Τον Ντίνο Χριστιανόπουλο τον είχα δει από κοντά, στις αρχές του έτους. Γινόταν μία τιμητική εκδήλωση για το έργο της Κ. Αγγελάκη – Ρουκ και ήταν στους ομιλητές. Μπήκε μέσα, με την καπαρντίνα του –τι μυστηριώδες ρούχο κι αυτό— και κάθισε. Μπορούσε να επιβληθεί στο χώρο, όμως απαλά, οριακά κατά λάθος, σαν να μην ήθελε, αλλά και σαν να το απολάμβανε. Άνθρωποι σ’ αυτήν την ηλικία άλλωστε, με ένα έργο, θα μου πεις, φέρουν το βάρος του ονόματος και των πεπραγμένων τους. Αλλά εγώ θα σου πω, πως αυτός ο γέρος ήταν ελαφρύς. Μάλλον καλύτερα: η επιβολή του ήταν απογυμνωμένη, σαν την ποίηση του. Κάποια στιγμή ήρθε η σειρά του να μιλήσει για την Αγγελάκη. Θυμάμαι περισσότερο να μιλάει για τους έρωτες της, τον ερωτισμό της, τί άνθρωπος ήταν. Κουβαλάμε στην τέχνη άλλωστε τον τρόπο που ζούμε.
Λίγο νωρίτερα, τον είχα συναντήσει στις εισαγωγικές μου εξετάσεις στο ΥΠ.ΠΟ, για το χορό. Θυμάμαι κάποια στιγμή στον αυτοσχεδιασμό, στις πρώτες μέρες, μας ζήτησαν να πούμε κάτι για τον εαυτό μας. Βγήκε από το στόμα μου, σαν πορδή, η λέξη ΕΡΩΤΑΣ και άρχισα να ψελλίζω το ομώνυμο ποίημα από τη συλλογή του Ανυπεράσπιστος Καημός. Σαν να λέμε κρύφτηκα στις λέξεις του για να αποκαλυφτώ, ανυπεράσπιστη· γαμώ τα υπουργεία τους. Τελικά ήμουν χορεύτρια, λέει.
Λίγο πιο νωρίς ακόμη, στα πρώτα χρόνια στο πανεπιστήμιο συστήθηκα μαζί του. Ο Ν.Χ. έπαιζε πάντα κρυφτό. Το να αποκαλύπτεται και να απογυμνώνεται ήταν το δικό του καταφύγιο και εμάς μας το πρόσφερε απλόχερα μέσα απ’ τις λέξεις, μέσα από τη γλαφυρή και ιδιότυπη φωνή του, τις βωμολοχίες και της υπερβολές. Ο Ν.Χ. έπαιρνε θέση και στάση, ντόμπρα και ολόγυμνη, σε μια εποχή που το έχουμε πάρα πολύ ανάγκη. Ο Ν.Χ ήταν μισογύνης κάτι ώρες, θα τσακωνόμουν μαζί του γι’ αυτό, ξεροκέφαλος, και γέρος πια, όμως αιώνιος έφηβος στην ψυχή. Έφυγε πλήρης των ημερών· τα κατάφερες και εκεί βρε κουφάλα.
Ο Ν.Χ. θα μπορούσε να είναι χορευτής ή μποξέρ, αλλά μάλλον δε θα άντεχε τη λίγδα και την υποταγή αυτού του χώρου, του πρώτου τουλάχιστον, που την έχουμε ανταλλάξει με την έννοια της πειθαρχίας. Ο Ν.Χ. είχε ρυθμό πως να το κάνουμε, ήταν φοβερός παίκτης. Πορευόμουν με τις λέξεις του στο προσκεφάλι μου, όταν άρχισα να απεκδύομαι πρώτη φορά στα δεκαοχτώ ρούχα, να αποκτάω νέο βάρος από την ελαφρότητα, να παίζω ανάμεσα στις γραμμές και ανακινώ τις παρατάξεις.
Ο Ν.Χ. ήταν γαμάτος.
Αντίο, δάσκαλε. Η σκόνη σου να ραίνει τις ψυχές μας.
Και ευχαριστούμε.
Δρίλλια Ανθή- Η.
——
ΕΡΩΤΑΣ
Να σου γλείψω τα χέρια, να σου γλείψω τα πόδια –
η αγάπη κερδίζεται με την υποταγή.
Δεν ξέρω πώς αντιλαμβάνεσαι εσύ τον έρωτα.
Δεν είναι μόνο μούσκεμα χειλιών,
φυτέματα αγκαλιασμάτων στις μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριά σπασμών.
Είναι προπάντων επαλήθευση της μοναξιάς μας,
όταν επιχειρούμε να κουρνιάσουμε σε δυσκολοκατάχτητο κορμί.