Παρέμβαση του Σωτήρη Λυκουργιώτη στην εκδήλωση για τον ποιητή Μήτσο Ζαρκάδα, που διοργανώθηκε από τις Ακυβέρνητες Πολιτείες στην Θεσσαλονίκη
Έλα απόψε
πριν προλάβω να σε κλείσω στο ποίημα
πριν σε φυλακίσω στον στίχο
και νυχτωθώ ένας άλλος
Έλα
πριν γίνεις μνήμη
μνήμη θολή
και διεκδικήσεις χώρο στη νοσταλγία
Έλα
πριν γίνουν λέξεις τα φιλιά
και τα διαβάσουν
χείλη που δε μάτωσαν
ούτε για μια στιγμή
Μου ήταν προσωπικά πολύ δύσκολο να μαζέψω αυτές τις σκέψεις για τον Μήτσο Ζαρκάδα. Παρότι όταν ο Χρήστος Μανούκας μου ζήτησε να συμμετάσχω σε αυτό το ραντεβού, δέχτηκα αμέσως. Όμως η φόρτισε, κάθε φορά που πήγαινα να βάλω τις λέξεις σε σειρά, με έπνιγε αλλά και η ευθύνη του να μιλήσω για έναν άνθρωπο τόσο ξεχωριστό και τόσο ιδιαίτερο για εμένα.
Το πλέον επίπονο ήταν ότι έπρεπε να συγκεραστώ τα λόγια μου με ένα αίσθημα διαρκούς απουσίας… βλέπετε από τότε που γνώρισα το Μήτσο, αν και εξ αιτίας των αποστάσεων που μας χώριζαν δεν κάναμε ποτέ εκ του σύνεγγυς στενή παρέα, εντούτοις εγκαινιάσαμε μια μακριά και διαρκώς βαθύτερη αλληλογραφία· μια συνεχή διανοητική ανταλλαγή ποιημάτων, κειμένων, δοκιμών, φωτογραφιών με στιχάκια που γράφαμε στους τοίχους με υπογραφές (εγώ δυο δυο δωντάκια σαν ωμέγα και ένα καπέλο σαν περισπωμένη και ο Μήτσος τρις τελείες) αλλά κυρίως ψυχαναλυτική ονείρων, που είχαμε την εμμονή να αναλύουμε.
Η απουσία του Μήτσου είναι διαρκής ακριβώς γιατί είναι σήμερα σπάνιο (αν όχι αδύνατον) να βρεις αληθινά πνευματικούς ανθρώπους. Πνευματικά υποκείμενα που χαρακτηρίζονται από μια αναμμένη φλόγα, με την ευρύτητα του πνεύματός τους να σπάει δεκάδες φορές τα στενά όρια της μια ακαδημαϊκής περιχαράκωσης και, ταυτόχρονα, η αγωνία τους να είναι μια ζωτικής σημασία αναζήτηση απαντήσεων· μια δίψα για ζωή και αλήθεια, και όχι μια επίδειξη εξυπνακισμού της θεωρίας (όπως οι περισσότεροι γύρω μας που καμώνονται δήθεν του πνευματώδεις).
Ο Μήτσος ήταν ο συνομιλητής που μπορούσε να συνδυάσει όλα τα χαρακτηριστικά αυτού που κάποτε ονομάζαμε homo universalis. Ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος με ευρύτατους πνευματικούς ορίζοντες και, ταυτόχρονα, με μια διαρκή αγωνία για την πορεία του κόσμου. Είχε την ικανότητα να περνά στα μονοπάτια της φιλοσοφίας, της πολιτικής, της τέχνης, της επιστήμης και της ψυχανάλυσης, με την επιδεξιότητα ενός χορευτή. Ήταν ένας συγκλονιστικός συνομιλητής και ένας «βλεματικός» άνθρωπος, αφού, παρά την αστείρευτη επιθυμία του για επικοινωνία, η ματιά του έλεγε πάντα περισσότερα από το στόμα του.
Το ασυμφιλίωτο υποκείμενου και αντικειμένου στη διαλεκτική του παρόντος κόσμου (όπως έλεγε ο Αντόρνο, τον οποίο διάβαζε ο Μήτσος), το ασυμφιλίωτο επιθυμίας και πραγματικότητας, το χάσμα δηλαδή μεταξύ του κόσμου της πτώσης και του κόσμου της ουτοπίας, οδήγησε τον Μήτσο στην γλώσσα της ποίησης.
