Σημείωμα της μετάφρασης
Αν και το κείμενο του D’ Eramo μπορεί να διαβαστεί σε κάποια σημεία ως απλουστευτική κριτική στον Agamben (όσον αφορά το σύνολο του έργου του και όχι τα πρόσφατα άρθρα του σχετικά με την πανδημία), το μεταφράζουμε γιατί θεωρούμε ότι είναι χρήσιμο για μια σειρά από λόγους. Υπάρχει μια τάση, τόσο σε ακαδημαϊκά κείμενα όσο και στον κινηματικό λόγο, αλλά και στον τυχαίο καθημερινό διάλογο να υπερθεματίζονται οι (προφανείς) βιοπολιτικές διαστάσεις της παρούσας κατάστασης. Είναι αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, της πρώτης αντανακλαστικής και βιωματικής αντίδρασης πολλών από εμάς που είδαν τις πρώτες μέρες της καραντίνας να ξεδιπλώνονται μπροστά τους σελίδες από τα βιβλία του Φουκώ και μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας.
Αυτή η, εν πολλοίς, αυθόρμητη αντίδραση όμως έχει σε περιπτώσεις την τάση να αυτονομείται θεωρητικά, εστιάζοντας μόνο σε μία διάσταση της διαχείρισης της πανδημίας, και να κλείνει τα μάτια της απέναντι στα γεγονότα. Έτσι, όχι μόνο δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τις αντιφάσεις της παρούσας συνθήκης υποθέτοντας μια ανύπαρκτη ομοιομορφία στις αποφάσεις της εξουσίας –πως π.χ. η καραντίνα αλλού είναι κάτι που επιβλήθηκε εσπευσμένα από τα πάνω ενώ αλλού είναι κάτι που καθυστέρησε όσο περισσότερο γινόταν εις βάρος του πληθυσμού (βλ. Αγγλία), ή πως σε άλλα μέρη έγινε αίτημα των από κάτω (βλ. Χιλή) ενώ αλλού πήρε διαστάσεις ολοκληρωτικού ελέγχου (βλ. Νότια Κορέα)– αλλά στην προσπάθειά της να επιβεβαιώσει την αξίωση για ριζοσπαστισμό τείνει να εφάπτεται και με συνωμοσιολογικές θεωρίες (συνήθως ακροδεξιάς κοπής) και σε περιπτώσεις καταλήγει να υποβαθμίζει ακόμα και την ύπαρξη νεκρών λόγω πανδημίας. Φαίνεται παράδοξο ότι μια θεωρητική παράδοση (όπως είναι αυτή του Φουκώ και του Αγκάμπεν) που εκκινεί από την αξίωση για πολλαπλότητα, θεωρητική ευελιξία και στέκεται προγραμματικά ενάντια στον αναγωγισμό και την υποστασιοποίηση, καταλήγει να γίνεται τόσο μονολιθική στην εφαρμογή της. Αν στη θέση ενός χυδαίου αναγωγιστικού οικονομισμού που διαστρεβλώνει τη μαρξική παράδοση βάλουμε έναν απλουστευτικό αναγωγισμό άλλου τύπου που αποδίδει τα πάντα στην επιδίωξη ολοκληρωτικού ελέγχου (και αν ναι, με ποιον στόχο;) δεν έχουμε καταφέρει πολλά θεωρητικά και πολιτικά.
Το ζήτημα δεν είναι ένα θεωρητικό debate αν η αναπαραγωγή της καπιταλιστικής σχέσης ή η βιοπολιτική διαχείριση είναι το πρωτεύον, ένα κονταροχτύπημα μαρξικής και φουκωϊκής παράδοσης. Το ζήτημα είναι το κατά πόσο τα θεωρητικά εργαλεία που χρησιμοποιούμε μας διευκολύνουν να αντιληφθούμε κριτικά την πραγματικότητα και τις συνέπειες που υφιστάμεθα ή κατά πόσο η θεωρητική μας περιχαράκωση μας υποχρεώνει να εγκαταλείψουμε την πραγματικότητα για να διασώσουμε απλοποιητικά θεωρητικά σχήματα και πολιτικές θέσεις. Υπ’ αυτήν την έννοια το συγκεκριμένο κείμενο αν και «χαμηλής» θεωρητικής έντασης και εμβάθυνσης είναι ιδιαίτερα χρήσιμο. Καλό είναι σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση να δίνουμε λίγο χρόνο και χώρο πριν την αναλύσουμε, διατηρώντας για τους εαυτούς μας τη δυνατότητα αμφιταλάντευσης και διερεύνησης.
