«η εποχή μας προτιμά το σημείο από το σημαινόμενο, το αντίγραφο από το πρωτότυπο, την αναπαράσταση από την πραγματικότητα»
Γκι Ντεμπόρ
Εξ αιτίας της πανευρωπαϊκής καραντίνας μαζευτήκαμε ξανά φίλοι παιδικοί κι αγαπημένοι, και θυμηθήκαμε ένα σενάριο που γράφαμε μικροί, ελπίζοντας —ματαίως— πως κάποτε θα το γυρίζαμε ταινία. Στο σενάριο ένας φοιτητής ερωτευόταν μια κοπέλα, αλλά εξ αιτίας μιας ιδιοσυγκρασιακής συστολής που τον χαρακτήριζε, δίσταζε να την πλησιάσει. Αποφάσισε έτσι να την «κατασκοπεύει», να τη φωτογραφίζει από μακριά, να παρακολουθεί κάθε της κίνηση. Η συνήθεια αυτή οδήγησε τον Χάρη —έτσι έλεγαν τον ήρωα την ταινίας— να ερωτευτεί περισσότερο τη φωτογραφία από την ίδια την κοπέλα.
Το θέμα είναι γνωστό. Και είναι βέβαιο πως η ταινία μας —αν γυριζόταν ποτέ— δεν θα διεκδικούσε κανένα βραβείο πρωτότυπου σεναρίου. Στην ταινία Η φωτογραφία (1986) του Νίκου Παπατάκη, λόγου χάρη, ένας έλληνας μετανάστης στο Παρίσι ερωτεύεται τη φωτογραφία μιας όμορφης γυναίκας που του παρουσιάζουν πως ζει στο χωρίο του. Της γράφει πως θέλει να την παντρευτεί, «εκείνη» ανταποκρίνεται. Η γυναίκα όμως που ερωτεύεται δεν υπάρχει, η φωτογραφία ανήκει σε μια διάσημη τραγουδίστρια. Η αλληλουχία των ψευδαισθήσεων οδηγεί τον ήρωα στην τραγωδία.
Στους Απέναντι (1981) του Γιώργου Πανουσόπουλου, ο νεαρός ήρωας κατασκοπεύει με ένα κιάλι μια παντρεμένη γυναίκα στη απέναντι πολυκατοικίας. Σταδιακά την ερωτεύεται, τη φαντασιώνεται, ονειρεύεται πως θα μπορούσαν να είναι μαζί. Όταν όμως βρίσκονται από κοντά το όνειρο σβήνει στα γρήγορα.
Σχετικά πρόσφατα το ίδιο ζήτημα θεματοποίησε η ταινία του Τζουζέπε Τορνατόρε Το τέλειο χτύπημα (2013). Εκεί ο ήρωας ερωτεύεται μια μυστηριώδη γυναίκα που πάσχει, όπως το ευαίσθητο φωτογραφικό φιλμ, από φωτοφοβία. Είναι ο ίδιος φετιχισμός, ο έρωτας της απρόσιτης μορφής σε συνδυασμό με τον τρόμο του πραγματικού αγγίγματος, που νιώθει για όλες τις ακριβές ερωμένες του˙ τα πορτρέτα που συλλέγει για χρόνια στο κελάρι του. Ο έρωτας γίνεται το πλαστό του ομοίωμα.
Στις μέρες πας πάσχουμε από μια νέα μορφή φωτορύπανσης. Όχι εκείνη την ασύδοτη χρήση του τεχνητού φωτισμού που επισκιάζει την τρεμάμενη λάμψη των αστεριών και αποβάλει τις έναστρες νύχτες από τις πόλεις μας, αλλά από έναν φετιχιστικό κατακλυσμό της φωτογραφίας. Σήμερα η τραγωδία του κινηματογραφικού ήρωα των προηγούμενων δεκαετιών είναι σύμπτωμα όλης της κοινωνίας. Ερωτευόμαστε εικόνες, ακόμα κι αν αυτές είναι φωτοσκιάσεις του ίδιου μας του εαυτού.
