Ο Χρήστος Τσουτσουβής στην ελληνική λογοτεχνία
Αναδημοσίεση από το τσαλίμι
Απόγευμα Κυριακής, 12 Μαΐου 1985. Στην οδό Αμφίκλειας στου Γκύζη, εντοπίζεται από αστυνομικούς μία πράσινη μοτοσυκλέτα, “Γιαμάχα, εντούρο”, κλεμμένη στις 23 Απριλίου από το Γαλάτσι. Ξεκινάει η παρακολούθηση του οχήματος, σε εικοσιτετράωρη βάση. Η απογευματινή βάρδια της Τετάρτης, 15 Μαΐου, αποτελείται από τρεις αστυνομικούς, κλεισμένους σε συμβατικό αυτοκίνητο, στα πενήντα μέτρα από τη μοτοσυκλέτα. Δύο άντρες, γύρω στα τριάντα, πλησιάζουν και ξεκλειδώνουν το λουκέτο της μοτοσυκλέτας ενώ το αυτοκίνητο της αστυνομίας έρχεται δίπλα τους. Δύο από τους αστυνομικούς πετάγονται έξω από το αυτοκίνητο και φωνάζουν προς τους δύο άντρες “ακίνητοι…Αστυνομία”, για να δεχτούν πυροβολισμούς από τους ψύχραιμους άνδρες οι οποίοι δεν αιφνιδιάστηκαν. Υπήρξε ανταλλαγή πυροβολισμών από την οποία έμεινε αλώβητος μόνο ο ένας εκ των δύο ανδρών, ο οποίος και διέφυγε. Από τους τρεις αστυνομικούς, ο ένας κατέληξε επί τόπου και οι άλλοι δύο, αργότερα, στο νοσοκομείο. Νεκρός έμεινε και ο ένας από τους δύο άντρες, σε απόσταση εκατό μέτρων από το αρχικό σημείο της συμπλοκής. Ο νεκρός είναι αγνώστων στοιχείων. Δύο μέρες μετά, δημοσιεύεται στις εφημερίδες η φωτογραφία του και μια αγγελία με την οποία καλείται όποιος γνωρίσει τον άνδρα της φωτογραφίας να επικοινωνήσει με την Αστυνομία. Τον αναγνωρίζουν οι οικείοι του με τους οποίους είχε να επικοινωνήσει από το 1981. Χρήστος Τσουτσουβής, ετών 32.
Ιστορικό λεύκωμα 1985, έκδοση Καθημερινής, 1999, σελ. 96-97
Αστυνομική επιθεώρηση, αρ. 17-18, Ιούνιος 1985, σελ. 66-67
Ξεκινάει ένας ορυμαγδός δημοσιευμάτων και εκπομπών με απίθανα σενάρια από δημοσιογράφους και άλλους καθώς και κείμενα που υπερασπίζονται τη μνήμη του νεκρού Τσουτσουβή.
Ο Σπάστης, αρ. 7, Ιούνιος-Οκτώβριος 1985, σελ. 5
Ποιος, λοιπόν, ήταν ο Χρήστος Τσουτσουβής; Την απάντηση έδωσαν, πρώην σύντροφοί του. Η Αστυνομία στις 21 Μαΐου δίνει στη δημοσιότητα τις φωτογραφίες δύο ατόμων που τα αναζητεί ως μέλη της οργάνωσης Αντικρατική Πάλη, η οποία ανέλαβε “την ευθύνη για την εκτέλεση του εισαγγελέα Γ. Θεοφανόπουλου”. Ο Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας (ΕΛΑ), στις 23 Μαΐου στέλνει τετρασέλιδη επιστολή σε εφημερίδα και αποκαλύπτει πως ο Τσουτσουβής υπήρξε μέλος του ΕΛΑ από το 1976 έως το 1980 οπότε και αποχώρησε “για να ακολουθήσει τις δικές του ιδιαίτερες επιλογές”. Αυτές οι επιλογές τον οδηγούν στην ίδρυση της Αντικρατικής Πάλης.
Ο Σπάστης, αρ. 7, Ιούνιος-Οκτώβριος 1985, σελ. 12
Τα έντυπα του αναρχικού χώρου εξαπολύουν μύδρους κατά του Τύπου για τη στάση του απέναντι στον νεκρό. Μία στάση που οδήγησε της αδελφή του Τσουτσουβή να κάνει μήνυση σε ένα περιοδικό, ακριβώς για προσβολή νεκρού.