Ξενιστές καταστάσεων για την άρση της πανδημικής αποξένωσης, 21 Απριλίου 2020
Marco D’ Eramo
Η Επιδημία του Φιλοσόφου
«Δεν θα υπάρξει ανάκαμψη. Θα υπάρξει κοινωνική αναταραχή. Θα υπάρξει βία. Θα υπάρξουν κοινωνικοοικονομικές συνέπειες: δραματική ανεργία. Οι πολίτες θα υποφέρουν πολύ: κάποιοι θα πεθάνουν, άλλοι θα αισθάνονται φρικτά.»[1] Αυτά δεν είναι τα λόγια κάποιου εσχατολόγου, αλλά του Jacob Wallenberg, γόνου μίας από τις πιο ισχυρές δυναστείες του παγκόσμιου καπιταλισμού, ο οποίος προβλέπει μια παγκόσμια οικονομική συρρίκνωση της τάξης του 30 τις εκατό και υψηλότατη ανεργία ως αποτέλεσμα των λοκντάουν λόγω κορωνοϊού. Ενώ οι φιλόσοφοι ανησυχούν ότι οι ηγέτες μας εκμεταλλεύονται την επιδημία προκείμενου να επιβάλουν βιοπολιτική πειθαρχία, την ίδια την κυρίαρχη τάξη φαίνεται να την απασχολεί το αντίθετο: «Είμαι έντρομος για τις συνέπειες που θα έχει στην κοινωνία… Πρέπει να ζυγίσουμε το ρίσκο του πόσο δραστικά θα επηρεάσει το φάρμακο τον ασθενή.» Εδώ, ο Σουηδός μεγιστάνας επαναλαμβάνει την πρόγνωση του Τραμπ ότι το φάρμακο θα σκοτώσει τον ασθενή. Ενώ οι φιλόσοφοι θεωρούν τα μέτρα ενάντια στη μετάδοση του ιού –την απαγόρευση της κυκλοφορίας, το κλείσιμο των συνόρων, τους περιορισμούς στις δημόσιες συναθροίσεις– έναν απειλητικό μηχανισμό ελέγχου, οι κυβερνώντες φοβούνται ότι τα λοκνταουν θα λασκάρουν τον έλεγχό τους.
Προσπαθώντας να εκτιμήσουν την επίδραση του COVID-19, οι εν λόγω φιλόσοφοι παραθέτουν τις εντυπωσιακές σελίδες σχετικά με την πανούκλα από το Επιτήρηση και Τιμωρία, όπου ο Φουκώ, περιγράφει τις νέες μορφές επιτήρησης και ελέγχου που επέφερε το ξέσπασμά της στα τέλη του 17ου αιώνα.[2] Ο στοχαστής που έχει πάρει την πιο ξεκάθαρη θέση για την πανδημία είναι ο Giorgio Αγκάμπεν, σε μια σειρά πολεμικών άρθρων με πρώτο το «Η επινόηση μίας επιδημίας», που δημοσιεύτηκε στην il manifesto στις 26 Φεβρουαρίου του 2020. Εκεί, ο Αγκάμπεν περιγράφει τα μέτρα έκτακτης ανάγκης που εφαρμόζονται στην Ιταλία για να σταματήσουν τη διασπορά του ιού ως, «φρενήρη, παράλογα και παντελώς αβάσιμα». «O φόβος της πανδημίας εκφράζει πανικό», γράφει, «και στο όνομα της ασφάλειας αποδεχόμαστε μέτρα που περιορίζουν σοβαρά την ελευθερία μας, δικαιολογώντας την κατάσταση εξαίρεσης». Για τον Αγκάμπεν, η αντίδραση στον κορωνοϊό