Βάρβαροι
“Destruam et aedificabo”.
Pierre Joseph Proudhon, Η Μιζέρια της Φιλοσοφίας
Η Αμερικάνικη αυτοκρατορία πνέει τα λοίσθια. Σε βορρά και νότο ο πόλεμος μαίνεται, την ώρα που οι “βάρβαροι” συνωστίζονται μπροστά στις πύλες και απειλούν να βεβηλώσουν τα ιερά και τα όσια του πολιτισμού “μας”. Στην Ουκρανία, ο μιλιταριστής Ρώσος δικτάτορας διεξάγει έναν άδικο, επιθετικό πόλεμο ενάντια σε έναν λαό που θέλει μόνο να αποβάλλει τα απομεινάρια του σοβιετικού του παρελθόντος, ώστε να απολαύσει ανενόχλητος τους καρπούς του αξιοθαύμαστου τρόπου ζωής της Δύσης. Από την άλλη, οι φιλήσυχοι και δημοκράτες Ισραηλινοί, τίθενται για μια ακόμα φορά αντιμέτωποι με τις απολίτιστες μουσουλμανικές μάζες, που δείχνουν να έχουν αποτινάξει τον φόβο τους για τα λευκά αφεντικά τους. Και στις δύο περιπτώσεις, οι απολογητές της δυτικής κυριαρχίας διατείνονται ότι πρόκειται για κάτι περισσότερο και βαθύτερο από μια ταξική σύγκρουση, μια πάλη για τη διατήρηση της ηγεμονίας της καπιταλιστικής Pax Americana. Οι μηχανισμοί παραγωγής ιδεολογίας στη Δύση περιγράφουν αυτές τις πολεμικές συρράξεις ως μια διαμάχη όπου διακυβεύεται η ίδια η επιβίωση των δυτικών αξιών , καθώς και της παγκόσμιας “έννομης τάξης” που διαπνέεται από αυτές.
Ο ταυτοτικός λόγος περί σύγκρουσης των πολιτισμών είναι πάντοτε ένα καλό αντίδοτο στη νηφάλια ταξική ανάλυση, η οποία απειλεί να καταστήσει ορατούς όχι μόνο τους μηχανισμούς και τις δομές μέσα απ’ τις οποίες αναπαράγεται σε παγκόσμιο επίπεδο η εξουσία του νεοϊμπεριαλισμού, αλλά και τα ρήγματα και τον υλικό ανταγωνισμό ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες μέσα στους καπιταλιστικούς σχηματισμούς της συλλογικής Δύσης. Από αυτη την άποψη, η “συλλογική Δύση” δεν είναι μόνο μια έννοια που υποδηλώνει ότι οι πλουσιότερες καπιταλιστικές χώρες του κόσμου βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση με τους αντιπάλους που αψηφούν την κυριαρχία τους στην Μέση Ανατολή και την Ευρασία. Είναι επίσης μια κραυγή πολέμου ενάντια στους υποτελείς προλεταριακούς πληθυσμούς της Ευρώπης και της βόρειας Αμερικής. Η μορφή που παίρνει η “Ιερή Συμμαχία” στην εποχή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Σε μια ταξική ανάλυση , τα όρια ανάμεσα στο “μέσα” και το “έξω” τεινουν να θολώνουν και γίνονται δυσδιάκριτα. Αντίθετα, αν παρουσιάσουμε αυτό που συμβαίνει ως μια σύγκρουση ανάμεσα στον πολιτισμό και τη βαρβαρότητα, ο εχθρός παίρνει τις διαστάσεις μιας υποτιθέμενης απειλής από την οποία όλοι κινδυνεύουμε εξίσου. Αυτομάτως, η αμφιβολία και ο φόβος υπεισέρχεται στην πολιτική σκέψη των προλετάριων και η ταξική αλληλεγγύη περνάει σε δεύτερη μοίρα.
