμως, θα ήταν μάλλον άστοχο να τους κατηγοριοποιήσουμε στο ίδιο τσουβάλι με τα μικρά αφεντικά (ακόμη και με τα μικρότερα), κατηγορία στην οποία υπάρχει η σχέση άντλησης υπεραξίας/υπερεργασίας, που αναφέραμε στο πρώτο μέρος του άρθρου, ως χαρακτηριστικό γνώρισμα και συστατικό του καπιταλιστικού συστήματος. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας και η δημιουργία “θέσεων εργασίας”, ουσιαστικά ακόμη και μονοπρόσωπων “επιχειρήσεων”, έχει συμβάλει τα μέγιστα σε αυτό το κομμάτι, ιδιαίτερα τα τελευταία είκοσι χρόνια, όπου κάποιος/α μπορεί να είναι “ιδιοκτήτης/τρια” μιας τέτοιας “επιχείρησης”, με την οποία όμως δεν αντλεί υπεραξία παρά μόνο από την προσωπική του/της εργασία, ακόμη κι αν υπάρχει παραγόμενο κεφάλαιο. Εκεί, η διαφορά ανάμεσα στον μισθό ή το επιχειρησιακό κέρδος είναι πολλές φορές σχεδόν ανύπαρκτη, λόγω της απουσίας τόσο ενός αφεντικού, όσο και υπαλλήλων.
Οι διάφορες φάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας και οι συνεχείς οικονομικές κρίσεις, η αντιστροφή των αιτιών που τα δημιούργησαν και τα καθόρισαν ως ξέχωρα της εργατικής τάξης, τείνουν άλλοτε να πολλαπλασιάζουν και άλλοτε να εξαλείφουν μεγάλα κομμάτια από τα μεσοστρώματα αυτά, κάποια από τα οποία μάλιστα βαθμιαία προλεταριοποιούνται. Ακόμη λοιπόν κι αν για τους περισσότερους ανθρώπους αυτών των στρωμάτων είναι πολύ δύσκολο να ειπωθεί αν ανήκουν ή όχι στα πλαίσια της ευρύτερης Εργατικής Τάξης, όπως και να’ χει, το μεγαλύτερο κομμάτι τους έχει περισσότερα κοινά υλικά συμφέροντα με αυτήν παρά με το Κεφάλαιο και άρα αποτελούν -εν δυνάμει- σύμμαχό της.
Ωστόσο, πρέπει να τονίσουμε πως αρκετά από αυτά τα “σύμμαχα μεσοστρώματα” μπορεί να έχουν σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο συμφέροντα αντιθετικά με αυτά των εργαζομένων. Κάποιος αυτοαπασχολούμενος, ελεύθερος επαγγελματίας, που ασκεί επάγγελμα παροχής υπηρεσιών, ένας “μάστορας” όπως ο ηλεκτρολόγος ή ο υδραυλικός, θέλει η δουλειά του να κοστολογείται υψηλότερα, ώστε να έχει μεγαλύτερες απολαβές. Κάποιος τεχνίτης ή μικροπαραγωγός θέλει το παράγωγο της εργασίας του ή το εμπόρευμά του να πωλείται σε υψηλότερη τιμή. Αυτοί οι άνθρωποι όμως δεν απευθύνονται σε κάποιο αφεντικό για την αύξηση της αμοιβής τους, αλλά την αντλούν από τους πελάτες τους, μέσω εμπορευματικών σχέσεων. Πελάτες οι οποίοι κατά κύριο λόγο -και αριθμητικά δηλαδή μιλώντας- είναι άλλοι εργαζόμενοι, που σε αντίθεση με την επιθυμία και την ανάγκη των πρώτων, χρειάζονται πιο φθηνές υπηρεσίες και προϊόντα, ώστε να τα βγάλουν πέρα οικονομικά, να διαθέτουν μικρότερο ποσοστό του μισθού τους για τέτοιου είδους ανάγκες. Έτσι, αρχικά, τα συμφέροντα των δυο αυτών στρωμάτων-τάξεων φαίνονται να συγκρούονται. Σε μακροπρόθεσμο όμως επίπεδο, τα στρώματα αυτά μπορούν και πρέπει αντιμετωπίζονται ως συμμαχικά.