καταδεικνύει μια «τάση να χρησιμοποιείται η κατάσταση εξαίρεσης ως κανονικό παράδειγμα διακυβέρνησης» – «Είναι σχεδόν σαν, με την τρομοκρατία να έχει πλέον εξαντληθεί ως αιτία μέτρων εξαίρεσης, η επινόηση μιας επιδημίας να προσέφερε το ιδανικό πρόσχημα για την απεριόριστη διατήρηση αυτών των μέτρων». O Αγκάμπεν επανεπιβεβαίωσε αυτές τις ιδέες σε άλλα δύο κείμενα που εμφανίστηκαν στην ιστοσελίδα του Ιταλικού εκδοτικού οίκου Quolibet στα μέσα Μάρτη.[3]
Ο Αγκάμπεν, λοιπόν, έχει συνάμα και δίκιο και άδικο· η καλύτερα εξαιρετικά άδικο, και σχετικά δίκιο. Έχει άδικο διότι τα βασικά γεγονότα τον αντικρούουν. Ακόμα και μεγάλοι στοχαστές μπορεί να πεθάνουν από τη μετάδοση της νόσου –o Χέγκελ πέθανε από χολέρα το 1831– και οι φιλόσοφοι έχουν καθήκον να επανεξετάζουν τις απόψεις τους όταν οι περιστάσεις το απαιτούν: αν η άρνηση του κορωνοϊού ίσως να ήταν δυνατή τον Φεβρουάριο, δεν είναι λογική πλέον, τέλη Μάρτη. Όμως, ο Αγκάμπεν έχει δίκιο ότι οι ηγέτες μας χρησιμοποιούν κάθε ευκαιρία προκειμένου να κατοχυρώσουν την εξουσία τους, ιδιαίτερα σε εποχές κρίσης. Δεν είναι μυστικό το γεγονός ότι γίνεται εκμετάλλευση του κορωνοϊού ώστε να ενισχυθεί η υποδομή της μαζικής επιτήρησης. Η κυβέρνηση της Νότιας Κορέας ανέλυσε τη μετάδοση του ιού με τον εντοπισμό των πολιτών της μέσω κινητών τηλεφώνων –πολιτική η οποία προκάλεσε σάλο όταν ξεσκέπασε μια σειρά από εξωγαμιαίες σχέσεις. Στο Ισραήλ, η Μοσάντ θα εφαρμόσει σύντομα τη δική της εκδοχή αυτής της μορφής εντοπισμού, ενώ η κινεζική κυβέρνηση επενδύει στην παρακολούθηση μέσω βίντεο και σε συσκευές αναγνώρισης προσώπου (όχι ότι οι ανά τον κόσμο υπηρεσίες πληροφοριών περίμεναν την δικαιολογία μιας επιδημίας για να αρχίσουν να μας παρακολουθούν ψηφιακά). Αυτή τη στιγμή, πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αποφασίζουν αν θα μιμηθούν τα νοτιοκορεάτικα και κινέζικα προγράμματα ψηφιακής παρακολούθησης, με τη Βρετανική ICO [Υπηρεσία Πληροφοριών] να εγκρίνει το μέτρο αυτό στα τέλη του Μάρτη. Ο Αγκάμπεν δεν είναι ο πρώτος που ισχυρίστηκε ότι στόχος της κοινωνικής κυριαρχίας είναι η πολυδιάσπαση των κυριαρχούμενων· ο Γκυ Ντεμπόρ έγραφε στην Κοινωνία του Θεάματος ότι η ανάπτυξη των καπιταλιστικών-εμπορευματικών ουτοπιών θα μας απομόνωναν από κοινού, στον «ολοκληρωμένο διαχωρισμό».