Για να ενισχύσουν αυτή την εντύπωση μιας σύγκρουσης με κρίσιμες υπαρξιακές προεκτάσεις ενάντια σε έναν αμείλικτο εξωτερικό εχθρό, οι εντεταλμένοι διανοούμενοι ανασύρουν στο συλλογικό ασυνείδητο κατασκευασμένες μνήμες του κοινού πεπρωμένου του κοινού δυτικού “μας” πολιτισμού. Οι μεταγενέστεροι Ρωμαίοι συγγραφείς που έγραψαν για την πτωση της Ρώμης και τη λεηλασία της απ’ τους Γότθους, τείνουν να περιγράφουν αυτό το κοσμοϊστορικό συμβάν σαν τίποτα λιγότερο από ένα γεωπολιτικό σοκ. Ένα γεγονός που συντάραξε συθέμελα τις ηθικές και συμβολικές πηγές της εξουσίας του πολιτικού κατεστημένου εκείνης της εποχής. Ο Αυγουστίνος έσπευσε να συντάξει την πραγματεία του με τίτλο, Η Πόλη του Θεού, για να εμψυχώσει τους ευσεβείς αστούς που μόλις είχαν δει τρομοκρατημένοι την “αιώνια πόλη” να καταρρέει.i Στο έργο του αυτό, ο φιλόσοφος της πρώιμης χριστιανοσύνης ανέλαβε να καθησυχάσει τους πιστούς, διατυπώνοντας το επιχείρημα ότι η πόλη του θεού δεν ήταν η Ρώμη, ούτε κάποια άλλη εφήμερη δημιουργία του ανθρώπου. Ήταν μια πνευματική οντότητα, μια αφηρημένη σύλληψη που μονάχα οι ευσεβεις θα κληρονομούσαν μετά τον θάνατο τους. Ως εκ τούτου, ήταν ασφαλής κι οπωσδήποτε έξω από την εμβέλεια των επιδρομών της οποιαδήποτε ρυπαρής βαρβαρικής ορδής. Τέτοιου είδους συγγράματα έχουν αφομοιωθεί από την σύγχρονη ιστοριογραφική έρευνα και δίνουν την εντύπωση μιας ενωμένης ρωμαϊκής κοινωνίας που αντιστάθηκε σύσσωμη στην κάθοδο των βαρβάρων.
Παρ’ όλα αυτά, ο Αυγουστίνος δεν αποτυπώνει στο εργό του το “πνεύμα της εποχής του”, έτσι γενικά και αόριστα. Πιο πολύ γίνεται φορέας και αναμεταδότης των αντιλήψεων της εύπορης κοινωνικής τάξης της οποίας ήταν μέλος και στην οποία εν πολλοίς απευθύνονται τα γραπτά του. Για τους προνομιούχους της ρωμαϊκής κοινωνίας η βαρβαρική επιδρομή φάνταζε με μια θεομηνία που κατέστρεψε την βάση της ταξικής ιεραρχίας στην οποία χρωστούσαν την ζηλευτή κοινωνική τους θέση. Εντούτοις, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι τα πληβειακά στρώματα συμμερίζονταν αυτή την απόγνωση των ανώτερων τάξεων. Μάλιστα, το κοσμοϊστορικό συμβάν που η μεταγενέστερη αστική ιστοριογραφία συμπυκνώνει στην κατηγορία των “βαρβαρικών εισβολών” πλέον είναι ευρέως αποδεκτό ότι είχε και μια εγχωρια, αρκούντως αποσιωπημένη μέχρι σήμερα διάσταση. Εκτός από επιδρομή ενός εξωτερικού εχθρού, η άφιξη των βαρβάρων σήμανε και την αφύπνιση του εσωτερικού εχθρού της ρωμαϊκής άρχουσας τάξης. Όπως συχνά συμβαίνει όταν ένα κράτος βρεθεί σε πόλεμο, η ήττα πήρε την μορφή μιας κοινωνικής κρίσης, ενός ξεσηκωμού των φτωχων και καταπιεσμένων μαζών της αυτοκρατορίας. Η ασυγκράτητη προέλαση των ορδών του Φριτιγέρνη, που το 376 διελυσαν στη μάχη της Αδριανούπολης τις επίλεκτες δυνάμεις της στρατιάς της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, δεν αντιμετωπίστηκε από τις λαϊκές μάζες της ανατολικής Ρωμης με μιαν αυθόρμητη αντίσταση από -τα -κάτω. Τις περισσότερες φορές, η άφιξη των Γότθων αντιμετωπίστηκε με αδιαφορία, ενώ δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι τα κατώτερα στρώματα της αυτοκρατορίας διέβλεψαν μια προοπτική απελευθέρωσης, έναν χειραφετικό ορίζοντα σε αυτή την τεκτονική μετατόπιση ισχύος.