Δοκιμή, αρ. 4, Φλεβάρης 1986, σελ. 26
Δοκιμή, αρ. 7, Ιούλιος 1985, σελ. 3
Μια αμηχανία υπήρχε στα αριστερά περιοδικά, το Αντί και τον Σχολιαστή, τα οποία δεν βρήκαν να γράψουν κάτι ουσιαστικό και κράτησαν, ευδιάκριτες, αποστάσεις με πιο απόμακρο τον Σχολιαστή. Και στα δύο έντυπα, ξεχωριστή περίπτωση υπήρξαν οι σκιτσογράφοι τους που απέδωσαν την πραγματικότητα με εύστοχο τρόπο.
Αντί, αρ. 290, 30 Μαΐου 1985, σελ. 7, 36, 37
Σχολιαστής, αρ. 27, 1 Ιουνίου 1985, σελ. 3, 4, 41
Η σιωπή αυτή δεν πέρασε απαρατήρητη από τους αναγνώστες αυτών των εντύπων που αντέδρασαν με επιστολές.
Σχολιαστής, αρ. 30, 1 Σεπτεμβρίου 1985, σελ. 31
Σημαίνουσα θέση, στα κείμενα που γράφτηκαν για την υπόθεση, έχει το
requiem του Γιώργου Καραμπελιά.
Ακαριαία ήταν και η αντίδραση της λογοτεχνίας. Μέσα στον ίδιο χρόνο με τη συμπλοκή στου Γκύζη, δημοσιεύεται το ποίημα του Δημήτρη Αρμάου, “Ελεγείο, ή Κάθαρση”, στο περιοδικό Πολιορκία, αρ. 29, Δεκέμβριος 1985. Το ποίημα, με τον οριστικό του τίτλο, “Ελεγείο: Χ.Δ.Τ.”:
Δημήτρης Αρμάος, Βίαιες εντυπώσεις, εκδ. Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα, 2009
“Γυμνός, και σε περίχυνε η γαλήνη / Των ιδεών που σ’ είχαν επιτάξει” και “Θα λάβεις, κι ας φρενιάζουν οι δυνάστες / Το δίκιο σου απ’ το μέλλον δίχως όρους”. Είναι στίχοι που αποδίδουν με ενάργεια τον μύθο που έντυσε τον νεκρό άντρα και πέρασε έτσι στις μνήμες όσων ένιωθαν την ανάγκη να “επιτάσσονται” απο ιδέες και να αντιστέκονται σε δυνάστες.
Αναρχία, αρ. 12, Ιούνης 1989, σελ. 16
Στην ίδια λογική με τον Αρμάο κινήθηκε, αρκετά χρόνια αργότερα και ο Ηλίας Λάγιος:
ο χρήστος τσουτσουβής κι ο ιησούς χριστός
στεκόντουσαν σ’ ένα αμπελάκι με το σούρουπο
έδειχνε ο τσουτσουβής τους τύπους των σφαιρών
στο στήθος του
και αντεδείκνυεν ο ιησούς έναν τυφλό λεγεωνάριο
πιο πέρα στέκονταν η παναγιά συλλογισμένη
να δη από πού θ’ ανάψη το κακό και θα βαρύνη
τ’ άδικο
ενώ στο δίπλα της αδάκρυτη η αδελφή του τσουτσουβή
έραβε σάβανα λευκά για την αιωνιότητα
έτσι αναλήφθησαν ο ναζωραίος κι ο τραχύς
στους ουρανούς
περ’ απ’ τον θάνατο την τάχα μνήμη των ανθρώπων
κι ύφαινε σάβανα λευκά για την αιωνιότητα η παναγιά
κι η αδελφή του τσουτσουβή τραγούδαγε ένα σπασμένο
σκότεινο άστρο
κι είδαν τον χρήστο τσουτσουβή γαμπρό μ’ άψογο
μανικιούρ
κι είδαν γαμπρό παντός τον μαραγκό με μαυρισμένα
νύχια – ξανά
κι η οβριά η μαρία κι η νότα τσουτσουβή τους λούσαν
και τους μύρωσαν
κι ο κόσμος ύφαινε για μας σάβανο μαύρο την αιωνιότητα
Ηλίας Λάγιος, Προς εγκωμιασμόν μιας αενάου εφηβικής ηλικίας (Legende),
από τη συλλογή “Μουζικούλες”, εκδ. Ερατώ, Αθήνα, Μάιος 1997.