*
Έτσι, στο τέλος της κρίσης η δύναμη επιτήρησης των κυβερνήσεων θα έχει δεκαπλασιαστεί. Αλλά παρ’ όλα αυτά, ενάντια στον Αγκάμπεν, η μετάδοση του ιού παραμένει πραγματική, θανατηφόρα και καταστροφική. Το γεγονός ότι οι υπηρεσίες ασφαλείας πιθανότατα θα ωφεληθούν από την πανδημία δεν δικαιολογεί το άλμα στον παρανοϊκή συνωμοσιολογία: η κυβέρνηση του Μπους δεν είχε ανάγκη να καταστρέψει η ίδια τους Δίδυμους Πύργους προκειμένου να περάσει τις αντιτρομοκρατικές διατάξεις (Patriot Act)· o Cheney και ο Rumsfeld μπόρεσαν να νομιμοποιήσουν την απαγωγή και τα βασανιστήρια απλά δράττοντας την ευκαιρία που τους παρουσιάστηκε με την 11η Σεπτέμβρη.
Αναφέρω την επίθεση στο World Trade Center διότι αποκαλύπτει ένα δεύτερο ελάττωμα στο έργο του Αγκάμπεν, σύμφωνα με το οποίο όλες οι τεχνικές κοινωνικού ελέγχου εξηγούνται χρησιμοποιώντας ένα μοντέλο κρατικής καταπίεσης ενάντια σε μια ένοπλη εξέγερση. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, πολλά Ευρωπαϊκά κράτη επέβαλαν μια κατάσταση εξαίρεσης υποτίθεται για να καταπολεμήσουν την τρομοκρατία, μια εξέλιξη που επηρέασε άμεσα τη γενιά του Αγκάμπεν και τους απογόνους της. Αλλά δεν είναι όλες οι καταστάσεις εξαίρεσης ίδιες. Όπως διδάσκει ο Αριστοτέλης, αν όλες οι γάτες είναι θηλαστικά, δεν είναι όλα τα θηλαστικά γάτες. Η κατάσταση εξαίρεσης που επιβλήθηκε στο όνομα της τρομοκρατίας είναι παρόμοια της κατάστασης εξαίρεσης που σχεδιάστηκε για τον περιορισμό της λέπρας: δηλαδή, τη διαίρεση της κοινωνίας σε δύο διακριτές ομάδες, με τους λεπρούς/τρομοκράτες να αποκλείονται από την κοινότητα των υγιών/νομοταγών πολιτών. Εν αντιθέσει, η παρούσα κατάσταση εξαίρεσης αναπαράγει, καταρχήν, εκείνη που θεωρητικοποιεί ο Φουκώ σχετικά με την πανούκλα, η οποία βασίζεται στον έλεγχο, την ακινητοποίηση και την απομόνωση ολόκληρου του πληθυσμού.[4] Σε αντίθεση με το μοντέλο για τη λέπρα, αυτό το καθεστώς δεν διακρίνει μεταξύ καλών και κακών πολιτών. Όλοι είναι εν δυνάμει κακοί· όλοι πρέπει να είμαστε υπό καθεστώς παρακολούθησης και επίβλεψης. Αυτό το πανοπτικό περικλείει το σύνολο της κοινωνίας, όχι μόνο τη φυλακή ή την κλινική.