Κι όμως οι εισβολείς αυτοί είχαν πρώτα εισέλθει στα εδάφη των Ρωμαίων με το χέρι τους προτεταμένο, ικετεύοντας για βοήθεια. Κυνηγημένοι από τους Ούνους και τους Αλανούς που εκείνη την εποχή είχαν ξεκινήσει την μαζική μετανάστευση τους προς τα δυτικά, οι Γότθοι είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα εδάφη τους κάπου στη σημερινή Ουκρανία, και να αναζητήσουν καταφύγιο πίσω απ’ την ασφάλεια που πρόσφεραν τα συνοριακά οχυρά της αυτοκρατορίας κατά μήκος του Δούναβη. Οι Ρωμαίοι αρχικά αντιμετώπισαν με ευμένεια το αίτημα των Γότθων για μαζική μετεγκατάσταση στις αυτοκρατορικές μεθοριακές περιοχές. Οι φήμες για εκείνη την “ως τότε άγνωστη ράτσα ανθρώπων, που είχε εξορμήσει από κάποια ξεχασμένη άκρη της οικουμένης, και σαν χιονοθύελλα που κατεβαίνει απο τα ψηλά βουνά, άρπαζε και κατέστρεφε τα πάντα στο διάβα της” (Μαρκελλίνος, ΧΧΧΙ, 3.), είχαν φτάσει στα αυτιά του αυτοκράτορα Βαλέντιου, ο οποίος έβλεπε στις γερμανικές φυλές ένα χρήσιμο ανάχωμα απέναντι στον επεκτατισμό των Ούνων. Έτσι , οι Ρωμαίοι συμφώνησαν να προσφέρουν άσυλο στους κατατρεγμένους με την προϋπόθεση ότι οι Γότθοι θα παρέδιδαν τα όπλα τους προτού εισέλθουν στην ρωμαϊκή επικράτεια. Οι Γότθοι συναίνεσαν, αλλά όταν διέσχισαν το ποτάμι μαζί με τις οικογένειες τους βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια δυσάρεστη έκπληξη. Αντί για ασφαλή διέλευση στα εδάφη της αυτοκρατορίας, την παροχή τροφίμων και την μετεγκατάσταση τους σε προκαθορισμένο έδαφος, οι Ρωμαίοι περιμάζεψαν τα πλήθη των προσφύγων και τα φυλάκισαν σε καλά φυλασσόμενα στρατόπεδα συγκέντρωσης, περιτριγυρισμένα από παντού με ένοπλους φρουρούς.