H εφημερίδα Τα Νέα, το 2008, διατύπωσε ένα κουίζ με βάση το ποίημα αυτό του Λάγιου και το θεατρικό έργο της Λούλας Αναγνωστάκη, Ο ήχος του όπλου (1987):
Τα ανοιχτά μάτια του Χρήστου Τσουτσουβή φώτιζαν σαν προβολείς το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη Ο ήχος του όπλου. Τη μορφή του νεκρού της σύγκρουσης με την Αστυνομία στου Γκύζη ζωντάνεψε σε ποίημά του και ένας ταλαντούχος νέος λυρικός, που εμφανίστηκε στα γράμματα και έκλεισε τον κύκλο της ζωής του στην τελευταία 25ετία. Το πένθος μάλιστα φίλων και ομοτέχνων του για τον τραγικό του θάνατο, πριν από τρία χρόνια, συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ποιος είναι;
Για να δώσει την απάντηση:
O Ηλίας Λάγιος (1958- 2005) στο ποίημά του Προς εγκωμιασμόν μιας αενάου εφηβικής ηλικίας (Legende) επιχειρεί έναν πρωτότυπο παραλληλισμό: έδειχνε ο τσουτσουβής τους τύπους των σφαιρών στο στήθος του/ και αντεδείκνυεν ο ιησούς έναν τυφλό λεγεωνάριο. Και παρακάτω συνδέει την παναγιά με την αδάκρυτη αδελφή του τσουτσουβή νότα.
Η ήρωας του ποιήματος σκιτσάρεται ρεαλιστικά, λέγεται με τ΄ όνομά του και μυθοποιείται· ενώ στο έργο της Λούλας Αναγνωστάκη η αναφορά γίνεται υπαινικτικά και το διαρκώς παρόν όπλο (περίστροφο) αξιοποιείται δραματουργικά δίνοντας διέξοδο στην υπαρξιακή αγωνία των προσώπων.
Τα χρόνια που ακολούθησαν τον απροσδόκητο θάνατό του, πολλά και ουσιαστικά γράφτηκαν για τον Ηλία Λάμδα, όπως υπέγραφε συχνά ο ίδιος τα κείμενά του. Τρία καλά περιοδικά αφιέρωσαν τεύχη τους ( Αντί,Μanifesto,Νέο Επίπεδο ) στα οποία με άρθρα και ποιήματα τιμήθηκε η μνήμη του.
Η πεζογραφία κράτησε διαφορετική στάση απέναντι στον Τσουτσουβή και τον θάνατό του. Ενώ οι δύο ποιητές έμειναν σε ό,τι είδαν και ένιωσαν, οι πεζογράφοι προσπάθησαν να αναπλάσουν, να δημιουργήσουν δικούς τους χαρακτήρες. Αξίζει τον κόπο να δει κανείς την προσπάθειά τους.