Είναι αλήθεια πως είμαστε μάρτυρες ενός γιγαντιαίου και πρωτοφανούς πειράματος κοινωνικής πειθάρχησης, με τρία δισεκατομμύρια ανθρώπους να διατάζονται αυτή τη στιγμή να μείνουν σπίτια τους, οι περισσότεροι εκ των οποίων αποδέχονται αυτούς τους περιορισμούς την ελευθερία τους, με ελάχιστη ενεργή αντίσταση. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο σαράντα χρόνια πριν. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό εξελίσσεται τυφλά και τυχαία, όπως στην Ινδία όπου ο Modi έδωσε εντολή να μείνει σπίτι της όλη η χώρα, παρά την παρουσία 120 εκατομμυρίων μετακινούμενων μεταναστών εργατών ο οποίοι συχνά υποχρεώνονται να ζήσουν στο δρόμο. Στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου ο περιορισμός στο σπίτι είναι δυνατός μόνο για το πλουσιότερο στρώμα, ενώ για την πλειοψηφία οδηγεί απευθείας σε ανεργία και πείνα. Η Ινδία είναι μια ακραία περίπτωση, αλλά μια ταξικά προσανατολισμένη αντίδραση στην επιδημία είναι ορατή σε κάθε χώρα. Όπως το θέτουν οι Times, πρόκειται για μια «καραντίνα των λευκών κολάρων».[5] Οι προνομιούχοι κλειδώνονται σπίτι με γρήγορες συνδέσεις και γεμάτα ψυγεία, ενώ οι υπόλοιποι συνεχίζουν να ταξιδεύουν συνωστισμένοι στο μετρό και να δουλεύουν ο ένας πάνω στον άλλο σε μολυσμένα περιβάλλοντα. Η βιομηχανία τροφίμων, ο ενεργειακός τομέας, οι υπηρεσίες μεταφοράς και οι τηλεπικοινωνιακοί κόμβοι πρέπει να συνεχίζουν να λειτουργούν, παράλληλα με την παραγωγή των απαραίτητων φαρμάκων και του νοσοκομειακού εξοπλισμού. Ο σωματικός διαχωρισμός είναι μια πολυτέλεια που πολλοί δεν μπορούν να έχουν, και οι κανόνες της «κοινωνικής αποστασιοποίησης» εξυπηρετούν τη διεύρυνση του ταξικού χάσματος.
*
Κάτι που μας φέρνει στο κύριο σημείο που διαφεύγει του Αγκάμπεν: η κυριαρχία δεν είναι μονοδιάστατη. Δεν είναι μόνο έλεγχος και επιτήρηση· είναι επίσης εκμετάλλευση και εξαγωγή πλούτου. (Εκτός από Σμιτ, λίγος Μαρξ δεν θα έβλαπτε την ανάλυση του). Η σημαντική ζημιά που απειλεί να επιφέρει στο κεφάλαιο αυτή η πανδημία εξηγεί την επιφυλακτικότητα των πολιτικών να επιβάλλουν την απομόνωση και την καραντίνα: ο Μπόρις Τζόνσον (αρχικά) και ο Τραμπ αποτελούν τα πιο χτυπητά παραδείγματα: αντιτάχθηκαν στο να ανακοινώσουν την καραντίνα για όσο χρόνο μπορούσαν και ευελπιστούν στην άρση της το συντομότερο δυνατό, ακόμα και με κόστος μερικών εκατοντάδων χιλιάδων θανάτων. Στην προκειμένη περίπτωση πρέπει να αντιπαραβάλλουμε τη νωθρότητα των πολιτικών δημόσιας υγείας στην ταχύτητα της αντίδρασης για την οικονομία. Φυσικά, τα «γενναιόδωρα» δημοσιονομικά μέτρα, απηχούν εν μέρει τις ανησυχίες του Wallenberg: έχουν στόχο την αποφυγή ενός μεγάλου παγκόσμιου ξεσηκωμού δίνοντας στους εργάτες αρκετά για να τα βγάλουν πέρα προς το παρόν. Κανείς καπιταλιστής δεν ήθελε να εξαναγκαστεί σε αυτήν την Κεϋνσιανή θέση. Αλλά, όπως παρατήρησε ο υπεύθυνος του πολιτικού γραφείου του Obama, Rahm Emanuel «Ποτέ δεν αφήνεις μια σοβαρή κρίση να πάει στράφι». Έτσι, ενώ γίνονται πενιχρές αυξήσεις στα επιδόματα ασθένειας, τα κράτη έχουν προβεί παράλληλα σε έκτακτα βήματα ενίσχυσης του χρηματοπιστωτικού τομέα, στα λεγόμενα «προληπτικά μέτρα διάσωσης των τραπεζών», σύμφωνα με τον πρώην υπουργό οικονομικών Timothy Geither. Μέχρι στιγμής οι κυβερνήσεις του ΟΟΣΑ έχουν δώσει εγγυήσεις που ξεπερνούν τα 5 τρισεκατομμύρια δολάρια, κι αυτό το ποσό πρόκειται να αυξηθεί.