Ο αυτοαπασχολούμενος μικροτεχνίτης και ο φτωχός αγροπαραγωγός, οι οποίοι σε ξεκάθαρα οικονομικό και βιοποριστικό επίπεδο δεν είναι πολύ ανώτεροι των εργατών -ενώ σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ίσως να είναι και σε κατώτερο από κάποιους υψηλόμισθους εργάτες- αναγκάζονται να αυξήσουν την τιμή των προϊόντων ή των υπηρεσιών τους, προκειμένου να επιβιώσουν, λόγω του ανταγωνισμού με μεγαλύτερες επιχειρήσεις, με εργολαβίες, με τα μονοπώλια, αλλά και λόγω άλλων οικονομικών παραγόντων και αντιφάσεων μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα (έλλειψη ζήτησης των προϊόντων τους ή των υπηρεσιών τους λόγω π.χ. οικονομικής κρίσης κλπ). Με αυτόν τον τρόπο ωθούνται αρκετές φορές και στον αφανισμό, αφού δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό. Επομένως, έχουν κι αυτοί/ες μεγαλύτερο συμφέρον από την ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων που τους οδηγούν σε αυτή την κατάσταση παρά από την διατήρησή τους, έστω κι αν φαινομενικά τα συμφέροντά τους μοιάζουν αντιτιθέμενα, τόσο προς αυτά των μεγάλων αφεντικών, όσο και των εργαζομένων. Μια αμφίπλευρη κατανόηση αυτής της συνθήκης, τόσο από την εργατική τάξη, όσο και από αυτά τα “μεσοστρώματα”, είναι αναγκαία, προκειμένου οι τάξεις αυτές να συνειδητοποιήσουν τα τελικά κοινά τους συμφέροντα. Φυσικά, πρέπει πάντα να τονίζουμε πως, ως αναρχικοί, όταν μιλάμε για τα μεσοστρώματα αυτά, αναφερόμαστε σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει άντληση υπεραξίας ή εκμετάλλευσης εργασίας τρίτων. Δεν αναφερόμαστε δηλαδή στα “μικρά αφεντικά” ως συμμαχικό μεσόστρωμα. Έχει αναφερθεί επίσης στο πρώτο μέρος του άρθρου η ένσταση/προσθήκη των αναρχικών στην κλασσική/μαρξιστική ταξική ανάλυση ως προς την σχέση “διοικητή/διοικούμενου”, με άλλα λόγια ανάμεσα σε αυτόν/αυτήν που, εκ της θέσεώς του/της στην παραγωγή, δίνει εντολές και σε αυτόν/αυτήν που τις εκτελεί.
Προχωρώντας παρακάτω, ειδική αναφορά πρέπει να γίνει και σε μια μορφή εργασίας ή “επιχειρηματικότητας” που ανθεί στις μέρες μας και μπορεί να έχει σε μεγάλο βαθμό “πολιτική” απόχρωση. Μιλάμε για την λεγόμενη “συνεργατική οικονομία”, την συνθήκη κατά την οποία μια ομάδα ατόμων αποφασίζει να επενδύσει συλλογικά ένα κάποιο κεφάλαιο, ούτως ώστε να δημιουργήσει ένα εργασιακό περιβάλλον στο οποίο δεν υπάρχουν σχέσεις αφεντικού/εργαζομένου και το παραγόμενο κέρδος μοιράζεται εξίσου στα μέλη του συνεταιρισμού ή της “κο-οπερατίβας”, συχνότερα αναλόγως με τις εργατοώρες που ο καθένας/η καθεμία αφιέρωσε. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει σχέση αφεντικού/εργαζομένου βέβαια δεν εξαφανίζει την συνθήκη της άντλησης υπεραξίας/υπερεργασίας, που μπορεί να εμφανιστεί και να αντληθεί υπό την μορφή του “συλλογικού καπιταλιστή”, μιας “αόρατης” έννοιας της επιχείρησης που υπερβαίνει -αλλά και ταυτόχρονα αποτελείται από- τους ίδιους τους διαχειριστές. Η επιχείρηση έχει την ανάγκη συντήρησης και -αν το κρίνουν οι συμμετέχοντες- νέων επενδύσεων για την μεγέθυνση των κερδών. Κάτι που σε μια τυπική επιχείριση επωμίζεται το αφεντικό. Η διαφορά με έναν μισθωτό εργάτη, που είναι ξεκάθαρα μέλος της Εργατικής Τάξης, είναι σε αυτή την περίπτωση πως ο μισθός του συνεργαζόμενου δεν είναι απαραίτητα σταθερός και δεν υπάγεται σε κάποια σύμβαση εργασίας, αλλά εξαρτάται από το κέρδος της επιχείρησης και τη συμφωνία μεταξύ των μελών του συνεταιρισμού. Είναι δηλαδή ταυτόχρονα και μερίδιο κερδών αλλά και -υπό μια έννοια- μισθός. Επιπλέον, η ίδια αντίφαση που ισχύει για τους αυτοαπασχολούμενους σε σχέση με το κόστος των υπηρεσιών που προσφέρουν και την πηγή των κερδών τους (πελάτες, στην πλειοψηφία τους μέλη της Εργατικής Τάξης), ισχύει φυσικά και για τις “κο-οπερατίβες”.
