Η διαμάχη που έχει ξεσπάσει στις μέρες μας για την ερμηνεία της κρίσης από την πλευρά των καταπιεσμένων δεν είναι αποκλειστικά εγχώριο φαινόμενο. Μια μικρή διαδικτυακή βόλτα αποκαλύπτει του λόγου το αληθές. Τα ίδια περίπου επιχειρήματα ένθεν κακείθεν εντοπίζει κανείς σε όλες τις πληττόμενες χώρες. Από τη μια εκείνοι που τονίζουν τον καθαρά υγειονομικό χαρακτήρα της κρίσης, εστιάζοντας στις εγκληματικές ελλείψεις υποδομών εξ αιτίας της χρόνιας απαξίωσης των δημόσιων συστημάτων υγείας και από την άλλη εκείνοι που (με διάφορες αποχρώσεις) στέκονται μονοδιάστατα στη βιο-πολιτική διαχείριση, το καθεστώς έκτακτης ανάγκης και στην περιστολή των ελευθεριών. Στις περισσότερες περιπτώσεις η διαμάχη μεταξύ αυτών των δυο ερμηνειών φαντάζει αγεφύρωτη, γίνεται σχεδόν πολεμική. Φαίνεται έτσι πως η θεωρητική διαμάχη εξ αφορμής του νέου κοροναϊού ακολουθεί την πορεία κάθε μείζονος κρίσης τα τελευταία χρόνια: μετατρέπεται και σε κρίση της ριζοσπαστικής θεωρίας.
Πολλοί τονίζουν πως αυτό είναι ένα γενικευμένο φαινόμενο που θα πρέπει να αποδοθεί στην απουσία μιας δεσπόζουσας φιλοσοφικής φιγούρας στον καιρό μας ή ενός στέρεου ερμηνευτικού συστήματος σκέψης. Χωρίς να υποτιμούμε την αξία μιας τέτοιας παρατήρησης έχουμε εδώ μια διαφορετική άποψη, που αφορά στη μοίρα της θεωρίας σε περιόδους κρίσης.
Η θεωρία αδυνατεί να συλλάβει πλήρως της πραγματικότητα τη στιγμή που αυτή συμβαίνει, επειδή έχει την τραγική ιδιότητα να είναι πάντα γριά. Και αυτό συμβαίνει, γιατί κάθε θεωρία κατασκευάζεται a posteriori (εκ των υστέρων) μετά τον εμμενή στοχασμό πάνω στα γεγονότα που έχουν προηγηθεί. Καμία θεωρία δεν μπορεί να συλλάβει την πραγματικότητα, πριν αυτή συμβεί, γιατί σε πείσμα του δόγματος «η ιστορία επαναλαμβάνεται» η ιστορία έχει πάντα τον τρόπο της να μας εκπλήσσει. Κανένα συμβάν, καμία κρίση που διαταράσσει την «κανονική» ροή των πραγμάτων δεν είναι ακριβώς πανομοιότυπη με τις προηγούμενες. Έτσι, τα θεωρητικά σχήματα, όσο οξυδερκή και διεισδυτικά και αν ήταν a priori, αδυνατούν να συλλάβουν πλήρως κάθε νέα πραγματικότητα. Αν θέλουν να μείνουν ενεργά, οφείλουν να αυτοδιαλυθούν και να επαναθεμελιωθούν στο έδαφος των νέων δεδομένων. Αυτό κάνει κάθε ζωντανή θεωρία που δεν είναι απολίθωμα ξένο προς το διαρκές ιστορικό παρόν.
Και εδώ έρχεται μια θεμελιώδης παραδοξότητα. Ενώ οι έννοιες και τα σχήματα που μας παρέχει η θεωρία είναι ο μόνος τρόπος που έχουμε για να κατανοήσουμε την κρίση τη στιγμή που συμβαίνει (αφού ο άνθρωπος δεν μπορεί να σκεφτεί απροϋπόθετα, χωρίς εννοιακές αφαιρέσεις), ταυτόχρονα η ίδια η θεωρία του είναι ήδη παλαιά και πρέπει ταχύτατα να αλλάξει. Αυτή είναι και η τραγική μοίρα της ριζοσπαστικής θεωρίας. Το ότι πρέπει διαρκώς να αναθεωρείται, να γκρεμίζεται και να ξαναχτίζεται, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που τη χρειαζόμαστε περισσότερο. Γιατί η ριζοσπαστική θεωρία, για να είναι άξια του ονόματός της, δεν μπορεί παρά να είναι αδιαχώριστη από την επαναστατική πράξη και η επαναστατική πράξη, για να έχει νόημα ως τέτοια, πρέπει να εκπλήσσει πάντα το παρόν.
