Η Μαρία Σπιριντόνοβα, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος των αριστερών σοσιαλεπαναστατών, η οποία συνελήφθη λόγω της πρόσφατης εξέγερσης των σοσιαλεπαναστατών στη Μόσχα, έχει ένα λαμπρό και ένδοξο επαναστατικό παρελθόν.
Στις 15 Ιανουαρίου 1906, η Σπιριντόνοβα σκότωσε, κατόπιν διαταγής της Επιτροπής του σοσιαλεπαναστατικού κόμματος του Ταμπόφ, τον Στρατηγό Λουζενόφσκι, ο οποίος που ήταν πολύ γνωστός στην πόλη αυτή και είχε ξυλοκοπήσει μέχρι θανάτου και υποβάλει σε φρικτά βασανιστήρια τους αγρότες της περιοχής του Ταμπόφ που είχαν κριθεί ένοχοι για τη συμμετοχή τους σε αγροτικές και πολιτικές εξεγέρσεις.
Η Σπιριντόνοβα πυροβόλησε τον Λουζενόφσκι τη στιγμή που κατέβαινε από το τραίνο στον σταθμό του Μπορίσογκλεμπσκ.
Συνελήφθη από κοζάκους και υπεβλήθη σε τρομερά βασανιστήρια.
Όλοι θυμούνται ακόμα την επιστολή που είχε δημοσιεύσει σε ρώσικες εφημερίδες, στην οποία διηγούταν τις αποτρόπαιες λεπτομέρειες του μαρτυρίου της.
Εκδικήθηκε λίγο καιρό αργότερα: οι βασανιστές της, ένας κοζάκος βαθμοφόρος κι ένας αξιωματικός της αστυνομίας, εκτελέστηκαν από τους σοσιαλεπαναστάτες.
Στις 11 Μαρτίου του ίδιου έτους, η Σπιριντόνοβα καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού. Όμως οι αναταραχές και οι διαμαρτυρίες που προκλήθηκαν από την απόφαση αυτή, τόσο στη Ρωσία όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, είχαν ως αποτέλεσμα τη μετατροπή της ποινής αυτής σε καταναγκαστικά έργα διαρκείας. Η μεγάλη ρώσικη επανάσταση σήμανε την απελευθέρωση της Σπιριντόνοβα.
Η τρομοκρατική πράξη, κατόπιν τα βασανιστήρια της φυλάκισης και τέλος ο αγώνας στις τάξεις του επαναστατημένου λαού είναι ο δρόμος που διέτρεξε αυτή η θαρραλέα και γενναία ύπαρξη.
Μετά την απελευθέρωσή της, παρέμεινε για κάποιο διάστημα στη Σιβηρία, όπου, σε πολλές πόλεις και ιδίως στο Νέρτσινσκ και στην Τσιτά, κατεδαφίστηκαν με δική της πρωτοβουλία όλες οι φυλακές, συμπεριλαμβανομένων και αυτών για τους κρατούμενους του κοινού δικαίου. Η επιστροφή της στη Ρωσία ήταν ένας πραγματικός θρίαμβος· με την εξαιρετική της ενέργεια, το σπάνιο ταλέντο της και την ιδιαίτερη ρητορική της δεινότητα ξεκίνησε πάλι την επαναστατική δουλειά καταλαμβάνοντας μία σημαντική θέση στο κόμμα των αριστερών σοσιαλεπαναστατών.
Η επαναφορά της θανατική ποινής από τον Κερένσκι είχε ως αποτέλεσμα τη γεμάτη αγανάκτηση και ιδιαίτερα σφοδρή διαμαρτυρία από την πλευρά της Σπιριντόνοβα. Έγραφε τον Αύγουστο του 1917:
«Η επαναφορά της θανατικής ποινής είναι η κορωνίδα μίας σειράς πολιτικών λαθών και της κατάπτωσης της επαναστατικής ηθικής. Όποια κι αν είναι η άποψη που υιοθετήθηκε για να στηρίξει την πράξη αυτή, η θανατική ποινή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Ο θεσμός αυτός έχει καταδικαστεί αμετάκλητα με όλη τη δύναμη της λαϊκής αγανάκτησης, από όλους τους επιφανείς επιστήμονες και από την αυταπόδεικτη αχρηστία αυτής της φαύλης πράξης.
»Ως προς την ηθική πτυχή αυτής της οργανωμένης δικαστικής δολοφονίας, δεν αξίζει καν τον κόπο να αναφερθούμε σ’ αυτή.