Συνεπάγεται εδώ πως, το αν τα μέλη αυτών των συνεργατικών επιχειρήσεων ανήκουν ή όχι σε συμμαχικό κομμάτι της εργατικής τάξης, ξεπερνάει το ξεκάθαρο οικονομικό πλαίσιο και αγγίζει το πολιτικό-ιδεολογικό: Έχει να κάνει σίγουρα με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους (ως εργαζόμενους ή ως επιχειρηματίες), τον σκοπό για τον οποίο επέλεξαν την συγκεκριμένη μορφή εργασίας (περισσότερα κέρδη/εξασφάλιση ή απουσία σχέσης αφεντικού/εργαζομένου), το κατά πόσο θα προσπαθήσουν να αποτρέψουν πιθανές σχέσεις με πολύ αρνητικές εκφάνσεις άντλησης κεφαλαίου/υπεραξίας που μπορεί να υπάρχουν περιμετρικά από την επιχείρηση αυτή (όπως το αν θα επιλέξουν ή όχι να αγοράζουν πρώτες ύλες που παρήχθησαν από φτηνότερα εργατικά χέρια, ώστε να εξοικονομήσουν πόρους), αλλά και την αφιέρωση μέρους του πλεονάζοντος παραγόμενου κεφαλαίου και των πιθανών εξοικονομημένων ωρών εργασίας, σε διεργασίες που αφορούν την υπόθεση της ταξικής χειραφέτησης. Είναι δηλαδή σε μεγάλο βαθμό, όπως είπαμε, κομμάτι μιας ιδεολογικής – πολιτικής στάσης, που βέβαια πρέπει να συνοδεύεται με τους κατάλληλους υλικούς όρους. Όπως και να ‘χει, είναι εντελώς διαφορετικό το κίνητρο του να “τα κονομήσει” κάποιος που την είδε επιχειρηματίας μέσω ενός “συνεργατικού εγχειρήματος”, να ιδιωτεύσει και να εξαγοράσει μια άνετη ζωή, και εντελώς διαφορετικό το να θελήσει απλά να αλλάξει τους όρους της εργασίας του προς το λιγότερο βάρβαρο, σε ένα περισσότερο δημοκρατικό περιβάλλον εργασίας.
