Αθήνα 2004: Το χρυσό μετάλλιο λαμογιάς.
Ήταν 13 Αυγούστου του 2004. Η φλόγα της Ολυμπιάδας μεταφέρεται στο κατάμεστο ΟΑΚΑ που λούζεται από φως και η μαεστρικά κατασκευασμένη εθνική συγκίνηση εκτοξεύεται στα ουράνια. Η φαντασμαγορική τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν μία χρυσή ευκαιρία για την Ελλάδα να αποδείξει ότι μπορεί να διοργανώσει επιτυχώς διεθνή γεγονότα και, κάπως έτσι, να καθιερωθεί σαν μία σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα. Το πρωτοσέλιδο της «Καθημερινής» την επόμενη μέρα ήταν χαρακτηριστικό: «Ήταν όλα υπέροχα. Κερδίσαμε τις εντυπώσεις».
Το μόνο που ένοιαζε την Ελλάδα (και) εκείνης της εποχής φίλε αναγνώστη ήταν να κερδίσει τις εντυπώσεις. Η ουσία βλέπεις ήταν αδιάφορη. Γιατί; Η επίπλαστη ευημερία είχε σκεπάσει τα πάντα, η φούσκα της «εκσυγχρονιστικής» οικονομίας του Σημίτη είχε βαπτιστεί ανάπτυξη από τα ΜΜΕ των (τότε) ολιγαρχών, το δανεικό χρήμα έρεε παντού, οι τράπεζες κυριολεκτικά σε παρακαλούσαν τηλεφωνικώς και δια ζώσης να πάρεις δάνειο και οι τιμές στα χωράφια της ένδοξης ελληνικής επαρχίας πλησίαζαν αυτές στο Καρτιέ Λατέν του Παρισιού. Η υπέρμετρη φιλοδοξία ήρθε μαζί με την παραπλάνηση της νοσταλγίας: Το 2004 οι Ολυμπιακοί Αγώνες θα διεξάγονταν ξανά στην Αθήνα ύστερα από το 1896.
Από την πρώτη στιγμή που ο Ισπανός (Καταλανός για την ακρίβεια, ορκισμένος φασίστας στα νιάτα του και πρώην υπουργός του δικτάτορα Φράνκο) πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ έλεγε την ιστορική ατάκα στις 5 Σεπτεμβρίου του 1997 «And the winner is Άτενς» το βασικό ερώτημα ήταν ένα: Μπορούσε μία τόσο μικρή χώρα όπως η Ελλάδα να διοργανώσει ένα τόσο μεγάλο αθλητικό-πολιτιστικό γεγονός όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες; Είχε τις αναγκαίες υποδομές να φιλοξενήσει 28 αθλήματα και 301 τελετές απονομής μεταλλίων; Όχι δεν τις είχε και αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να τις κατασκευάσει όλες μαζί και μάλιστα γρήγορα. Δηλαδή πανάκριβα.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 ήταν πράγματι ένα στοίχημα για την Ελλάδα και η διεξαγωγή τους επέσπευσε κάποια έργα που όντως άλλαξαν ριζικά την εικόνα της Αθήνας. Για παράδειγμα, τον Ιανουάριο του 2000 λειτούργησε το μετρό, τον Μάρτη του 2001 ξεκίνησε να λειτουργεί το αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος και την ίδια εποχή άνοιξε και η Αττική Οδός, ο περιφερειακός δρόμος που εξυπηρετεί την ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας. Η Ελλάδα όμως ήταν η μικρότερη χώρα που ανέλαβε να διοργανώσει Ολυμπιάδα και έπρεπε να ξοδέψει πολλά λεφτά σε έργα για να το πετύχει. Πόσα λεφτά ξόδεψε το ελληνικό κράτος για εκείνους τους αγώνες;
Ο αρχικός προϋπολογισμός της διοργάνωσης ήταν κάτι λιγότερο από 2 δις ευρώ. Σύμφωνα με έγγραφο που διαβίβασε τον Νοέμβριο του 2012 στη Βουλή ο, τότε, αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας το κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας ανήλθε σε 8,5 δις ευρώ. Πολλά δημοσιεύματα του ελληνικού και ξένου τύπου ανεβάζουν κατά καιρούς το ποσό μέχρι τα 25-30 δις ευρώ! Αν κάποιος υπολογίσει στα ποσά που ξοδεύτηκαν στην κατασκευή δημοσίων έργων και γηπέδων τις υπερτιμολογήσεις, τις απευθείας αναθέσεις, τις δεξιώσεις, τις εκθέσεις, τις μίζες, τα συστήματα ασφαλείας που επέβαλλαν οι ξένες πρεσβείες και δεν λειτούργησαν ποτέ και τα επικά φαγοπότια το τελικό ποσό φτάνει στα ύψη. Δεν είναι τυχαίο ότι κανένας Έλληνας πρωθυπουργός μέχρι σήμερα δεν έχει ανακοινώσει το κόστος αυτής της Ολυμπιάδας.
Σήμερα, 20 χρόνια μετά, είναι προφανές σε όλους ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να σηκώσει μία τέτοια διοργάνωση χωρίς να εκτροχιαστεί πλήρως οικονομικά. Ήδη από το 2014 τα περισσότερα γήπεδα που έγιναν για την Ολυμπιάδα ήταν παρατημένα, αν όχι εγκαταλελειμμένα. Πολλές φαραωνικές αθλητικές εγκαταστάσεις αφέθηκαν να σαπίζουν χωρίς να μπορούν να βρεθούν ιδιώτες ή σύλλογοι που μπορούν να καλύψουν το υψηλό κόστος συντήρησης ή ανακαίνισης. Το 2004 η Ελλάδα είχε την αδήριτη ανάγκη να πιστέψει ότι μπήκε οριστικά στα μεγάλα σαλόνια. Στην πραγματικότητα, υποθήκευσε το μέλλον της, κατανάλωσε μονορούφι το μύθο της, πλήρωσε πανάκριβα τις ψευδαισθήσεις και οργάνωσε ένα κοσμικό πάρτυ για φραγκάτους ικανοποιώντας πλήρως τα γούστα σχετικών και άσχετων μόνο και μόνο για να καλύψει τη ματαιοδοξία της.
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ένα πελώριο φαγοπότι «εθνικής περηφάνιας» που οργανώθηκε στην εντέλεια από το γκρουπάκι των ακροκεντρώων, τότε τους έλεγαν εκσυγχρονιστές, που κουμαντάρει την Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες μαζί με μπόλικη καταστολή, απόπειρες φίμωσης και αυτοματοποιημένους χαρακτηρισμούς σε όσους αντιδρούσαν. Η χώρα κατέκτησε πανάξια το χρυσό μετάλλιο στη λαμογιά, ο λογαριασμός από το φαγοπότι ήρθε λίγο αργότερα, ανέβασε κατά πολύ το δημόσιο χρέος και θα πληρώνεται από τον ελληνικό λαό για πολλά χρόνια ακόμη…