Δεν ήθελε να γίνει ποιητής, δεν μπορούσε απλά να κάνει διαφορετικά. Δεν μπορούσε, αυτός ο ζωτικά ευαίσθητος άνθρωπος, να επιτελέσει κανένα επάγγελμα, καμία τεχνικά ορθολογική δραστηριότητα χωρίς να στοχάζεται διαρκώς, χωρίς να αγωνιά και να πράττει με την αισθητική ηθική της ουτοπίας: αφού ο κόσμος δεν είναι έτσι όπως το θέλουμε, τόσο το χειρότερο γι’ αυτόν.
Ο Μήτσος έγινε ποιητής από ανάγκη, γι’ αυτό και δεν ανήκει στους ποιητές όπως τους ξέρουμε (συνήθως) σήμερα, όπως τους βλέπουμε γύρω μας. Ο Μήτσος ήταν / είναι από άλλη πάστα, από την ύλη των άστρων…. Αλλά τι σόι ποιητής είναι αυτός ο Ζακράδας;
Όσοι έχουν φλερτάρει, έστω και λίγο, με τον χώρο των λογοτεχνών, γοητευμένοι ίσως από την αίγλη της δημιουργίας, διαπιστώνουν, μετά από λίγο, το εξής τραγικό. Πώς οι περισσότεροι που καμώνονται τους ποιητές δεν είναι τίποτα παραπάνω από, λίγο έως πολύ, έντεχνοι στιχοπλόκοι, που κομπορρημονούν αμετροεπώς για τα γλωσσικά τους παίγνια και τις στιχουργικές εξυπνάδες, που πουλούν δήθεν για υψηλή τέχνη με ύψος χιλίων καρδιναλίων. Το ύψος, άλλωστε, είναι η απάντηση στα πάντα, έλεγε ο Μπούκοφκι, και οι ποιητές του σήμερα, παράγουν τόνους ύψος μπας και μπορέσουν να καλύψουν το απόλυτο περιεχομενικό τους κενό.
Το βασικό όμως πρόβλημα της ποίησης σήμερα, δεν είναι η κακή ποιότητα των ποιημάτων που παράγονται και διαδίδονται, άλλωστε αυτό είναι εκτίμηση υποκειμενική και δεν αφορά κανέναν, αλλά η διαπίστωση πως αυτοί που γράφουν ποίηση δεν πάσχουν… δεν πονούν, δεν ματώνουν, δεν συνταράσσονται με αυτό που λένε.
Μοιάζουν περισσότερο με διαφημιστές, αυτάρεσκους τράπερς και ανιαρούς ποζέριδες που φλεξάρουν κατά το δοκούν όλη την παλέτα των συναισθημάτων (χαρά, δυστυχία, απόγνωση, οργή), έχοντας παρά μια επιδερμική σχέση μαζί τους.
Το “εγώ” τους είναι τόσο ναρκισσιστικά διογκωμένο, που αγγίζει τα όρια της ηδυπάθειας, ενώ ο ποιητικός τους παλμός τόσο προβλέψιμος, κλισεδιάρικος και ανιαρός που προκαλεί βαρεμάρα ακόμα και στους ίδιους. Αυτό είναι σήμερα η ποίηση. Διόρθωση: Αυτό ήταν πάντα…
Τις εποχές που έζησαν οι αγαπημένοι ποιητές του παρελθόντας μεσουρανούσαν ασημαντότητες της τρέχουσαν ανοησίας. Το ότι σήμερα δεν τους θυμόμαστε, απλά επιβεβαιώνει την λυτρωτική λειτουργία του χρόνου. Θυμάται κανείς σήμερα τον εντελώς ασήμαντο Αχιλλέα Παράσχο που κάποτε μεσουρανούσε στα τέλη του 19ου αιώνα επισκιάζοντας τον Κάλβο ή τον Καβάφη;
Ας είναι…
Απέναντι στην κυρίαρχη ποιητική του νέου ελληνισμού, απέναντι στην κυρίαρχη θριαμβική φωνή της φανφάρας και της τυμπανοκρουσίας, των εθνικών νόμπελ και των βραβείων Λένιν, υποβόσκει μια διαρκής ποιητική αντιπολίτευση που αντιμάχονται αυτό το πνεύμα.