Δυστυχώς, η πρώτη περίπτωση είναι αυτή που επικρατεί σε μεγάλο βαθμό, καθώς η “αλληλέγγυα και συνεργατική οικονομία”, χωρίς κανένα πολιτικό φίλτρο, προμοτάρεται όλο και περισσότερο από το ίδιο το σύστημα -ιδιαίτερα από τις σοσιαλδημοκρατικές του εκφάνσεις (όπως είδαμε επί εποχής ΣΥΡΙΖΑ)- ως μια βαλβίδα αποσυμπίεσης της οργής που προκαλούν οι ταξικές ανισότητες και ένα “πείραμα” για να ψηλαφίσει τρόπους να ξεπεράσει κάποια από τα ίδια του τα αδιέξοδα. Από την άλλη, ακόμη και αν υπάρχει ο “πολιτικός μανδύας”, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελεί γενικό πρόταγμα η “αυτοδιαχείριση” μέσα σε καπιταλιστικές συνθήκες, παρά μόνο, όπως είπαμε, να σταθεί ως μια εναλλακτική για την καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας, για λιγότερη (ή καθόλου) αυταρχικότητα στο εργασιακό περιβάλλον, για μια εσωτερική οριζοντιότητα. Ωστόσο, στην υπόθεση της απόπειρας καταστολής της ΒΙΟ.ΜΕ. -μιας από τις λίγες κο-οπερατίβες στην Ελλάδα σήμερα που έχουν κατορθώσει να συνδεθούν τόσο έντονα με το ριζοσπαστικό κίνημα της τάξης μας, τα προτάγματα και τις ανάγκες του- είδαμε πώς μπορούν και θέλουν να απαντούν Κράτος και Κεφάλαιο σε μια περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση της μορφής “συνεργατισμός”, αυτής που ξεπερνά δηλαδή τα όρια του προσωπικού βολέματος.
Πρέπει να γίνει ξεκάθαρο πάντως πως υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσα στις “κο-οπερατίβες” μέσα στην καπιταλιστική οικονομία, που κινούνται έτσι κι αλλιώς με όρους αγοράς και κέρδους, και στις κολεκτιβοποιημένες επιχειρήσεις (και εργοστάσια, εργαστήρια, αγρούς) των κοινωνικών επαναστάσεων, όπως π.χ. η Ισπανική του 1936-39. Η διαφορά έγκειται καταρχήν στο κοινωνικό πλαίσιο, όπου από την μια μιλάμε για την ατομική επιβίωση μέσα σε ένα καπιταλιστικό πλαίσιο αγοράς ενώ από την άλλη μιλάμε για μια κολεκτιβοποίηση μέσα σε μια επαναστατημένη κοινωνία, η οποία λειτουργούσε με όρους συλλογικής και άμεσης κάλυψης των αναγκών αυτής ακριβώς της κοινωνίας. Κατά δεύτερον, τεράστια διαφοροποίηση υπάρχει και στην στόχευση, με τις σημερινές “κο-οπερατίβες” να δημιουργούνται κυρίως, όπως είπαμε, από την θέληση να εξασφαλιστούν καλύτερες συνθήκες εργασίας και μια κάποια εργατική δημοκρατία για μια μικρή ομάδα συν-εργατών, ενώ από την άλλη, ο στόχος ήταν ξεκάθαρα η αντικατάσταση της καπιταλιστικής οικονομίας του κεφαλαίου και του κέρδους από τον ελευθεριακό κομμουνισμό, την συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από την εργατική τάξη και την αταξική κοινωνία.
Έχοντας ξεκαθαρίσει τα παραπάνω, ας μην ξεχνάμε πως ο στόχος μας ως αναρχικοί είναι η ολοκληρωτική καταστροφή του κόσμου του κεφαλαίου, των εξουσιαστικών, εκμεταλλευτικών, αλλά και των εμπορευματικών σχέσεων που αυτός δημιουργεί και όχι απλά η αναδιανομή και αλλαγή των όρων υπό τους οποίους αυτές συντελούνται. Και μια επιχείρηση, είτε τυπική είτε συνεργατική, μοιραία αναπαράγει τις σχέσεις “κεφάλαιο” και “εμπόρευμα”, καθώς εκ των πραγμάτων λειτουργεί σε συνθήκες αγοράς.