Νίκος Κάσδαγλης, Το θολάμι, εκδ. Στιγμή, Αθήνα, Νοέμβριος 1987
Το βιβλίο έλαβε καλή κριτική και λίγο έλειψε να γίνει και ταινία. Η δική μου η ματιά ήταν πιο αυστηρή. Δεν μπορούσα να παρακάμψω τις πληροφορίες που γνώριζα και να σταθώ επιεικής απέναντι σε μια ιστορία που έμπαζε, αφού, ενώ είχε ξεκάθαρες αναφορές σε ένα συγκεκριμένο γεγονός, το διαχειρίστηκε απογυμνώνοντάς το από κάθε ιδεολογικό περιεχόμενο και επενδύοντάς το με διανοητικές κατασκευές που δεν προωθούσαν την πλοκή ή που δεν στόχευαν στο να εμβαθύνουν στους χαρακτήρες, αλλά ήθελαν (και πέτυχαν) να αφήσουν να αιωρούνται υποννοούμενα και μομφές γεμάτες, ωστόσο, ιδεολογική προκατάληψη. Ο ήρωας εδώ, δεν είναι ο νεκρός, αλλά ο, διαφυγών, σύντροφός του, ο οποίος και δίδει την χαριστική βολή στον, μέχρι τότε, τραυματία. Η κριτική που κάθισα και έγραψα για το βιβλίο αυτό, προοριζόταν για ένα λογοτεχνικό περιοδικό που ξεκίνησε τη διαδρομή του από τον Οκτώβριο του 1987, δεν δημοσιεύτηκε ποτέ. Την καταθέτω εδώ, χειρόγραφη (με το μολυβάκι του Ντίνου Χριστιανόπουλου, να διορθώνει):
Τόλης Νικηφόρου, Το κίτρινο περπάτημα στα χόρτα, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2005
Εδώ έχουμε μια πολύ όμορφη έμπνευση από τον συγγραφέα, ο οποίος δημιουργεί έναν χαρακτήρα που οδηγείται στο, ιδιωτικό και ανεξάρτητο από οργανώσεις, αντάρτικο πόλης. Είναι πολύ καλογραμμένο και η αναφορά στη συμπλοκή του Γκύζη γίνεται μέσω της κίνησης της Αστυνομίας να αναρτήσει τη φωτογραφία του νεκρού στον Τύπο και σε μια
ομολογία του ίδιου του συγγραφέα, πως η περιγραφή του προσώπου του νεκρού είναι ξεσηκωμένη από την, πραγματική, φωτογραφία του Χρήστου Τσουτσουβή. Εδώ το πρόβλημα είναι άλλο. Ο ήρωας καθιστά σχεδόν συνένοχό του έναν δημοσιογράφο, προς το τέλος του βιβλίου και, σελίδα τη σελίδα, δημιουργείται η αναγνωστική λαχτάρα που περιμένει από αυτόν, τον δευτερεύοντα ήρωα, να αναδεικνύεται σε πρωτεύοντα αφού καλείται να διαχειριστεί μια γνώση που δεν την θέλει, που δεν είναι νόμιμη και δεν την εγκρίνει. Τι θα κάνει; Τίποτα δεν κάνει. Το κάνει ο συγγραφέας. Και αντί, σ’ εκείνο το σημείο να αρχίσει το πραγματικό μυθιστόρημα, έρχεται ο βολικός θάνατος του αρχικού ήρωα και βγάζει από το δίλημμα τον δημοσιογράφο και ρίχνει στην απογοήτευση τον αναγνώστη. Το εύκολο και, χολυγουντιανό, happy end, υπονομεύει το χτίσιμο μιας πολύ ενδιαφέρουσας πλοκής.
Οι εκμυστηρεύσεις του αντάρτη πόλης στον κάθε συνομιλητή του των εσώψυχών του και η αποδοχή του όρου “τρομοκράτης” από τον ίδιο, δίνουν και παίρνουν στο επόμενο μυθιστόρημα που θα μας απασχολήσει.
Γιώργος Καρτέρης, Ερωτευμένος τρομοκράτης, εκδ. Μελάνι, Αθήνα, Απρίλιος 2008
Έχω διαβάσει κι άλλα βιβλία του Καρτέρη. Πάντα έμενα με την αίσθηση ότι η λογοτεχνία του υστερεί των προθέσεών του. Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής. Κάπως έτσι. Ο συγγραφέας έχει εντρυφήσει στα κείμενα των οργανώσεων αντάρτικου πόλης και τα χρησιμοποιεί, εντάσσοντάς τα στο μυθιστόρημά του. Ο ήρωάς του είναι, και εδώ, ο ζωντανός της συμπλοκής του Γκύζη. Στην πλοκή μπαίνουν διάφοροι χαρακτήρες και συμπλέκονται μεταξύ τους τόσο ασφυκτικά σε μια, φωσκολικής εμμονής, αποθέωση της σύμπτωσης. Όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους από τυχαίες αφορμές αλλά έχουν σημαντικό ρόλο στην υπόθεση. Ο συγγραφέας ανακατεύει στοιχεία από τις γνωστές πια, υποθέσεις οργανώσεων που έχουν διαλευκανθεί και έκλεισε, νομικά, ο φάκελός