Οι κυβερνώντες εκμεταλλεύονται επίσης την πανδημία προκειμένου να προωθήσουν πολιτικές που σε κανονικούς καιρούς θα προκαλούσαν κατακραυγή. Ο Τραμπ έδωσε το ελεύθερο στην αμερικάνικη βιομηχανία να παραβεί τη σχετική με τη ρύπανση νομοθεσία κατά τη διάρκεια της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, ενώ ο Μακρόν αποξήλωσε μια από τις κύριες κατακτήσεις του εργατικού κινήματος, επεκτείνοντας την εργασιακή εβδομάδα στις 60 ώρες.[6] Κι όμως, κατά κάποιον τρόπο τα αμελητέα αυτά νομοθετικά κόλπα –υπερβολικά τοπικά και περιορισμένα ώστε να μπορέσουν να διασώσουν την ασθενούσα νεοφιλελεύθερη τάξη– δείχνει ότι η πανδημία βρήκε την κυρίαρχη τάξη απροετοίμαστη: δεν έχουν ακόμα συλλάβει την ύφεση που μας περιμένει, καθώς και τη δυνατότητά της να ανατρέψει τις οικονομικές ορθοδοξίες. Ακριβώς όπως ο Αγκάμπεν βλέπει όλες τις καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης σαν αντιτρομοκρατικές, οι ηγέτες μας βλέπουν αυτή τη συστημική κρίση σαν απλώς οικονομική: αντιδρούν στην πανδημία σαν να πρόκειται για ένα νέο 2008, μιμούμενοι τον Bernanke και υπαγορεύοντας φριντμανική νομισματική επέκταση.
Πολύ σύντομα, ολόκληρες περιουσίες θα χαθούν καθώς οι καπιταλιστές θα παρακολουθούν τις επιχειρήσεις τους (αεροπορικές εταιρίες, κατασκευαστικές εταιρίες, εργοστάσια αυτοκίνητων, τουριστικές υπηρεσίες, παραγωγές ταινιών) να φαλιρίζουν. Μα σε αυτό το πλαίσιο, το «ελικόπτερο με τα χρήματα» του Φρίντμαν –η ένεση αστρονομικής ποσότητας ρευστότητας στην οικονομία – θα σημάνει την έναρξη μιας διευρυμένης καταστροφής κεφαλαίου, καθώς το χρήμα που εκδίδεται δεν αντιστοιχεί σε καμία πραγματική αξία. Σε καιρό πολέμου, τόσο το χρηματοπιστωτικό όσο και το υλικό κεφάλαιο καταστρέφονται: υποδομές, εργοστάσια, γέφυρες, λιμάνια, σταθμοί, αεροδρόμια, κτίρια. Αλλά μόλις ο πόλεμος τελειώσει αρχίζει μια περίοδος ανοικοδόμησης, και αυτή η ανοικοδόμηση πυροδοτεί την οικονομική ανάκαμψη. Όμως, η παρούσα επιδημία μοιάζει περισσότερο με βόμβα νετρονίου, η οποία σκοτώνει ανθρώπους και αφήνει ανέπαφα κτίρια, δρόμους, εργοστάσια (αν και άδεια). Έτσι, όταν τελειώσει η επιδημία, δεν θα υπάρχει τίποτα να ξαναχτιστεί – και καμιά επακόλουθη ανάκαμψη.