Κάποιος φίλος είχε ονομάσει αυτή την αντιπολίτευση «καρυωτακική», αποδίδοντας στον φετιχισμό του καρυωτακικού corpus την χαρακτηριστικότερη μορφή αυτής της ποιητικής παράταξης. Δεν έχει βέβαια σημασία, για εμάς εδώ, αν χαρακτηριστικότερος ήταν τελικά ο Καβάφης, ο Καρυωτάκης, ο Λαπαθιώτης ή οποιοσδήποτε άλλος. Αυτό που έχει σημασία είναι το ίχνος της ίδιας αγωνίας: αυτών των λίγων ποιητών που μπορούν να συγκινούνται με το ταπεινό, που βλέπουν πίσω από ό,τι επισκιάζει το μέτρο του ανθρώπου: τις απάνθρωπες Μεγάλες Ιδέες, τα απαστράπτοντα οράματα, της γενικεύσεις και τους θριάμβους. Αυτούς που εστιάζουν στο μικρό και στο ασήμαντο, που ανακαλύπτουν όπως, έλεγε ο Λόρκα, έναν κόσμο ασύλληπτων αποστάσεων στο ποδαράκι μιας γάτας που πάτησε το αυτοκίνητο.
Τον Μήτσο Ζαρκάδα, ως συνολική ύπαρξη -όχι μόνο ως ποιητή-, μπορούμε να τον φανταστούμε ως το τελευταίο παράδειγμα αυτής της γενεαλογίας (αν και ο ίδιος, αφάνταστα ταπεινός, δεν θα μπορούσε να δεχτεί μια τέτοια συμπερίληψη) μιας πορείας, που μέσα στα χρόνια, περνώντας πίσω από το ποιητικό προσκήνιο του Νέου Ελληνισμού, μας έδωσε σπουδαίους ποιητές της μελαγχολικής αντιπολίτευσης: Από την ξεχασμένη γενιά του 20, έως τον Καρούζο, τον Λεοντάρη κ.α. (που τόσο αγαπούσε ο Μήτσος).
Κι όμως ο Μήτσος Ζαρκάδας στο μικρό, αποσπασματικό και ανεπιμέλητο (από τον ίδιο) έργο του, συμπυκνώνει καλύτερα ίσως από το καθένα ποιητή της γενιάς του αυτό που ονομάζω μεταστατική αγωνία της ποίησης… ένα διαρκές σαράκι που κατατρώει διαρκώς (με τις ασήμαντες δυνάμεις του) τα σπλάχνα του τέρατος· μια διαρκής κριτική υποψία που σαρώνει όλα τα επίπεδα του αισθητού κόσμου. Αλλά ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά της ποιητικής του. Για να μην κουράσω έχω στοιχειοθετήσει 4 βασικά σημεία της αγωνίας του Μήτσου Ζαρκάδα.
Το πρώτο σημείο θα μπορούσε να ορισθεί ως μια αίσθηση κατεπείγοντος. Σε ένα γράμμα προς τον Αντόρνο ο Βάλτερ Μπένγαμιν θα πει “φοβάμαι πως δεν έχουμε όσο χρόνο θα θέλαμε”. Για τον Μήτσο η αίσθηση πως περνάμε από μια στενωπό της ιστορίας και πώς για κάποιους τώρα (σήμερα το βράδυ) ίσως είναι η τελευταία τους ευκαιρία, είναι πανταχού παρούσα. Έλα γιατί τα Σάββατα μεθαύριο θα γίνουνε δεύτερες!. Γιατί απόψε κρυώνω μόνος με την Ποίηση χωρίς εσένα. Έλα, λέω εγώ, γιατί αν δεν ξαναβρούμε σήμερα την ενότητα του κόσμου, πάνω στα σώματα μας, ο κόσμος μπορεί να καταστραφεί!
Η κατεπείγουσα αγωνία είναι η πρώτη πράξη αντίστασης. Απέναντι στην αδιαφορία και την αναμονή των βολεμένων που περιμένουν τις συνθήκες να ωριμάσουν (φοβούμενοι μην ωριμάσουν). Όπως έλεγε ο Χορκχάιμερ «αυτοί που λένε πως δεν είναι ακόμα ώριμες οι συνθήκες ξεχνούν πως για ορισμένους αυτές ακριβώς οι συνθήκες ήταν η τελευταία τους ευκαιρία»… Η κατεπείγουσα αισθητική αγωνία της ποίησης του Ζαρκάδα, είναι ταυτόχρονα πολιτική και ηθική πράξη.