Ο ίδιος ο Καρλ Μαρξ αντιμετώπιζε επιφυλακτικά τους συνεταιρισμούς και τους κολεκτιβοποιημένους χώρους εργασίας της εποχής του -αφού τέτοιοι υπήρχαν από τον καιρό της μετεπαναστατικής Γαλλίας ακόμη, λίγο πριν τα μέσα του 19ου αιώνα, τα περίφημα “Εργαστήρια”- σχολιάζοντάς τους άλλοτε με αρνητική χροιά και άλλοτε με περισσότερη θέρμη, κάνοντας ειδική αναφορά σε αυτούς στον Τρίτο Τόμο του “Κεφαλαίου”. Αναφέρει δε ο Γερμανός, πως οι συνεταιρισμοί αυτοί είναι μεν τα πρώτα δείγματα “σοσιαλισμού” στο εσωτερικό του καπιταλισμού, αφού εναντιώνονται στην συνθήκη εργάτη-αφεντικού, ωστόσο αναπαράγουν αυτούσια μεγάλο κομμάτι των προβληματικών του καπιταλισμού, όπως το εμπόριο και η παραγωγή αγαθών που έχουν ως σκοπό το κέρδος και όχι την κάλυψη πραγματικών βιοτικών αναγκών. Και όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω, συμμερίζεται τον προβληματισμό σχετικά με την ανάγκη να μην ειδωθούν οι συνεταιρισμοί αυτοί από τους εργαζόμενους, ως κάποιου είδους “λύση” απέναντι στον καπιταλισμό. Βέβαια, οι λόγοι που ο Μαρξ κάνει τις παρατηρήσεις αυτές διαφέρουν από τα συμπεράσματα που βγάζει ένας αναρχικός, αφού ο ίδιος αναφέρεται μεταξύ άλλων στην ανάγκη ενός “κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας” ως κομμάτι της αντίθεσής του στο φαινόμενο αυτό..
Κριτική όμως στις “κο-οπερατίβες” μέσα στον καπιταλισμό έχει ασκήσει και ο Μιχαήλ Μπακούνιν, στο έργο του “Κρατισμός και Αναρχία (1873)”, λέγοντας πάνω κάτω πως αν και αυτές αποτελούν σίγουρα έναν από τους πιο ορθολογικούς και εξισωτικούς τρόπους οργάνωσης της εργασίας, ωστόσο, προκειμένου να καταστεί εφικτό τα πλούτη, κάθε είδους κεφάλαιο και η γη να γίνουν εργαλεία απελευθέρωσης των εργαζομένων -προκειμένου αυτοί να απολαμβάνουν το πλήρες παράγωγο της εργασίας τους- θα πρέπει πρώτα να μετατραπούν σε συλλογική (κοινωνική) ιδιοκτησία. Σε διαφορετική περίπτωση, οι κολεκτίβες μέσα στον καπιταλισμό θα εξαϋλωθούν από τον ανταγωνισμό του μεγάλου κεφαλαίου. Αλλά, συνεχίζει ο Ρώσος αναρχικός, ακόμη και στην περίπτωση που μια μικρή ομάδα κολλεκτιβών καταφέρει να βρει ευημερία και να επιβιώσει μέσα στον Καπιταλισμό, κάτι τέτοιο δεν θα έχει δημιουργήσει παρά μια νέα τάξη των συνεργατιστών, οικονομικά ανώτερη και σε καλύτερη κατάσταση από αυτή της εργατικής τάξης.
Και το ίδιο το αναρχικό κίνημα, βέβαια, διέκρινε, μέσω της πρακτικής εμπειρίας του, μεγάλο κομμάτι των αντιφάσεων που μπορεί να δημιουργηθούν σε μια μερικώς και ανολοκλήρωτα κολεκτιβοποιημένη οικονομία, όπου η έννοιες της αγοράς και του εμπορεύματος παραμένουν. Μιλήσαμε ακριβώς παραπάνω για τις διαφορές μεταξύ των σημερινών κο-οπερατιβών που λειτουργούν στο πλαίσιο της αγοράς, με τις κολεκτίβες της Ισπανικής Επανάστασης. Και αυτή η τελευταία όμως δεν είναι ένα τέλειο και εξιδανικευμένο παράδειγμα στο πεδίο αυτό -πως θα μπορούσε άλλωστε να είναι εν μέσω ενός σκληρού εμφυλίου πολέμου;- αντίθετα μας προσφέρει αυτούσιο το υλικό που χρειαζόμαστε για να κάνουμε όλες τις παραπάνω σκέψεις. Πιο συγκεκριμένα, στην μεγαλύτερη αυτή ιστορική στιγμή του αναρχικού κινήματος, τα κολεκτιβοποιημένα εργοστάσια και οι αγροτικές κολεκτίβες ήρθαν ορισμένες φορές σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, ως προς το κομμάτι της διάθεσης των προϊόντων, δηλαδή του κομματιού της “πίτας” της