Μετά την άρση της καραντίνας, οι άνθρωποι δεν θα ξαναρχίσουν έτσι απλά να αγοράζουν αυτοκίνητα και αεροπορικά εισιτήρια στον ίδιο βαθμό που το έκαναν πριν την κρίση. Πολλοί θα χάσουν τις δουλειές τους ενώ εκείνοι που θα τις κρατήσουν θα δυσκολεύονται να βρουν πελάτες και αγοραστές σε μια οικονομία δίχως ρευστό. Εν τω μεταξύ κάποιος θα πρέπει να πληρώσει τον λογαριασμό για τα τεράστια έξοδα που σχετίζονται με τον ιό, ειδικά όταν η επακόλουθη συσσώρευση χρέους θα εξανεμίσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, σημείο στο οποίο ο φόβος του Wallenberg για κοινωνική αναταραχή μπορεί να επιβεβαιωθεί: όποια θεραπεία-σοκ κι αν εφαρμοστεί μετά την κρίση –όταν, στο όνομα της οικονομικής αναγκαιότητας, το κοινό θα αναγκαστεί να πληρώσει για αυτήν τη «γενναιοδωρία»– μπορεί πράγματι να εξωθήσει τους ανθρώπους να εξεγερθούν. Η επιδημία θα αυξήσει τον έλεγχο και την επιτήρηση από τα πάνω· θα αναδομήσει την κοινωνία ως ένα εργαστήριο τεχνικών πειθαρχίας. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση, θα είναι οι κυβερνώντες αυτοί που θα πρέπει να βγάλoυν το φίδι από την τρύπα: αυτοί που θέλουν να μας επιβλέπουν και να μας ελέγχουν θα προτιμούσαν να το κάνουν φθηνότερα. Στο τέλος της γραφής, η άρση της καραντίνας θα είναι εύκολη. Η επανεκκίνηση της οικονομίας όμως, θα είναι πιο αμφίβολη.
Ρώμη, 4 Απρίλη 2020
[1] «Coronovirus “Medicine” could trigger social breakdown», Financial Times, 26 Μαρτίου 2020.
[2] Michel Foucault, Επιτήρηση και Τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής.
[3] Το άρθρο του Αγκάμπεν στη manifesto, και η επακόλουθη συζήτηση στην διαδικτυακή ιταλική επιθεώρηση antinomie –με συνεισφορές από τους Jean-Luc Nancy, Sergio Benvenuto και Roberto Esposito μεταξύ άλλων– έχουν συλλεχθεί στην ιστοσελίδα του European Journal of Psychoanalysis . Περαιτέρω παρεμβάσεις περιλαμβάνουν το «On the Pandemic Situation» του Alain Badiou στο MicroMega, 25 Μάρτη 2020 και το «Philosophy and the Virus: Giorgio Agamben’s Ravings», του Paolo Flores d’ Arcais, στο MicroMega, 16 Μάρτη 2020.
[4] Για έναν ιστορικό έλεγχο, πάντως, αξίζει να συμβουλευτεί κανείς το Ημερολόγιο της χρονιάς της Πανούκλας (Journal of a Plague year) (1972) του Daniel Dafoe, το οποίο περιγράφει τους αμέτρητους τρόπους που οι χτυπημένοι από την πανούκλα Λονδρέζοι βρήκαν να αποφεύγουν ή να δωροδοκούν τους φύλακες και να δραπετεύουν από τα μολυσμένα σπίτια στα οποία είχαν κλειστεί – η εμπρόθετη δράση (agency) που λείπει από την εξήγηση του Φουκώ.
[5] Noam Scheiber, Nelson Schwartz, Tiffany Hsu, «“White-Collar Quarantine” Over Virus Spotlights Class Divide», New York Times, 27 Μαρτίου 2020· Jennifer Valentino-DeVries, Denise Lu, Gabriel Dance, «Location Data Says It All: Staying at Home During Coronavirus Is a Luxury», New York Times, 3 Απριλίου 2020.
[6] Oliver Milman και Emily Holden, «Τραμπ Administration allows companies to break pollution laws during coronavirus pandemic», The Guardian, 27 Μαρτίου 2020· Le Macronomètre, «Coronavirus: 60 heures de travail par semaine dans les secteurs essentiels, la bonne décision», Le Figaro, 25 Μαρτίου 2020.
Αναδημοσίευση από Ξενιστές καταστάσεων για την άρση της πανδημικής αποξένωσης
Πίνακας: The Triumph of Death(1562) του Pieter Bruegel the Elder