Και αυτή η πράξη, αυτή η αγωνία, μας φέρνει σε επαφή και με το δεύτερο πυλώνα της ποίησης του Μήτσου. Την ερωτική επαφή ως νοσταλγία ενότητας του κόσμου. Το αναλύει ο ίδιος σε ένα σημείωμα που οι επιμελητές, πολύ ορθά, συμπεριέλαβαν σε αυτόν τον τόμο. Από την στιγμή που η ουτοπία απομακρύνεται και η γενικευμένη εξατομίκευση κατακερματίζει κάθε δεσμό μεταξύ των ανθρώπων, η ερωτική πράξη, ή, αν θέλετε, η νοσταλγία μια πρωταρχικής εκστατικής επανένωσης, προβάλει ως το τελευταίο καταφύγιο της ουτοπίας. Μεταφυσικό; προφανώς αλλά όπως έλεγε και ένας από τους αγαπημένους του Μήτσου «είμαστε με την μεταφυσική τη στιγμή της πτώσης της» και αυτή την λεπτή διαλεκτική, που οι μαρξιστές έχουν ξεχάσει, ο Ζαρκάδας την είχε συλλάβει ως βίωμα.
Γράφει ο Μήτσος, στο σημείωμά του, αναστοχαζόμενος σε δυο χωρία του Αντόρνο για την ποίηση:
Το να πει κανείς ότι καταγωγικός πυρήνας της Ποίησης και εν γένει της Τέχνης είναι η Θρησκεία είναι ως έναν βαθμό κοινότοπο αφού όλες σχεδόν οι ανθρωπολογικές μελέτες κατατείνουν με μεγάλο βαθμό επιστημονικής βεβαιότητας σε ένα τέτοιο συμπέρασμα
Όμως, ακόμα βαθύτερα, εγείρεται ένα θέμα κατανόησης της ποιητικής λειτουργίας συγκεκριμένα στην εποχή του καπιταλισμού.
Διότι αν η Τέχνη είναι το πένθος της Χαμένης Ενότητας την οριστική διάρρηξη της οποίας επιτέλεσε ο νεωτερικος δυτικός πολιτισμός, το Κράτος του δυτικού αυτού πολιτισμού είναι το εκκοσμικευμενο είδωλο αυτής της χαμένης ενότητας.
Η φιλοσοφική στοχαστικότατα, καβαφική αλλά ταυτόχρονο πολλαπλώς πολυμαθής, σε συνδυασμό με μια αυθεντική λαϊκή λαγνεία (ή καψούρα, αν προτιμάτε), είναι το τρίτο και τέταρτο χαρακτηριστικό της ποίησης του Μήτσου. Εδώ συναντά τον Καρούζο (που αγαπούσε) και μαζί του σέρνεται στα φτηνά στέκια της νυχτερινής Αθήνας ακούγοντας Κυριαζή και μιλώντας για τον Μάρξ, το Φρόειρεμαχ, τον Μπραρτ.
Γράφει σε ένα σημείωμα, που μοιάζει περισσότερο με ποίημα :
«Τον Καρούιζο τον ανακάλυψα σε μια κλιμακτήριο ηλικία που ήμουν ακόμη εξαιρετικά γόνιμος σε πνευματικές επιρροές. Συγκλονίστηκα βαθιά από τον αποκαλυψιακό χαρακτήρα της γραφής του και παρασύρθηκα για λίγο μαζί του στον άγριο ποιητικό βανδαλισμό τής γλώσσας σα να ήμουν εγώ ο Βάγκνερ και εκείνος ο Πρίγκηπας Μιχαήλ Μπακούνιν . Σύρθηκα απογεύματα στη Ναυαρίνου με μόνη συντροφιά έναν μαρκαδόρο και έγραψα στίχους του σε παγκάκια, παγκάκια ξύλινα, ημικατεστραμμένα, όπου το προηγούμενο βράδυ είχα φιληθεί με κορίτσια που έκαναν γιόγκα σε εναλλακτικά αυτοργανωμένα ημιυπόγεια και είχαν σκουλαρίκια στις μύτες και φτερά στα all star τους. Πήρα από την Εγνατία το λεωφορείο 11 και ανέβηκα στην Πυλαία και τα ακουστικά μού τριβίλιζαν τα αυτιά με τη φωνή του Δεσποινιάδη να απαγγέλλει “Θρίαμβο Χρόνου”. Κατέβηκα στην Αθήνα χαράματα και πέρασα έξω από το Νταντά στην Ασκληπιού μνημονεύοντας κι εγώ “εαρινό σαξώφονο και ματωμένες Βάκχες, οπώρες που μηδενίζουν έρωτες.” Έπειτα χώθηκα στα στενά του Γκύζη αναζητώντας την τελευταία του συνοικία μα με πλάνεψε ο αντίλαλος της τελευταίας κραυγής του Τσουτσουβή και βάλθηκα από τότε να εξάγω επί ματαίω πολιτικές ευρέσεις από το κυανό του κοβάλτιο..
