Αβραάμ Λεσπέρογλου, 1955-2024… καλές εφόδους στις κοιλάδες της σιωπής.
Κείμενο του Κώστα Κ. Αναδημοσίευση από το Athens Indymedia.
“Και στον ουρανό ένας νεκρός ταξιδεύει…
Πώς να ενώσουμε;
Η μάχη είχε και από τις δυο πάντες νεκρούς
μόνο που ο δικός μου είναι λυπημένος
γιατί ξέρει, ήξερε, πως στην τελική του
δε θα ‘χε φίλο δίπλα του
όποιος πήγαινε θα ’ταν κατευθείαν ύποπτος
φονιάς τρομοκράτης
ΑΓΝΩΣΤΟΣ δύο μέρες τα πρωτοσέλιδα γράψανε
μέχρι να βρεθούν τα στοιχεία
δυο μέρες το σαρκίον του στ’ αζήτητα
άθαφτο ιερόσυλοι εν Χριστώ αδερφοί
Όμως η ιστορία γύρισε ανάποδα
αγαπήσανε τον σκοτωμένο, ήτανε καθαρός
όμορφος, πώς να τρομάξουνε έναν πεθαμένο
να τον φωτογραφίσουνε όπως ξέρουνε, φονιά δολοφόνο
Και δυο παγιδευμένοι
ακόμα δε βρίσκονται σαν ν’ άνοιξε η γη και τους κατάπιε,
ένας δικός είπε: “Αδούλωτη ελληνική ψυχή”…
παίζεται ακόμα η έκπληξη, παίζεται ακόμα η ζωή”
(Κατερίνα Γώγου)
Ο Αβραάμ Λεσπέρογλου εισέβαλε στο τοπίο μας, των νεαρών εξεγερτικών αναρχικών της δεκαετίας του ’80, μετά από τη Μάχη του Γκύζη και τον θάνατο του Χρήστου Τσουτσουβή. Ήταν ο ένας από τους “δυο παγιδευμένους που ακόμα δε βρίσκονται σαν ν’ άνοιξε η γη και τους κατάπιε”, όπως το αποτυπώνει στο ποίημά της η Κατερίνα Γώγου, με έναν τρόπο που μόνο εκείνη ήξερε.
Κι ύστερα, υπήρξε ένα πρόσωπο μυθικό για εμάς τους ούτε καν είκοσι χρονών. Αυτή η φωτογραφία της σκληρής -αλλά και με μια αδιόρατη ειρωνεία- φάτσας με το μαλλί και το μουστάκι ήταν το μοναδικό ίχνος που άφησε πίσω του, ως νούμερο 1 καταζητούμενος για τη δράση της Αντικρατικής Πάλης: δύο μπάτσους νεκρούς σε ληστεία στο Γαλάτσι, έναν μακαρίτη εισαγγελέα, τους τρεις μπάτσους του Γκύζη, αλλά και έναν σοβαρά τραυματία μπάτσο σε παλιότερη απαλλοτρίωση χρυσού.
Η σύλληψή του τον Δεκέμβρη του ’99, ενώ επέστρεφε παράνομα από το εξωτερικό, με βρήκε στη φυλακή. Ήρθε στην Ε’ πτέρυγα όπου βρισκόμασταν ο Νίκος Μ κι εγώ. Σπεύσαμε αμέσως να τον υποδεχτούμε, να τον ρωτήσουμε αν χρειάζεται κάτι. Βρήκαμε τοίχο. Ανέκφραστα μας είπε “Δεν χρειάζομαι τίποτα” κι έκανε να φύγει, με τον τρόπο ενός σκληρού συνωμότη που είχε αντέξει δεκαεπτά χρόνια φυγοδικίας (από το πρώτο περιστατικό του ’82 με τον χρυσό).
“Εντάξει” του απαντήσαμε. “Τα ονόματά μας είναι αυτό κι αυτό. Ρώτα για μας τον δικηγόρο σου τον Φυτράκη”. Γιατί, προφανώς, ο κύριος Σπύρος που πριν λίγες μέρες τον χάσαμε κι αυτόν, ήταν ένας από τους δικηγόρους που έσπευσε να υπερασπιστεί (όπως πάντα) τον “τρομοκράτη”.
Την άλλη μέρα ήρθε και μας βρήκε. Είχε προφανώς ρωτήσει. Κι έτσι γεννήθηκε μια φιλία που συνεχίστηκε για είκοσι πέντε χρόνια. Πάντοτε συνωμότης. Δίχως λέξη για τα “παλιά”.
Τα τελευταία χρόνια η υγεία του είχε καταρρεύσει. Από τις χαρές του ήταν να κατεβαίνει στη γη μου τη Λακωνία που κι εκείνος αγάπησε. Συναντιόμασταν στη θάλασσα στο Βαθύ ή ανέβαινε αυτός στο χωριό μου στον Ταΰγετο. Κι ήταν η πρώτη φορά που άρχισε να μου μιλάει. Για την οικογένειά του και την αγωνιστική ιστορία της, για τα πρώτα νεανικά του χρόνια στο Περιστέρι μέσα στη χούντα, για τα φοιτητικά χρόνια της μαχητικής πολιτικής του στράτευσης στη Σαλονίκη, για τον “μάστορα”, για τους “κάφρους”, για τον Βαγγέλη και τα ταξίδια τους στη Λατινική Αμερική, και πολλά, πολλά ακόμα.
Μιλήσαμε στο τηλέφωνο την 1η Ιούλη. Είχα κατέβει στο χωριό κι εκείνος ήταν στο Βαθύ. Να βρεθούμε. Με πήρε το πρωί της 3ης Ιούλη. Νόμιζα ότι ερχόταν. Ήταν όμως στο νοσοκομείο της Σπάρτης. “Θα με πάνε στην Αθήνα να πεθάνω” είπε με φωνή που μόλις έβγαινε. Τον είδα για τελευταία φορά την ώρα που τον έπαιρναν για το νοσοκομείο της Τρίπολης. Το νοσοκομείο της Σπάρτης που εξυπηρετεί έναν ολόκληρο νομο δεν μπορούσε να κάνει την κρίσιμη στεφανιογραφία, διαλυμένο από το νεοφιλελεύθερο πλιάτσικο. Πέθανε λίγα λεπτά αργότερα, μέσα στο ασθενοφόρο.
Σύντροφε αντάρτη, σε χαιρετώ