αγοράς που θα εξασφάλιζε το καθένα, ιδιαίτερα στις περιοχές που δεν είχε συντελεστεί ολοκληρωτικά ο κολεκτιβισμός στην οικονομία, αλλά συνυπήρχε με πιο τυπικές μορφές εργασίας/οικονομίας. Αυτό συνέβη επειδή δεν υπήρχε, για κάποια διαστήματα, συνεργασία και συντονισμός ολόκληρης της οικονομίας μιας περιοχής, με σκοπό την κάλυψη των αναγκών των εργατών, αλλά η εσωτερική οριζοντιότητα στον εργασιακό χώρο συνοδεύτηκε από την διατήρηση της εμπορευματικής οικονομίας, του χρήματος και της αγοράς, παράγοντες που ουσιαστικά δημιουργούν τον ανταγωνισμό και αμβλύνουν τις σχέσεις αλληλεγγύης μεταξύ των εργατών. Οι επιτροπές των εργατών -και όχι κάποιο “κεντρικό κράτος”- πήραν σύντομα μέτρα για την καταπολέμηση του φαινομένου, όπως ο συλλογικός διαμοιρασμός των κερδών και του πλεονάσματος στην τοπική κοινωνία, κάτι που καταργεί στην πράξη τον κακώς εννοούμενο ανταγωνισμό, αυτόν που ωθείται από το κέρδος, ενώ μπορεί να προωθήσει τον συναγωνισμό, δηλαδή την αμοιβαία ώθηση μεταξύ των εργατών και των κολεκτιβών, ώστε να υπάρξουν καλύτερα αποτελέσματα (πχ στην οικονομία) για την ίδια την κοινωνία.
Όπως και να ‘χει όμως, όλα τα παραπάνω είναι προβλήματα που προέκυψαν σε μια επαναστατική συνθήκη και οι λύσεις που επιχειρήθηκαν ήταν τέτοιου τύπου, ώστε να εξυπηρετούν τα συμφέροντα και τους σκοπούς της επανάστασης αυτής, αλλά και τις άμεσες υλικές ανάγκες μιας εν εξελίξει πολεμικής σύγκρουσης με τους φασίστες. Ενώ σε μια καπιταλιστική οικονομία, αυτοί οι σκοποί και αυτά τα συμφέροντα απλά δεν υπάρχουν και οι όποιες κολεκτίβες και κο-οπερατίβες, παρ’ όλα τα φιλικά προς την κοινωνία και την εργατική τάξη μέτρα που μπορεί να πάρουν (όπως τα οικολογικά υλικά, οι χαμηλότερες τιμές), παραμένουν απλά επιχειρήσεις, οργανωμένες με διαφορετικό τρόπο στο εσωτερικό τους, τρόπο που εξυπηρετεί ουσιαστικά, πρώτα και κύρια, τους ίδιους τους συν-εργαζόμενους σε αυτές και όχι το σύνολο της κοινωνίας ή της τάξης.
***
Τελειώνοντας με το κομμάτι της συγκεκριμενοποίησης της έννοιας της Εργατικής Τάξης, είναι σημαντικό να αναφέρουμε τα εξής: Η συνθήκη του πολέμου είναι επίσης ακόμη ένα αίτιο που μπορεί να προλεταριοποιήσει μεγάλες μάζες ανθρώπων. Υπάρχουν περιοχές στον πλανήτη, κυρίως στην Αφρική και την Μέση Ανατολή, όπου η εμπόλεμη κατάσταση δεν έχει σταματήσει για αρκετές δεκαετίες τώρα. Τα τελευταία χρόνια, στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου κυρίως, παρατηρείται ένα πρωτοφανές κύμα μετανάστευσης ανθρώπων από χώρες οι οποίες μαστίζονται από πολέμους, εμφύλιους και θρησκευτικούς, “ειρηνευτικές επεμβάσεις” των Δυτικών καπιταλιστικών δυνάμεων, με σκοπό την εκμετάλλευση των πόρων της περιοχής κλπ. Οι άνθρωποι αυτοί, που στις πατρίδες τους μπορεί να ανήκαν μέχρι και στην αστική τάξη -αλλά συνηθέστερα ήταν κομμάτια του ντόπιου προλεταριάτου- τις περισσότερες φορές αναγκάζονται να εγκαταλείψουν όλα τα υπάρχοντά τους και φτάνουν στην χώρα προσφυγής κυριολεκτικά μόνο με τα ρούχα που φοράνε, ενώ ελάχιστοι μόνο καταφέρνουν να έχουν κάποιο κομπόδεμα, το οποίο σχεδόν πάντα χρησιμοποιούν ως διαπραγματευτικό εργαλείο με δουλεμπόρους για να αποπειραθούν την διαφυγή τους σε κάποια χώρα της κεντρικής Ευρώπης, όπου ονειρεύονται πως θα έχουν περισσότερες ευκαιρίες ή μπορεί να συναντήσουν κάποιους συγγενείς τους.