Ο Kρίστοφερ Λας, είχε περιγράφει παλαιότερα αυτή τη συνθήκη στο περίφημο βιβλίο του Η κουλτούρα του ναρκισσισμού. Ούτε ο ίδιος όμως δεν θα μπορούσε να συλλάβει την έκταση που θα έπαιρνε το φαινόμενο στις μέρες μας, με τη ραγδαία εξάπλωση των social media. Ποιος θα φανταζόταν πως ο καθένας θα πρόβαλε σήμερα ως celebrity, ως μάνατζερ της αυτοεικόνας ενός αποκομμένου —ακόμα και από τον ίδιο— εαυτού του;
Παλαιότερα σκεφτόμουν πως η ιστορική εξέλιξη της έντασης των ψυχοπαθολογικών συμπτωμάτων, που, όπως μας επιβεβαιώνουν οι κλινικές μελέτες, εξελίσσονται από την κυριαρχία των νευρώσεων στον 19ο αιώνα και στις αρχές 20ου (εξ αιτίας των πολιτισμικών σεξουαλικών απαγορεύσεων), στην επικράτηση των οριακών ψυχοπαθολογιών μετά τα μέσα του 20ου (εξ αιτίας της καταναλωτικής κοινωνίας), θα οδηγούνταν —πιθανότατα— στις μέρες μας (εξ αιτίας της απόλυτης κυριαρχίας της εικονικής πραγματικότητας) στην επικράτηση των ψυχώσεων. Ας μην έχουμε αυταπάτες: από τη στιγμή που οι αιτίες του συμπτώματος είναι κοινωνικές, στην κατηφορική τροχιά που ανοίγει προχωρώντας το βάθεμα της ψυχικής πληγής είμαστε όλοι συνεπιβάτες.
Σήμερα γράφω αυτές τις γραμμές γιατί αναρωτιέμαι ειδικότερα για τη μοίρα του έρωτα. Τι να απέγινε ο Χάρης εκείνης της ταινίας; Μήπως είναι ερωτευμένος με μια Μαρία, μια Eugénie ή μια Αγγελική που ποστάρουν, σαν σε μανιακή άμυνα, τη μια φωτογραφία μετά την άλλη στον instagram, κρύβοντας, κάτω από έντεχνα φίλτρα, τον αληθινό τους εαυτό; Και μήπως αυτός ο εαυτός είναι που τρέμει ο Χάρης, γι’ αυτό και έχει κλειστεί εδώ και καιρό στην προσωπική, ηδυπαθή του καραντίνα —πολύ πριν τον κλείσει ο Χαρβαλιάς;
Η μελαγχολία της οριακότητας, η μοναξιά της απόστασης από τον άλλο, αυτό που έδεσε βατήρα στην ποίηση μιας προηγούμενης εποχής, δίνει σταδιακά τη θέση της στην απουσία του εαυτού. Αυτός είναι η πρωτογενής αιτία της ψυχωσικής απουσίας. Ο φαντασιωσικός αυτοερωτισμός του ναρκισσισμού κινεί στις μέρες μας τον «έρωτα» της εικόνας που με τη σειρά του μετατρέπεται γρήγορα σε εικόνα του έρωτα· σκιά μιας σκιάς.
Κι αν σήμερα οι ψηφιακοί κατασκευαστές εικονικών βιωμάτων, συνεπικουρούμενοι από τους τσαρλατάνους φιλοσόφους που διακηρύσσουν αυτάρεσκα πως «το πρωτότυπο έχει χαθεί», κυριαρχούν, ξεχνούν κάτι ουσιώδες: Ο έρωτας είναι το πρωτογενές, το κυτταρικό στοιχείο της ανθρώπινης επαφής. Είναι αυτός που συγκροτεί το συρμάτινο νήμα της ανθρώπινης κοινωνίας, από το τότε που υπάρχει άνθρωπος πάνω στη γη. Αφού χωρίς κοινωνία δεν νοείται άνθρωπος, χωρίς τον άλλον δεν νοείται άνθρωπος.
Αυτό το νήμα που διαρκώς σπάει, οφείλει επειγόντως να ματιστεί.