»Όλα έχουν ειπωθεί στην ώρα τους για τη θανατική ποινή, και, ενώπιον του αμέτρητου πλήθους των ηρώων που εκτελέστηκαν από το τσαρικό καθεστώς και από τα καπιταλιστικά και ιμπεριαλιστικά καθεστώτα σε όλον τον κόσμο, δεν έχουμε πλέον τη δύναμη ούτε να αρθρώσουμε λόγο.»
Η Οκτωβριανή Επανάσταση έθεσε τη Σπιριντόνοβα επικεφαλής του αγροτικού κινήματος στο σύνολό του.
Από την εποχή αυτή, εκλεγόταν πάντοτε πρόεδρος σε όλα τα Συνέδρια των αγροτών. Ήταν επίσης επικεφαλής της πτέρυγας των αγροτών στην Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή. Το ζήτημα της εφαρμογής του νόμου στη κοινωνικοποίηση των γαιών ήταν το έργο στο οποίο πρόσφερε τη ζωή της. Όλη της η βαθιά και ειλικρινής ενεργητικότητα αφιερώθηκε στην ιδέα αυτή.
Η σύναψη της Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ, η οποία ήταν συντριπτική για την επαναστατική Ρωσία, καθώς και η οργάνωση αυτών των Επιτροπών των φτωχών αγροτών που είχαν αποδιαρθρώσει την εργαζόμενη ύπαιθρο και είχαν υπονομεύσει την υγιή έννοια αυτού που θα έπρεπε να είναι η ταξική πάλη ήταν τα ζητήματα που έθεσαν στο κόμμα των αριστερών σοσιαλεπαναστατών την προβληματική μίας ανοικτής εξέγερσης· η ηγέτης του κόμματος, η Σπιριντόνοβα, τέθηκε επικεφαλής των εξεγερμένων. Η φανατική και μοναδική της προσήλωση στον σκοπό της επανάστασης άνοιξε γι’ αυτή και πάλι τις πόρτες της φυλακής.
Πριν από μερικούς μήνες, έγραφε:
«Εάν η επανάσταση πρόκειται να χαθεί, ας μας παρασύρει στον πάταγο της πτώσης της και στην τραγική καταστροφή της. Περισσότερο αξίζει να εξαφανιστεί κανείς μαζί με την επανάσταση παρά να παραμείνει μέσα στις φυλακές και να υφίσταται τις ανακρίσεις. Περισσότερο αξίζει να πεθάνει κανείς παρά να υποστηρίξει αυτό το όνειδος και αυτό το ανοσιούργημα που είναι ανυπόφορα όταν καλύπτονται από το όνομα του Λαού, τον οποίο εμείς αγαπάμε και λατρεύουμε, και στην υπηρεσία του οποίου έχουμε αφιερώσει όλη μας τη ζωή και θυσιάζουμε τώρα ό,τι απέμεινε απ’ αυτή…
»Σκοτώστε μας λοιπόν!…
»Οι μελλοθάνατοι σας χαιρετούν!»*
Μετάφραση: Χαράλαμπος Μαγουλάς
[1] * (Σ.τ.Μ.) Το κείμενο αυτό αποτελεί απόσπασμα από την έκδοση των αριστερών σοσιαλεπαναστατών: La Russie Socialiste (événements de juillet 1918), Genève : Imprimerie Reggiani, 1918 που ανατυπώθηκε το 1983 από τις εκδόσεις Spartacus. Πρόκειται για ένα βιογραφικό επαναστατικό σημείωμα που φτάνει μέχρι το 1918. Κατόπιν, η Σπιριντόνοβα αμνηστεύτηκε και συνέχισε τη δράση της για να συλληφθεί από την Τσεκά και να φυλακιστεί ξανά τον Ιανουάριο του 1919 ύστερα από μία φλογερή δημόσια ομιλία της ενάντια στους μπολσεβίκους. Αποφυλακίστηκε τον Νοέμβριο του 1921 με τον όρο να απέχει από οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα. Συνελήφθη ξανά στην Ούφα μαζί με άλλους αριστερούς σοσιαλεπαναστάτες το 1937 και καταδικάστηκε σε 25 χρόνια φυλάκιση για οργάνωση αγροτικής εξέγερσης. Εκτελέστηκε τον Σεπτέμβριο του 1941 μαζί με τον Ρακόφσκι και άλλους πολιτικούς κρατούμενους στο Οριόλ.