Αν σήμερα αισθάνθηκα την ανάγκη για αυτές τις παρατηρήσεις, είναι γιατί παρατηρώ, πως στις θεωρητικές διαμάχες των ημερών μας, απουσιάζει εκείνο το χαρακτηριστικό που δίνει σε κάθε θεωρία το ριζοσπαστικό της στοιχείο: μια κριτικά υποψιασμένη διαλεκτική. Μια διαλεκτική που θα πατά πάντα με το ένα πόδι στην πραγματικότητα (και με το άλλο στις ιδέες) χωρίς να βυθίζεται ποτέ σε αυτήν. Γιατί αυτή η λεπτή, σχεδόν χορευτική, διαλεκτική υποψία είναι απαραίτητη στα κινήματα που δεν θέλουν να υποπέσουν ούτε στο βαλτώδη υλισμό της πραγματικότητας, ούτε στην αεροβασία ενός αγείωτου ιδεαλισμού. Σε κάθε ριζοσπαστική διαλεκτική ο ένας πόλος οφείλει να είναι η πραγματικότητα και ο άλλος η (επαναστατική) συνείδηση.
Για να έρθω λοιπόν στο προκείμενο της σημερινής κρίσης. Όσοι μιλούν μόνο για βιο-πολιτική επίθεση των κρατών στην ελευθερία στο όνομα ενός εν πολλοίς ανύπαρκτου ή «κατασκευασμένου» κινδύνου, αγνοούν την εντελώς πραγματική διάσταση της κρίσης: την κατάρρευση δηλαδή των δημόσιων συστημάτων υγείας, που οδηγεί με τη σειρά της σε πολλαπλασιασμό των θανάτων από άλλες αιτίες ή στην εξόντωση ευάλωτων ομάδων. Όσοι, φαινομενικά στον αντίποδα, στέκονται μόνο στη διάσταση της επιδημικής απειλής αγνοώντας πως στο όνομα αυτής τα κράτη και οι διεθνείς οργανισμοί (εν μέρει αυτοσχεδιάζοντας στα τυφλά, εν μέρει από ένστικτο κυριαρχίας) επιδίδονται σε πρωτοφανείς ασκήσεις ολοκληρωτισμού, μαζικού ελέγχου και μονιμοποίησης της πανοπτικής εξουσίας, χάνουν την άλλη μισή αλήθεια. Και στις μέρες μας η μονοδιάστατη οπτική της “μισής αλήθειας” οδηγεί σε πολλαπλές συλλογικές και ατομικές παγιδεύσεις. Πώς θα ερμηνευτούν, για παράδειγμα, οι πολυδιάστατες δευτερογενείς κρίσεις (οικονομική, εργασιακή, γεωπολιτική, οικολογική, μεταναστευτική) που πυροδοτεί ήδη η υγειονομική απειλή χωρίς την πλήρη εικόνα της νέας οικονομικής και θεσμικής πραγματικότητας που αλλάζει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς; Πώς θα κατανοηθούν οι μετασχηματισμοί της γεωγραφίας του σύγχρονου εθνικού – υπερεθνικού ή παγκόσμιου κράτους, χωρίς την αμοιβαία αλληλοβοήθεια των επί μέρους ερμηνειών;
Κάθε κρίση είναι και μια κρίση της ερμηνείας, μια κρίση της θεωρίας. Όσο ζωτική είναι στις μέρες μας μια νέα συλλογική πράξη που θα δώσει μαζική προοπτική διεξόδου στην καταπιεσμένη κοινωνική πλειοψηφία, άλλο τόσο ζωτική είναι και η ανάγκη για μια θεωρία που θα υπερβεί τις σημερινές μονομερείς παγιδεύσεις και θα αγκαλιάσει ολόπλευρα τη νέα, πολυδιάστατη πραγματικότητα του κόσμου μας.
(Πίνακας: Αpplied dialectics, Rene Magritte, 1945)