τους. Κανένα πρόβλημα. Ο στόχος που έβαλε ο συγγραφέας, να εμπλέξει την πολιτική επιλογή του ήρωά του με την σεξουαλικότητά του, από μόνος του δεν είναι κακός. Κάθε άλλο. Ο τρόπος που υπηρετείται, χωλαίνει. Παιδαριώδεις και αμήχανοι διάλογοι. Στη μια σειρά οι λέξεις λέγονται με τ’ όνομά τους κι αμέσως μετά μπαίνει λογοκρισία: “Με το ένα χέρι θα κρατούσε το πιστόλι και με τ’ άλλο υπολόγιζε να κρατά την ψωλή του. Θα ήταν η πρώτη φορά που θα έκανε έρωτα με το πιστόλι στο χέρι. Είχε κάποια αγωνία, δεν ήξερε αν μπορούσε να τα καταφέρει, φοβόταν μήπως την κρίσιμη στιγμή, πάνω στο αποκορύφωμα της σεξουαλικής πράξης, παρασυρόταν και έκλεινε τα μάτια του από ηδονή” (σελ. 344). Μετά την ψωλή, λάμπουν διά της απουσίας τους οι λέξεις γαμήσι, γκαύλα και ο βιασμός υποβιβάζεται σε σεξουαλική πράξη! Αυτός που τα κάνει αυτά είναι ακροδεξιός και χαφιές, δεν είναι ο ερωτευμένος τρομοκράτης αλλά κι εκείνος δεν πάει πίσω. Τον ρωτάει η ερωτευμένη μαζί του: “Τι έπαθες; Πολύ κλονισμένος μου φαίνεσαι για τρομοκράτης. Σε πειράζει να σε λέω τρομοκράτη; Άσχετα τι πιστεύω, αν είσαι τρομοκράτης ή όχι, αυτή η λέξη βοηθάει την επικοινωνία μας, είναι η λέξη κλειδί. Αν θέλεις τη βάζω σε εισαγωγικά”. Και ο αντάρτης πόλης, ο ιδεολόγος που αφαιρεί ζωές επειδή υπηρετεί ιδέες, απαντά: “Μην μπαίνεις στον κόπο, δε με πειράζει, λέγε με όπως θες” (σελ. 334). Ο κόπος είναι τα εισαγωγικά! Θα μπορούσα, σχεδόν σε κάθε σελίδα, να διατυπώσω αρνητικά σχόλια για όσα διαβάζω εκεί, αλλά δεν νομίζω πως έχει σημασία. Όλοι οι ήρωές του έχουν λόγο ύπαρξης, όλοι όμως απαιτούσαν άλλη συγγραφική ετοιμότητα και ικανότητα. Αν κάνει κανείς μια περίληψη του έργου και περιγράψει με αδρά χαρακτηριστικά τους πρωταγωνιστές, τότε θα προκύψει ένα ελκυστικό κείμενο που θα σε ωθήσει στο βιβλιοπωλείο για να αγοράσεις το βιβλίο. Όταν το ανοίξεις όμως αρχίζει η πτήση σε διαδοχικά κενά αέρος και το ταξίδι γίνεται, αναγνωστική περιπέτεια. Υπάρχουν, πάντως, μόνο
θετικές κριτικές στο διαδίκτυο.
Αθηνά Τσάκαλου, Οι λεηλάτες του μεσημεριού, οι εκδόσεις των συναδέλφων, Αθήνα, 2018
Η Αθηνά Τσάκαλου υιοθετεί μια εκμηστηρευτική, ποιητική γραφή. Μεταδίδει συναισθήματα και δείχνει, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, πως ξέρει πού θα οδηγήσει το κείμενό της. Στήνει μια οικογενειακή ιστορία με επίκεντρο την απουσία και την επανεμφάνιση του πατέρα, τη σχέση του αδελφού με την αδελφή και χρησιμοποιεί εικόνες και διαλόγους που γραπώνουν τον αναγνώστη και τον κρατάνε αφοσιωμένο στον μύθο που εξελίσσεται. Μέχρι του σημείου που αποφασίζει η συγγραφέας να ρίξει στο παιχνίδι τη μεταφυσική. Είναι επιλογή της, υπηρετείται με συνέπεια, έχει όμως μια παρενέργεια. Αναγκάζει τον αναγνώστη, το έκανε τουλάχιστον με μένα, να αρχίζει να πνίγει τα επιφωνήματα ενθουσιασμού που γεννιούνται από όμορφες αράδες του κειμένου για να περιμένει το τέλος και τότε να κάνει τον απολογισμό. Η προσωπική μου εμπειρία είναι πως δεν τελείωσα το βιβλίο με τον ίδιο βαθμό αποδοχής που το άρχισα. Κι εδώ, ο ήρωας είναι ο νεκρός της συμπλοκής του Γκύζη, η οποία πια γίνεται συμπλοκή της Αστυνομίας με ομάδα αναρχικών, τα φώτα όμως πέφτουν στην αδελφή κυρίως και στη μάννα. Η μάννα στο βιβλίο της Τσάκαλου είναι μια εξαίσια λογοτεχνική φιγούρα, με πάθη και καρτερία, με σοφία και δύναμη. Η αδελφή είναι αυτή που αναζητά απαντήσεις. Και πριν τον θάνατο του αδελφού της και μετά, για τις επιλογές του, για τον δρόμο του.