Ο μαύρος βασιλιάς της Νουμιδίας Ιουγούρθας, είχε κάποτε αποκαλέσει την Ρώμη “urbem venalem”, μια πόλη προς πώληση, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να ειρωνευτεί και να στιγματίσει την φυλαργυρία που διέκρινε τους Ρωμαίους αξιωματούχους. Παρ’ όλο που ο Βαλέντιος είχε δώσει εντολή στον στρατιωτικό διοικητή της Θράκης Λουπικίνο να διευκολύνει την μετανάστευση των Γότθων και να τους εφοδιάσει με τρόφιμα για να περάσουν τον χειμώνα, εκείνος είδε σε αυτή την ανθρωπιστική καταστροφή την ευκαιρία να πλουτίσει και να αυξήσει κι άλλο την περιουσία του. Έτσι, η υπόσχεση για κρατική αρωγή μετατράπηκε σε προσοδοφόρα απασχόληση για τον Λουπικίνο και τους εκφυλισμένους γραφειοκράτες του. Οι Γότθοι υποχρεώθηκαν να πληρώνουν υπέρογκα ποσά για τα εφόδια που τους είχε τάξει ο αυτοκράτορας. Όταν τα χρήματα τους εξαντλήθηκαν, οι Ρωμαίοι τους υποχρέωσαν να κάνουν οποιαδήποτε βρωμοδουλειά δεν ήθελαν να κάνουν οι ίδιοι, με αντάλλαγμα λίγο ξερό ψωμί και μερικά κομμάτια σάπιο κρέας.ii Ο ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος γράφει ότι οι πρόσφυγες αναγκάζονταν να πουλήσουν τα παιδιά τους στους δουλέμπορους με την ελπίδα ότι έτσι θα τα έσωζαν από βεβαιη λιμοκτονία, μιας και οι δουλέμποροι έπρεπε να διατηρήσουν σε καλή κατάσταση την “πραμάτεια” τους, προτού την πουλήσουν στον υψηλότερο αγοραστή.
Αυτή η απάνθρωπη μεταχείριση, μαζί με τον έμφυτο ρατσισμό των Ρωμαίων, εξόργισαν τους υπερήφανους Γότθους και τους έπεισαν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή απ’ το να εξεγερθούν και να πολεμήσουν. Μαζί τους συμπαρέσυραν και τα από καιρό βουτηγμένα στον λήθαργο πληβειακά στρωματα στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Αυτοί ήταν οι περίφημοι urbs plebis, πρώην ανεξάρτητοι γεωργοί των οποίων τα χωράφια είχαν απαλλοτριωθεί από τις τεράστιες βιομηχανικές φάρμες που είχε στην κατοχή της η αγροτική αριστοκρατία και τώρα συνωστίζονταν στις βρώμικες προλεταριακές συνοικίες των πόλεων για να βρουν δουλειά. Ο στρατος ήταν τις περισσότερες φορές η μοναδική διέξοδος γι’ αυτούς τους οικονομικούς πρόσφυγες, μιας και οι γαιοκτήμονες έκαναν χρήση σε μαζική κλίμακα της καταναγκαστικής εργασίας των σκλάβων για να καλλιεργήσουν τις φυτείες τους και να αυξήσουν με αυτον τον τρόπο στο έπακρο το περιθώριο της κερδοφορίας τους. Έτσι, το κοινωνικό ζήτημα στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε τεθεί υπό έλεγχο και είχε επιλυθεί με έναν τρόπο που εξυπηρετούσε μονάχα τα συμφέροντα της αριστοκρατίας και του Κράτους. Οι κάποτε ανυπότακτες προλεταριακές μάζες, οι οπαδοί των Γράκχων και της secessio plebis, είχαν τον πέμπτο αιώνα μετατραπεί σε μια άβουλη πρώτη ύλη, που προστάτευε και διατηρούσε με το αίμα της τις αμύθητες περιουσίες των μεγάλων αριστοκρατικών οικογενειών.