Σίγουρα υπάρχει ταξική διαστρωμάτωση και στο εσωτερικό αυτού του συνόλου των ανθρώπων, που αποτυπώνεται στο σήμερα κυρίως με το επίπεδο μόρφωσής τους πριν την προσφυγιά. Ας μην ξεχνάμε πως μερικά χρόνια πριν (2015), η τότε καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ άνοιξε τα γερμανικά σύνορα σε έναν αυξημένο αριθμό προσφύγων, με κριτήριο την επαγγελματική τους εξειδίκευση, δηλαδή εξασφάλισε φτηνά εργατικά χέρια για το γερμανικό κεφάλαιο από ανθρώπους με εξειδικευμένες επαγγελματικές ικανότητες, αλλά διαλυμένες ζωές, οι οποίοι, με την αίσθηση της ευγνωμοσύνης μάλιστα, κλήθηκαν να επανδρώσουν την εργατική τάξη της Γερμανίας. Τόσο όσοι κατέφυγαν εκεί, όσο και αυτοί που έμειναν στις χώρες εισόδου τους, σε συνθήκες άθλιας διαβίωσης, αποτελούν κομμάτι της παγκόσμιας εργατικής τάξης, λιγότερο ή περισσότερο υποβαθμισμένο, με λίγα έως ελάχιστα δικαιώματα.
Φυσικά, όλη αυτή η διαδικασία δεν συμβαίνει μόνο στην Ανατολική Μεσόγειο και μόνο τα τελευταία χρόνια, αλλά είναι μια διαχρονική συνθήκη, τόσο παλιά όσο και οι έννοιες του πολέμου και των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων. Και φυσικά, δεν χρειάζεται σώνει και ντε να υπάρχει μια τυπικά ενεργή εμπόλεμη κατάσταση για να αποφασίσει κάποιος άνθρωπος να ακολουθήσει τον δρόμο της προσφυγιάς, αλλά και χίλιοι δυο άλλοι λόγοι που μπορεί να έχουν να κάνουν με την οικονομική-πολιτική-θρησκευτική κατάσταση στο εσωτερικό μιας χώρας, μια κατάσταση που τις περισσότερες φορές προέρχεται από τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις (πολεμικές ή και μόνο πολιτικό/οικονομικές) που προηγήθηκαν.
Η επέλαση του καπιταλισμού και του οικονομικού ιμπεριαλισμού στον Τρίτο Κόσμο -και όχι μόνο, ας μην ξεχνάμε την μετα-σοβιετική ανατολική Ευρώπη- η υπερεκμετάλλευση των χωρών αυτών από το Δυτικό Κεφάλαιο και η διάλυση των τοπικών κοινωνιών, δημιουργούν έτσι κι αλλιώς διαχρονικά κύματα οικονομικών μεταναστών/προσφύγων, που επανδρώνουν τις εργατικές τάξεις των χωρών στις οποίες καταφθάνουν, είτε ως “πλεονάζων εργατικό δυναμικό”, δηλαδή άνεργοι, είτε ως υποβαθμισμένοι, φτηνοί εργαζόμενοι, χωρίς δικαιώματα, που χρησιμοποιούνται προκειμένου να διογκωθούν τα κέρδη των ντόπιων αφεντικών. Η θέση των “ντόπιων” εργαζομένων και φυσικά του πιο ριζοσπαστικού και επαναστατικού κομματιού ανάμεσά τους, είναι πάντα στο πλευρό αυτών των ανθρώπων, που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της τάξης μας.