Είναι, με απόσταση, το καλύτερο από τα μυθιστορήματα που παρουσιάζονται εδώ, χωρίς λεκτικά ατοπήματα και άσκοπους εντυπωσιασμούς (όπως υπάρχουν αυτά στον Καρτέρη), με σεβασμό και αληθινή απορία για επιλογές άλλων τις οποίες δεν καταλαβαίνει (καμία σχέση με τον Κάσδαγλη που δεν διστάζει να δώσει σάρκα και οντότητα σε κάτι άγνωστό του κι ας προσεγγίζει έτσι, το έργο του, το συγκαλυμμένο μανιφέστο κι όχι την ατόφια λογοτεχνία). Ένα είδος κενού που ένιωσα με τον Νικηφόρου, το ένιωσα κι εδώ, όταν διαπίστωσα (και στα δύο έργα) πως άλλους δρόμους τραβάμε, εγώ ως αναγνώστης κι αυτοί ως συγγραφείς. Η πλοκή που στήνουν και οι δύο με ωθεί προς μια ταύτιση με τις λέξεις και την αύρα του έργου τους, αλλά η λύση που δίνουν μου αφήνει την αίσθηση του ανεκπλήρωτου.
Κλείνοντας, περισσότερο κι από τις πληροφορίες για το παρελθόν του Τσουτσουβή, για τις πολιτικές του θέσεις και πράξεις, για την επαναστατική βία και το ηθικό ή όχι των φόνων που προκαλεί, για τη σχέση του με τους συντρόφους του, εκείνο που έφυγε και αποστασιοποιήθηκε από αυτόν και ταξιδεύει με ορμή προς την Ιστορία και την Τέχνη είναι η φωτογραφία με τα ορθάνοιχτα μάτια και το χυμώδες πρόσωπό του. Ένα ολοζώντανο πρόσωπο που οδηγεί εκείνον ή εκείνην που θα το ατενίσει σε μονοπάτια της ψυχής κι όχι του νου, μακριά από ιδεολογικές προκαταλήψεις και με διάθεση να ορθώσει ένα μεγάλο ερωτηματικό. Αυτό επιβαλλει η φωτογραφία του νεκρού Χρήστου Τσουτσουβή. Την ερώτηση. Την αναζήτηση. Την αμφιβολία. Όχι την σιγουριά κι ας έδρασε με απόλυτη σιγουριά και ψυχραιμία τις τελευταίες του στιγμές. Η αποδοχή ή η απόρριψη κάποιου δεν είναι η λύση. Κι από αυτήν την άποψη η Τσάκαλου αποδεικνύεται η καλύτερη από τους συγγραφείς που τον κοίταξε κατάματα: “Κάτι έπεσε πάνω μου, όχι δεν ήταν τα φύλλα των δέντρων, κάτι άλλο βαρύ και κρύο, κι ακούμπησαν τα γένια σου στο πρόσωπό μου. Όλοι οι φόβοι τελειώνουν κάποτε και μένει μόνο η απόγνωση. Σε είδα στις οθόνες των τηλεοράσεων στο δελτίο των έξι. Τα μάτια σου ορθάνοιχτα και το στόμα ελαφρά ανοιγμένο. Τα μάτια σου…”.