Ο Μήτσος έχει το σπάνιο προσόν να ξέρει ακριβώς τι λέει όταν αναμετράται με τους μεγάλους δασκάλους, και επειδή ξέρει ακριβώς τι λέει και δεν είναι κάποιος εξυπνάκια που πετάει απλά διακειμενικές αναφορές για επίδειξη, δεν έχει κανένα πρόβλημα να το πει λαϊκά, με ένα ζεϊμπέκικο… τρανό παράδειγμα το μικρό αυτό τραγούδι που μελοποίησε ο Κώστας Θαλερός, ένα τραγούδι δείγμα όλων των ως άνω χαρακτηριστικών: της ψυχαναλυτικής και φιλοσοφικής του ευρυμάθειας, της ερωτικής και μεταστατικής του αγωνίας, της κατεπείγουσα αίσθησης για ένας τέλος που καταφθάνει σαν την ταχεία, και μια λαϊκότητας ενός τραγουδιού που αν και αυτοί που το τραγουδάνε δεν ξέρουν ποιο είναι ο Μπάρτ, ο Μαρκαντέρ ή ο Λέοντας, τι διάβολο παίζει ο Αντόρνο μαθηματικά και την είναι ο έρωτας ως απώθηση, μπορούν να τα τραγουδήσουν και να τον νιώσουν.
Τι να σου κάνει και ο Μπαρτ απ’ τη Γαλλία
όταν ο έρωτας πεθάνει εν ψυχρώ
όλο το σώμα σου μια σημειολογία
κι εγώ δεν βρίσκω χέρι να πιαστώ
Είναι η έλξη μας απώθησης παιχνίδι
όταν με πιάνεις με πετάς πιο μακριά
σφαίρα του ράγκμπι στο Αμέρικα Μιζούρι
κι ο Αντόρνο παίζει μαθηματικά
Στο Μεξικό ο Λέοντας με την αξίνα
πέφτει νεκρός κι ο Μαρκαντέρ χαμογελά
τι κι αν το κόμμα σαν καβούρι προχωρά
τέλος στη Βάρκιζα για να καεί όλη η Αθήνα
Γιατί σε τελική ανάλυση αυτό είναι η ουσία του ποιητή: να φέρνει στον κόσμο της φωτιά του προμηθέα (τη φωτιά της επανάστασης) με παλμό και νόημα. Απέναντι στην κατασταλτική αργοπορία του κόμματος, να προτάξει την αίσθηση του κατεπείγοντος, να δει αποκαλύψει τον κόσμο υπό το φως της λύτρωσής του…
Στην Αχαρνών η μουσική να παίζει φούγγες του Μπαχ, αραβικά τραγούδια
στα πεζοδρόμια ολάνθιστα λουλούδια
μέσα της Άνοιξης τού θάνατου ο ήχος
Μέσα της Άνοιξης του θάνατου ο ήχος
κάλεσμα πένθιμο ο τελευταίος στίχος
ξέρεις ο θάνατος πως είναι ένας μύθος
πεθαίνουν μονό όσοι δεν χαθήκαν μες στο πλήθος
Όσοι μονάχα δεν χαθήκαν μες στο πλήθος·
στη διαδήλωση αγέρωχος βαδίζεις
τσιγάρο ουίσκι και γαρύφαλλο στο πέτο
σαν άλλοτε εμπρός σε ξαναβλέπω
την επανάσταση ξανά να λαμπυρίζεις
ή όμως έλεγε ο Αγαπημένος του Καρούζος στο ποίημα του για την Κροστάνδη
Μήτσο, εμείς Αληθεύουμε στην Επανάσταση!