Δίκαια ο Πλούταρχος είχε γράψει κάπου τριακόσια χρόνια πριν για τους Ρωμαίους λεγεωνάριους, που είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος ολόκληρης της οικουμένης και είχαν υποτάξει σχεδόν όλα τα γνωστά έθνη της εποχής τους, ότι “τους αποκαλούσαν κυρίαρχους του κόσμου, ενώ εκείνοι δεν είχαν στην ιδιοκτησία τους ούτε μια μικρή λωρίδα γης”.iii Αλλά και οι σκλάβοι δεν έχασαν την ευκαιρία να ενωθούν με τους εξεγερμένους για να πάρουν την εκδίκηση τους από μια κοινωνία που τους είχε υποβιβάσει στην κατάσταση ενός άψυχου πραγματος, που τους αντιμετώπιζε σαν περιουσιακά στοιχεία που μπορούσαν σε κάθε στιγμή να γίνουν το αντικείμενο ανταλλαγής ή αγοραπωλησίας από τα μέλη των ανώτερων τάξεων. Οι Γότθοι σίγουρα δεν έφερναν μαζί τους ένα πρόγραμμα, ούτε υπόσχονταν να κάνουν πράξη την παγκόσμια αδελφοσύνη των λαών. Δεν είχαν στο μυαλό τους ξεκάθαρες ιδέες ή διαθέσεις ως προς τι θα μπορούσε να αντικαταστήσει το ρωμαϊκό κοινωνικό και πολιτικό σύστημα που ήταν υπεύθυνο για τόση καταπίεση, τόση ανισότητα και τόση διαφθορά. Εκείνο που κουβαλούσαν στα όπλα τους ήταν η δυνατότητα να απαλλαγεί κανείς από τα πυκνά, σιδερένια δεσμά που τον κρατούσαν αιχμάλωτο της οδυνηρής κοινωνικής του συνθήκης, καθηλωμένο σε αυτήν. Η κοινωνία που ως εκείνη τη στιγμή ορθωνόταν απειλητική και απροσπέλαστη μπροστά στο προλεταριάτο των πληβείων και των σκλάβων, που τους συνέτριβε και τους ετεροκαθόριζε με την απαράμιλλη δύναμη της, τώρα παρέπαιε από τα απανωτά χτυπήματα των οργισμένων βάρβαρων που είχαν σφάξει τη ρωμαϊκή συνοριακή φρουρά στην Μαρκιανούπολη και είχαν πλέον στραφεί προς την πρωτεύουσα της επαρχίας της Θράκης, Ανδριανούπολη, με σκοπό να την καταλάβουν και να τη λεηλατήσουν. Απ’ όπου περνούσαν οι εξεγερμένοι Γότθοι, οι μάζες των καταπιεσμένων είτε επαναστατούσαν κι ενώνονταν μαζί τους, ή το έσκαγαν για να γλιτώσουν από την μιζέρια και τις κακουχίες της ζωής του σκλάβου.
Εκείνο που πρόσφερε η , πρόσκαιρη έστω, νίκη των Γότθων ήταν μια ευκαιρία για να ξεκινήσει κανείς από την αρχή.
Πίνακας – Ο Αλάριχος δέχεται τα δώρα των Αθηναίων, Ludwig Thiersch (1879).
i Η “Πολη του Θεού” ολοκληρώθηκε από τον Αυγουστίνο το 425 και δημοσιεύτηκε έναν χρόνο μετά, το 426 μ.Χ.
ii Τα περισσότερα στοιχεία της αφήγησης το κείμενο τα οφείλει στην “Ρωμαϊκή Ιστορία” του Αμμιανού Μαρκελλίνου, που περιλαμβάνει μια αναλυτική εξιστόρηση της ακολουθίας των γεγονότων που έμεινε στην ιστορία ως οι “Γοτθικοί Πόλεμοι” (376-382 μ.Χ.). Αυτό το ύστατο επεισόδιο της συγκρουσης ανάμεσα στους Γότθους και την εξασθενημένη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία τυπικά ξεκινάει με την υποτιθέμενη “εισβολή” του Φριτιγέρνη και τον θρίαμβο του στην μάχη της Ανδριανούπολης το 378. Ενώ οι εχθροπραξίες τυπικά ελαβαν τέλος με τη συνθήκη του 382, η πιο μακροπρόθεσμη επίπτωση ήταν φυσικά η άλωση της ίδιας της Ρώμης από έναν άλλον Γότθο πολέμαρχο, τον Αλάριχο, το 410. Το Τρίτο Βιβλίο της ιστορίας του Μαρκελλίνου είναι διαθέσιμο online εδώ.
iii Πλούταρχος, Τιβεριος Γράκχος, κεφ. 9.